Διερεύνηση της ικανοποίησης των υπό θεραπεία χρηστών κοκαΐνης από την ανοιχτή βραδινή θεραπευτική κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ

[1]Ιωάννης Κορκοτσέλος και [2]Λουκία Χαϊδεμενάκη

DOI: https://doi.org/10.57160/WIGK4696

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στόχος: Η παρούσα έρευνα εξετάζει την ικανοποίηση των υπό θεραπεία χρηστών κοκαΐνης από την Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ.

Σχεδιασμός: Ειδικότερα, χρησιμοποιεί μια ημιδομημένη συνέντευξη με την συγκεκριμένη ομάδα στόχου και Ερμηνευτική Φαινομενολογική Προσέγγιση ως αναλυτική μέθοδο.

Πλαίσιο: Η συνέντευξη με την ομάδα εστίασης πραγματοποιήθηκε στην Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ.

Συμμετέχοντες: Οι συμμετέχοντες στην ομάδα εστίασης ήταν συνολικά 8, 7 άνδρες και 1 γυναίκα, οι οποίοι βρίσκονταν υπό θεραπεία στην Θ.Κ. ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ.

Ανάλυση: Τα θέματα που προέκυψαν από τη διαδικασία της συνέντευξης εστιάζουν στις Διαδικασίες της Θεραπευτικής Κοινότητας, με αυτές που οι συμμετέχοντες θεωρούσαν περισσότερο βοηθητικές και εκείνες που βιώνουν ως δυσκολότερες. Επίσης, αναφέρθηκε το ζήτημα του χρόνου στη Θεραπευτική Κοινότητα, ο οποίος εστιάστηκε σε τρία κύρια σημεία, στον συνολικό χρόνο θεραπείας, στον χρόνο προσαρμογής των μελών και στο καθημερινό ωράριο της Θ.Κ. Τέλος, συζητήθηκαν οι πιθανότητες αλλαγής στη δομή και λειτουργία της Θ.Κ. ενώ έγιναν προτάσεις βελτίωσης της θεραπευτικής πρότασης του προγράμματος.

Συμπεράσματα: Οι συμμετέχοντες ανέφεραν διαφορετικές διαδικασίες ως βοηθητικές, ενώ αρκετοί συμφωνούσαν στη διαδικασία της αντιπαραθετικής ομάδας ως εκείνη στην οποία αντιμετωπίζουν εντονότερες δυσκολίες. Όσον αφορά στο χρόνο τα μέλη της ομάδας υποστήριξαν ότι χρειάζεται χρόνος προσαρμογής, συμφώνησαν ότι ο χρόνος παραμονής στη Θ. Κ. έως 15 μήνες είναι αρκετός και ότι το καθημερινό της ωράριο είναι αρκετά πιεστικό. Οι απαντήσεις των μελών ήταν άμεσα σχετιζόμενες με το χρόνο παραμονής και θεραπείας τους στη Θ.Κ. Zωτικής σημασίας ήταν ο χρόνος προσαρμογής που χρειάζονταν τα μέλη, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος όχι μόνο με αυτή τη νέα εμπειρία στη Θ.Κ., αλλά και με την κυρία ουσία χρήσης τους, τουλάχιστον κατά το αρχικό διάστημα θεραπείας.

Λέξεις Κλειδιά: ικανοποίηση, χρήστες κοκαΐνης, Θεραπευτική Κοινότητα, ερμηνευτική φαινομενολογική προσέγγιση

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της εξάρτησης ψυχοτρόπων ουσιών αναπτύχθηκαν σχετικά πρόσφατα. Τα πρώτα προγράμματα απεξάρτησης με οργανωμένη δομή προέκυψαν τη δεκαετία του 1960 ως απάντηση στο μείζον κοινωνικό πρόβλημα υγείας (Παπαναστασάτος, 2002). Η ανάπτυξη της θεραπείας στη δεκαετία του 1960 και 1970 αντανακλούσε διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη φύση των ψυχοτρόπων ουσιών και της τοξικομανίας αλλά και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τους.

Ποικίλοι τύποι θεραπευτικών προγραμμάτων προσφέρουν υπηρεσίες για την αντιμετώπιση του πολύπλευρου και εξαιρετικά σύνθετου ζητήματος της τοξικοεξάρτησης. Οι θεραπευτικοί τύποι αναφέρονται σε προγράμματα διαμονής ή εξωτερικής παρακολούθησης, προγράμματα συντήρησης με υποκατάστατα, με ανταγωνιστές, προγράμματα εξωτερικής παρακολούθησης χωρίς τη χορήγηση ουσιών, θεραπευτικές κοινότητες, προγράμματα σωματικής αποτοξίνωσης, προγράμματα 12 βημάτων και θεραπευτικά προγράμματα σε σωφρονιστικά ιδρύματα (Πουλόπουλος, 2005). Αυτή η ποικιλία των θεραπευτικών οργανισμών οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι κάθε θεραπευτικό πλαίσιο απευθύνεται στις διαφορετικές ανάγκες που χαρακτηρίζουν κάθε άτομο. Η διαφορετικότητα των αναγκών αυτών προκύπτει κυρίως από τον βαθμό εμπλοκής των ατόμων με την χρήση ουσιών (βαρύτητα χρήσης), από τον βαθμό δυσλειτουργίας στην καθημερινότητά τους (εργασιακά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, οικογενειακά προβλήματα), καθώς και από την ουσία που χρησιμοποιούν. Παρά το διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται τα θεραπευτικά προγράμματα – ιατροκεντρική, ψυχοκοινωνική, βιοψυχοκοινωνική προσέγγιση- αλλά και τους διάφορους τύπους ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων και τεχνικών που χρησιμοποιούν – συμβουλευτική, γνωσιακή-συμπεριφοριστική, σε ομαδικό ή/και ατομικό πλαίσιο κ.λπ.- οι θεραπευτικές προσεγγίσεις στοχεύουν στην αποχή ή μείωση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, στη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας, κοινωνικής λειτουργικότητας αλλά και στην αποχή και μείωση της παραβατικότητας (Πουλόπουλος, 2005).

Οι Θεραπευτικές Κοινότητες, αντανακλούν την άποψη ότι η τοξικομανία αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα και χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Αυτή η κοινωνική θεραπεία αναφέρεται ως μια οργανωμένη προσπάθεια, με την κοινότητα να αποτελεί έναν παράγοντα προσωπικής και κοινωνικής αλλαγής. Ερευνητικά, η φιλοσοφία των θεραπευτικών κοινοτήτων έχει δεχθεί αρκετή κριτική. Έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για μια επιθετική, προς την χορήγηση φαρμάκων, θεραπεία της κατάχρησης ψυχοτρόπων ουσιών (Παπαναστασάτος, 2002). Ωστόσο, οι Θ.Κ. μοιράζονται στην οπτική του χρήστη, και σε μια κοινωνική θεωρητική προσέγγιση, με έμφαση στη δομή και την ιεραρχία στο πλαίσιο του προγράμματος, την ανάγκη για την απομάκρυνση του ατόμου από επιρροές κατά τη διάρκεια της θεραπείας, την ανάγκη για μία χρονική περίοδο θεραπείας που γίνεται σταδιακά και είναι εντατική, και σαφείς κανόνες σχετικά με την προσωπική ευθύνη και συμπεριφορά που αποτελούν τον πυρήνα της θεραπείας. Η μάθηση, η αποδοχή και η εσωτερίκευση αυτών των κανόνων, επιτυγχάνεται μέσω μιας ιδιαίτερα δομημένης διαδικασίας επεξεργασίας που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του ατόμου στα πλαίσια της αντιπαράθεσης, της αλληλοβοήθειας και αυτοβοήθειας, της ανάληψης της προσωπικής ευθύνης, της αλλαγής των δυσπροσαρμοστικών στοιχείων του χαρακτήρα και της διατήρησης των κανόνων του πλαισίου που προάγουν όλα τα παραπάνω. Η θεραπευτική μέθοδος περιλαμβάνει την ομάδα, αλλά την ίδια στιγμή υπολογίζει και το άτομο. Μια φράση που περιγράφει κατάλληλα αυτή την αλληλεπίδραση και συνηθίζεται στις Θ.Κ, είναι: «Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε, αλλά δεν μπορείτε να το κάνετε μόνοι».

