Καλλιόπη Δ. Σπινέλλη
Ομότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών
Η διεπιστημονικότητα εντείνεται στις μέρες μας καθώς ορισμένες επιστήμες – και ιδίως οι τεχνολογικές – εξελίσσονται ραγδαία. Οι εξελίξεις αυτές, όχι σπάνια, συνεπάγονται και νέα εγκλήματα, οπότε καθιερώνονται νέες αξιόποινες μορφές σύγχρονων και σύνθετων συμπεριφορών (π.χ. προσέλκυση ανηλίκων μέσω της τεχνολογίας πληροφόρησης και επικοινωνίας παιδιών για γενετήσιους λόγους (ά. 348Β ΠΚ). Έτσι, οι ψυχίατροι και γενικά οι κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει διαρκώς να ενημερώνονται και σε γνωστικά πεδία που βρίσκονται πέρα από το δικό τους. Υπ΄αυτήν την έννοια οι αξιοπρόσεκτοι δύο τόμοι Ψυχιατροδικαστικής που παρουσιάζονται παρακάτω περιέχουν γνώσεις που θα ήθελε να έχει ή να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ο αείμνηστος, ευσυνείδητος και άξιος ερευνητής κοινωνικός επιστήμων Περικλής Παπανδρέου.
1. H Ψυχιατροδικαστική[1] ως γνωστικό αντικείμενο
Οι σύγχρονοι Κώδικες (Ποινικός, Ποινικής Δικονομίας, Αστικός και Πολιτικής Δικονομίας αλλά και ο Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά) άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στην Ψυχιατρική επιστήμη. Η ψυχιατρική διάσταση, αναμφισβήτητα εμπλουτίζει πλέον τους κανόνες δικαίου και διευκολύνει την ορθή εφαρμογή τους. Δημιουργεί ωστόσο απαιτήσεις στους μεν νομικούς να αποκτήσουν ορισμένες γνώσεις ψυχιατρικής- και όχι απλώς να ευαισθητοποιηθούν – στους δε ψυχιάτρους να κατανοήσουν τη νομική ορολογία και τη δικαστηριακή διαδικασία. Το ίδιο ισχύει – αν όχι περισσότερο – και για τους άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, όπως τους κοινωνικούς λειτουργούς ή τους κοινωνικούς ψυχολόγους. Λέγεται ότι η Δικαστική Ψυχιατρική είναι η γέφυρα του νομικού προς τον ψυχίατρο[2] – και του ψυχιάτρου προς τον νομικό, θα πρόσθετα. Αυτή η γέφυρα είναι αναγκαία όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει κοινή ορολογία στα δύο αυτά γνωστικά αντικείμενα αλλά και γιατί υπάρχει διαφορετική οπτική των ίδιων προβληματικών καταστάσεων, όπως συμβαίνει λ.χ.με την έννοια της επικινδυνότητας που αναφέρεται πιο κάτω. Εξάλλου ο καταλογισμός ή η νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης[3] ή η ειδική μεταχείριση του εξαρτημένου χρήστη[4] ή των διαδικασιών π.χ. κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, η οποία θέτει σε κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική υγεία του τέκνου[5] δημιουργούν την ανάγκη μιας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ή και εμφάνισης του ψυχιάτρου στην ακροαματική διαδικασία για να καταθέσει για τον χρήστη, το [ανήλικο] θύμα ή τον δράστη. Αυτή είναι μια διεύρυνση της Δικαστικής Ψυχιατρικής, η οποία περιλαμβάνει, εκτός από το Ποινικό Δίκαιο, το Αστικό και το Κοινωνικό, κατά τη διατύπωση Κοτσαλή[6]. Καίτοι το θέμα της οριοθέτησης της Ψυχιατροδικαστικής εκφεύγει από την παρούσα μελέτη, θα ήταν ορθότερο, κατά την άποψή μου, να εγκαταλειφθεί το δεύτερο συνθετικό «δικαστική» από τον όρο Ψυχιατροδικαστική, ο οποίος παραπέμπει στις διαδικασίες της απονομής της δικαιοσύνης, τις οποίες ξεπερνά η θεματολογία του αναπτυσσόμενου νέου γνωστικού αντικειμένου[7]. Αντί της «Ψυχιατροδικαστικής» ορθότερος θα ήταν ο όρος «Δικαιική Ψυχιατρική», ο οποίος είναι ευρύτερος.
2. Εξελίξεις στην Ψυχιατροδικαστική, σε συναφείς επιστήμες και στην εγκληματικότητα
Ο όρος «Δικαιική Ψυχιατρική» πλησιάζει περισσότερο στο αληθές περιεχόμενο της υπο-ειδικότητας της Ψυχιατρικής[8]. Πάντως, όποια άποψη και αν ακολουθήσει κανείς, η «Ψυχιατροδικαστική», γεφυροποιός αφενός της Ψυχιατρικής και αφετέρου των Νομικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών εξελίσσεται ραγδαία ακολουθώντας τις επιστημονικές κατακτήσεις λ.χ. στη μοριακή βιολογία και το DNA[9], στη νευροβιολογία, στην ψυχοφαρμακολογία, στη βιοηθική, κ.ο.κ. Στην εξέλιξη αυτή συντελούν και τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από νευροαπεικονιστικές ή και επιδημιολογικές μελέτες[10] κυρίως αυτές που βασίζονται σε μετα-ανάλυση. Ταυτόχρονα, οι μετά το έτος 2000 αναφορές στον Ποινικό Κώδικα (α) σε ψυχοδιαγνωστικές μεθόδους (βλ. ά.352Α, ΠΚ) ή (β) σε αποτυπώσεις φωνών ή σκηνών σε ηλεκτρονικούς ή άλλους υλικούς φορείς (βλ. ά.370Α,370Β ΠΚ) προϋποθέτουν συχνά τη σύμπραξη ψυχιάτρων με ειδικές γνώσεις (π.χ. μαγνητοσκόπηση της ειδικής εξέτασης για τη διάγνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας ανηλίκου θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ά.352Α,παρ 3 ΠΚ). Εξάλλου η ανάγκη καταφυγής στην Ψυχιατροδικαστική γίνεται ολοένα επιτακτικότερη με τη διάδοση της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών. Ρητά στο ά. 30 παρ. 2 και 3 του Κώδικα για τα Ναρκωτικά (ν.3459/2006, όπως ισχύει σήμερα) αναφέρεται η ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη την οποία είτε μπορεί να διατάξει το δικαστήριο προκειμένου να καθοριστεί, αν πράγματι παρουσιάζει εξάρτηση ένας χρήστης, είτε διατάσσεται υποχρεωτικά, όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είναι τοξικομανής. Εξάλλου με τον εντοπισμό νέων εγκληματικών συμπεριφορών (λ.χ. εμπορία οργάνων ή ανθρώπων, ά.323Α ΠΚ, πορνογραφία ανηλίκων μέσω διαδικτύου, ά.348Α ΠΚ) καθώς και με την έμφαση στα δικαιώματα των ψυχιατρικά ασθενών κρατουμένων, των δικαιωμάτων του παιδιού (ν. 2101/1992), του σεβασμού των προσωπικών δεδομένων (ν. 2472/1997), και την υιοθέτηση κωδίκων δεοντολογίας (βλ. ν. 3418/2005 σχετικά με την ιατρική δεοντολογία) δημιουργούνται ζητήματα που μελετώνται πλέον στο πλαίσιο της Ψυχιατροδικαστικής.
