[1]Παρασκευή Σταγάκη
DOI: https://doi.org/10.57160/JPQW4127
Περίληψη
Η επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών και παραβατικής συμπεριφοράς στον νεανικό πληθυσμό αποτελεί μια κλιμακούμενη ανησυχία στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο συσχετισμός ανάμεσα στην χρήση ουσιών και στην τέλεση εγκληματικών πράξεων συνέβαλε σε μια αυξημένη επιβολή μέτρων εξαναγκασμού των παραβατών σε θεραπεία μέσα από το σύστημα ποινικού σωφρονισμού, παρά το γεγονός ότι οι εγκληματολογικές έρευνες καταδεικνύουν απουσία αιτιατής σχέσης ανάμεσα στις δύο μεταβλητές.
Η παρούσα έρευνα αφορά στην επιβεβλημένη θεραπεία απεξάρτησης ανήλικων παραβατών μέσα σε σωφρονιστικό κατάστημα. Οι επιπτώσεις των νομικών πιέσεων στην παραμονή και στην υποτροπή εξεταστήκαν με μια Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη νεαρών κρατουμένων στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα (Ε.Κ.Κ.Ν.Α.). Ο σκοπός ήταν να διερευνηθούν οι λόγοι που οδηγούν πολλούς νεαρούς παραβάτες στην πρόωρη εγκατάλειψη της θεραπείας κατά την αποφυλάκιση. Ο συνολικός στόχος της έρευνας ήταν να διερευνηθούν οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων για τον ρόλο των νομικών πιέσεων, ως αποτρεπτικού παράγοντα υποτροπής στην χρήση και στην παραβατικότητα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας επαλήθευσαν ότι ο εξαναγκασμός δεν παρεμποδίζει την παραμονή των νεαρών παραβατών και την δέσμευσή τους σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Τουναντίον, τα ευρήματα επιβεβαίωσαν ότι η εμπλοκή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την γνωριμία και την εμπειρία θεραπευτικών διαδικασιών. Επιπρόσθετα, η έρευνα ανέδειξε την ανάγκη για την ανάπτυξη συνεργασιών και συντονισμού των φορέων για την αντιμετώπιση των πολυεπίπεδων και πολλαπλών αναγκών αυτού του πληθυσμού, ώστε να σπάσει ο κύκλος της υποτροπής στην χρήση και στην εγκληματικότητα.
Λέξεις κλειδιά: Επιβεβλημένη Θεραπεία, Απεξάρτηση, Ανήλικοι Παραβάτες, Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη.
Ο Εξαναγκασμός του Παραβάτη σε Θεραπεία
Η αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας, της εγκληματικότητας και της υποτροπής κατά την αποφυλάκιση εμφανίζεται ως ένα αυξανόμενο πρόβλημα στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Τα προτεινόμενα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης του προβλήματος αποτελούν πόλο διαφωνιών μεταξύ ειδικών, υπηρεσιών και πολιτείας. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο συσχετισμός ανάμεσα στη χρήση παράνομων ουσιών και στην τέλεση εγκληματικών πράξεων έχει οδηγήσει στην επιβολή αυστηρότερων νομοθετικών κυρώσεων για τους παραβάτες στις περισσότερες χώρες. Η αυξανόμενη έμφαση στην επιβολή θεραπευτικών μέτρων, που παρατηρείται στην πολιτική για τα ναρκωτικά πολλών χωρών, καθρεφτίζει την ανάγκη για μία πολιτική διαχείρισης, τόσο του αυξανόμενου πληθυσμού εγκλείστων, όσο και της κλιμάκωσης των δεικτών υποτροπής σε αξιόποινες πράξεις.
Στα μέσα περίπου του 1980, παρατηρείται στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία μεταβολή πολιτικής, από την εστίαση στην βλάβη που προκαλούν τα ναρκωτικά στο άτομο, στη βλάβη που προκαλούν στους άλλους, υπογραμμίζοντας έτσι την επικράτηση του συσχετισμού βίας και ναρκωτικών στην κυρίαρχη πολιτική αφήγηση. Η κοινωνική φάση που έδινε προτεραιότητα στις ανάγκες του ατόμου (health phase) αντικαθίσταται με εκείνη που εστιάζει στις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου (crime phase) και η έμφαση επικεντρώνεται στη μείωση της βλάβης και στην πρόληψη της εγκληματικότητας (Stimson 2000; Hunt and Stevens 2004). Αυτό αποτυπώνεται σε μία πολιτική με αυξημένες επιβολές θεραπευτικών μέτρων και παραπομπών σε προγράμματα εντός σωφρονιστικών καταστημάτων, μέσω του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (Seddon 2007; McSweeney et al. 2007). Πρακτικά αυτό σημαίνει μία διευρυμένη ικανότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να οδηγεί παραβάτες στη θεραπεία (ως εναλλακτική έναντι του σωφρονισμού), μία πολιτική που δημιουργεί ιδιαίτερο σκεπτικισμό ερευνητικά σχετικά με την αποτελεσματικότητά της. Η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη αναφορικά με την παραπομπή παραβατών σε θεραπεία μέσω της δικαστικής οδού, ενώ όλα τα ερευνητικά δεδομένα παρουσιάζουν ανάλογα ή και καλύτερα αποτελέσματα σε σύγκριση με αυτούς που προσέρχονται εθελοντικά (Farabee et al. 2002; Wild et al. 2002; McSweeney et al. 2007). Ο Belenko (1999) καταγράφει ότι περίπου 60 τοις εκατό των χρηστών παραβατών που είχαν εμπλοκή με το σύστημα δικαιοσύνης παρέμειναν σε θεραπεία για τουλάχιστον ένα χρόνο, με μίνιμουμ ποσοστό αποφοίτησης 48 τοις εκατό.
‘On Coercion’
Η επιβεβλημένη θεραπεία κατάχρησης ουσιών ποικίλει σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στις χώρες. Παρατηρούμε διαφορετικά συστήματα νομοθεσίας, θεραπευτικά μοντέλα, ομάδες-στόχου και ποσοστά εγκληματικότητας, τόσο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και μεταξύ ηπείρων. Οι επαγγελματικές πρακτικές διαφέρουν επίσης πολύ, λόγω διαφορετικών πολιτικών και ανόμοιων συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός όρος του ‘coercion’, έτσι μπορεί να προκαλέσει σύγχυση οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης μεταξύ υποχρεωτικής και εθελοντικής συμμετοχής σε θεραπεία. Στην βιβλιογραφία βρίσκουμε ένα ευρύ φάσμα όρων όπως ‘εξαναγκαστική’ (coerced), ‘υποχρεωτική’ (compulsory, mandatory), ‘ακούσια’ (involuntary), ‘παραπομπή δικαστηρίου’ (court referral), ‘νομική πίεση’ (legal pressure) και ‘επιβεβλημένη’ (enforced), για να περιγράψει και να καθορίσει τις διαφορετικές μορφές θεραπείας που εφαρμόζονται κάτω από νομικές πιέσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρούμε αδυναμίες και περιορισμούς στις μελέτες (Young 2002; Wild et al. 2002; 2006; Stevens et al. 2005; Seddon 2007; Parhar et al. 2008).
Αρχικά, μια εννοιολογική διευκρίνηση είναι απαραίτητη ανάμεσα στους όρους ‘εξαναγκαστική’ (coerced) και ‘υποχρεωτική’ (compulsory). Ο πρώτος όρος περιλαμβάνει ένα στοιχείο επιλογής, ενώ στον δεύτερο, ο τύπος θεραπείας είναι υποχρεωτικός και δεν περιλαμβάνει το στοιχείο της συναίνεσης. Επιπλέον, μια διάκριση ανάμεσα στην ‘υποχρεωτική’ (compulsory) και ‘ημι-υποχρεωτική’ (quasi-compulsory) θεραπεία είναι ότι ο πρώτος όρος αναφέρεται στον σωφρονισμό χρηστών παραβατών χωρίς την συγκατάθεσή τους (με εφαρμογή σε Αυστρία, Γερμανία και Κάτω Χώρες), ενώ στην δεύτερη περίπτωση η θεραπεία προσφέρεται ως εναλλακτική της φυλάκισης ποινή (με εφαρμογή σε Αυστραλία, ΗΠΑ, Αγγλία, Ιρλανδία, Σκωτία, Ιταλία και Ελλάδα) (Hunt and Stevens 2004; Stevens et al. 2005; Seddon 2007).
Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο νομικός εξαναγκασμός δεν επηρεάζει το κίνητρο, την επιθυμία ή την ετοιμότητα για θεραπεία (Farabee et al. 2002; Mc Sweeney et al. 2006). Ερευνητές επίσης υποστηρίζουν ότι η έναρξη της θεραπείας δεν θα ήταν επιτυχής, χωρίς ένα ορισμένο ποσοστό κινήτρου (Parhar et al. 2008). Γενικά, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκείνοι που τους όρισε το δικαστήριο σε θεραπεία δεν έχουν καμία προσωπική βούληση και προορίζονται να την τερματίσουν, ούτε αντίστοιχα ότι εκείνοι που προσέρχονται εθελοντικά συμβαίνει να μην βιώνουν άλλες πιέσεις και είναι αποκλειστικά δική τους απόφαση (Farabee et al. 1998; Sweeney et al. 2007).
Ζητήματα Αποτελεσματικότητας
Η αιτιολόγηση για την εφαρμογή και τη διατήρηση μιας πολιτικής υποχρεωτικής θεραπείας βασίζεται σε τρία κριτήρια: α) ότι η επιβεβλημένη θεραπεία είναι αποτελεσματική, β) ότι μειώνει την εγκληματικότητα και γ) ότι υπάρχει αιτιατή σχέση ανάμεσα στην χρήση ουσιών και στην εγκληματικότητα (Seddon 2007). Οι έρευνες έχουν αναδείξει στατιστική συσχέτιση, αλλά όχι αιτιατή σχέση ανάμεσα στις δύο μεταβλητές, με τη χρήση ουσιών να αποτελεί ουσιαστικά ένα παράγοντα ενίσχυσης της παραβατικότητας και τις δύο συμπεριφορές να περιγράφονται καλύτερα ως αμοιβαία διατηρούμενες (mutually sustaining) (Hough and Mitchell 2003; Holloway et al. 2004). Επιπροσθέτως, παρατηρούμε απουσία διαφορών ανάμεσα στην εθελοντική και στην επιβεβλημένη θεραπεία αναφορικά με αποτελέσματα υποτροπής, τόσο στη χρήση, όσο και στην παραβατικότητα (Deitch et al. 2000; Bean 2004; McSweeney and Hough 2005; McSweeney et al. 2007; Bennett et al. 2000; 2008).
Ανήλικοι Παραβάτες
Τα αποτελέσματα των ερευνών εμφανίζουν την νεανική παραβατικότητα να ακολουθεί τα χνάρια της παραβατικότητας των ενηλίκων (Stevens et al. 2006). Οι στατιστικές υποδεικνύουν επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών στους ανήλικους (Hough and Mitchell 2003) και επιβεβαιώνουν μία διαδεδομένη παραβατικότητα στα εφηβικά χρόνια (Newburn 2007). Η μεγαλύτερη και πιο έγκυρη έρευνα ανηλίκων στην Βρετανία, το Youth Lifestyle Survey, εμφανίζει τη χρήση ουσιών ως ουσιαστικό παράγοντα πρόβλεψης της παραβατικότητας ανάμεσα σε νεαρούς ανθρώπους: πάνω από το πενήντα τοις εκατό του δείγματος των ερωτηθέντων παραδέχεται ότι έχει διαπράξει μια από τις είκοσι επτά παραβάσεις που εξετάζει η έρευνα, ενώ το ένα πέμπτο ομολογεί ότι έχει εμπλακεί σε παράβαση του ποινικού κώδικά μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες (Flood Page et al. 2000). Στο σύνολό τους οι έρευνες ανηλίκων στην χώρα παράγουν ένα αναλογούν αποτέλεσμα του σαράντα έως και εκατό τοις εκατό των ερωτηθέντων να αποκαλύπτουν μια εγκληματική παράβαση τουλάχιστον μια φορά στην ζωή τους (Graham and Bowling 1995; Flood Page et al. 2000), χωρίς να αποδεικνύουν αιτιατή σχέση ανάμεσα στην παραβατικότητα και την χρήση ουσιών.
Σωφρονιστικά Καταστήματα: Στατιστικά Στοιχεία
Ο πληθυσμός στα σωφρονιστικά ιδρύματα παρουσιάζει αύξηση στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Σύμφωνα με στοιχεία του European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction πάνω από 600,000 άνθρωποι βρίσκονται σε καταστήματα κράτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απεικονίζοντας έναν μέσο όρο 120 εγκλείστων ανά 100,000 πληθυσμού (EMCDDA 2009). Ειδικότερα, για την Αγγλία και την Ουαλία επισημαίνεται, για τα έτη 1995 έως 2009, αύξηση του πληθυσμού των κρατουμένων κατά 66 τοις εκατό (Ministry of Justice 2009). Ανάλογα, η όγδοη έκδοση του World Population List (International Centre for Prison Studies-King’s College London) παρουσιάζει αύξηση 68 τοις εκατό στον πληθυσμό των κρατουμένων σε φυλακές της Ευρώπης, με το Ηνωμένο Βασίλειο (153) στην δεύτερη θέση ανάμεσα στις G7 χώρες. Υπολογίζοντας τον αριθμό των κρατουμένων ανά 100,000 του γενικού πληθυσμού, η Ελλάδα (109) εμφανίζεται να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο ανάμεσα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, πίσω μόνο από την Ισπανία (160), την Αλβανία (159), το Γιβραλτάρ (154) και την Σερβία (122) (Walmsley 2009).
Παράλληλα, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, η χρήση παράνομων ουσιών παραμένει στατιστικά επικρατέστερη ανάμεσα στον πληθυσμό των κρατουμένων. Όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες αναφέρουν ότι οι χρήστες τοξικών ουσιών αποτελούν σημαντικό μέρος του δείγματος του πληθυσμού των σωφρονιστικών ιδρυμάτων (EMCDDA 2001). Η ύπαρξη χρηστών παραβατών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης καταγράφεται στην βιβλιογραφία και μέσα από την σημαντική αύξηση κρατουμένων για ναρκωτικά ή για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών (Wexler et al. 1990; Inciardi et al. 1997; Farabee et al. 1999; Linhorst et al. 2001; Boys et al. 2002).
Οι Ελληνικές εθνικές στατιστικές συνάδουν με το Ευρωπαϊκό ρεύμα. Στα εθνικά στατιστικά στοιχεία παρατηρούμε ότι ο πληθυσμός των κρατουμένων στην Ελλάδα είναι 11.364 άνθρωποι, σε γενικό πληθυσμό 11.122,5 εκατομμύρια. Ο αναλυτικός πίνακας κρατουμένων-ποινών του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το 2010 καταγράφει 3.541 υπόδικους, 6.307 αλλοδαπούς κρατούμενους, 510 ανήλικους και 4.345 παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων 2010). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι εγκληματολογικές στατιστικές παρουσιάζουν αδυναμία να συμπεριλάβουν όλες τις κατηγορίες των σχετικών με τα ναρκωτικά παραβάσεων, καθώς επικεντρώνονται κατά κανόνα στο ποινικό αδίκημα που έχει διαπραχθεί (π.χ. κλοπή) και όχι στην υποβόσκουσα αιτία (χρήση ουσιών). Η δυσανάλογη αντιπροσώπευση, στις επίσημες στατιστικές, των χρηστών-παραβατών στα καταστήματα κράτησης αποτελεί πολύ σοβαρό ζήτημα, καθώς συνδέεται με θέματα πολιτικής και χρηματοδοτήσεων και επηρεάζει ανάλογα, τόσο την υλοποίηση προγραμμάτων, όσο και τις δαπάνες για τις σχετικά με τα ναρκωτικά δράσεις στα εθνικά κονδύλια.
Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα (Ε.Κ.Κ.Ν.Α.)
Η έρευνα με τους ανήλικους παραβάτες έλαβε χώρα στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα το καλοκαίρι του 2010. Κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της ομαδικά εστιασμένης συνέντευξης, το κατάστημα κράτησης -υπερβαίνοντας κατά πολύ την δυναμικότητά του- φιλοξενούσε 380 νεαρούς κρατούμενους, ηλικίας 15 έως 25 ετών. Ο πληθυσμός των κρατουμένων ήταν ιδιαίτερα ανομοιογενής με υπέρ-εκπροσώπηση αλλοδαπών και εθνικών μειονοτήτων. Ειδικότερα, οι Ελληνικής υπηκοότητας κρατούμενοι δεν ξεπερνούσαν το 1/5 του συνολικού πληθυσμού, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό κρατουμένων ήταν Αλβανικής καταγωγής. Οι υπόλοιπες εθνικότητες (Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Συρία, Αίγυπτος, Μαρόκο, Αφγανιστάν, Λιβύη, Ιράκ, Τουρκία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Σομαλία) αποτελούσαν μικρότερα ποσοστά (ΚΕΘΕΑ-ΣΤΡΟΦΗ 2008-2009) .