 

Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας

Τις τελευταίες δεκαετίες το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιαστεί κυρίως στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και θεραπειών που αφορούν στην εξάρτηση από ψυχότροπες ουσίες (Crits-Christoph, et al., 2001). Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας εξετάζει το ζήτημα της κατάχρησης ουσιών σε σχέση με την αναγνώριση προγνωστικών παραγόντων που φαίνεται να παρεμβάλλονται στη θεραπευτική διαδικασία (Dearing et al., 2005). Τέτοιοι διαμεσολαβητικοί παράγοντες αποτελούν: τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των χρηστών, οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις, το είδος της θεραπείας, ο βαθμός κινητοποίησης αλλά και η ανάπτυξη μιας θεραπευτικής «συμμαχίας» (Tetzlaff et al., 2005). Η ικανοποίηση των πελατών από τη θεραπευτική διαδικασία έχει αναφερθεί ως ένας επιπλέον παράγοντας που σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα της θεραπείας (McLellan & Hunkeler, 1998). Oι McLellan & Hunkeler (1998), χρησιμοποίησαν ποσοτική μεθοδολογία για να μελετήσουν τη σχέση ικανοποίησης-αποτελεσματικότητας από θεραπευτικά προγράμματα 12 βημάτων για την κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών και αλκοόλ ενώ οι Conners & Franklin (2000), εξέτασαν την ικανοποίηση γυναικών που αντιμετωπίζουν ζητήματα χρήσης ουσιών από θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης. Οι Sanders et al. (1998), χρησιμοποίησαν παράλληλα ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία για να διερευνήσουν την ικανοποίηση εγκύων γυναικών από ένα θεραπευτικό πρόγραμμα συμβουλευτικής για την κατάχρηση κοκαΐνης. H αρκετά πρόσφατη μελέτη των Zhang et al. (2009), αξιολόγησε ποσοτικά την ικανοποίηση χρηστών που συμμετείχαν σε προγράμματα υποκατάστασης, εξωτερικής παρακολούθησης, βραχύχρονης αλλά και μακρόχρονης θεραπείας σε Κλειστές Θεραπευτικές Κοινότητες. Αναλογιζόμενοι την αρκετά πλούσια βιβλιογραφία που υποδεικνύει ότι οι παράγοντες αυτοί είναι προγνωστικοί της έκβασης της θεραπείας μιας ποικιλίας θεμάτων ψυχικής υγείας ενηλίκων (Attkisson & Zwick, 1982; Horvath & Symonds, 1991), το ερευνητικό ενδιαφέρον φαίνεται ότι δεν έχει εστιαστεί επαρκώς στην αξιολόγηση της ικανοποίησης των χρηστών από τη θεραπευτική διαδικασία.

Μολονότι η ικανοποίηση από τη θεραπεία έχει οριστεί με μία ποικιλία τρόπων, η έρευνα δείχνει ότι η ικανοποίηση σχετίζεται μεν, αλλά ταυτόχρονα διαφέρει και από, την έκβαση της θεραπείας από την οπτική του θεραπευόμενου (McLellan & Hunkeler, 1998; Ries et al., 1999). Η ικανοποίηση από τη θεραπεία έχει οριστεί ως «ο βαθμός στον οποίο ικανοποιούνται οι υπηρεσίες που ο πελάτης επιθυμεί ή αναμένει από τη θεραπεία» (Lebow, 1983, σ. 212). Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι πρόκειται περισσότερο για μια διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η ικανοποίηση είναι μια δυναμική αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, που εντοπίζονται στις προσδοκίες του πελάτη σχετικά με τη θεραπεία αλλά και τις επακόλουθες εμπειρίες του κατά την διάρκεια αυτής. Αυτή η αλληλεπίδραση ενδέχεται να επηρεάσει και την έκβαση της θεραπείας. Τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης έχουν συσχετιστεί με (α) μεγαλύτερης διάρκειας νοσηλεία ψυχικής υγείας και θεραπείας κατάχρησης ουσιών (Rosenheck et al., 1997), (β) τον αριθμό των διαθέσιμων υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται σε εξωτερικής παρακολούθησης θεραπευτικά προγράμματα κατάχρησης ουσιών (Sanders et al., 1998), και (γ) την παραμονή σε θεραπευτική παρακολούθηση μετά από ένα εντατικό πρόγραμμα θεραπείας (Hiller, Knight, & Simpson, 1999; Kasprow, Frisman, & Rosenheck, 1999). Είναι πολύ πιθανό λοιπόν οι εξυπηρετούμενοι που είναι περισσότερο ικανοποιημένοι κατά την προοδευτική θεραπευτική διαδικασία, να παραμείνουν σε θεραπεία, να παρουσιάσουν μεγαλύτερο βαθμό δέσμευσης και εμπλοκής, επιτρέποντας κατά συνέπεια μεγαλύτερη επίδραση αυτής στον εξυπηρετούμενο. Στην ψυχοθεραπευτική κλινική έρευνα και βιβλιογραφία, μια πληθώρα ερευνητών υποστηρίζει ότι η ικανοποίηση από τη θεραπεία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη θετική έκβαση της θεραπείας (Tetzlaff et al., 2005).

Οι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών τυπικά αντιμετωπίζονται ως ένας ομοιογενής πληθυσμός, ανεξαρτήτως της κύριας ουσίας που χρησιμοποιούν ή καλύτερα της επιλογής που κάνουν ως προς την κύρια ουσία χρήσης τους. Ενώ το DSM-IV (2000), κατευθύνει τους κλινικούς να κατηγοριοποιούν την παρόρμηση των χρηστών ανάλογα με τα εκάστοτε μοτίβα χρήσης ή τη πιθανή σχέση που αυτή έχει με άλλες κλινικά σημαντικές μεταβλητές, π.χ. ψυχοπαθολογικά σύνδρομα, χαρακτηριοδομικά στοιχεία κ.λπ., ελάχιστα έχουν μελετηθεί συγκεκριμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις που πιθανά να αντιστοιχούσαν σε κάθε υπο-ομάδα χρηστών. Επίσης, τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα έχουν σαφή επίδραση σαφώς στο ζήτημα της κατάχρησης ουσιών, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με επίσης νέα θεραπευτικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, οι χρήστες κοκαΐνης με βάση την κλινική εμπειρία παρουσιάζουν σαφή αύξηση, καθώς περίπου το 1/3 των ατόμων που αιτούνται θεραπείας δεν έχουν ως κύρια ουσία χρήσης τα οπιοειδή. Επίσης, με βάση την ετήσια έκθεση για τα ναρκωτικά και το αλκοόλ του ΕΚΤΕΠΝ (2013), εμφανίζονται αυξητικές τάσεις στους χρήστες κανναβινοειδών και μεθαμφεταμινών. Το προφίλ των χρηστών κοκαΐνης χαρακτηρίζεται από ένα αρκετά υψηλό λειτουργικό και εκπαιδευτικό επίπεδο συγκριτικά με χρήστες άλλων ψυχοτρόπων ουσιών (Carroll et al., 1999). Επιπλέον, έχουν αναφερθεί αρκετά υψηλά ποσοστά διακοπής της θεραπείας σε χρήστες κοκαΐνης (Tunis et al., 1994; Dolan, et al., 1991), υποδηλώνοντας ίσως την ανάγκη ανάπτυξης ενός περισσότερο εξατομικευμένου θεραπευτικού σχεδιασμού.

Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών προγραμμάτων είναι εστιασμένη σε μια περισσότερο ποσοτικοποιημένη προσέγγιση που στόχο έχει την βελτίωση τέτοιων προγραμμάτων (Zhang et al., 2009). Συγκριτικά, λίγες κλινικές μελέτες που εξετάζουν τις εξαρτήσεις έχουν μελετήσει ερωτήματα όπως, αν και με ποιο τρόπο οι ανάγκες των χρηστών, με αυτή τη συνεχή αλλαγή του προφίλ τους, συμβαδίζουν με τους θεωρητικούς μηχανισμούς δράσης των προγραμμάτων. Η ποιοτική αξιολόγηση της ικανοποίησης των εξυπηρετούμενων από τη θεραπευτική διαδικασία προγραμμάτων απεξάρτησης από την χρήση ουσιών, κρίνεται τουλάχιστον αναγκαία, ειδικότερα, όταν στοχεύει στην διερεύνηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των πελατών τα οποία πιθανά να επηρεάζουν την ικανοποίηση από τη θεραπεία υποδεικνύοντας την ίδια στιγμή διαφορετικές ατομικές ανάγκες. Υπό το πρίσμα λοιπόν μιας προσέγγισης εστιασμένης στον εξυπηρετούμενο, θα μπορούσε να διερευνηθεί η συγκεκριμένη ομάδα στόχου, αυτή των χρηστών κοκαΐνης, σε σχέση με την ικανοποίηση τους από προγράμματα απεξάρτησης για τη κατάχρηση ουσιών.

 

Στόχος Έρευνας

Σύμφωνα λοιπόν με τα ελλείμματα που εντοπίστηκαν στην ξενόγλωσση αλλά και ελληνική βιβλιογραφία η παρούσα ερευνητική εργασία, στοχεύει στη διερεύνηση της ικανοποίησης των χρηστών κοκαΐνης από τη Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ, χρησιμοποιώντας ποιοτική μεθοδολογία. Εκτός του πεδίου μελέτης βρίσκονταν ζητήματα όπως η αναζήτηση των πιθανών αιτιών διακοπής των χρηστών κοκαΐνης που πιθανά να σχετίζονται με την ικανοποίηση τους από το πρόγραμμα, η διερεύνηση της ικανοποίησης του προσωπικού από τις παρεχόμενες υπηρεσίες ή η αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών απεξάρτησης.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Ερευνητικός Σχεδιασμός

Η ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη είναι μια τεχνική η οποία προήλθε σχετικά πρόσφατα από την ομαδική ψυχοθεραπεία. Αναπτύχθηκε λόγω της αναγκαιότητας κατανόησης ψυχοκοινωνικών φαινομένων μέσα από την συλλογή και ανάλυση ποιοτικών στοιχείων που αδυνατούσε να ερμηνεύσει η ποσοτική έρευνα (Πουλόπουλος & Τσιμπουκλή, 1995). Οι ομάδες εστίασης παρέχουν μια εναλλακτική προσέγγιση των ημι-δομημένων συνεντεύξεων καθώς αποτελούν μια ομαδική συνέντευξη που χρησιμοποιεί την αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων ως βάση και πηγή δεδομένων. Ο ερευνητής αναλαμβάνει το ρόλο του συντονιστή, καθορίζει το θέμα και τα όρια της συζήτησης, την αρχή και το τέλος της. Η δύναμη της ομάδας εστίασης ως μέθοδος συλλογής δεδομένων έγκειται στην ικανότητά της να κινητοποιήσει τους συμμετέχοντες να απαντήσουν και να σχολιάσουν τα λεγόμενα των υπόλοιπων μελών της ομάδας. Οι δηλώσεις αμφισβητούνται, επεκτείνονται και αναπτύσσονται με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργούνται πλούσια στοιχεία για τον ερευνητή. Επιπλέον, η ομάδα εστίασης παρέχει ένα πλαίσιο πολύ λιγότερο τεχνητό από αυτό της ατομικής συνέντευξης γεγονός που σημαίνει ότι τα δεδομένα που παράγονται είναι πιθανό να έχουν –συγκριτικά- υψηλότερη οικολογική εγκυρότητα. Στην ιδανικότερη συνθήκη, οι συμμετέχοντες της ομάδας εστίασης θα αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο που θα αλληλεπιδρούσαν εκτός του πλαισίου της ερευνητικής διαδικασίας (Smith & Osborn, 2003).

Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην διερεύνηση της ικανοποίησης των υπό θεραπεία χρηστών κοκαΐνης από τη Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ. Πρόκειται για μια ανοιχτή Θεραπευτική Κοινότητα εξωτερικής παρακολούθησης, που απευθύνεται σε εργαζόμενους χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών. Μία ημι-δομημένη συνέντευξη σε ομάδα εστίασης, με ανοιχτές και μη κατευθυντικά διαμορφωμένες ερωτήσεις σχεδιάστηκαν με στόχο την διερεύνηση της ερευνητικής ερώτησης. Η ερμηνεία των εμπειριών των συμμετεχόντων και το ψυχολογικό περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας, αποτελεί το αναλυτικό κομμάτι της έρευνας. Για τη διερεύνηση του ζητήματος σε βάθος, η Φαινομενολογική Ερμηνευτική Προσέγγιση παρέχει τη δυνατότητα παρατήρησης των αντιλήψεων των συμμετεχόντων που διαμορφώνονται με δικούς τους όρους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα πολιτιστικά πλαίσια από τα οποία αυτές διατυπώνονται (Willig, 2008). Η συγκεκριμένη προσέγγιση παρέχει την δυνατότητα βαθύτερης ανάλυσης ερευνητικών ερωτημάτων, τα οποία έχουν μελετηθεί με ποσοτικοποιημένους περιγραφικούς όρους. Ειδικότερα, η φαινομενολογικά προσανατολισμένη μέθοδος ενσωματώνει αυτές τις ιδιότητες με μια επαγωγική διαδικασία και φαίνεται να είναι σε θέση να διερευνήσει αυτές τις λειτουργίες. Τη βασική εξέταση αποτελεί η φαινομενολογία των συμμετεχόντων ενώ ο ερμηνευτικός ρόλος του ερευνητή είναι επίσης ζωτικής σημασίας (Smith & Osborn, 2003). Ο ίδιος ο όρος Ερμηνευτική Φαινομενολογική Προσέγγιση, εξηγεί ακριβώς αυτήν την δυαδικότητα. Είναι φαινομενολογική, εφόσον εμπεριέχει τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει την επιρροή των ιδίων αντιλήψεων του ερευνητή στην κατανόηση της διαδικασίας. Υπό αυτή την έννοια είναι μια ερμηνευτική ανάλυση.

Συμμετέχοντες

Οι ομάδες εστίασης θα πρέπει να αποτελούνται, ούτε περισσότερο αλλά ούτε και λιγότερο, από 6 έως 10 συμμετέχοντες. Αυτό συμβαίνει για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα συμμετάσχουν ενεργά στη συζήτηση της ομάδας και καθ ‘όλη την διάρκεια της διαδικασίας. Σε μια ομάδα μικρότερη των έξι ατόμων, εκτιμάται ότι η διαδικασία θα είναι αρκετά πιεστική για τα μέλη της ομάδας, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφούν και να αναλυθούν με ακρίβεια τα δεδομένα σε μια ομάδα εστίασης άνω των 10 συμμετεχόντων (Πουλόπουλος & Τσιμπουκλή, 1995).