3. Οι απαρχές της Ψυχιατροδικαστικής – Η έκδοση δύο τόμων
Αφορμή για τις παρατηρήσεις αυτές και όσες έπονται έδωσαν δύο αξιοπρόσεκτες εκδόσεις που καλύπτουν σύγχρονους προβληματισμούς που συναρτώνται με την Ψυχιατροδικαστική. Πρόκειται για τα βιβλία που επιμελήθηκε μια δραστήρια ομάδα της Β’ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου «Αττικόν». Το πρώτο τιτλοφορείται «Ψυχιατροδικαστική»[11]. Το δεύτερο είναι ειδικότερο, και επικεντρώνεται στην Ψυχιατροδικαστική, Παιδιών και Εφήβων [12].
Οι δύο πολυσέλιδοι και καλά οργανωμένοι τόμοι Ψυχιατροδικαστικής που περιέχουν αναλυτικά ευρετήρια, υποδείγματα πραγματογνωμοσύνης, περιγραφικούς ή συνοπτικούς και ιδιαίτερα κατατοπιστικούς πίνακες, γλωσσάριο νομικών όρων, υποδείγματα ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης και συναίνεσης, αλφαβητικό ευρετήριο, ως και χρήσιμες διευθύνσεις στο διαδίκτυο[13] αναμφισβήτητα, συντελούν με τα περιεκτικά και εύληπτα κεφάλαια στην εξέλιξη της Ψυχιατροδικαστικής στη χώρα μας. Όπως είναι γνωστό, η γένεση και στη συνέχεια, η ανάπτυξη ενός γνωστικού αντικειμένου, προωθείται με τη συγγραφική δραστηριότητα των επιστημόνων που το υπηρετούν. Γι αυτό και οι απαρχές της Ψυχιατροδικαστικής τοποθετούνται στη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα με τη δημοσίευση του έργου του August Cramer, «Δικαστική Ψυχιατρική. Εγχειρίδιο για Ιατρούς και Νομικούς»[14]. Καθιερώνεται όμως εκεί μετά τον Β΄ΠΠ. Στον αγγλόφωνο χώρο επίσης στα μέσα του 20ου αιώνα ιδρύεται το πρώτο ακαδημαϊκό τμήμα Ψυχιατροδικαστικής σε βρετανικό νοσοκομείο από τον αυστραλo-αγγλο sir Aubrey Lewis (1900 -1975)[15], ο οποίος το 1967 δημοσιεύει το έργο: «Η κατάσταση της Ψυχιατρικής. Ερωτήματα στην Ψυχιατρική»[16]. Στις ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο επισημοποιείται η διασύνδεση Ψυχιατρικής και Δικαίου με την μετεξέλιξη ενός σχετικού σεμιναρίου που αποτελούσε μάθημα επιλογής. Συγκεκριμένα ο Ralph Slovenko στη δεκαετία του 1970, στο κλασικό του σύγγραμμα «Ψυχιατρική και Δίκαιο / Το Δίκαιο στην Ψυχιατρική» [17], θέτει τις θεματικές του διε-επιστημονικού αυτού κλάδου. τον οποίο θεραπεύουν τόσο ιατροί-ψυχίατροι που αποκτούν γνώσεις δικαίου, όσο και άτομα με νομική παιδεία που χειρίζονται και θέματα ψυχιατρικής στο βαθμό που αυτά εμπίπτουν στη δικαιική σφαίρα. Στην Ελλάδα, ο αείμνηστος ψυχίατρος Μιχαήλ Στριγγάρης πρωτοπορεί ήδη από το έτος 1947 με την έκδοση: «Ψυχιατροδικαστική. Ψυχοβιολογική και Ψυχοπαθολογική Εγκληματολογία» καθιερώνοντας και το σχετικό όρο. Ακολουθούν το 1978 τα πονήματα του επίσης ψυχιάτρου Ν.Σ. Φωτάκη, «Θέματα δικαστικής ψυχολογίας και δικαστική ψυχιατρικής –1α και 1β. Ο καταλογισμός». Και οι ψυχίατροι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι συνεχίζουν την παράδοση, όπως ο Θ. Λειβαδίτης «Ψυχιατρική και Δίκαιο» 1994, Γ. Αλεβιζόπουλος με την «Δικαστική Ψυχιατρική» 1998, για να περιοριστεί κανείς μόνο ενδεικτικά σε ορισμένους ψυχιάτρους[18], παραλείποντας τους νομικούς και εγκληματολόγους που μελετούν ειδικά τα ζητήματα αυτά.
- Ο τόμος της Ψυχιατροδικαστικής
4.1. Ο πρώτος τόμος έχει τον υπότιτλο «Γενικό Μέρος» διαφέρει ουσιωδώς από την πρωτοποριακή Ψυχιατροδικαστική του Μιχαήλ Στριγγάρη, Σε εκείνο τον τόμο προτασσόταν η Ψυχοβιολογική και Ψυχοπαθολογική Εγκληματολογία και ακολουθούσε η Ψυχιατροδικαστική. Η τελευταία δε περιείχε τα τέσσερα κλασικά θέματα: την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, την ικανότητα για καταλογισμό, την επικινδυνότητα και ορισμένα ψυχιατροδικαστικά ζητήματα Αστικού Δικαίου. Από αυτούς τους περιορισμούς ξεφεύγει η παρουσιαζόμενη εδώ σύγχρονη «Ψυχιατροδικαστική», Σε αυτόν τον πάνω από 350 σελίδες καλοτυπωμένο και ομορφοδεμένο τόμο, εκτός από το πρώτο και τελευταίο μέρος που αναφέρονται στα κρίσιμα ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας και στην άσκηση της Ψυχιατροδικαστικής στη χώρα μας, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, τα υπόλοιπα τέσσερα μέρη καλύπτουν σημερινές εκφάνσεις της εγκληματικότητας και σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
4.2. Ειδικότερα. Το δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου αναφέρεται στο σύγχρονο φαινόμενο της βίας και της επιθετικότητας. Εδώ λοιπόν, ο αναγνώστης συναντά το βασισμένο σε βιβλιογραφία του 2000 και μετά, πολύ διαφωτιστικό, ιδιαίτερα για τους νομικούς και εγκληματολόγους, κεφάλαιο που αναφέρεται στη νευροβιολογία της επιθετικότητας. Παρά τις σημαντικές προόδους στις νευροεπιστήμες, οι συγγραφείς καταλήγουν στην ανάγκη κατανόησης και των αλληλεπιδρώντων παραγόντων και γνώσεων που προέρχονται από την αναπτυξιακή ψυχολογία και την κοινωνιολογία[19].
