Τον Απρίλιο του 2016 μία πολύ σημαντική συνάντηση θα διεξαχθεί στη Νέα Υόρκη για το θέμα της αποποινικοποίησης της χρήσης ουσιών καθώς η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στις χώρες είναι τεράστια, με ορισμένες από αυτές να εξακολουθούν να τιμωρούν την χρήση ναρκωτικών με θανατική ποινή. Ερώτημα παραμένει κατά πόσο η συνάντηση αυτή θα καταλήξει σε σημαντικά αποτελέσματα, αρκετοί όμως είναι αυτοί που ελπίζουν ότι θα γίνουν τα πρώτα βήματα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Στο επόμενο τεύχος ελπίζουμε να μοιραστούμε μαζί σας τα αποτελέσματα αυτή της συνάντησης στο άνοιγμα ενός ουσιαστικού διαλόγου για το θέμα της αντιμετώπισης της χρήσης ουσιών.
Στην αναμονή αυτών των εξελίξεων το τεύχος που κρατάτε έχει αφιερωθεί κυρίως στο πεδίο της θεραπευτικής εξέλιξης και αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, προσεγγίζοντας θέματα που αφορούν τόσο τις θεραπευτικές όσο και τις εκπαιδευτικές ομάδες αλλά και με την καταγραφή των αντιλήψεων των ίδιων των χρηστών ουσιών για θέματα υγείας και ασθένειες και τον τρόπο που αυτές μεταβάλλονται στην πορεία από την εξάρτηση στην απεξάρτηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όλα τα άρθρα στηρίζονται σε πρωτογενή δεδομένα και μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τον ελληνικό πληθυσμό των εξαρτημένων και προάγουν την συζήτηση για το επίπεδο και τη βελτίωση των θεραπευτικών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων.
Το άρθρο των Πουλόπουλου και Κοκκίνη αναλύει τις πολύ σημαντικές έννοιες της αντίστασης, συμμόρφωσης και αλλαγής στις θεραπευτικές ομάδες για εξαρτημένους, αξιοποιώντας τις απόψεις και τις αντιλήψεις των ίδιων των θεραπευόμενων μελών αλλά και των γονέων και του προσωπικού.
Η μελέτη τους διεξήχθη στο Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) με τη μέθοδο της ομαδικά εστιασμένης συνέντευξης (focus group interview), ενώ για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση περιεχομένου (content analysis). Οι ερευνητές πραγματοποίησαν τέσσερις (4) ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις στις οποίες συμμετείχαν είκοσι οκτώ (28) άτομα. Η ανάλυσή τους έδειξε ότι οι έννοιες της συμμόρφωσης και της αντίστασης συνδέονται άμεσα προκειμένου να επιτευχθεί η προσωπική αλλαγή και αποτελούν προ-στάδια της αλλαγής. Όταν τελικά επιτυγχάνεται η αλλαγή, υπάρχουν εμφανείς διαφοροποιήσεις στις στάσεις, τις συμπεριφορές και στους τρόπους επεξεργασίας των προβλημάτων των συμμετεχόντων στις θεραπευτικές ομάδες.
Η μελέτη αυτή ανοίγει σημαντικούς θεραπευτικούς δρόμους στην επεξεργασία σημαντικών θεραπευτικών ζητημάτων όπως η αντίσταση στην αλλαγή που αποτελεί κρίσιμο σημείο, που μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε φυγή ή στασιμότητα ή να λειτουργήσει τελικώς θετικά και βοηθητικά για τη θεραπευτική διαδικασία ως αναπόσπαστο στάδιο προς την αλλαγή. Η μελέτη αυτή καταδεικνύει επίσης την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα με άτομα που εγκατέλειψαν τις θεραπευτικές ομάδες, ώστε να διερευνηθεί και η δική τους οπτική και να μελετηθούν εις βάθος τα ζητήματα της συμμόρφωσης, της αντίστασης και της αλλαγής.