Η δειγματοληψία ήταν σκόπιμη διότι το κριτήριο συμμετοχής στην έρευνα ήταν η κύρια ουσία χρήσης των υπο θεραπεία μελών να είναι η κοκαΐνη. Οι θεραπευόμενοι που έκαναν χρήση της συγκεκριμένης ουσίας και βρίσκονταν υπό θεραπεία στην Ανοιχτή Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ ΔΙΑΒΑΣΗ ήταν στο σύνολο 8. Όλοι δέχτηκαν όλοι πρόθυμα να συμμετάσχουν στην έρευνα, καθώς, αφ’ ενός ανέφεραν ότι ήταν πρόθυμοι να λάβουν μέρος σε μια έρευνα η οποία πιθανά θα βελτίωνε την θεραπευτική πρόταση και αφ’ ετέρου υπήρχε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ερευνητή διότι είχε ήδη αναπτυχθεί θεραπευτική σχέση στο Συμβουλευτικό Σταθμό του προγράμματος στον οποίο προετοιμάστηκαν για την ένταξη τους στη Θ.Κ. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ (2013), 3 στις 4 αιτήσεις θεραπείας το 2012 (77,5%) αφορούσαν προβλήματα για τη χρήση οπιοειδών, ως κύρια ουσία αναφέρθηκε η κάνναβη σε ποσοστό 15,7%, η κοκαΐνη σε ποσοστό 4,1% και οι άλλες ουσίες σε ποσοστό 2,8%, γεγονός που εξηγεί τον περιορισμένο αριθμό των υπό θεραπεία χρηστών με κύρια ουσία χρήσης την κοκαΐνη συγκριτικά με τον συνολικό πληθυσμό των υπό θεραπεία μελών με διαφορετική κύρια ουσία χρήσης. Η ομάδα που δημιουργήθηκε αποτελούνταν από 8 μέλη που βρίσκονταν υπό θεραπεία στη συγκεκριμένη δομή. Οι συμμετέχοντες ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τη διαδικασία της ομάδας πριν συμμετάσχουν στην ομάδα εστίασης. Η ομάδα ήταν ομοιογενής ως προς την κύρια ουσία χρήσης των μελών της, αλλά όχι ως προς το χρόνο παραμονής τους στη Θ.Κ. Κρίθηκε σκόπιμο τα μέλη της να επιλεχθούν από όλα τα στάδια θεραπείας ώστε να εντοπιστούν πιθανές διαφορές στην οπτική τους αναφορικά με την ικανοποίηση από το πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, ο χρόνος θεραπείας τους στην Θ. Κ. κυμαινόταν από 2 έως 19 μήνες. Όσον αφορά στα δημογραφικά τους στοιχεία η ομάδα αποτελούνταν από 7 άνδρες και 1 γυναίκα. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ (2013), η πλειονότητα των αιτούντων θεραπεία για χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών ήταν άνδρες (83,4%), ενώ οι γυναίκες αυξάνουν σταδιακά το ποσοστό τους κατά την περίοδο 2008-2012 (από 13,2% στο 14,7%). Στη συνέχεια, ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 34 έτη, με τον μικρότερο συμμετέχοντα ηλικίας 23 ετών και τον μεγαλύτερο 46 ετών. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, πέντε συμμετέχοντες ήταν απόφοιτοι δευτεροβάθμιας και τρεις απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τέλος, οι συμμετέχοντες 8, 2, 1 και 7 χρειάστηκαν ψυχιατρική διερεύνηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους.

 Διαδικασία

Ο ερευνητής πραγματοποίησε μία αναγνωριστική συνάντηση στην ΘΚ με στόχο να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους για τον σκοπό και τη διαδικασία της έρευνας αλλά και να τους αφήσει χρόνο να σκεφτούν εάν επιθυμούν να συμμετάσχουν στην έρευνα. Στη συνέχεια συμφωνήθηκε από κοινού, μία δεύτερη συνάντηση στην οποία θα λάμβανε χώρα η συνέντευξη με την επιλεγμένη ομάδα εστίασης. Οι ενδιαφερόμενοι, εφόσον πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης στην έρευνα, συμπλήρωσαν το έντυπο ενημέρωσης-συγκατάθεσης. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο χώρο της ΘΚ και διήρκησε δύο ώρες. Η παράλληλη με την διαδικασία καταγραφή των δεδομένων έγινε από τρεις βοηθούς. Στη συνέχεια, μια συνάντηση με τον ερευνητή και τις τρεις βοηθούς έλαβε χώρα με στόχο την συζήτηση των δεδομένων και της δυναμικής της ομάδας που προέκυψαν από την διαδικασία της συνέντευξης.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ

Η Ερμηνευτική Φαινομενολογική προσέγγιση, αξιολογήθηκε ως η καταλληλότερη μέθοδος για την ανάλυση της συνέντευξης. Η Φαινομενολογική μεθοδολογία, συμπεριλαμβανομένης και της Ερμηνευτικής Φαινομενολογικής Ανάλυσης, εστιάζει στις αντιλήψεις των συμμετεχόντων. Στόχος της είναι να παρέχει μια εικόνα για το πώς μοιάζει ο κόσμος τους και όχι πως αυτός αντικειμενικά είναι, καθώς και το πώς αντιλαμβάνονται τα γεγονότα με βάση την εμπειρία και τις δικές τους υποκειμενικές ερμηνείες.

Τα δεδομένα που προέκυψαν κατά την διαδικασία της συνέντευξης με την ομάδα εστίασης καταγράφηκαν και αναλύθηκαν. Τα θέματα που αναδύθηκαν είναι τα εξής: 1. Διαδικασίες Θ.Κ., με 1.1. διαδικασίες που βιώνονται ως περισσότερο βοηθητικές και 1.2. διαδικασίες που βιώνονται ως δυσκολότερες, 2. Ο χρόνος στη Θ.Κ., με υποθέματα 2.1. συνολικός χρόνος θεραπείας, 2.2. χρόνος προσαρμογής και 2.3 καθημερινό ωράριο. Από τις δυο αυτές ομάδες θεμάτων, προέκυψε η συζήτηση για μια υποτιθέμενη αλλαγή της Θ.Κ. ως θέμα 3, ολοκληρώνοντας έτσι την αναζήτηση της ικανοποίησης της ομάδας στόχου από την Θ.Κ.

Θέμα 1: Διαδικασίες Θ.Κ.

Η διερεύνησης της ικανοποίησης των υπό θεραπεία χρηστών κοκαΐνης, εστίασε την συνέντευξη στις διαδικασίες της Θεραπευτικής Κοινότητας. Τέτοιες διαδικασίες αποτελούν: οι αντιπαραθετικές ομάδες, οι παρέες, η διαδικασία έργου, οι δημιουργικές δραστηριότητες, εργασίες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της κοινότητας, το club εργασίας και οι έξοδοι, ενταγμένες σε ένα εξαήμερο, απογευματινό πλαίσιο με έντονη ιεραρχία και οργανωτική δομή.