Το κρίσιμο ζήτημα της πρόγνωσης της επικινδυνότητας του δράστη αντιμετωπίζεται σε δύο κεφάλαια. Ο νομικός συνάγει την επικινδυνότητα από πραγματικά περιστατικά : (α) τη βαρύτητα της πράξης, (β) τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της και (γ) τα αίτια που τον ώθησαν. Αλλά και από στοιχεία, που εκφεύγουν των γνώσεών του, όπως (δ) την προσωπικότητα του δράστη, που μαρτυρά (ε) αντικοινωνικότητα – ό,τι και αν αυτή σημαίνει και όπως και αν αυτή μετριέται – και (στ) σταθερή ροπή του – υπάρχει άραγε τρόπος μέτρησης της ροπής; – για διάπραξη νέων εγκλημάτων (ά. 13 υπό ζ ΠΚ).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση μεταξύ της νομικής και ψυχιατρικής έννοιας της επικινδυνότητας. Η δεύτερη προσδιορίζεται από το λεγόμενο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο[20] και σειρά αλληλεπιδρώντων παραγόντων, όπως το φύλο, την ηλικία, το νοητικό πηλίκο, το ιστορικό του ατόμου (π.χ. προηγούμενες συλλήψεις, ασθένειες), την αυτο-αναφερόμενη βίαιη συμπεριφορά, την εργασιακή και κοινωνική κατάσταση, την κοινωνική υποστήριξη, την κατάχρηση ουσιών κ.ο.κ. Αδιαμφισβήτητα, ο ψυχίατρος είναι ο καταλληλότερος επιστήμων για να προβεί στην πρόβλεψη της βίαιης συμπεριφοράς και της επικινδυνότητας ενός ατόμου, ενδείκνυται όμως και εκείνος να λειτουργεί και με γνώμονα το άρθρο 13 ΠΚ που προαναφέρθηκε. Με άλλα λόγια, οι ψυχίατροι, δεν πρέπει να αρκούνται στη νομική έννοια της επικινδυνότητας που παρουσιάζουν συνήθως οι συνήγοροι υπεράσπισης αναφέροντας ότι η νομική έννοια της επικινδυνότητας «πηγάζει ‘από μέσα’… και θεωρείται ένα μάλλον σταθερό χαρακτηριστικό ενός ατόμου (εξού και η ευκολία με την οποία οι δικηγόροι μιλούν για την ‘ορμέμφυτη’ επιθετικότητα…»[21].
Στο πλαίσιο αυτού του μέρους εξετάζονται δύο σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα η ενδοοικογενειακή βία (ν. 3500/2006 (σ. 88 επ.,) και η λεγόμενη «σεξουαλική βία» (σ. 98 επ.,) ή ορθότερα «γενετήσια βία».
Και το μέρος αυτό κλείνει με μια επισκόπηση της ψυχικής διαταραχής που οδηγεί στην αυτοκτονία καθώς και στην πρόληψη και αντιμετώπιση της αυτοκτονικότητας (σ. 111 επ.).
4.3. Στο τρίτο μέρος βρίσκει ο προσεκτικός μελετητής σημαντικές εισφορές στο πάντοτε επίκαιρο αλλά και κρίσιμο θέμα των σχέσεων «ψυχικών νοσημάτων και εγκλήματος» (σ. 120 επ.). Στο τμήμα αυτό φιλοξενούνται έξι κεφάλαια αναφερόμενα σε εγκλήματα που συναρτώνται, συχνότερα ή σπανιότερα, με εγκληματική ή παραβατική συμπεριφορά. Εδώ υπάρχουν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που αρχίζουν από (α) τη σχιζοφρένεια, (β) τα σύνδρομα παραληρητικής παραγνώρισης, (γ) τις συναισθηματικές διαταραχές, (δ) τις νευρώσεις, και καταλήγουν (ε) στην ανοϊκή συνδρομή και (στ) στη νοητική υστέρηση. Έρευνες, εκτός Ελλάδος, αποκαλύπτουν ότι 5% έως 10% των ανθρωποκτόνων είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενείς. Η βίαιη συμπεριφορά αλλά και οι κλοπές από πολυκαταστήματα συνδέονται με συναισθηματικές διαταραχές, όπως ιδίως η κατάθλιψη (σπανιότερα) και η μανία, δυσθυμία (συχνότερα αλλά με ελάσσονες παραβάσεις). Πάντοτε όμως και αυτές όπως και οι άλλες ψυχικές διαταραχές συνοδεύονται από διάφορους παράγοντες κινδύνου, όπως κατάχρηση οινοπνεύματος ή ουσιών[22]. Ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμα σχετικά με τη μικρή συσχέτιση νευρωσικών διαταραχών και παραβατικότητας[23], Για την Ελλάδα με το μεγάλο αριθμό των ηλικιωμένων και τον εξίσου μεγάλο αριθμό οδικών ατυχημάτων το κεφάλαιο για την ανοϊκή συνδρομή που συνδέεται με την τρίτη ηλικία έχει βαρύνουσα σημασία και ιδιαίτερα η επισήμανση ότι στα άτομα της ηλικίας αυτής πρέπει να ελέγχεται συχνά η οδηγητική τους ικανότητα [24], και θα πρόσθετα, και οι έλεγχοι των αδειών τους από τους τροχονόμους.