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το προφίλ των κρατουμένων σκιαγραφείται ως εξαιρετικά επιβαρυμένο. Καταγράφονται περιορισμένοι οικονομικοί και κοινωνικοί πόροι, υψηλός βαθμός αναλφαβητισμού, προβλήματα υγείας, ζητήματα στέγασης, νόμιμης εργασίας και υγιούς κοινωνικής δικτύωσης. Οι οικογενειακές σχέσεις είναι συχνά διαταραγμένες και επιδεινώνονται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι κρατούνται πολλά χιλιόμετρα μακριά από τoν τόπο διαμονής τους. Στην περίπτωση των αλλοδαπών κρατουμένων, ένας σημαντικός αριθμός δεν μιλά καν την γλώσσα της χώρας υποδοχής. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο πληθυσμός των Roma που παντρεύονται και τεκνοποιούν σε πολύ νεαρή ηλικία δημιουργώντας ένα φαινόμενο στο σύστημα σωφρονισμού, ανηλίκων που είναι οι ίδιοι κηδεμόνες ενός ή και περισσοτέρων ανηλίκων.
Κοινωνικοδημογραφικά Χαρακτηριστικά της Ομάδας των Ανήλικων Παραβατών
Η ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη συγκροτήθηκε με οκτώ νεαρούς χρήστες παραβάτες διαφορετικών εθνικοτήτων (Αλβανία, Συρία, Μαρόκο, Τυνησία, Ιράκ και Ελλάδα), από 17 έως 20 ετών. Η περισσότεροι ήταν υπόδικοι, με σειρά νομικών εκκρεμοτήτων, ενώ ένας κρατούμενος είχε καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλάκιση. Οι κατηγορίες των αδικημάτων αφορούσαν σε κλοπή, ληστεία, παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, παράβαση της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (παράνομη είσοδο στην χώρα) και παράνομη μεταφορά αλλοδαπών. Όλοι ήταν έγκλειστοι για πρώτη φορά. Η πορεία στην χρήση ξεκίνησε για τους περισσότερους νωρίς, στην ηλικία των 13 ετών, με πρώτη ουσία συστηματικής χρήσης την κάνναβη. Διαδοχικά, όλοι πειραματίστηκαν με διάφορες ουσίες (ηρεμιστικά/υπνωτικά, αμφεταμίνες, παραισθησιογόνα, κρακ, έκσταση) και ειδικότερα με την χρήση και την κατάχρηση της κοκαΐνης. Η ηρωίνη ήταν η κύρια ουσία κατάχρησης για πέντε από αυτούς. Συμμετείχαν όλοι στις ομάδες του Προγράμματος στην φυλακή, αλλά οι χρόνοι ποίκιλαν από 1 ½ έως και 11 μήνες. Το ζήτημα της εκπαίδευσης αποτελούσε θέμα για ολόκληρη την ομάδα, καθώς όλοι είχαν εγκαταλείψει το σχολείο σε νεαρή ηλικία, ως συνέπεια του εθισμού. Η πλειοψηφία παρακολουθούσε το σχολείο μέσα στην φυλακή. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ενώ όλοι είχαν την δυνατότητα να επικοινωνήσουν στην ομιλούμενη γλώσσα, τα επίπεδα άρθρωσης και κατανόησης ήταν σημαντικά χαμηλά. Στο ιατρικό τους ιστορικό δεν καταγράφηκαν σοβαρά ζητήματα υγείας, άμεσα συναρτώμενα με την χρήση ουσιών (π.χ. Ηπατίτιδα, HIV), εντούτοις όλοι παραδέχτηκαν αμέλεια αναφορικά με τους ιατρικούς τους ελέγχους. Η χρήση ουσιών αποτέλεσε παράγοντα διατάραξης των σχέσεων με την οικογένεια των περισσοτέρων νεαρών κρατουμένων. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ζητήματα πολιτισμικής διαφοροποίησης επικράτησαν στην σύνθεση αυτής της ομάδας. Ειδικότερα, αναφορικά με την χρήση ουσιών, αναδύθηκαν διαφορές στις στάσεις, στις αντιλήψεις και στην κουλτούρα ανάλογα με την χώρα προέλευσης του κρατούμενου (π.χ. οι συμμετέχοντες από την Τυνησία και το Μαρόκο μυήθηκαν στην χρήση από γονέα, καθώς η χρήση hashish -μορφή μαριχουάνας- είναι κοινή πρακτική, αν και παράνομη, στον αντρικό πληθυσμό).
Έρευνα Ποιοτικού Τύπου – Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη
Η Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη (Focus Group Interview) είναι μια ερευνητική μέθοδος συλλογής ποιοτικών δεδομένων (Morgan 1998; Kitzinger 1994). Η ποιοτική έρευνα απευθύνει ερευνητικά ερωτήματα που απαιτούν βάθος κατανόησης, που δεν μπορεί να επιτευχθεί με ποσοτικές μεθόδους. Η διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας, σε εγκληματολογικά ζητήματα, δίνει την δυνατότητα να αποκαλυφθεί η παραβατικότητα, που δεν έχει καταγραφεί και δεν έχει ανιχνευθεί από τις επίσημες στατιστικές (Noaks and Wincup 2004).
Η Θεματική Ανάλυση (Thematic Analysis), όπως περιγράφεται από τους Braun and Clarke (2006) χρησιμοποιήθηκε σε αυτήν την ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη, ως η επιλεγμένη μέθοδο ανάλυσης για τον εντοπισμό, την ανάλυση και την καταγραφή μοτίβων (patterns) στα ερευνητικά δεδομένα. Τα δεδομένα αναλύονται αναφορικά με την κατηγορία σε αυτό το είδος ανάλυσης, η οποία είναι εξαιρετικά επαγωγική, δεδομένου ότι οι κατηγορίες αναδύονται από τα δεδομένα, δεν επιβάλλονται σε αυτά από τον ερευνητή.
Η θεματική περιγραφή του συνόλου των δεδομένων επιλέχθηκε στην ανάλυση για να υποστηρίξει τις συνολικές απόψεις ενός ευαίσθητου και δύσκολου σε πρόσβαση πληθυσμού. Σε αυτήν την αναλυτική μέθοδο, ο ρόλος του ερευνητή ήταν ενεργός στον εντοπισμό θεματικών μοτίβων και στην δημιουργία των σχετικών κατηγοριών. Οι κατηγορίες αναδειχτήκαν τόσο σύμφωνα με την σημασία τους, αναφορικά με την ικανότητα σύλληψης και αποτύπωσης του συνολικού ερευνητικού ερωτήματος (ο όρος είναι «keyness”, Braun and Clark 2006: 82), όσο και σύμφωνα με την επικράτησή τους (σε αριθμό διαφορετικών ομιλητών και στο σύνολο των ερευνητικών δεδομένων).
Η έρευνα βασίστηκε σε σκόπιμη δειγματοληψία (purposive sampling), όπου η επιλογή των συμμετεχόντων γίνεται από τον ερευνητή, με κριτήριο το έργο και τις δυνητικές συνεισφορές τους σε αυτό (Miles and Huberman 1984). Η μελέτη στόχευσε σε ένα ομοιογενές δείγμα (homogeneous sample), ώστε τα κοινά ζητήματα να αποτελέσουν τα θέματα συζήτησης. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης βασίζεται στην εξάλειψη πολλών διαφορετικών φωνών, που ενδέχεται διαφορετικά να αποσπάσουν από τον συνολικό στόχο (Vaughn et al. 1996).
ΑΝΑΛΥΣΗ
Οκτώ Υποκατηγορίες (όπως δείχνει ο Πίνακας 1) δημιούργησαν τις πέντε κεντρικές Κατηγορίες αυτής της έρευνας. Στην παρουσίαση της κάθε μιας που ακολουθεί αποτυπώνονται σκέψεις, αντιλήψεις και ζητήματα που ανέκυψαν καθοδηγούμενα από τις ερωτήσεις του οδηγού συνέντευξης. Η ανάλυση αντανακλά και συνοψίζει τις πτυχές των δεδομένων που η κάθε κατηγορία συγκέντρωσε περιλαμβάνοντας και την δημιουργία των τίτλων τους. Οι Υποκατηγορίες, επιπρόσθετα, απεικονίζουν την ιεραρχία του νοήματος μέσα στα ερευνητικά δεδομένα. Τα αποσπάσματα (βινιέτες) παρουσιάζονται με πλάγιους χαρακτήρες. Δεδομένου ότι αφορούν σε προφορικό λόγο, απoμαγνητοφωνημένου λέξη προς λέξη, υπολείπονται συχνά γραμματικών κανόνων και σύνταξης.