Υπόθεμα 1.1: Διαδικασίες που βιώνονται ως περισσότερο βοηθητικές

Αρχικά, η ομάδα ήταν ιδιαίτερα αμήχανη και τα μέλη της φαίνονταν αγχωμένα. Οι απαντήσεις που έδωσαν ήταν διαφορετικές όσον αφορά στην ερώτηση της αξιολόγησης των βοηθητικών διαδικασιών της ΘΚ. Πιο συγκεκριμένα, τα νεότερα μέλη συμπληρώνοντας μόλις 2 μήνες θεραπείας στη Θ.Κ., ανέφεραν ως βοηθητική διαδικασία αυτήν της παρέας, με τον 2 να προσθέτει και την διαδικασία των δημιουργικών. Συγκεκριμένα ανέφεραν, «η παρέα είναι περισσότερο βοηθητική, είναι κοντά σου, καταλαβαίνεις, σε καταλαβαίνουν», «Οι παρέες είναι βοηθητικές για να’ ανοίξεις, να ακούσεις… Οι δημιουργικές με κάνουν να ενεργοποιηθώ, έχω να πιω καιρό και πήρα ώθηση». Επίσης, ορισμένοι ανέφεραν ως βοηθητική τη διαδικασία αντιπαράθεσης αλλά και συνέντευξης εκείνο το στοιχείο της, ως μια μικτή ομάδα «Για να πω την αλήθεια οι αντιπαραθετικές ομάδες μου αρέσουν πολύ και οι εργασίες», «Δουλεύω πολύ στις αντιπαραθετικές, μπορώ να εκφράζομαι τώρα, να βγάζω συναισθήματα, φόβο. Πριν από αυτό δίσταζα». Επίσης παρατήρησαν ότι δεδομένης της διαφορετικότητας των μελών της ομάδας ως προς το χρόνο παραμονής τους στη Θ.Κ, υπάρχει μια ποικιλία απόψεων η οποία υποστήριξαν ότι είναι μάλλον βοηθητική, «Οι αντιπαραθετικές είναι μικτές ομάδες και σου δίνουν ώθηση και είναι ελεύθερες πιο πολύ. Έχει διάφορα άτομα μέσα που μπορεί να είναι στην κοινότητα από ένα μήνα μέχρι και ενάμιση χρόνο, ακούς πολλά και βοηθιέσαι».

 Υπόθεμα 1.2: Διαδικασίες που βιώνονται ως δυσκολότερες

Όσον αφορά στις διαδικασίες της Θ.Κ. τις οποίες βιώνουν ως δυσκολότερες, η πλειοψηφία των μελών της ομάδας ανέφερε τις αντιπαραθετικές ομάδες, «οι αντιπαραθετικές ομάδες. Ακούω πράγματα για μένα, μέσα στο απόλυτο που κουβαλάω, έχω διαφωνίες με άλλους γιατί είναι αντίθετοι με τα πιστεύω μου και μέσα σε όλα αυτά πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος, να έχεις τον έλεγχο και να ακούς». Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι αποτελεί μια ιδιαίτερα δύσκολη και πιεστική διαδικασία, κατά την οποία βιώνεται ένταση ενώ εμπλέκονται και σκέψεις παραίτησης, «Ας πούμε ότι στην παρέα μπορώ να πω τα πράγματα όπως είναι, στις ομάδες αντιπαράθεσης νιώθω άσχημα ψυχολογικά, τρέμω, νιώθω παραίτηση και σκέφτομαι ίσως να είναι καλύτερα να τα παρατήσω…», «Πιο δύσκολες για εμένα είναι οι αντιπαραθετικές ομάδες. Προσπαθώ πάρα πολύ να ακούσω, αλλά για να τα πάρω μέσα μου δυσκολεύομαι. Στον απολογισμό-κλείνομαι δυσκολεύομαι. Πως κάνω εγώ τα πράγματα, το βήμα.». Η Θεραπευτική Κοινότητα δημιούργησε την ανάγκη για την συναισθηματική έκφραση και την διαχείριση των συγκρούσεων που προκύπτουν από τις συμπεριφορές που σχετίζονται με την εξάρτηση και τη ζωή στη χρήση με στόχο την αλλαγή τους. Για την αντιμετώπιση των αρνητικών συμπεριφορών, τη θέσπιση ορίων και την τήρηση των κανόνων του προγράμματος χρησιμοποιείται η ομάδα αντιπαράθεσης (Πουλόπουλος, 2005). Βιβλιογραφικά έχει ασκηθεί έντονη κριτική για τη λειτουργία των αντιπαραθετικών ομάδων (Tetzlaff et al., 2005). Στη διάρκεια των ομάδων αντιπαράθεσης ασκείται πίεση για την αλλαγή στάσεων ή συμπεριφορών που δεν είναι αποδεκτές, εκτονώνεται η ένταση μεταξύ των μελών και εξομαλύνονται οι σχέσεις. Ορισμένες φορές εμφανίζονται αντιστάσεις των μελών οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν την αντιπαράθεση σε αδιέξοδο. Εάν η ομάδα σταθεί αποκλειστικά στη συμπεριφορά ενός μέλους και όχι στη συναισθηματική εξομάλυνση της σχέσης, η διαδικασία βιώνεται ως ιδιαίτερα πιεστική ενώ έχει υποστηριχθεί ότι ο κίνδυνος διακοπής είναι αυξημένος. Επίσης αναφέρθηκε ως δύσκολη διαδικασία αυτή του έργου αλλά και η συγγραφή του βιογραφικού καθώς, όπως σημειώθηκε προκαλούνταν σκέψεις που βιώνονταν ως ιδιαίτερα δύσκολες, «Οι αντιπαραθετικές ομάδες με ζορίζουν. Και το έργο γιατί εκεί έχω να σκεφτώ εμένα, όχι τους άλλους. Επίσης το βιογραφικό. Μου έφερε μνήμες που δεν τις σκεφτόμουν στην καθημερινότητα μου, με δυσκόλεψε πάρα πολύ».

Θέμα 2: Χρόνος Θ.Κ.

Ένα ακόμη θέμα που διερευνήθηκε αναφορικά με την ικανοποίηση των χρηστών κοκαΐνης ήταν το ζήτημα του χρόνου, το οποίο εστιάστηκε στον συνολικό χρόνο παραμονής στην ΘΚ (2.1), στον χρόνο προσαρμογής όπως διατυπώθηκε από τους συμμετέχοντες (2.2) και στο καθημερινό ωράριο (2.3).

Υπόθεμα 2.1: Συνολικός χρόνος παραμονής

Η ερώτηση του συνολικού χρόνου παραμονής στη Θ.Κ. απασχόλησε ιδιαίτερα την ομάδα. Τα μέλη της φάνηκαν αρκετά αμήχανα και ξέσπασαν σε γέλια. Οι απαντήσεις τους συμφωνούσαν εν γένει, στο γεγονός ότι αρχικά ο χρόνος θεραπείας στη Θ.Κ. φαίνεται να είναι πολύς. Ωστόσο, οι απαντήσεις που έδωσαν ήταν αντιφατικές οδηγώντας μας σε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Φαίνεται ότι τα μέλη διατύπωναν απόψεις οι οποίες ήταν άμεσα σχετιζόμενες με το χρόνο παραμονής τους στη Θ.Κ. Για παράδειγμα, οι απαντήσεις των νεότερων μελών φαίνεται να πάλλονταν εναλλακτικά στο θυμικό και λογικό τους μέρος, υιοθετώντας τελικά τα «πρέπει» και τη φωνή της κοινότητας αρκετά άκριτα ίσως με στόχο την επιβίωση και την αποδοχή της ομάδας «Υπερβολικός ο καιρός. Τώρα βέβαια είμαι στην αρχή. Όταν βγεις μπορείς να σταθείς; Μπορείς να κρατηθείς; Αυτό πρέπει να κάνεις. Άρα ο καιρός είναι καλός», 2 μήνες στην κοινότητα. Μετά από ορισμένους μήνες παραμονής, τα «παλιότερα» μέλη ή έχουν καταφέρει να τα νοηματοδοτήσουν είτε έχουν αφομοιωθεί από το σύστημα της Θ.Κ., δίνοντας απαντήσεις περισσότερο εκλογικευμένες και «νουθετώντας» τα νεότερα μέλη όπως φάνηκε στο διάλογο που αναπτύχθηκε μεταξύ τους κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, «Τώρα νιώθω έτοιμος να κάνω το βήμα παρακάτω, 12 με 14 μήνες είναι φυσιολογικός χρόνος για την κοινότητα», 19 μήνες στην κοινότητα, «Αν έκανες αυτή την ερώτηση και ήμουν 1 μήνα στην κοινότητα, θα σου έλεγα ότι είναι υπερβολικά πολύς, αλλά σιγά σιγά έβλεπα ότι κυλάει και έβλεπα διαφορά και τελικά ίσως όσο περνάω προς τα μέσα και να ναι λίγος ο χρόνος, σαν προσπάθεια θέλει επιπλέον χρόνο», 13 μήνες σε θεραπεία, «Πάρα πολύς καιρός, ειδικά στην αρχή φαίνεται τεράστιο διάστημα, είναι κοινότητα για εργαζομένους είναι απαραίτητο ένα χρονικό περιθώριο 18 μηνών, δουλεύονται πολλά πράγματα, εεμ, μετά τους 8-10 μήνες το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων βλέπει και δουλεύει και υπάρχει κίνητρο για δουλειά με σημαντικά κομμάτια. Όχι όμως από την αρχή, χρειάζεται χρόνος προσαρμογής», 8 μήνες σε θεραπεία. Φαίνεται λοιπόν ότι μεταξύ της δράσης των θεωρητικών μηχανισμών της Θ.Κ. και της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, μεσολαβούν παράγοντες, οι οποίοι μετασχηματίζουν τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων όχι μόνο ως προς το χρόνο παραμονής στη θεραπευτική διαδικασία στη Θ.Κ. αλλά και ως προς τις υπόλοιπες λειτουργίες και δομές της Θ.Κ. αλλά και ως προς τη γενικότερη αξιολόγηση της ικανοποίησης τους από το πρόγραμμα, γεγονός που οδήγησε και στην ανάπτυξη του υποθέματος 2.2.