Στα υπόλοιπα πέντε κεφάλαια αυτού του τμήματος καλύπτονται ορισμένα γενικής φύσεως επιστημονικά ζητήματα, όπως η παραβατική συμπεριφορά, η μεθοριακή και αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας αλλά και η σχέση χρήσης και κατάχρησης ουσιών, συμπεριλαμβανομένου και του οινοπνεύματος. Στο κεφάλαιο που επιγράφεται «εξάρτηση σε ψυχοδραστικές ουσίες και έγκλημα-παραβατικότητα»[25] βρίσκει κανείς κατ΄αρχάς έγκυρες πληροφορίες για τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της χρήσης διαφόρων ουσιών. Στη συνέχεια τίθεται το δυσχερές στην απάντηση ερώτημα, αν η χρήση προηγείται της παραβατικότητας ή αν η παραβατικότητα οδήγησε στην χρήση. Σε μερικές μελέτες υποστηρίζεται ότι τόσο η χρήση ουσιών όσο και η παραβατικότητα είναι αποτέλεσμα ορισμένων ίδιων μεταβλητών. Λ.χ. μιας προσωπικότητας αντισυμβατικής, ανυπότακτης και με τάση στις παραβιάσεις των νόμων. Σε άλλες μελέτες, ειδικά σε αυτές που εστιάζουν στη χρήση κανναβινοειδών, δεν γίνεται αποδεκτή η σχέση χρήσης και παραβατικότητας. Μάλλον η παραβατικότητα οδηγεί στη χρήση ουσιών λόγω της παρέας στην οποία συμμετέχει το άτομο και η οποία ακολουθεί αποκλίνουσες συμπεριφορές. Διαφορετικά είναι τα στοιχεία για τους χρήστες ηρωίνης. Μελέτες υποδηλώνουν ότι 50% των χρηστών ηρωίνης είχαν μια προϊστορία συλλήψεων πριν από την εγκατάσταση της εξάρτησης. Όσο αυξάνεται πάντως η εξάρτηση τόσο μεγαλώνει και η εγκληματικότητα. Ωστόσο η θεραπευτική αντιμετώπιση της εξάρτησης μειώνει, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, τόσο την παράνομη χρήση όσο και την εγκληματικότητα. Και το κεφάλαιο αυτό κλείνει με αναφορές στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή πολιτική για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης, συμπεριλαμβανομένων και των διαφόρων θεραπευτικών προγραμμάτων που εφαρμόζονται στη χώρα μας. Αίσθηση δημιουργεί το γεγονός ότι στο τμήμα αυτό δεν γίνεται μνεία του κρισίμου ζητήματος της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης (ά.30 παρ 2 και 3 ν.3459/006) και της σχετικής έκθεσης[26]. Ένα ολόκληρο πάντως κεφάλαιο (κεφ.27) είναι αφιερωμένο στην ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη γενικά. Σε αυτό εκτίθενται όλα τα πρακτικά θέματα που αντιμετωπίζει ο ψυχίατρος πραγματογνώμων / τεχνικός σύμβουλος από τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών, τα ψυχιατροδικαστικά εργαλεία, και την ανάλυση δεδομένων και τη σύνταξη της έκθεσης έως τη συμφωνία αμοιβής και το διακανονισμό για το ποιος αναλαμβάνει ποια έξοδα. Παράλληλα, θέματα ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αναλύονται και στο ενδιαφέρον κεφάλαιο 29 που επιγράφεται «ο ρόλος τους ψυχιάτρου στο δικαστήριο». Ωστόσο, επειδή η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που αφορά την ουσιοεξάρτηση έχει ιδιαιτερότητες θα έπρεπε να τύχει ενός ξεχωριστού τμήματος μέσα στο ένα από τα ήδη υπάρχοντα τρία σχετικά κεφάλαια.
4.4. Αν κάποια τμήματα του βιβλίου είναι χρήσιμα ιδίως για τους ψυχιάτρους, το τρίτο μέρος που μόλις περιέγραψα και που περιλαμβάνει τα προαναφερόμενα κεφάλαια 12 έως και 22[27], το θεωρώ κεφαλαιώδες για το νομικό και κοινωνικό επιστήμονα και ιδίως για τον εγκληματολόγο. Ακριβώς όπως το τέταρτο μέρος (κεφ. 23-29) που περιέχει θέματα δικαίου και που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον ψυχίατρο. Εδώ αξίζει να σταθεί κανείς στο κρίσιμο ζήτημα της ακούσιας νοσηλείας ή της μη νόμιμης στέρησης της ελευθερίας. Για το ζήτημα αυτό υπάρχει μάλιστα και πρόσφατη καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Υπόθεση Καραμανώφ κατά Ελλάδος, 26.7.2011)[28].
- Ο τόμος της Ψυχιατροδικαστικής Παιδιών και Εφήβων
5.1. Ο δεύτερος τόμος της Ψυχιατροδικαστικής Παιδιών και Εφήβων έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία. Και αυτός ο τόμος, όπως και εκείνος που αφορά το Γενικό Μέρος της Ψυχιατροδικαστικής αποτελεί μια συλλογική εργασία επαϊόντων/ουσών. Εδώ, υπάρχουν συμβολές από λειτουργούς των δομών ψυχικής υγείας, του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων, από τον Συνήγορο του Παιδιού και από νομικούς.
Στα πέντε κεφάλαια του βιβλίου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, κρίσιμα ζητήματα, όπως της δεοντολογίας που αφορά τη Ψυχιατροδικαστική ανηλίκων, αναπτύσσονται τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της γενετήσιας κατάχρησης / εκμετάλλευσης ανηλίκων, και γενικά της κακοποίησης και παραμέλησης ανηλίκων αλλά και της ενδοσχολικής βίας. Επίσης, υπάρχουν σελίδες στις οποίες διερευνώνται ζωτικά θέματα που αφορούν τον ανήλικο δράστη παραβατικής πράξης και ο οποίος ενδέχεται να έχει μια ψυχική διαταραχή ή μια οργανική δυσλειτουργία ή να είναι ουσιοεξαρτημένος. Στην τελευταία περίπτωση ρητά ο νομοθέτης κάνει μνεία για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη (ά.123 παρ 3 ΠΚ) αλλά δεν απαιτεί παιδοψυχίατρο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διάγνωση και γνωμοδότηση που απαιτούνται, όταν το δικαστήριο διατάσσει θεραπευτικά αντί για αναμορφωτικά μέτρα (ά.123 παρ 2 ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή ο νομοθέτης κάνει λόγο για «εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών υπηρετούντων στο δημόσιο».