Πίνακας 1
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ | ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ |
1. Συμβουλευτική Υποστήριξη | α) Βοήθεια
β) Εκμάθηση στο «Πως» γ) Να σταματήσω την χρήση / Να αρχίσω μια νέα ζωή |
2. Οφέλη από την Συμμετοχή | Τρόπος Σκέψης |
3. Εμπόδια στην Ένταξη για Θεραπεία | α) Απόφαση
β) Προτεραιότητες |
4. Ψυχολογία Εγκλεισμού | |
5. Κατάχρηση Εξουσίας | α) Των Άλλων
β) Δική τους |
1η Κατηγορία: Συμβουλευτική Υποστήριξη
Η πρώτη κατηγορία εμπεριέχει όλες τις θεματικές που αφορούν στην ψυχολογική υποστήριξη, στην συμβουλευτική και στην θεραπεία απεξάρτησης. Διερευνώντας τα κίνητρα συμμετοχής τους στις ομάδες, οι ανήλικοι ομόφωνα και επανειλημμένα ανέφεραν την «βοήθεια», συχνά σε μονολεκτικές βινιέτες. Ο βασικός προβληματισμός τους επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι είναι ακόμη εθισμένοι και επιζητούν την ουσία πιο έντονα από ποτέ. Οι περισσότεροι αναφέρθηκαν στην σημασία της συμβουλευτικής αναφορικά με την υποτροπή στην χρήση. Κάποιοι ανήλικοι παραβάτες έδωσαν το πολύ παραστατικό απόσπασμα «να βάλω λίγο μυαλό», προσομοιάζοντας τις ομάδες με την οικογένεια, που συνήθως αναλαμβάνει την ευθύνη να τους συνετίσει.
«Το να έρχομαι στην ομάδα εμένα με επηρεάζει. Για μένα βλέπεις … ας πούμε, βγάζεις εδώ ένα γραμμάριο τώρα. Θα το κάνω! Εντάξει, δεν έχει φύγει ακόμα. Μπορεί να κοιμάμαι τις νύχτες και να το σκέφτομαι. Έχει συμβεί πολλές φορές, να κοιμάμαι την νύχτα και ξέρεις, να σκέφτομαι την χρήση. Λέω στον εαυτό μου ‘αν είχα μόνο λίγο τώρα, τι καλά που θα ήταν’».
«Τα ναρκωτικά κατέστρεψαν την ζωή μου, είναι η αλήθεια. Το έχω παραδεχτεί και στον εαυτό μου. Εκεί που είσαι ψηλά αρχίζεις να πέφτεις, σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβεις. Και νομίζεις ότι είσαι φυλαγμένος εκεί, όμως δεν είναι έτσι».
«Ν’ αρχίσω μια καινούργια ζωή … Ήμουν στον πάτο, χαλί, χώμα και είχα πάει στην Κοινωνική Υπηρεσία εδώ πέρα και με είδαν και μου ‘παν για το Πρόγραμμα, ‘Θες να γραφτείς;’ Μια βδομάδα μετά ήρθα μόνος μου».
2η Κατηγορία: Οφέλη από την Συμμετοχή
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσαν οι συμμετέχοντες στην διαφορά ανάμεσα στο περιβάλλον των ομάδων του Προγράμματος και σε εκείνο της φυλακής. Ο χώρος, η ατμόσφαιρα, η συμπεριφορά του θεραπευτικού προσωπικού και το περιεχόμενο των συζητήσεων αποτέλεσαν βασικές συνθήκες διαφοροποίησης των ομάδων συμβουλευτικής, ενώ στα οφέλη από την συμμετοχή προσμέτρησαν και η εκπαίδευση, η πληροφόρηση, η μείωση του άγχους και η παραγωγική χρήση του χρόνου. Η δεύτερη θεματική δημιουργήθηκε σε σχέση με την ερώτηση που διερευνά τα οφέλη της συμμετοχής σε θεραπευτική διαδικασία, κατά την διάρκεια της κωδικοποίησης όμως συμπεριλήφθηκαν βινιέτες που αφορούσαν και δύο ακόμα ερωτήσεις του οδηγού συνέντευξης: εκείνη που διερευνούσε την επίδραση της θεραπευτικής εμπειρίας σε μελλοντική χρήση και παραβατικότητα και εκείνη που τους προσκαλούσε να εικάσουν την δέσμευση τους στην διαδικασία απεξάρτησης, όταν οι νομικές πιέσεις δεν θα αποτελούν πλέον το βασικό τους κίνητρο.
«Πρώτα είναι ο χώρος. Η συζήτηση. Κάτω (στην πτέρυγα) δεν μπορείς να κουβεντιάσεις έτσι. Με ποιόν; Τον συγκρατούμενο; Απλά δεν μπορείς. Εδώ, δεν νιώθεις ότι είσαι φυλακή».
«Την άλλη φορά ήρθε ένας καινούργιος στην ομάδα. Συνήθιζα να ανακατεύω κόκα με σκόνη και δεν ήξερα ότι μπορεί να σε σκοτώσει. Μαθαίνεις πράγματα εδώ. Και είναι και κάτι πιο πολύ από αυτό».
«…Φασαρία στην φυλακή (αναρωτιέται), τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τις φασαρίες στην φυλακή. Το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι αν δεις ναρκωτικά στην φυλακή, γιατί υπάρχουν όπως όλοι ξέρουμε, να πεις ‘όχι’, δηλαδή να πεις ‘δεν θα πάρω’. Βάζεις στόχους για τον εαυτό σου».
Υποκατηγορία: Τρόπος Σκέψης
Ένα σημαντικό θέμα από ερευνητική πλευρά, αν και πρωτίστως θεραπευτικής σημασίας, είναι ο τρόπος ομιλίας των μελών της Δεύτερης Φάσης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (στο κείμενο εμφανίζονται ως οι ερωτώμενοι Α, Λ και Χ). Επέδειξαν αυτή τη διαφορά στον τρόπο σκέψης μέσα από σχόλια και παρεμβάσεις σε άλλα μέλη της ομάδας, σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Ένα ζωντανό παράδειγμα καταγράφηκε όταν ένα από τα νεότερα -στη θεραπεία- μέλη (ο Σ) προσπαθούσε να εξηγήσει ότι είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει τη χρήση.
Σ: «Βασικά, αν βγεις ‘έξω’, όσο και να θέλεις να το κόψεις, αν το δεις μπροστά σου, είναι πολύ δύσκολο να μην κάνεις. Πολύ δύσκολο»
Λ: «Αν δεν θέλεις, δεν κάνεις»
Σ: «Γενικά αν είσαι … ας πούμε ‘βγαίνεις’ έξω και ένας καλός φίλος έρχεται και σε κερνάει και σου λέει ‘έλα, πάρε και …’»
Α: (τον διακόπτει) «Τι είδους φίλος είναι αν σε κερνάει χρήση;»
Σ: «Έτσι σκέφτονται»
Λ: «Άλλαξε φίλους φίλε»
Χ: «’Καθαρούς’ φίλους!»
Α: «Μην γυρνάς μαζί του. Άλλαξε φίλους».
3η Κατηγορία: Εμπόδια στην Ένταξη για Θεραπεία
Η κατηγορία αυτή συνοψίζει τις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες που συνδέονται με την έναρξη, την παραμονή και την διακοπή της θεραπείας. Οι ερωτώμενοι προσέφεραν μία λίστα με συνθήκες που υπονομεύουν την συμμετοχή, με έμφαση στον «πειρασμό» και στις ποικίλες «δυσκολίες» που εκτιμούν ότι συνδέονται με την προσπάθεια να διακόψουν την χρήση: «δεν μπορείς να τα ξεχάσεις», «ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτά», «δεν ξέρω αν μπορώ να αλλάξω». Επιβεβαίωσαν τον καθοριστικό ρόλο των ‘πιέσεων’ (οικογένεια ή δικαστήριο) στην απόφαση τους να ξεκινήσουν θεραπεία, ενώ αναγνώρισαν δύο βασικούς λόγους drop out (εγκατάλειψης θεραπείας): το ζήτημα της Απόφασης και πρωτίστως αυτό των Προτεραιοτήτων. Ταυτόχρονα, υπογράμμισαν ως ανασταλτικό παράγοντα την υποδικία, καθώς ούτε ο χρόνος στο κατάστημα επαρκεί για δέσμευση σε θεραπευτική διαδικασία, ούτε η κινητοποίηση, καθώς βρίσκονται σε διαρκή ενασχόληση με ζητήματα προσαρμογής τους στην φυλακή και σε ατέρμονο σχεδιασμό της αποφυλάκισης τους.
Η Υποκατηγορία της Απόφασης αντικατοπτρίζει την βασική συνθήκη παραμονής σε κάθε μορφή θεραπείας (Sia et al. 2000; Welsh and McGrain 2008). Οι ανήλικοι υποστήριξαν ότι η απόφαση ήταν δική τους, ανεξάρτητα από πιέσεις που μπορεί να ενίσχυσαν αυτή τους την επιλογή. Παράλληλα, συνέδεσαν τις νομικές πιέσεις με το αρχικό τους κίνητρο, αλλά τις αποσυνδέσανε από τους λόγους που συνεχίζουν να προσέρχονται.