 Υπόθεμα 2.2: Χρόνος προσαρμογής

Η διερεύνηση της αντίληψης των συμμετεχόντων για τις διαφορετικές ανάγκες που ενδεχόμενα έχουν σε σχέση με χρήστες άλλων ψυχοτρόπων ουσιών οδήγησε σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Η ομάδα ήταν ιδιαίτερα σκεπτική σε αυτό το σημείο της συνέντευξης. Τα μέλη της με έντονο ενδιαφέρον, εξέφρασαν την άποψη ότι τουλάχιστον κατά το αρχικό διάστημα της ένταξης τους στην Θ.Κ. βίωναν μεγαλύτερη δυσκολία σε σχέση με τους χρήστες άλλων ουσιών καθώς αντιμετώπιζαν δυσκολίες άμεσα σχετιζόμενες με τη κύρια ουσία χρήσης τους και χρειάζονταν ψυχιατρική αξιολόγηση «Χρειάζεται μια αξιολόγηση γενική. Μπαίνεις με άλλους ρυθμούς. Στην αρχή είχα παραπάνω ένταση. Πιστεύω χρειάζεται περισσότερο ψυχιατρική αξιολόγηση. Στην αρχή ήμουν σε παράνοια, παλιά είχα κατάθλιψη. Στην αρχή με δυσκόλεψε ο πολύς κόσμος, ένιωθα σαν να ήμουν πιωμένος, τσέκαρα συνέχεια τους άλλους», «Νομίζω υπάρχουν διαφορές. Για εμένα υπάρχουν, είχα παράνοιες, ψευδαισθήσεις. Σε άλλες ουσίες δεν υπάρχουν ή υπάρχουν σε μικρότερο ποσοστό. Εγώ είχα την ανάγκη ψυχίατρου», «συμφωνώ, με τα νεύρα και τις συμπεριφορές. Έκανα χρήση χασίς, ξεκίνησα τη κοκαΐνη για να ξυπνήσω, το χασίς με χαλάρωνε ενώ η κόκα με ξύπναγε. Η κόκα με έβαλε σε ρυθμούς, με ξύπναγε, μπαίνοντας εδώ υπερισχούσε η κόκα, το ξύπνημα. Το λέω τώρα και νομίζω ότι πίνω. Την διαφορά στο πρόγραμμα την ένιωσα, είχα ένταση αλλά τι ένταση, πο-πο, και ήταν η ουσία, σίγουρα ήταν διαφορετικό στην αρχή…», «Θέλω να συμπληρώσω πάνω σ’ αυτό, δεν μπορούσα να με πλησιάσει κανείς, είχα την αίσθηση ότι κάποιος έρχεται, ήμουν πάρα πολύ καχύποπτος τώρα αυτό κοπάζει». Το υπόθεμα 2.2 προκύπτει από το υπόθεμα 2.1., εάν σκεφτεί κανείς ότι τα ζητήματα που ανέφερε η ομάδα σχετίζουν τις «διαφορετικές» ανάγκες των χρηστών που έχουν ως κύρια ουσία χρήσης την κοκαΐνη με έναν ορισμένο χρόνο προσαρμογής αλλά και παραμονής στη Θ.Κ. Επίσης παρατηρήθηκε σε αυτό το σημείο της συνέντευξης ότι η ομάδα χαλάρωσε αρκετά και τα μέλη της συμμετείχαν περισσότερο ενεργά στη διαδικασία.

 Υπόθεμα 2.2: Καθημερινό ωράριο

Μία ακόμη πτυχή της ικανοποίησης από τη ΘΚ αφορά στο καθημερινό ωράριο. Η πλειοψηφία των μελών της ομάδας εκδηλώνοντας έντονο ενδιαφέρον και ανεξαρτήτως της φάσης θεραπείας τους, ανέφερε ότι το ωράριο της κοινότητας είναι εξαιρετικά πιεστικό, «στην αρχή με δυσκόλεψε πάρα πολύ να βρω δουλειά πρωινή και πιέστηκα πάρα πολύ με το ωράριο. Δεν με νοιάζει να τρέχω αλλά το να είμαι απόγευμα στην κοινότητα και μαζί η πρωινή δουλειά είναι πάρα πολύ δύσκολο». Συγκεκριμένα, συζητήθηκε ότι οι εξυπηρετούμενοι βιώνουν μεγάλη δυσκολία καθώς έχουν ελάχιστο προσωπικό χρόνο, μειωμένη κοινωνική ζωή ενώ χρειάζεται να περιορίσουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, «αυτό που υπήρχε και υπάρχει είναι ότι δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου, αφαιρώ από τον ύπνο μου, μου λείπει ο χρόνος να κάνω άλλα πράγματα, να γράψω, να σκεφτώ.», «δεν έχω προσωπικό χρόνο, τη γυναίκα μου δεν τη βλέπω. Γενικά χάνεσαι, είμαι χαμένος, φάντασμα, εξαφανισμένος, νιώθω ότι περνάει ο χρόνος στο δευτερόλεπτο».

 Θέμα 3: Μια υπόθεση αλλαγής της Θ.Κ.