Σε ξεχωριστό κεφάλαιο περιέχονται ρυθμίσεις Αστικού Δικαίου που αφορούν τους ανηλίκους, οι οποίες εμπίπτουν στο χώρο της Ψυχιατροδικαστικής Ανηλίκων. Έτσι παρέχεται η σωστή πληροφόρηση ότι το Δίκαιο Ανηλίκων δεν είναι μόνο Ποινικό Δίκαιο αλλά περιλαμβάνει και διατάξεις Αστικού Δικαίου που αφορούν ανηλίκους.
Στο τελευταίο κεφάλαιο βρίσκει ο αναγνώστης μια θεματική ενότητα με αμφίπλευρη δόμηση. Καλύπτει δηλ. το κεφάλαιο αυτό την εμφάνιση του ανηλίκου ενώπιον δικαστικών και άλλων αρχών, από την πλευρά του παιδοψυχιάτρου αφενός, και του δικαστή αφετέρου.
Αξίζει στο σημείο αυτό, πριν γίνουν ειδικότερες αναφορές, να επισημανθεί η σημασία και η χρησιμότητα των Παραρτημάτων, όπου ο αναγνώστης/μελετητής βρίσκει, μεταξύ άλλων, γλωσσάριο νομικών όρων που είναι απαραίτητο για τους υπηρετούντες το σύστημα ψυχικής υγείας και υπόδειγμα εγγράφου συναίνεσης του γονέα, απαραίτητης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που αφορά ειδικά την επιμέλεια ανηλίκου. Επισημαίνεται ότι για την παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στο οποίο εκτίθενται με ενάργεια και οι νομικές πτυχές του θέματος. Σε αυτό όμως θα επανέλθω. Ωστόσο εδώ θα επιθυμούσα να εκφράσω την ευχή σε επόμενη έκδοση του επιστημονικά τεκμηριωμένου αυτού πονήματος να υπάρξει και ένα υπόδειγμα συναίνεσης των γονέων προκειμένου το παιδί τους να συμμετάσχει σε θεραπευτική ομάδα απεξάρτησης ή σε μια παιδοψυχιατρική έρευνα.
5.2. Το θέμα των «ηθικών και δεοντολογικών ζητημάτων στην παιδοψυχιατρική και το απόρρητο» δικαιολογημένα προτάσσεται και παρουσιάζεται με διαύγεια στο υπό παρουσίαση βιβλίο[29]. Κατέχει εξέχουσα θέση και στο γενικό μέρος της Ψυχιατροδικαστικής [Το απόρρητο άλλωστε ρυθμίζεται και από το ά.13 του Κ. ιατρικής Δεοντολογίας ν. 3418/2005].
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω δύο γενικότερες νομικές ρυθμίσεις, αν και δεν αναφέρονται άμεσα σε ανηλίκους – μπορεί όμως να προκύψουν σε σχέση με ανήλικους δράστες ή θύματα. Η πρώτη αφορά το ά. 212 ΚΠΔ, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις περίπου δέκα χρήσιμες αναφορές σε άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που είναι ορθά εγκατεσπαρμένες σε όλο το παρουσιαζόμενο πόνημα.
Με το άρθρο 212 ΚΠΔ καθιερώνεται το επαγγελματικό απόρρητο, των γιατρών, φαρμακοποιών κ.λπ, που καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σε ποινική δίκη ή στην προδικασία, «σχετικά με όσα εμπιστευτικά πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους». Λ.χ. σε υπόθεση γενετήσιας κατάχρησης ανηλίκου από τον πατριό, αν κληθεί ο παιδοψυχίατρος να καταθέσει ως μάρτυρας, όπως αναφέρεται στο υπόδειγμα συναίνεσης, σχετικά με το γεγονός και τις επιπτώσεις του στην ψυχική υγεία του ανηλίκου, ο παιδοψυχίατρος δικαιούται να αρνηθεί βάσει του ά.212 ΚΠΔ., και εν πάσει περιπτώσει, αν εξεταστεί ακυρώνεται η διαδικασία!
Διαφορετική είναι η κατάσταση, όταν ο παιδοψυχίατρος είναι πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος.
Και έρχομαι στη δεύτερη ρύθμιση που αφορά το νόμο για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν.2472/1997, όπως ισχύει σήμερα).
Στο λεπτομερές κεφάλαιο για τη σύνταξη της παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης θα έπρεπε να προσθέσουμε ένα δικαίωμα που καθιερώθηκε με το ν. 2472/1997: Το δικαίωμα αυτό που έχει εκείνος στον οποίο αναφέρονται προσωπικά δεδομένα (υποκείμενο δεδομένων) είναι αναγκαίο να το γνωρίζει ο πραγματογνώμονας ή ο τεχνικός σύμβουλος. Συγκεκριμένα: Τα ιατρικά δεδομένα χαρακτηρίζονται από τον προαναφερόμενο νόμο ως ευαίσθητα και η επεξεργασία τους (δηλ. συλλογή διαβίβαση κ.λπ) δημιουργεί στο υποκείμενο των δεδομένων (ανήλικο-γονείς) τόσο δικαίωμα ενημέρωσης (ά.11 ν.2471/1997) όσο και δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά (ά. 12), δηλ., μ.α. δικαίωμα να λάβει όλα τα δεδομένα που το αφορούν. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ο ανήλικος/γονείς του ζητήσουν να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης, ο παιδοψυχίατρος που συνέλεξε τα στοιχεία με συνεντεύξεις κ.λπ. ή διαβίβασε τα δεδομένα σε δικαστική αρχή ή η ίδια η δικαστική αρχή που κατέχει τα προσωπικά δεδομένα [δηλ. την πραγματογνωμοσύνη] μέσα σε 15 μέρες υποχρεούται να απαντήσει. Έτσι αρχίζει ένας Γολγοθάς για τον παιδοψυχίατρο / πραγματογνώμονα στην περίπτωση λ.χ. της παραβίασης από τον πατριό της γενετήσιας ελευθερίας του ανηλίκου και εκμετάλλευσης της αδυναμίας του. Ακολουθούν μηνύσεις από τον πατριό για εξύβριση (ά. 361 ΠΚ), συκοφαντική δυσφήμιση (363 ΠΚ) κ.λπ. Ο κατηγορούμενος / πραγματογνώμων υποχρεούται τότε να αναθέσει την υπόθεσή του σε δικηγόρο, να χάσει χρόνο στις δικασίμους κοκ. Το οξύ αυτό πρόβλημα δεν έχει βρει λύση και γι αυτό θέλησα να το σημειώσω – έστω και παρενθετικά – παίρνοντας χρόνο και παραλείποντας έτσι την ανάδειξη άλλων αξιόλογων κεφαλαίων του συγγράμματος.