«Στη φυλακή, όλη μέρα σε ένα κελί, σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι πιο λογικά, πιο βαθειά, καταλαβαίνεις; ‘Έξω’, δεν σκέφτεσαι τίποτα».
«Θα κάνεις μια φορά (χρήση). Τι κερδίζεις; Τίποτα. Κολλάς. Ποιο είναι το κέρδος; Τίποτα. Πας πίσω. Μείον. Χαμένη η προσπάθεια στο πρόγραμμα, όλες οι συμβουλές που πήρες, όλη η προσπάθεια που έκανες».
«Αν θες να κάνεις χρήση φίλε, μην έρχεσαι στο πρόγραμμα. Τι το θες το πρόγραμμα τότε».
Η Υποκατηγορία Προτεραιότητες εμπεριέχει ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για παραμονή στην θεραπεία: την διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών των εφήβων. Το να συνδεθεί κανείς εκ νέου με την οικογένεια του, να βρει δουλειά, ή να βγάλει την κόκκινη κάρτα (απόδειξη νόμιμης παραμονής στη χώρα) αποτελούν βασική προτεραιότητα για την πλειοψηφία των νεαρών παραβατών. Ως υπόδικοι, η επαναλαμβανόμενη ανησυχία τους αφορά στην προσαρμογή εντός σωφρονιστικού καταστήματος και στην διευθέτηση βασικών ζητημάτων επιβίωσης κατά την αποφυλάκιση.
«Αν μ’ αφήσουν να μείνω στην Ελλάδα, όταν τελειώσω την ποινή μου, θα πάω σε ένα πρόγραμμα. Αν δεν με αφήσουν (μπορεί να τον απελάσουν), δεν ξέρω. Τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Μπορεί να μην έρθω στην Ελλάδα ξανά».
«Εντάξει. Ο Μ (αναφέρεται σε συγκρατούμενο) έχει την οικογένεια του εδώ, είναι Έλληνας, μπορεί να το κάνει αυτό (να συνεχίσει θεραπεία). Είναι πιο εύκολο για αυτόν. Εμείς, όλοι γύρω στα 20, ένας από Μαρόκο, ένας από Αλβανία … Όταν κάποιος βγει ‘έξω’ πρέπει να έχει κάποιον (αλλιώς) έχει να δουλέψει, να πληρώσει το νοίκι, να κάνει πράγματα».
4η Κατηγορία: Ψυχολογία Εγκλεισμού
Η τέταρτη κατηγορία περιγράφει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις συμπεριφορές και τις στάσεις που συγκροτούν μία ταυτότητα που διαμορφώνεται στον εγκλεισμό. Ένα κεντρικό θέμα στις κουβέντες των εφήβων παραβατών ήταν η στέρηση της ελευθερίας: η συγκλονιστική πραγματικότητα του να βρίσκεσαι φυλακισμένος, βλέποντας άλλους ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν. Τα συναισθήματα ήταν έντονα και επικεντρώνονταν γύρω από το κενό, την απώλεια αξιοπρέπειας, την απώλεια ονείρων, την έλλειψη σεβασμού, το μίσος και την λαχτάρα για ελευθερία. Διατήρησαν μία σχέση με το ερευνητικό ερώτημα υποστηρίζοντας ότι η συμμετοχή στη ομάδα τους βοηθά να ξεχνάνε για λίγο ότι είναι φυλακισμένοι.
«Βάζει το κλειδί στα σιδερένια κάγκελα, έτσι, όπως ένας βοσκός σπρώχνει τα ζώα του μέσα, καταλαβαίνεις; Εντάξει, αυτό είναι λίγο … (κοντοστέκεται) σου αφήνει ένα κενό μέσα σου και αυτό το κενό δεν γεμίζει. Μένει πάντα εκεί».
«Με δύο λέξεις, αν θες να σου πω, κάνεις δυο βήματα και είσαι έξω, εγώ μένω εδώ. Αυτό είναι. Τίποτα άλλο».
«Εδώ σε ελέγχουν άλλοι. Δεν είσαι ανεξάρτητος όπως είσαι έξω, να πας όπου θέλεις. Άλλος σε κλείνει, άλλος σε βγάζει για βόλτα».
«Χθες βράδυ, δώδεκα η ώρα, πέντε-έξι από αυτούς μπήκαν μέσα. ‘Έρευνα’. Έρευνα τι; Ο άλλος ήταν στο μπάνιο. Τον έβγαλαν έξω γυμνό. Άντε, προχώρα, ψάξε. Τι θα βρεις; Βγάζεις έξω κουρτίνες, πράγματα, όλα … »
Κατηγορία 5: Κατάχρηση Εξουσίας
Το ζήτημα της κατάχρησης εξουσίας είναι ιδιαίτερο στη φύση του και εξαιρετικά ευαίσθητο και γι’ αυτόν τον λόγο αποφασίστηκε στην ανάλυση να αποτελέσει μία κατηγορία ξεχωριστή. Καθρεφτίζει κυρίως την στάση του φυλακτικού προσωπικού απέναντι στους κρατούμενους, ενώ μία υποκατηγορία απεικονίζει ανάρμοστη συμπεριφορά και βία ανάμεσα στους νεαρούς παραβάτες.
Υποκατηγορία: «των Άλλων»
Αδικία, κακομεταχείριση, έλλειψη δικαιοσύνης και ταπείνωση καταγράφηκαν σε αυτόν τον διάλογο. Οι σχέσεις με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους συγκέντρωσαν έντονα αρνητικές αναφορές που συχνά ξεπερνούσαν τα όρια της κακής επαγγελματικής πρακτικής. Όλοι συμφώνησαν ότι ήταν απλά πολύ φοβισμένοι για να καταθέσουν επίσημες καταγγελίες. Ένας ερωτώμενος γέλασε με μισή καρδιά και κατέληξε στο συμπέρασμα «αν αρχίσουμε και μιλάμε για τη φυλακή εμείς, δεν θα τελειώσουμε ποτέ».
«Εδώ, στην φυλακή σου φέρονται σαν να είσαι ζώο, όχι μικρό παιδί … ζώο, ζώο».
«Ήταν ένα mp3 και ένα cd player. Σε βάζει να τσαντίζεσαι με τον εαυτό σου, με όλους. Φαντάσου τα άνοιξε, έκανε έρευνα και το ένα από αυτά είναι σαν i–phone, τόσο λεπτό, που δεν ανοίγει. Τόσο είναι ακριβώς! Μου λέει: ‘Αυτό δεν ανοίγει’. Δεν ανοίγει! Δεν έχει πουθενά να ανοίξει! Καταλαβαίνεις; ‘Ναι, αλλά δεν ανοίγει, άρα δεν μπορώ να στο δώσω’».
«Υπάλληλοι(!) Χτυπάν έναν κρατούμενο που είναι 19 χρονών … Είναι μεγάλο θέμα, ναι. Αλλά να το πεις σε ποιόν; Στον Υπουργό; Θα καταλάβει; Στην φυλακή, η αλήθεια είναι κρυμμένη. Πάντα!»
Υποκατηγορία «Δική τους»
Βία, ανάρμοστη συμπεριφορά, bulling και καβγάδες δεν είναι μόνο μέρος της καθημερινότητας των νεαρών κρατουμένων, αλλά συνήθως και ένας άγραφος νόμος στην κουλτούρα της φυλακής, στον οποίον θα πρέπει να συμμορφωθούν όντας φυλακισμένοι. Αυτό περιλαμβάνει ταραχές μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων, διαφωνίες μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατουμένων ή περιστατικά επιθετικής κυρίαρχης συμπεριφοράς μεταξύ παλαιών κρατουμένων και νέων εισαγωγών. Εξέφρασαν συλλογικά την πεποίθηση ότι είναι πέρα από τη δύναμη και τη θέλησή τους να σταματήσουν ένα φαύλο κύκλο παρεκτροπής μέσα στο κατάστημα δεδομένου ότι σχετίζεται με ζητήματα επιβίωσης, αντίποινων, εξουσίας και αποδοχής μέσα στη φυλακή.
«Οι καυγάδες στην φυλακή είναι ένα θέμα. Ούτε το πρόγραμμα, ούτε κανείς άλλος μπορεί να τους σταματήσει να γίνονται».
«Φεύγεις (από την ομάδα) και περνάς αυτήν την πόρτα. Γίνεσαι ξανά ο ίδιος άνθρωπος, ο ίδιος κρατούμενος. Δεν είναι δυνατόν αυτό το θέμα εκεί κάτω (στην πτέρυγα) … Είναι σαν να έχεις δύο ζωές, δύο εαυτούς…».
«Κάποιες φορές υπάρχουν εντάσεις, που μπορείς να νιώσεις ότι θα ξεσπάσουν σε καυγά. Παλιά έπιανα τον εαυτό μου να μπλέκει σε φασαρία πολύ εύκολα. Τώρα, το σκέφτομαι πολύ σοβαρά, πριν ανακατευτώ».