Η μελέτη του Θανάση Τζιούμπα στοχεύει να ανιχνεύσει της αντιλήψεις των χρηστών που προσεγγίζουν τις δομές του ΚΕΘΕΑ-ΙΘΑΚΗ, ως προς τα θέματα σωματικής υγείας και φροντίδας υγείας. Σκοπό έχει επίσης να διερευνήσει την πιθανή αλληλεπίδραση των αντιλήψεων των εξαρτημένων για την υγεία, όπως αυτές εξελίσσονται, με το πλαίσιο εντός του οποίου συντελείται η διαδικασία απεξάρτησης. Η αναζήτηση στη βιβλιογραφία για τις αντιλήψεις των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών σε σχέση με τα θέματα υγείας έδειξε ότι υπάρχει απουσία σχετικών ερευνών σε εθνικό επίπεδο ενώ στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία συναντάμε αντίστοιχες έρευνες, που όμως εστιάζονται κυρίως στις αντιλήψεις του πληθυσμού αυτού σε σχέση με συγκεκριμένες παθήσεις. Η μελέτη αξιοποίησε την ποιοτική έρευνα αλλά στηρίχθηκε στο θεωρητικό υπόβαθρο του «μοντέλου πεποιθήσεων για την υγεία» (ΗΒΜ), που επιχειρεί να συσχετίσει τις συμπεριφορές υγείας με τις πεποιθήσεις των υποκειμένων της έρευνας. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 32 άτομα, μέλη του Συμβουλευτικού Κέντρου με μικρή ή μηδενική απόσταση από την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, μέλη της Θεραπευτικής Κοινότητας και μέλη στην φάση της Κοινωνικής Επανένταξης.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ως προς την αντίληψη για τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η παραμέληση της υγείας η απόσταση από την ενεργή χρήση αποτελεί βασικό παράγοντα. Από μια συμπεριφορά αδιαφορίας ή χρήσης του ναρκωτικού ως αντίδοτου στον σωματικό (όπως και στον ψυχικό) πόνο και κακουχία, η εξέλιξη της διαδικασίας απεξάρτησης αναδεικνύει τον φόβο για τις συνέπειες, που είναι πλέον πιο ορατές. Αυτό που φαίνεται είναι ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματώνεται η κοινωνικότητα επιδρά στην αντίληψη του ατόμου για την υγεία, τις συμπεριφορές υγείας που αναπτύσσει η δεν αναπτύσσει.
Επίσης, η μελέτη ανέδειξε ότι η παραμέληση και οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές δεν είναι συνέπεια της άγνοιας κινδύνου, αλλά μιας βαθύτερης προσωπικής στάσης ζωής, που αφορά στον εαυτό και τους άλλους. Δεν είναι μια στενά ενδο-ψυχική διεργασία αλλά μια διεργασία που αλληλοεπιδρά με το κοινωνικό πλαίσιο της μικρής (πιάτσα) ή της ευρύτερης κοινότητας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα εμπόδια και οι περιορισμοί που αποτρέπουν την υιοθέτηση στάσεων θετικών ως προς την υγεία είναι αντικειμενικά, ως προς τις δυνατότητες που παρέχει το δημόσιο σύστημα υγείας σε κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά και υποκειμενικά όπως ο φόβος της αρρώστιας (ή της θεραπείας), η ανάγκη για εργασία ή η επιθυμία για δραστηριότητες που η κατάσταση υγείας δε ευνοεί.
Τέλος, η Θεραπευτική Κοινότητα ως ενεργό πλαίσιο φαίνεται να επιδρά θετικά στην αλλαγή στάσεων, μέσα από την αλλαγή της εικόνας του εαυτού, όπως καθρεφτίζεται στα μάτια των άλλων και συμβάλλει στο να γίνει αντιληπτή η σχέση της σωματικής και ψυχικής υγείας με την υιοθέτηση θετικών στάσεων ζωής, να κινητοποιηθούν οι άνθρωποι σε μια τέτοια κατεύθυνση και να γίνουν ενεργοί παράγοντες της ίδιας της ευεξίας και της ζωής τους. Η μελέτη του Τζιούμπα παρά τους ερευνητικούς περιορισμούς που αναδεικνύονται από τον ίδιο τον ερευνητή μπορεί να συμβάλλει με τα συμπεράσματα της σε πιο εστιασμένες μελέτες, σε ευρύτερο δείγμα ατόμων, που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την ανάγκη για πολιτικές προαγωγής και φροντίδας υγείας, σε έναν πληθυσμό που το χρειάζεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «απεγνωσμένα».
Τέλος, η μελέτη των Αρμάου και Χαϊδεμενάκη, επιχειρεί να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους η εκπαίδευση ενισχύει την προσωπική ανάπτυξη και θεραπευτική εξέλιξη των υπό απεξάρτηση εγκλείστων και αποφυλακισμένων ατόμων ατόμων και να αναδείξει τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις εντός θεραπευτικού πλαισίου ως μέσο αντιμετώπισης του κοινωνικού και εργασιακού αποκλεισμού της ομάδας αυτής. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν την σχέση μεταξύ της εκπαίδευσης και ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης και της αυτάρκειας του συγκεκριμένου πληθυσμού και μπορούν να αξιοποιηθούν για το σχεδιασμό καταλληλότερων εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τα υπό απεξάρτηση άτομα, έγκλειστους και αποφυλακισμένους.