Ο παράγοντας της αλλαγής στη δομή της Θ.Κ. αποτέλεσε ένα ακόμη θέμα συζήτησης της ομάδας εστίασης. Η ομάδα φανερά λιγότερο αγχωμένη και με έντονο ενδιαφέρον για το ζήτημα, ανέφερε σε συνάρτηση με τις προηγούμενες απαντήσεις της, αλλαγές που επιθυμούσε να γίνουν στα πλαίσια της λειτουργίας της Θ. Κ. Οι συμμετέχοντες 6 και 4, οι οποίοι είχαν αναφέρει ως δυσκολότερη διαδικασία αυτήν της αντιπαραθετικής ομάδας πρότειναν την αλλαγή της «Θα τα άλλαζα όλα (γέλια) δεν μου αρέσουν! Θα κράταγα κυρίως την παρέα, χαλαρώνω εκεί. Θα άλλαζα το ωράριο πιο πολύ και ίσως τη θεραπεία», «το Σάββατο θα το άλλαζα, συμφωνώ με την 1. Θα κράταγα τις ομάδες. Το Σάββατο ερχόμαστε κάνουμε δουλειές και μετά βγαίνουμε έξω. Έχω ελεύθερη μόνο την Κυριακή, δεν υπάρχει ξεκούραση. Υπάρχει πίεση». Επιπλέον αλλαγές επικεντρώθηκαν στη μείωση του ωραρίου της Κοινότητας, με σύμπτυξη των θεραπευτικών ομάδων και αλλαγή του club εργασίας «Να μην ερχόμασταν Τρίτη και Πέμπτη (Γέλια), θα ήταν μόνο αυτές οι μέρες. Δεν θα ήταν ασφυχτικό, αυτό θα άλλαζα και θα κράταγα τις ομάδες, τα θεραπευτικά βοηθούν πολύ», «Θα άλλαζα τα κλαμπ εργασίας και τις αντιπαραθετικές ομάδες και θα κράταγα τις ομάδες τις θεραπευτικές», «Εγώ την Τρίτη θα την έκανα θεραπευτική για να μειωθεί ο χρόνος. Δεν θα άλλαζα τις παρέες, έρχεσαι κοντά, σου δίνει πολλά. Νιώθεις όμορφα, μου αρέσει». Τέλος, η ομάδα ανέφερε ότι η διαδικασία ήταν ιδιαίτερα βοηθητική, ενώ πρότεινε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί ώστε να επικοινωνούνται οι ιδέες της για τη βελτίωση της Θ.Κ.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Βασιζόμενοι στη βιβλιογραφική ανασκόπηση προκύπτει ότι ελάχιστες μελέτες έχουν διερευνήσει την ικανοποίηση υπό θεραπεία χρηστών από προγράμματα απεξάρτησης για την κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών (McLellan & Hunkeler, 1998; Conners & Franklin, 2000; Sanders et al., 1998; Zhang et al. 2009). Η συγκεκριμένη έρευνα, αποτέλεσε μια προσπάθεια διερεύνησης της ικανοποίησης μιας ομάδας στόχου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αυτής των χρηστών κοκαΐνης, από τη Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ χρησιμοποιώντας ποιοτική μεθοδολογία και ανάλυση δεδομένων.

Τα θέματα που προέκυψαν από τη διαδικασία της συνέντευξης αφορούν στις Διαδικασίες της Θεραπευτικής Κοινότητας, με αυτές που οι συμμετέχοντες θεωρούσαν περισσότερο βοηθητικές και εκείνες που βιώνονταν ως δυσκολότερες, στο χρόνο της Θεραπευτικής Κοινότητας, ο οποίος αναλύθηκε σε συνολικό χρόνο θεραπείας, χρόνο προσαρμογής και καθημερινό ωράριο. Επίσης εξετάστηκε το θέμα της αλλαγής στη δομή και λειτουργία της Θ.Κ. και έγιναν προτάσεις βελτίωσης του προγράμματος, θέματα που οδήγησαν στο κύριο ζητούμενο, την διερεύνηση της ικανοποίησης των χρηστών κοκαΐνης από τη Βραδινή Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ. Σύμφωνα με την Ερμηνευτική Φαινομενολογική Προσέγγιση, οι συμμετέχοντες ανέφεραν διαφορετικές διαδικασίες ως βοηθητικές, ενώ αρκετοί συμφωνούσαν στη διαδικασία της αντιπαραθετικής ομάδας ως εκείνη στην οποία αντιμετωπίζουν εντονότερες δυσκολίες. Όσον αφορά στο χρόνο τα μέλη της ομάδας υποστήριξαν ότι χρειάζεται χρόνος προσαρμογής, συμφώνησαν ότι ο χρόνος παραμονής στη Θ. Κ. έως 15 μήνες είναι αρκετός και ότι το καθημερινό της ωράριο είναι αρκετά πιεστικό. Οι απαντήσεις των μελών ήταν άμεσα σχετιζόμενες με το χρόνο παραμονής και θεραπείας τους στη Θ.Κ. Ζωτικής σημασίας ήταν ο χρόνος προσαρμογής που χρειάζονταν ο οποίος ήταν συνδεδεμένος όχι μόνο με αυτή τη νέα εμπειρία στη Θ.Κ., αλλά και με την κυρία ουσία χρήσης τους, τουλάχιστον κατά το αρχικό διάστημα θεραπείας. Τέλος, πρότειναν αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν στη δομή και λειτουργία της Θ. Κ.

Περιορισμοί έρευνας

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να επισημανθούν ορισμένοι περιορισμοί της μελέτης αυτής. Οι περιορισμοί που προκύπτουν αφορούν στο μεθοδολογικό κομμάτι της έρευνας. Δεδομένης της ανασκόπησης της βιβλιογραφίας η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας θεραπευτικών προγραμμάτων για την κατάχρηση ουσιών αλλά και της ικανοποίησης εξυπηρετούμενων μελετάται κυρίως με την ποσοτική μεθοδολογική προσέγγιση, συνεπώς πρέπει να διερευνηθεί η αξιοπιστία της ποιοτικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για το συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης. Μια μέτρηση είναι αξιόπιστη εάν αποδίδει την ίδια απάντηση σε διαφορετικές περιστάσεις (Willig, 2008). Ωστόσο, η ποιοτική έρευνα διερευνά τα φαινόμενα και τις εμπειρίες με μεγάλη λεπτομέρεια και δεν έχει ως στόχο να μετρήσει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σε έναν πληθυσμιακά μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Στόχο της έρευνας αποτέλεσε η κατανόηση σε βάθος και διερεύνηση της ικανοποίησης των χρηστών κοκαΐνης από τη Θ.Κ. συνεπώς, η ποιοτική μεθοδολογία θεωρήθηκε ως η πλέον κατάλληλη για να μελετήσει την εμπειρία των εξυπηρετούμενων και να σκιαγραφήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

Εν συνεχεία, τα δεδομένα που συλλέγονται για μια ποιοτική μελέτη χρειάζεται να είναι νατουραλιστικά βασισμένα. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα δεν πρέπει να κωδικοποιηθούν, να συμπτυχθούν ή να κατηγοριοποιηθούν κατά την συλλογή τους. Για να κυριολεκτήσουμε, αυτό είναι αδύνατο, διότι οποιαδήποτε διαδικασία συλλογής δεδομένων απαιτεί κάποιας ελάχιστης μορφής προσαρμογή από τον προφορικό στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, στην ποιοτική έρευνα, ο στόχος κατά την συλλογή των στοιχείων έγκειται στο να δημιουργηθεί μια ολοκληρωμένη καταγραφή των λέξεων και των ενεργειών των συμμετεχόντων ώστε να διασφαλιστεί ότι χάνονται όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία από την ερευνητική συλλογή ως την ερευνητική ανάλυση και συγγραφή. Η διαδικασία πραγματοποιήθηκε στο χώρο της ΘΚ του προγράμματος ΚΕΘΕΑ ΔΙΑΒΑΣΗ, συνεπώς η μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση ως μέθοδοι καταγραφής δεδομένων, δεν προτιμήθηκαν ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια, το απόρρητο στα πλαίσια του προγράμματος καθώς και η υποκειμενική αίσθηση ασφάλειας των συμμετεχόντων. Για να περιοριστεί λοιπόν ο κίνδυνος μιας ανακριβούς και προσαρμοσμένης καταγραφής δεδομένων κατά την διαδικασία του focus group, προτιμήθηκε η τριπλή, αναλυτική καταγραφή της διαδικασίας. Παρέχοντας ένα μόνιμο αρχείο καταγραφής, τα δεδομένα μπορούν να μετα-αναλυθούν από άλλους ερευνητές. Αμέσως μετά την συνέντευξη, ο συντονιστής και οι βοηθοί πραγματοποίησαν μια εποπτική συνάντηση όπου αντάλλαξαν απόψεις, ανέφεραν τις ιδιαίτερες δυναμικές που παρατηρήθηκαν αλλά και το κλίμα της ομάδας και κατέγραψαν τις παρατηρήσεις τους.