Συνοπτικά Αποτελέσματα
- Τα αποτελέσματα της ανάλυσης επαλήθευσαν την ερευνητική υπόθεση ότι η έναρξη της θεραπείας ως αποτέλεσμα νομικών πιέσεων, δεν διαφέρει από την εθελοντική επιλογή. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δήλωσε ότι ήταν δική τους απόφαση να συμμετάσχουν, αλλά αναγνώρισαν τόσο την παρουσία, όσο και την επιρροή εξωτερικών πιέσεων σε μία τέτοια απόφαση. Όλοι επιβεβαίωσαν ότι αισθάνθηκαν εξαναγκασμό, όταν η θεραπεία συνδέθηκε με τις νομικές τους εκκρεμότητες. Ωστόσο, αυτό συνάδει με διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην εθελοντική έναρξη θεραπείας, που συχνά επηρεάζεται από μια σειρά κοινωνικών και επιβεβλημένων πιέσεων, που προέρχονται από διαφορετικές πηγές (Wild et al. 2001; Seddon 2007).
- Αναδείχτηκε η θετική αξιολόγηση για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις απεξάρτησης εντός του καταστήματος. Οι νεαροί παραβάτες επεσήμαναν ότι μέσα στις ομάδες της φυλακής αναγνώρισαν ότι οι γνώσεις τους για τις ουσίες ήταν ελλιπείς και οι πρακτικές τους επιπόλαιες. Όλοι ανέφεραν μείωση της χρήσης μέσα στο κατάστημα. Δεδομένου ότι όλοι βρίσκονταν σε στάδιο λειτουργικής χρήσης και εξάρτησης, το εύρημα είναι σημαντικό, καθώς εξακολουθούσαν να έχουν πρόσβαση σε ουσίες, παρά τους αυστηρούς ελέγχους αναφορικά με την εισαγωγή και την διάθεση ναρκωτικών στις φυλακές.
- Όλοι συμφώνησαν ότι η επιστροφή στην χρήση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για συνεπακόλουθη υποτροπή σε παραβατικότητα. Παρόλο που δεν σχεδίαζαν να συνεχίσουν την παραβατική συμπεριφορά και μετά την αποφυλάκιση, αναγνώρισαν ότι θα τους ήταν πολύ δύσκολο ‘να μην μπλέξουν’. Οι ίδιοι δεν συνέδεσαν την θεραπεία με μείωση της παραβατικότητας, αντίθετα επικεντρώθηκαν στη θετική της επιρροή σε σχέση με την συμπεριφορά τους μέσα στο κατάστημα και στην αποφυγή περαιτέρω πειθαρχικών κυρώσεων.
- Η παραμονή στην θεραπεία συνδέεται και με μείωση της χρήσης ουσιών και με μειωμένα ποσοστά σύλληψης. Μια γραμμική σχέση έχει επαληθευθεί ανάμεσα στον -μεγαλύτερο- χρόνο παραμονής των εξυπηρετούμενων και στα καλύτερα αποτελέσματα μετά την θεραπεία (post-treatment outcomes) (De Leon et al. 1982). Οι ερωτηθέντες εξέφρασαν την ανησυχία τους αναφορικά με τον περιορισμένο χρόνο στην θεραπεία (λόγω υποδικίας) και επιβεβαίωσαν ότι θα χρειαστούν σημαντική στήριξη και φροντίδα κατά την αποφυλάκιση (aftercare) σε σχέση με τις πολλαπλές ειδικές τους ανάγκες.
- Το σημαντικό εύρημα αυτής της έρευνας σχετίζεται με την ανάδειξη των πολλαπλών αναγκών αυτού του πληθυσμού, που συνδέεται εν συνεχεία με τους λόγους που πολλοί ανήλικοι παραβάτες εγκαταλείπουν πρόωρα την θεραπεία. Τους διακρίνει ένα τριπλό και κάποιες φορές τετραπλό κοινό μειονέκτημα: είναι ανήλικοι, είναι χρήστες ουσιών, είναι φυλακισμένοι και συχνά είναι αλλοδαποί και μέλη εθνικών μειονοτήτων (Stagaki 2009). Οι προτεραιότητες τους επικεντρώνονται γύρω από βασικές, πρωταρχικές ανάγκες, ως αποτέλεσμα συνήθως και του επιβαρυμένου -σε πολλούς τομείς- προφίλ τους. Σε συνθήκες εγκλεισμού, όπου το μοντέλο ‘ιεράρχησης των αναγκών’ του Maslow (1943) αποκτά ιδιαίτερη εγκυρότητα, καθώς βασικές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες παραμερίζοντας τις υπόλοιπες ως ανύπαρκτες, το ‘αίτημα για θεραπεία’ τοποθετείται πολύ ψηλά στην πυραμίδα των αναγκών αυτών των νεαρών παραβατών.
Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών υποστήριξης φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, τόσο στην διατήρηση των παραβατών στην θεραπεία, όσο και στο ακριβώς αντίθετο (Stevens et al. 2005). Όπως περιγράφει ο Turnbull και συνεργάτες «[τ]α ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι οι τοξικομανείς παραβάτες μπορούν να εξαναγκαστούν με επιτυχία σε θεραπεία, καθώς περνούν μέσα από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Είναι όμως εξίσου σαφές, ότι τα καλύτερα σχήματα βασίζονται για αποτελεσματικότητα σε τοπικούς ‘πρωταθλητές’ που είναι βαθειά δεσμευμένοι στο έργο» (2000: 87).
Πάνω από όλα, ο κρισιμότερος παράγοντας στην διατήρηση της αποχής αφορά στην υποστήριξη μετά τον εγκλεισμό, ανεξάρτητα από την θεραπευτική παρέμβαση μέσα στο πλαίσιο σωφρονισμού (Borrill et al. 2003), καθώς το διάστημα που ακολουθεί την αποφυλάκιση αποτελεί περίοδο ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου για περιστατικά υπερβολής δόσης (EMCDDA 2009).
Η ανάπτυξη στρατηγικών και πολυ-επίπεδων παρεμβάσεων ώστε να αντιμετωπιστούν ζητήματα στέγασης, απασχόλησης, ασυλίας, υγείας, χρήσης ουσιών και νομικών ζητημάτων είναι απλά επιτακτική, ώστε να βοηθήσουμε αυτόν τον πληθυσμό να σπάσει τον κύκλο της υποτροπής στην χρήση και στην εγκληματικότητα.
Η θεραπεία ανήλικων χρηστών στο σωφρονιστικό σύστημα είναι στα πρώιμα στάδια υλοποίησης. Μεγάλο μέρος των ερευνών αποτελεσματικότητας συγκεντρώνεται από πιλοτικές φάσεις και από αρχικά στάδια συμβουλευτικής υποστήριξης, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει έντονη η ανάγκη για ανάπτυξη των υπηρεσιών και εφαρμογή ολοκληρωμένων παρεμβάσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας.
Νομοθεσία και Νέες Πρωτοβουλίες
Πολύ συχνά αρθρώνεται και δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά ότι παιδιά κάτω των 18 ετών δεν πρέπει να κρατούνται στη φυλακή. Τα σωφρονιστικά ιδρύματα δεν έχουν ούτε τη δομή, ούτε τις προϋποθέσεις για να ασχοληθούν με εφήβους που έχουν παραβιάσει το νόμο και συνήθως «κάνουν περισσότερο κακό, παρά καλό» (HM Inspectorate of Prisons 1997: 1.09). Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αναφέρει ρητά ότι “[η] σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σε συμφωνία με τον νόμο και πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως έσχατο μέτρο και για την συντομότερη κατάλληλη χρονική περίοδο» (2006: Art 37 b). Εναλλακτικά μέτρα και μη στερητικές της ελευθερίας ποινές αποτελούν προτιμότερες ρυθμίσεις στις περιπτώσεις της νεανικής παραβατικότητας (Jonson-Reid and Barth 2000; Coyle 2002; Newburn 2007b).
Η ποινική νομοθεσία για τους ανήλικους δράστες στην Ελλάδα παρέχει εναλλακτικές για την προφυλάκιση ανηλίκων, όμως στην πράξη οι επιλογές αυτές χρησιμοποιούνται σπάνια. Η πρόσφατη τροποποίηση του Ελληνικού Ποινικού Κώδικά (Νόμος 3860/2010, 12.7.2010) διαμορφώνει νέα υψηλότερα ηλικιακά όρια, που εκτείνονται από το 15ο έως το 18ο έτος για την επιβολή υπό προϋποθέσεις του ποινικού σωφρονισμού, αυξάνοντας ουσιαστικά την ηλικία ποινικής ευθύνης από τα 13 στα 15 έτη και αποτελεί μια βελτίωση της ποινικής νομοθεσίας αναφορικά με την νεανική παραβατικότητα.