5.3.Με το παράδειγμα του πατριού εισήλθαμε στο δεύτερο τμήμα που αφορά την κακοποίηση ή παραμέληση παιδιών και εφήβων, δηλ. τη θυματοποίησή τους – ζητήματα που παρουσιάζονται με πληρότητα.
Ας υπενθυμίσουμε ότι οι συχνότερες μορφές παθητικής βίας είναι η κακόβουλη παραμέληση ανηλίκου (ά.312 ΠΚ) και η με πρόθεση εγκατάλειψη αβοήθητου ανηλίκου (έκθεση 306 ΠΚ). Παλιά εγκλήματα, από την εποχή της βρεφοδόχου στο καταργηθέν Δημοτικό Βρεφοκομείο!.
Ενεργητική βία σε βάρος ανηλίκων, από την άλλη πλευρά, είναι, όπως γνωρίζουμε :(α) η ενδοσχολική βία. το πλέον σύγχρονο φαινόμενο παραβατικής συμπεριφοράς που εμπλέκει ανηλίκους σε ρόλους δράστη και θύματος, (β) η κακοποίηση ανηλίκου που ήρθε στο φως από τον αείμνηστο Σπύρο Δοξιάδη (battered child syndrome), αν και από το 1950 ο έλληνας νομοθέτης είχε προβλέψει το ά. 312 ΠΚ, που επιγράφεται άκομψα, «σωματική βλάβη ανηλίκων κλπ» και (γ) η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια (ά. 342 ΠΚ) και όλα τα συναφή άρθρα που αφορούν ανηλίκους, όπως η μαστροπεία (349 ΠΚ), η αποπλάνηση παιδιών (ά. 339 ΠΚ) κτπ. Ορισμένα από τα άρθρα αυτά είχαν προβλεφθεί από το 1950 και άλλα, απλώς τροποποιήθηκαν αισθητά, ενώ άλλα εισήχθησαν μετά την κύρωση της Σύμβαση για τα Δικαιώματα ου Παιδιού του ΟΗΕ (ν.2101/1992), και ιδίως μετά το έτος 2000, οπότε κυρώθηκαν και τα προαιρετικά πρόσθετα πρωτόκολλα στη Σύμβαση αυτή.
Στην κατηγορία των νεο-εισαγόμενων άρθρων ανήκει και τα ά. 352 Α ΠΚ) με το οποίο καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα (ν.3625/2007, ά.2, παρ 11) η ψυχοδιαγνωστική εξέταση και θεραπεία του δράστη και του ανήλικου θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Προφανώς, όσα λεπτομερώς αναπτύσσονται στο όγδοο κεφάλαιο: «συνέντευξη με το παιδί»[30] πρέπει να ισχύουν mutatis mutandis, και στην περίπτωση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης, που μνημονεύεται στο τέλος του κεφαλαίου. Σημειώνεται ωστόσο ότι στο ά. 352Α ΠΚ αναφέρεται ότι θα εκδοθεί διάταγμα στο οποίο θα καθοριστούν οι λεπτομέρειες της διαγνωστικής εξέτασης και θεραπείας του δράστη και του θύματος, εντός 6 μηνών! Τέτοιο διάταγμα δεν φαίνεται να εκδόθηκε έως σήμερα. Στο τμήμα αυτό δεν παραλείπεται να αναλυθεί και το πρόσφατα ερευνώμενο θέμα του συνδρόμου του αμέτοχου θεατή ή των επιδράσεων της έκθεσης των παιδιών στη βία μεταξύ συζύγων ή συντρόφων[31].
5.4. Στο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου (τρίτο τμήμα)[32] διαφωτιστικό και με πολλές βοηθητικές προεκτάσεις είναι το κεφάλαιο, που αφορά στα «προβλήματα ψυχικής υγείας, τη γονική ικανότητα και την επικινδυνότητα»[33]. Επικεντρώνομαι σε αυτό διότι εκεί θίγονται, μ.α, τα κρίσιμα ζητήματα της επικινδυνότητας (γονέων ή και παιδιών) και γίνεται εμφανής η διγλωσσία Νομικής και Ιατρικής επιστήμης που είναι διάχυτη τόσο στο Αστικό όσο και στο Ποινικό Δίκαιο. Για το Αστικό θα μιλήσω αμέσως πιο κάτω, ως προς το Ποινικό Δίκαιο αρκεί να δει κανείς το πώς περιγράφεται ο ακαταλόγιστος ή ο ελαττωμένου καταλογισμού ενήλικας δράστης ή πως περιγραφόταν πριν το 2003, ο ανήλικος που είχε ανάγκη θεραπευτικών μέτρων (ά. 123 ΠΚ).
Δεν θα αναφερθώ παρά μόνο συνοπτικότατα στο εξίσου σημαντικό κεφάλαιο που αφορά τις «δικαστικές εκτιμήσεις για ανάθεση επιμέλειας και ρύθμιση επικοινωνίας»[34], όπως και στο κεφάλαιο που καλύπτει το πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα κεφάλαιο για τη «διεκδίκηση αποζημίωσης μετά από τραυματική εμπειρία»[35]. Αυτό το τελευταίο κεφάλαιο έχει ιδιαίτερη αξία για τους παιδοψυχιάτρους και τους γονείς του ανήλικου θύματος τραύματος ή θύματος Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΤΣ). Οι δυνατότητες που υπάρχουν για αποζημίωση βάσει του ά.929 ΑΚ είναι ελάχιστα γνωστές και αναδεικνύονται στο πολύ χρήσιμο κείμενο για τις μέρες που διανύουμε με τα πολλά ατυχήματα ανηλίκων.