Η θεωρητική προσέγγιση αναδεικνύει την σημασία της απελευθερωτικής εκπαίδευσης όπως αναλύεται από τον Freire αλλά την σημασία της μετασχηματίζουσας μάθησης, κυρίως υπό το πρίσμα του Brookfield. Οι παραπάνω εκπαιδευτικές προσεγγίσεις, επιδιώκοντας να τονισθεί η αλληλεπίδραση της εκπαίδευσης με το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και η σημασία της κριτικής σκέψης, της συνειδητοποίησης και της ανάληψης δράσης, συνεισφέρουν στην ενίσχυση των στόχων της θεραπευτικής προσπάθειας και αναδεικνύουν τη συστημική σχέση και αλληλεπίδραση με τη θεραπεία ως το κατεξοχήν μέσο άρσης του κοινωνικού και εργασιακού αποκλεισμού.
Ο πληθυσμός στόχος της ερευνητικής αυτής μελέτης ήταν ενήλικοι άνδρες και γυναίκες, έγκλειστοι και αποφυλακισμένοι, με προβλήματα χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών στην Αττική, Βοιωτία & στη Θεσσαλονίκη ενώ έγινε χρήση ποσοτικών (ερωτηματολόγιο) και ποιοτικών (ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη) ερευνητικών εργαλείων, προκειμένου να διαφαλιστεί η σφαιρική και ολιστική αποτύπωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εμπειρίας. Για την εμπειρική έρευνα συλλέχθηκαν 100 ερωτηματολόγια ενώ στις ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις συμμετείχαν συνολικά 22 άτομα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η συμμετοχή ατόμων με πρόβλημα ουσιοεξάρτησης σε εκπαιδευτικές δράσεις έχει θετική επίδραση στην προσωπική ανάπτυξη, στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή εξέλιξη, στην κοινωνική δράση και αλληλεπίδραση και στην εργασιακή αποκατάσταση, δηλαδή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ιδιαίτερα για την ομάδα των εγκλείστων και αποφυλακισμένων ουσιοεξαρτημένων η εκπαίδευση υπό το συνθετικό θεωρητικό πρίσμα της ριζοσπαστικής και ενδυναμωτικής εκπαίδευσης είναι δυνατόν να τους ενισχύσει στην απόφαση τους για αλλαγή και ανάληψη του ελέγχου της ίδιας τους της ζωής και στην ανοικτή, διαρκή και ενεργητική διάδραση του ατόμου με την κοινωνία. Επιπλέον η μελέτη ανέδειξε ότι ο παράγοντας του εγκλεισμού επιτάσσει την αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος εντός φυλακής. Παράλληλα έφερε στην επιφάνεια την σημασία της διάστασης του φύλου καθώς από το σύνολο του έγκλειστου πληθυσμού οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό μειονεξίας και υστέρησης ως προς την αυτοεκτίμηση και αυτάρκεια.
Οι ελληνικές μελέτες, που παρουσιάζονται σε αυτό το τεύχος αναδεικνύουν συνεπώς σημαντικά ζητήματα για τη βελτίωση της υγείας των εξαρτημένων, την ανάγκη του θεραπευτικού συστήματος να κατανοήσει καλύτερα το ζήτημα της αντίστασης στην αλλαγή και να το αξιοποιήσει προς όφελος της διεργασίας απεξάρτησης και την ανάδειξη της σημασίας της απελευθερωτικής και ριζοσπαστικής εκπαίδευσης στην ενίσχυση των εξαρτημένων, εντός και εκτός σωφρονιστικών δομών, για την επίτευξη της απεξάρτησης, της αλλαγής και της επανένταξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι μελέτες πραγματοποιήθηκαν χωρίς χρηματοδότηση από οποιαδήποτε πηγή αλλά στο πλαίσιο του ουσιαστικού επιστημονικού, θεραπευτικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος για την προαγωγή των δυνατοτήτων απεξάρτησης και της ανάδειξης των του δικαιώματος των ανθρώπων για μία καλύτερη ζωή. Η αξία τους έτσι είναι ανεκτίμητη και ελπίζουμε ότι θα αποτελέσουν αφορμή για τη βελτίωση των παρεμβάσεων και για την κινητοποίηση και άλλων επιστημόνων να συνεχίσουν να αναζητούν δρόμους αντιμετώπισης των εξαρτήσεων με γνώμονα την επαγγελματική ηθική και δεοντολογία.
Άννα Τσιμπουκλή
Αναπληρώτρια Διευθύντρια Έκδοσης