Ζητήματα Πολιτικής
Η παρέμβαση και η διακοπή ενός φαύλου κύκλου υποτροπής στην χρήση και στην παραβατικότητα αποτελεί σημαντικό ζήτημα πολιτικής, καθώς συνδέεται με κόστη που διεκδικούν προτεραιότητες χρηματοδοτήσεων σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, όταν ο εξαναγκασμός αποτελεί στόχο πολιτικής, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος εκτροπής των πόρων από άλλα αποτελεσματικά μέτρα για την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη της εγκληματικότητας (Stevens et al. 2005). Ο Wild υποστηρίζει ότι «δεν είναι σαφές το κατά πόσο τα οφέλη που συνδέονται με την επέκταση της θεραπείας μέσω της χρήσης κοινωνικού ελέγχου, υπερσκελίζουν τα οφέλη που συνδέονται με την ανάπτυξη των πόρων για πρακτικές απεξάρτησης χωρίς την χρήση κοινωνικών ελέγχων» (2006: 45). Η παροχή επιβεβλημένης θεραπείας, ως οικονομικά αποτελεσματικής εναλλακτικής λύσης, σε διαδικασίες ποινικού σωφρονισμού μοιάζει ελκυστική, δεδομένου όμως ότι μπορεί να εξασφαλίσει και ζητήματα κοινωνικής ένταξης των παραβατών και το αίτημα του ευρύτερου πληθυσμού για διασφαλίσεις (Wild et al. 2001). Οι ερευνητές συμφωνούν ότι οι δικαστικές παραπομπές σε θεραπεία μπορούν να αποτελέσουν μια ευκαιρία για ανθρώπους που δεν θα το επιδίωκαν οικιοθελώς, αλλά χρειάζεται να παραμείνουμε επιφυλακτικοί στον συσχετισμό με μειώσεις των ποσοστών εγκληματικότητας (McSweeney et al. 2007; 2008).
Η θεραπεία είναι απαραίτητη στην τοξικοεξάρτηση και αν είναι επιτυχής μειώνει την παραβατικότητα. Οι έρευνες όμως εφιστούν προσοχή αναφορικά με την πρόσφατη πολιτική μεταφορά του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» και τους ισχυρισμούς σχετικά με αιτιατή σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Η θεραπεία δεν μπορεί να είναι μια ικανή συνθήκη, εάν δεν αντιμετωπιστούν οι υποβόσκουσες αιτίες που ανάγκασαν αυτούς τους ανθρώπους να οδηγηθούν στην παρανομία αρχικά (Hough and Mitchell 2003). Παράλληλα, ένα θεραπευτικό πλάνο που επικεντρώνεται στις ανάγκες του ατόμου, παρεμποδίζεται σοβαρά όταν τροποποιείται για να συμπεριλάβει οικονομικά κόστη προς την κοινωνία και προς τρίτους, όμοια και όταν χρεώνεται την ευθύνη της προστασίας του κοινού από την όποια βλάβη (Rawlings and Yates 2001; Hunt and Stevens 2004; Wild 2006). Ο McSweeney και συνεργάτες υποστηρίζουν ότι «…το κόστος φυλάκισης είναι τόσο υψηλό, που το να συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τις φυλακές ως μέσο εξασφάλισης της θεραπείας είναι απίθανο να είναι οικονομικά αποτελεσματικό, ακόμα και αν η θεραπεία είναι αποτελεσματική» (2002: 5). Η καταληκτική παρατήρηση είναι ότι θα πρέπει να αποσυνδέσουμε την συνεργασία ανάμεσα σε πολλούς φορείς (multi-agency cooperation), που προωθεί και ενισχύει τα αποτελέσματα της θεραπείας, από τους πολύ-επίπεδους στόχους (multi-level goals) που σίγουρα παρεμποδίζουν το αποτέλεσμα.
Επίλογος
Η παρούσα έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι νομικές παραπομπές σε θεραπεία δεν αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα για την έναρξη και την παραμονή σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης. Αντίθετα, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι κάποιος μπορεί να γνωρίσει, να εξοικειωθεί και να βιώσει μία θεραπευτική διαδικασία ως αποτέλεσμα της εμπλοκής του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η συγκεκριμένη έρευνα περαιτέρω υπογράμμισε την ανάγκη για ανάπτυξη και προώθηση πολύ-επίπεδων προσεγγίσεων για την παροχή μετά σωφρονιστικής μέριμνας για ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες.
Η διακοπή της αλυσίδας Υποτροπή – Παραβατικότητα – Φυλάκιση, η προώθηση συνεργασιών μεταξύ φορέων και η ανάπτυξη στρατηγικών και ολοκληρωμένων παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των πολλαπλών αναγκών των ανήλικων παραβατών είναι επιτακτική ανάγκη. Παραμένει όμως ένα πολύπλοκο έργο που απαιτεί έρευνα και πρόθεση, τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Όλες οι εντατικές προσπάθειες μέχρι σήμερα έχουν παράγει ουσιαστική γνώση, ένα πλούτο καλών πρακτικών και σημαντικές πρωτοβουλίες σε αυτό το εγκληματολογικό ζήτημα. Αν έχουμε καταφέρει να απαντήσουμε ουσιαστικά στα ζητήματα των ανήλικων παραβατών και στις ανάγκες τους ή αν συνεχίζουμε να τους απογοητεύουμε, μένει να αποδειχθεί. «Πες τους, έτσι ώστε να ακούσουν» ζήτησαν οι έφηβοι της έρευνας και είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερο εστιάζουμε στον παραβάτη, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τον ανήλικο. Εξακολουθούμε να μην συμφωνούμε στο τι εννοούμε με τον όρο «επιβεβλημένη». Έχουμε διαφορές ακόμα και στο τι εννοούμε με τον όρο «ανήλικος». Μένει να δούμε αν μπορούμε, κρατώντας διαφορετικές τις προσεγγίσεις μας, να συναντηθούμε μαζί για ένα κοινό σκοπό.
[1] MSc, ΜΑ, Ψυχολόγος – Εγκληματολόγος, Στοιχεία επικοινωνίας: vstagaki@gmail.com
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Bean, P. (2004), Drugs and Crime. 2nd ed. Cullompton: Willan Publishing.
Belenko, S. (1999), ‘Research on Drug Courts: A Critical Review’, National Drug Court Institute Review, 2/2: 1–59.
Bennett, T.H. (2000), Drugs and Crime: The Results of the Second Development Stage of the NEW-ADAM Programme, Home Office Research Study 205, London: Home Office.
Bennett, T., Holloway, K., and Farrington, D. (2008), ‘The Statistical Association between Drug Misuse and Crime: A Meta-Analysis’, Aggression and Violent Behavior, 13: 107-118.
Borrill, J., Maden, A., Martin, A., Weaver, T., Stimson, G.V., Farrell, M., and Barnes, T. (2003), Differential Substance Misuse Treatment Needs of Women, Ethnic Minorities and Young Offenders in Prison: Prevalence of Substance Misuse and Treatment Needs, Home Office On-Line Report 33/03, London: Home Office RDS.
Boys, A., Farrell, M., Bebbington, M., Brugha, T., Coid, J., Jenkins, R., Lewis, G., Marsden, J., Meltzer, H., Singleton, N., and Taylor, C. (2002), ‘Drug Use and Initiation in Prison: Results from a National Prison Survey in England and Wales’, Addiction, 97/12: 1551 – 1560.
Braun, V., and Clarke, V. (2006), ‘Using Thematic Analysis in Psychology’, Qualitative Research in Psychology, 3: 77-101.
Coyle, A. (2002), A Human Rights Approach to Prison Management: A handbook for prison staff, London: International Centre for Prison Studies.
Deitch, D., Koutsenok, I., and Ruiz, A. (2000), ‘The Relationship between Crime and Drugs: What We Have Learned in Recent Decades’, Journal of Psychoactive Drugs, 32/4: 391–7.
De Leon, G., Wexler, H., and Jainchill, N. (1982), ‘The Therapeutic Community: Success and Improvement Rates 5 years after Treatment’, International Journal of the Addictions, 17: 703-747.
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2001), An Overview Study: Assistance to Drug Users to European Union Prisons. Abridged version, Lisbon: EMCDDA.
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2009), Annual Report on the State of the Drugs Problem in Europe, Lisbon: EMCDDA.
Farabee, D., Prendergast, M., and Anglin, M.D. (1998), ‘The Effectiveness of Coerced Treatment for Drug Abusing Offenders’, Federal Probation, 62/1: 3-10.
Farabee, D., Prendergast, M., Cartier, J., Wexler, H., Knight, K., and Douglas, M.A. (1999), ‘Barriers to Implementing Effective Correctional Drug Treatment Programs’, The Prison Journal, 79/2: 150-162.