Γενικά, πάντως στο τμήμα αυτό θα ήταν βοηθητική και μια νομική ματιά στην – πτωχή μεν, υπαρκτή δε – νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων για να συμπληρωθούν οι ξενόγλωσσες βιβλιογραφικές παραπομπές. Και πάντως η ερμηνεία του Αστικού Κώδικα Γεωργιάδη/Σταθόπουλου (τόμος VIII Οικογενειακό Δίκαιο) θα μπορούσε να εισφέρει πολλά σε μια επόμενη έκδοση. Και τούτο το αναφέρω γιατί προφανώς αφορμή για τη συγγραφή του κεφαλαιώδους αυτού τμήματος του βιβλίου, καίτοι δεν αναφέρεται ρητά, αποτέλεσε ιδίως το ά.1532 ΑΚ που επιγράφεται συνέπειες κακής άσκησης [της γονικής μέριμνας]. Με βάση αυτή τη διάταξη αφαιρείται ολικά ή μερικά η άσκηση της γονικής μέριμνας. Σημειώνουμε ότι κακή άσκηση της γονικής μέριμνας υφίσταται, όταν οι γονείς παραβιάζουν, υπαιτίως ή και χωρίς υπαιτιότητα, τα καθήκοντα που επιβάλλει το λειτούργημα τους ή ασκούν το λειτούργημά τους καταχρηστικά, όπως συμβαίνει με τη σωματική κακοποίηση, με την άρνηση συναινέσεως σε επείγουσα ιατρική επέμβαση, την υπεραπασχόληση των γονέων, την αναπηρία της μητέρας κ.λπ. Βεβαίως για να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα πρέπει να δημιουργείται ή να επίκειται άμεσος και συγκεκριμένος κίνδυνος βλάβης του τέκνου σε σχέση με τα συμφέροντά του ή την ψυχική ή σωματική του υγεία[36].
5.5. Τα δύο τελευταία τμήματα της Ψυχιατροδικαστικής παιδιών και εφήβων έχουν ιδιαίτερη χρησιμότητα κυρίως λόγω της πρωτοτυπίας των παρουσιαζόμενων θεμάτων. Το τέταρτο τμήμα επιγράφεται «νεανική παραβατικότητα»[37]. Πρώτα-πρώτα χαιρετίζουμε τη χρήση του όρου αυτού που εισηγηθήκαμε ήδη από το 1976[38]. Στη συνέχεια διαβάζουμε με πολύ ενδιαφέρον τα όσα γράφονται σχετικά με την ψυχική υγεία του ανήλικου παραβάτη και ιδίως για την πολυπλοκότητα της κλινικής εικόνας των εφήβων παραβατών – ζητήματα που σπανίως μελετώνται από την ελληνική επιστημονική κοινότητα, όπως αποδεικνύεται και από την πλούσια αλλοδαπή βιβλιογραφία στο σχετικό κεφάλαιο[39].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο που αναφέρεται στις εναλλακτικές μορφές απονομής δικαιοσύνης για τους ανήλικους παραβάτες[40].
5.6. Η μεγαλύτερη όμως ευχάριστη έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη στο τελευταίο τμήμα του συγγράμματος, όπου ακριβώς το ίδιο θέμα: «η εμφάνιση του ανηλίκου ενώπιον των δικαστικών αρχών» αντιμετωπίζεται πρώτα από την οπτική γωνία ενός παιδοψυχιάτρου[41] και ύστερα από την σκοπιά ενός προέδρου εφετών[42].
- Δυο βοηθήματα με πλείονες αποδέκτες
Αναμφισβήτητα δύο συλλογικοί τόμοι που καλύπτουν σε βάθος τη θεωρητική αλλά και εμπειρική προσέγγιση ζητημάτων στα οποία συναντώνται – ενίοτε και με διαφορετική ορολογία – ψυχίατροι και νομικοί δεν κλείνονται εύκολα σε λίγες σελίδες. Ιδιαίτερα, όταν μεταξύ αυτών των ζητημάτων περιλαμβάνονται δυσεπίλυτα ψυχιατρικά, κοινωνικά, κοινωνιολογικά και νομικά θέματα, όπως είναι η επικινδυνότητα, η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης, η τοξικομανία – καλύτερα ουσιοεξάρτηση – ή η αναγκαστική νοσηλεία.
Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που προσδίδουν στους τόμους αυτούς το χαρακτήρα του «ολοκληρωμένου» έργου είναι ιδίως: (α) η διεπιστημονική προσέγγιση, πoυ είναι άλλωστε σύμφυτη με το γνωστικό αντικείμενο της «Ψυχιατροδικαστικής», (β) η κάλυψη ζητημάτων που γεννώνται στο πλαίσιο του Ποινικού αλλά και του Αστικού Δικαίου (λ.χ ικανότητα για δικαιοπραξία κατά το Αστικό Δίκαιο[43] – ή προβλήματα ψυχικής υγείας και γονικής μέριμνας[44] και (γ) η χρηστικότητα της ύλης (βλ. π.χ. τα τέσσερα Παρατήματα και το αναλυτικό λημματικό ευρετήριο, που περιέχει αλφαβητικά και τα αναφερόμενα ψυχομετρικά εργαλεία).
Μεταξύ των πλεονεκτημάτων των παρουσιαζόμενων εδώ τόμων είναι ότι καίτοι υπερτερούν οι ψυχίατροι συνεργάζονται σε αυτήν την έκδοση και αρκετοί νομικοί. Μάλιστα, το άριστο επιτυγχάνεται, όταν το ίδιο θέμα π.χ. «ικανότητα για καταλογισμό» αναλύεται αφενός από ένα νομικό[45] και αφετέρου από ένα ψυχίατρο[46]. Εξίσου ικανοποιητικά θα ήταν τα αποτελέσματα, αν υπήρχε και στενότερη, άμεση συνεργασία ψυχιάτρων και νομικών στη συγγραφή του ίδιου κεφαλαίου. Δεν χρειάζεται να τονιστεί εν κατακλείδι ότι τα δύο αυτά σύγχρονα βιβλία Ψυχιατροδικαστικής θα βοηθήσουν σημαντικά τόσο τους λειτουργούς της ψυχικής υγείας όσο και τους δικαστικούς λειτουργούς, τους λειτουργούς της Θέμιδος και τους κοινωνικούς λειτουργούς. Και μάλιστα για όλους αυτούς τους λειτουργούς οι δύο αυτοί τόμοι Ψυχιατροδικαστικής θα αποτελούν όχι μόνο αντικείμενο μελέτης αλλά και συχνής αναφοράς.
[1] Αφορμή για τις σκέψεις στο παρόν κείμενο έδωσε η δημοσίευση των παρουσιαζόμενων εδώ συλλογικών έργων των : Αθ. Δουζένη /Λ. Λύκουρα , Ψυχιατροδικαστική, Γενικό Μέρος, Πασχαλίδης, 2008 και Ι. Γιαννοπούλου /Αθ. Δουζένη /Λ. Λύκουρα, Ψυχιατροδικαστίκή Παιδιών και Εφήβων, Πασχαλίδης, 2010,
[2] Λεωνίδα Γ.Κοτσαλή, Εισαγωγή στη Δικαστική Ψυχιατρική, Αθήνα/Κομοτηνή, 2002, σ.XI
[3] Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, σ..
[4] Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά (ΚΝΝ) ά. 30.
[5] Βλ. Γεωργιάδης / Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας,τόμος VIII, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρα 1532-1533, 2η έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία, 2003, σ.394 επ.
[6] Κοτσαλή, ό.π. σ.3. Στο Κοινωνικό Δίκαιο η γράφουσα θα τοποθετούσε την αναγκαστική νοσηλεία. Βλ. Ψυχιατροδικαστική,ό.π., σ.29 επ.
[7] Αυτό άλλωστε δέχονται και οι συγγραφείς της Ψυχιατοδικαστικής (Α. Δουζένης και Λ. Λύκουρας) όταν αναφέρουν ότι για την άσκηση της Ψυχιατροδικαστικής απαιτείται «εξοικείωση με νομικές έννοιες, και την δικαστική διαδικασία και γενικότερα η απόκτηση γνώσεων από τη Νομική Επιστήμη.» Ψυχιατοδικαστική. ό.π., σ. V.
[8] Πρβλ. και Θ. Λειβαδίτη, Ψυχιατρική και Δίκαιο, 1994.
[9] Βλ. ά 200Α ΚΠΔ με τίτλο : Ανάλυση D.N.A.
[10] Ψυχιατροδικαστική, ό.π. , σ.47 επ.
[11] Την έκδοση της Ψυχιατροδικαστικής έχουν επιμεληθεί και είναι συγγραφείς πολλών κεφαλαίων οι πανεπιστημιακοί Αθ. Δουζένης και Λ. Λύκουρας Εκδόσεις Πασχαλίδη , 2008, 352 σελ..
[12] Την έκδοση της Ψυχιατροδικαστικής Παιδιών και Εφήβων επιμελήθηκαν και συνέγραψαν πολλά κεφάλαια ιδίως οι δύο τελευταίοι πανεπιστημιακοί: Ι. Γιαννοπούλου / Αθ.Δουζένης / Λ. Λύκουρας, Εκδόσεις Πασχαλίδη , 2010, 325 σελ.. Η ίδια περίπου ομάδα εκδίδει και το εμφανιζόμενο στον κυβερνοχώρο Εξαμηνιαίο Δελτίο «Ψυχιατροδικαστική»
[13] Βλ. Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, .ο.π.,σ.297 επ.
[14]“Gerichtlicher Psychiatrie . Ein Leitfaden fuer Mediziner und Juristen (1897Βλ. βιβλιοπωλείο amazon
[15] Ψυχιατρoδικαστική , ό.π., σ.326
[16] Aubrey Lewis, The State of Psychiatry. Inquiries in Psychiatry, London, 1967.
[17] Ralph Slovenko, Law and Psychiatry/Law in Psychiatry, Little Brown and Co, 1973, σελ. 742.
[18] Βλ., Μ. Λειβαδίτης, Ασκηση της Ψυχιατροδικαστικής στη Ελλάδα. σε : Ψυχιατροδικαστική, ό.π., σ.314-321 και ιδίως σ. 314-315.
[19] Π.Μιχαλόπουλου /Λ.Λύκουρας, Νευροβιολογία της Επιθετικής Συμπεριφοράς,σε Ψυχιατροδικαστική, ό.π. σε 42- 51 και ιδίως σ. 50.
[20] Στο ίδιο σ.54.
[21] Στο ίδιο
[22] Π. Φερεντίνος / Α. Δουζένης, Συναισθηματικές διαταραχές και παραβατικότητα, σε : Ψυχιατροδικαστική , ό.π., σ.140
[23] Χ.Κ. Τσόπελας, Νευρωσικές διαταρχές και έγκλημα/παραβατικότητα, σε: Ψυχιατροδικαστική, ό.π., σ.149
[24] Α. Πολίτης /Ν. Γουρνέλλης., Ανοϊκή συνδρομή, σε : Ψυχιατροδικαστική, .ο.π., σ. 158
[25] Γ.Α. Διακογιάννης, σε: Ψυχιατροδικαστική, .ο.π. σ. 202 επ.
[26] Βλ. σχετικά Ν. Παρασκευόπουλος / Κ. Κοσμάτος, Ναρκωτικά, Β΄ έκδοση, 2006, σ.176 –179.
[27] Βλ.Ψυχιατροδικαστική, ό.π., σ.120 – 239.
[28] Σε περιοδικό: Ποινική Δικαιοσύνη, Οκτώβριος 2012, σ. 895 επ
[29] Ψυχιατροδιακαστική Παιδιών και Εφήβων, ό.π. ,σ. 2 επ.
[30] Στο ίδιο σ. 108 επ.
[31] Στο ίδιο σ., 154 επ.
[32] Στο ίδιο σ.180 επ.
[33] Στο ίδιο.
[34] Στο ίδιο σ., 194 επ.
[35] Στο ίδιο σ., 209 επ.
[36] Γεωργιάδη/Σταθόπουλου , ό.,π., σ. 381-388.
[37] Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, ό.π., σ. 218 επ.
[38] Κ.Δ.Σπινέλλη, Ανήλικοι εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες;; Το π΄ρολημα υπό το πρίσμα τηε «θεωρίας της ετικέτας» σε: Ποινικά Χρονικά, ΚΣΤ’ 1976, σ.785-800, Αξίζει να παρατηρηθεί ότι στον τόμο της Ψυχιατροδικαστικής υπάρχει κεφάλαιο πο»παραπτωματικότητα παιδιών και εφήβων αλλά στην πρώτη παράγραφο διευκρινίζεται ότι ο όρος παραπτωματικότητα συχνά χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο παραβατικότητα (σ. 173).
[39] Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, ό.,π., σ. 228 –230. σημειώνεται ότι μεταξύ των 35 βιβλιογραφικών αναφορών μόνο 3 είναι ελληνικές.
[40] Στο ίδιο, σ. 257 επ.
[41] Στο ίδιο, σ.270 επ.
[42] Στο ίδιο, σ.284 επ.
[43] Π.Ν.Κακκαλής, Ικανότητα δικαιοπραξίας,σε: Ψυχιατροδικαστική, ό.,π., σ.256 επ.
[44] Α. Δουζένης /Λ.Λύκουρας, σε: Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, .ό.,π., σ.180 επ.
[45] Λ. Κοτσαλής, Η ρύθμιση της ικανότητας για καταλογισμό στον Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, σε: Ψυχιατροδιαστική, ό.,π.,σ. 240 επ.
[46] Μ. Λειβαδίτης, Ψυχιατρική και καταλογισμός, σε Ψυχιατροδικαστική, .ο.,π.,σ. 249 επ.