Farabee, D., Shen, H., and Sanchez, S. (2002), ‘Perceived Coercion and Treatment Need among Mentally Ill Parolees’, Criminal Justice and Behavior, 29/1: 76–86.
Flood Page, C., Campbell, S., Harrington, V., and Miller, J. (2000), Youth Crime: Findings from the 1998/99 Youth Lifestyle Survey, Home Office Research Study No. 209, London: Home Office.
Graham, J., and Bowling, B. (1995), Young People and Crime, Home Office Research Study No. 145, London: HMSO.
HM Inspectorate of Prisons (1997), Young Prisoners: A Thematic Review by the Chief Inspector of Prisons for England and Wales, London: Home Office.
Holloway, K., Bennett, T., and Lower, C. (2004), Trends in Drug Use and Offending: the Results of the NEW-ADAM Programme 1999-2002, Research Findings 219, London: Home Office.
Hough, M., and Mitchell, D. (2003), ‘Drug-Dependent Offenders and Justice for All’ in M.H. Tonry, eds., Confronting Crime: Crime Control Policy Under New Labour, 26-50, Cullompton: Willan Publishing.
Hunt, N., and Stevens, A. (2004), ‘Whose Harm? Harm Reduction and the Shift to Coercion in UK Drug Policy’, Social Policy and Society, 3 /4: 333–342.
Inciardi, J.A., Martin, S.S., Butzin, C.A., Hooper, R.M., and Harrison, L.D. (1997), ‘An Effective Model of Prison-Based Treatment for Drug Involved Offenders’, Journal of Drug Issues, 27/2: 261-278.
Jonson-Reid, M., and Barth, R. (2000), ‘From Maltreatment Report to Juvenile Incarceration: The Role of Child Welfare Services’, Child Abuse and Neglect, 24/ 4: 505–520.
Kitzinger, J. (1994), ‘The Methodology of Focus Groups: the Importance of Interaction between Research Participants’, Sociology of Health and Illness, 16 /1: 103-121.
ΚΕΘΕΑ-Στροφή (2008 – 2009), ‘Κοινωνικό-Δημογραφικά Χαρακτηριστικά των Εφήβων που Προσέγγισαν το ΚΕΘΕΑ ΣΤΡΟΦΗ το 2008 – 2009’, όχι σε έντυπη μορφή.
Linhorst, D., Knight, K., Johnston, S.J., and Trickey, M. (2001), ‘Situational Influences on the Implementation of a Prison-Based Therapeutic Community’, The Prison Journal, 81/4: 436-453.
Maslow, A.H. (1943), ‘A Theory of Human Motivation’, Psychological Review, 50/4: 370-396.
McSweeney, T., and Hough, M. (2005), ‘Drugs and Alcohol’, in N. Tilley, eds., Handbook of Crime Prevention and Community Safety, 563–94, Cullompton: Willan.
McSweeney, T., Stevens, A., and Hunt, N., and Turnbull, P.J. (2006), The Quasi-Compulsory Treatment of Drug Dependent Offenders in Europe: UK Findings, London: Institute for Criminal Policy Research.
McSweeney, T., Stevens, A., Hunt, N., and Turnbull, PJ. (2007), ‘Twisting Arms or a Helping Hand? Assessing the Impact of ‘Coerced’ and Comparable ‘Voluntary’ Drug Treatment Options’, British Journal of Criminology, 47 /3: 470 – 490.
McSweeney, T., Turnbull, P.J., and Hough, M. (2008), The Treatment and Supervision of Drug-Dependent Offenders: A review of the Literature Prepared for the UK Drug Policy Commission, London: UK Drug Policy Commission.
Miles, M.B., and Huberman, A.M. (1984), Qualitative Data Analysis: A Sourcebook of New Methods, Beverly Hills, CA: Sage.
Ministry of Justice/UK (2009), Story of the Prison Population 1995-2009 England and Wales. London: Ministry of Justice Statistics Bulletin.
Morgan, D.L. (1998), The Focus Group Guidebook: Focus Group Kit 1, Sage: London.
Newburn, T. (2007), ‘Youth Crime and Youth Justice’, in M. Maguire, R. Morgan, and R. Reiner, eds., The Oxford Handbook of Criminology, 4th eds, Oxford: Oxford University Press.
Noaks L. and Wincup E. (2004) Criminological Research: Understanding Qualitative Approaches, London: Sage.
Νόμος 3189/2003, “Αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων και άλλες διατάξεις”, ΦΕΚ Α’ 243/21.10.2003.
Νόμος 3860/2010, ΦΕΚ /12.07.2010
Parhar, K., Stephen, J., Wormith, D., Derkzen, M., and Beauregard, A. (2008), ‘Offender Coercion in Treatment: A Meta-Analysis of Effectiveness’, Criminal Justice and Behavior, 35/9: 1109-1135.
Rawlings, B., and Yates, R. (2001), Therapeutic Communities for the Treatment of Drug Users, London: Jessica Kingsley Publishers.
Seddon, T. (2007), ‘Coerced Drug Treatment in the Criminal Justice System: Conceptual, Ethical and Criminological Issues’, Criminology and Criminal Justice, 7 /3: 269-286.
Sia, T.L., Dansereau, D.F., and Czuchry, M.L. (2000), ‘Treatment Readiness Training and Probationers’ Evaluation of Substance Abuse Treatment in a Criminal Justice Setting’, Journal of Substance Abuse Treatment, 19: 459-467.
Stagaki, P. (2010), Coerced Drug Treatment of Young Offenders within the Criminal Justice System: In Breaking the Cycle of Desistance and Imprisonment, Master’s Dissertation in Criminology and Criminal Justice, Law Department, King’s College London: University of London.
Stagaki, P. (2009), ‘Drug treatment in a Correctional Facility for Young Offenders: a) Adolescent b) Drug Addict c) Prisoner d) Immigrant e) All of the above?’ In 24th WFTC (World Conference of Therapeutic Communities) An Alternative for Human and Social Development. Lima, Peru 6-10 February 2009, p.65, Abstract only. Available at: http://www.mundolibre.org.pe/conferencia/recursos/files/abstracten.pdf [Accessed 24 April 2013]
Stevens, A., McSweeney, T., van Ooyen, M., and Uchtenhagen, A. (2005), ‘Editorial: On Coercion’, International Journal of Drug Policy, 16/4: 207-209.
Stevens, A., Kessler, I., and Gladstone, B. (2006), A Review of Good Practices in Preventing Juvenile Crime in the European Union, European Communities, report prepared for the European Commission, London: EU.
Stimson, G.V. (2000), ‘Blair Declares War: The Unhealthy State of British Drug Policy’, The International Journal of Drug Policy, 11: 259-264.
Turnbull, P.J., McSweeney, T., Hough, M., Webster, R., and Edmunds, M. (2000), Drug Treatment and Testing Orders: Final Evaluation Report, Home Office Research Study 212, London: Home Office.
Vaughn, S., Schumm, J.S., and Sinagub, J. (1996), Focus Group Interviews in Education and Psychology, Thousand Oaks: Sage.
Walmsley, R. (2009), World Prison Population List (8th edition), International Centre for Prison Studies: King’s College London.
Welsh, W.N., and McGrain, P.N. (2008), ‘Predictors of Therapeutic Engagement in Prison-Based Drug Treatment’, Drug and Alcohol Dependence, 96/3: 271-280.
Wexler, H.K., Falkin, G.P., and Lipton, D.S. (1990), ‘Outcome Evaluation of a Prison Therapeutic Community for Substance Abuse Treatment’, Criminal Justice and Behavior, 17/1: 71–92.
Wild, T.C., Newton-Taylor, B., Ogborne, A.C., Mann, R., Erickson, P., and Macdonald, S. (2001), ‘Attitudes toward Compulsory Substance Abuse Treatment: A Comparison of the Public, Counselors, Probationers, and Judges’ Views’, Drugs: Education, Prevention, and Policy, 8: 33–45.
Wild, T.C., Roberts, A.B., and Cooper, E.L. (2002), ‘Compulsory Substance Abuse Treatment: An Overview of Recent Findings and Issues’, European Addiction Research, 8: 84–93.
Wild, T.C. (2006), ‘Social Control and Coercion in Addiction Treatment: Towards Evidence-Based Policy and Practice’, Addiction, 101/1: 40-49.
Young, D. (2002), ‘Impact of Perceived Legal Pressures on Retention in Drug Treatment’, Criminal Justice and Behavior, 29: 27-55.
Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (2010), Γενικός Στατιστικός Πίνακας Κρατουμένων – Ποινών 2003-2010, http//:www.ministryof justice.gr.
[1] MSc, ΜΑ, Ψυχολόγος – Εγκληματολόγος, Στοιχεία επικοινωνίας: vstagaki@gmail.com