Ορισμένες πτυχές της μελέτης μας υποδεικνύουν έμπιστα αποτελέσματα. Τα ευρήματα δεν περιορίζονται σε εξυπηρετούμενους που ολοκλήρωσαν τη θεραπεία αλλά βρίσκονται σε διάφορες φάσεις της θεραπείας. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της ικανοποίησης δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε εξυπηρετούμενους οι οποίοι μόλις είχαν ενταχθεί στην Θεραπευτική Κοινότητα αλλά και σε εκείνους που ήταν ήδη «κομμάτι του συστήματος της». Ένα ακόμη ζήτημα που πρέπει να διερευνηθεί σε σχέση με την ποιοτική μεθοδολογία της έρευνας αφορά στο ζήτημα της εγκυρότητας. Εάν η μελέτη αποκτά ποιοτική ανάδραση για τις υποθέσεις της και οι υποθέσεις της έχουν νόημα για τους συμμετέχοντες, προφανώς θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον κάποιο βαθμό εγκυρότητας (Willig, 2008). Ο συλλογισμός αυτός, επιβεβαιώθηκε από την ανατροφοδότηση των συμμετεχόντων καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της συνέντευξης αλλά κυρίως κατά το κλείσιμο της ομάδας. Η πλειοψηφία των μελών της εξέφρασε την άποψη ότι η διαδικασία ήταν πολύ χρήσιμη και επικοινώνησαν τις απόψεις τους για την ΘΚ και τη λειτουργία της, ενώ πρότειναν ότι θα ήταν εξίσου χρήσιμο να πραγματοποιούνται παρόμοιες θεματολογικά συναντήσεις εκτός ερευνητικού πλαισίου, με στόχο την βελτίωση – «με βάση τις ανάγκες τους» όπως ανέφεραν- της Θεραπευτικής Κοινότητας.

Μελλοντικές έρευνες και κατευθύνσεις

Αξιολογώντας τα ελλείμματα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, η παρούσα έρευνα περιλαμβάνει αρκετά μεθοδολογικά πλεονεκτήματα, προσφέροντας επιπλέον στοιχεία στη διερεύνηση του ζητήματος της απεξάρτησης για την κατάχρηση ουσιών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα που προέκυψαν, μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στη διερεύνηση της ικανοποίησης των χρηστών ηρωίνης οι οποίοι πιθανά να αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα σχετικά με τις διαδικασίες, το χρόνο παραμονής και το καθημερινό ωράριο της Θεραπευτικής Κοινότητας.

 

[1] Επικοινωνία: Ιλισίων 15, Ζωγράφου, 15771 Αθήνα, Ελλάδα, email: korkotselos@hotmail.com

[2] Επικοινωνία: Τέλλου 6, Άνω Πετράλωνα, 11852 Αθήνα, Ελλάδα, email: xaidemenaki@gmail.com

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση:

American Psychiatric Association (2000). Diagnostic and statistical manual of mental disorders – IV- Text revision. Washington, DC: American Psychiatric Association.

Attkisson, C. C., & Zwick, R. (1982). The Client Satisfaction Questionnaire: Psychometric properties and correlations with service utilization and psychotherapy outcome. Evaluation and Program Planning, 5, 233–237.

Carroll, K. M., Nich, C., Frankforter, Τ. L., Bisighini, R. M. (1999). Do Patients Change in the Ways We Intend? Assessing Acquisition of Coping Skills Among Cocaine-Dependent Patients. Psychological Assessment, 11(1), 77-85.

Conners, N. A., Franklin, K. K. (2000). Using focus groups to evaluate client satisfaction in an alcohol and drug treatment program. Journal of Substance Abuse Treatment, 18(4), 313-320.

Crits-Christoph, P., Siqueland, L., McCalmont, E., Weiss, R. D., Gastfriend, D. R., Frank, A., Moras, K., Barber, J. P., Elaine, J., Thase, M. E. (2001). Impact of Psychosocial Treatments on Associated Problems of Cocaine-Dependent Patients. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 69(5), 825-830.

Dearing, R. L., Barrick, C., Dermen, K. H., Walitzer K. S. (2005). Indicators of Client Engagement: Influences on Alcohol Treatment Satisfaction and Outcomes. Psychology of Addictive Behaviors, 19(1), 71–78.

Dolan, P. M., Black, J. L., Malow, R. M., Penk, W. E. (1991). Clinical differences among cocaine, opioid and speedball users in treatment. Psychology of addictive behavior, 5(2), 78-84.

Hiller, M. L., Knight, K., & Simpson, D. D. (1999). Prison-based substance abuse treatment, residential aftercare and recidivism. Addiction, 94, 833–842.

Horvath, A. O., & Symonds, B. D. (1991). Relation between working alliance and outcome in psychotherapy: A meta-analysis. Journal of Counseling Psychology, 38, 139–149.

Kasprow, W. J., Frisman, L., & Rosenheck, R. A. (1999). Homeless veterans’ satisfaction with residential treatment. Psychiatric Services, 50, 540–545.

Lebow, J. L. (1983). Research assessing consumer satisfaction with mental health treatment: A review of the findings. Evaluation and Program Planning, 6, 211–236.

McLellan, A. T., & Hunkeler, E. (1998). Patient satisfaction and outcomes in alcohol and drug abuse treatment. Psychiatric Services, 49, 573–575.

Ries, R. K., Jaffe, C., Comtois, K. A., & Kitchell, M. (1999). Addictions services: Treatment satisfaction compared with outcome in severe dual disorders. Community Mental Health Journal, 35, 213–221.

Rosenheck, R., Wilson, N. J., & Meterko, M. (1997). Influence of patient and hospital factors on consumer satisfaction with inpatient mental health treatment. Psychiatric Services, 48, 1553–1561.

Sanders, L. M., Trinh, C., Sherman, B. R., & Banks, S. M. (1998). Assessment of client satisfaction in a peer counseling substance abuse treatment program for pregnant and postpartum women. Evaluation and Program Planning, 21, 287–296.

Smith, J. A., Osborn, M. (2003). Interpretative phenomenological analysis. Qualitative psychology: a practical guide to research methods. London: Sage, 51-80.

Tetzlaff, B. T., Kahn, J. H., Godley, S. H., Godley, M. D., Diamond, G. S., Funk, R. R. (2005). Working Alliance, Treatment Satisfaction, and Patterns of Post-treatment use Among Adolescent Substance Users. Psychology of Addictive Behaviors, 19 (2), 199–207.

Willig, C. (2008). Introducing Qualitative Research in Psychology, U.S.A.: Open University Press.

Tunis, S. L., Delucchi, K. L., Hall S. M. (1994). Assessing Thoughts About Cocaine and Their Relationship to Short-Term Treatment Outcome. Experimental and Clinical Psychopharmacology, 2(2), 184-193.

Zhang, Z., Gerstein, D. R., Friedmann, P. D. (2009). Patient Satisfaction and Sustained Outcomes of Drug Abuse Treatment. Journal of Health Psychology, 13(3), 388–400, doi: 10.1177/1359105307088142.

 

Ελληνική:

Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (2013). Η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα, Ετήσια έκθεση. Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά.

Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικομανίας. Αθήνα: Άγρα.

Παπαναστασάτος, Γ. (2002). Η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών κοινοτήτων απεξάρτησης στην Ελλάδα. Νέα Υγεία, 37, 10.

Πουλόπουλος, Χ. (2005). Εξαρτήσεις. Οι Θεραπευτικές Κοινότητες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πουλόπουλος, Χ., Τσιμπουκλή, Α. (1995). Ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη. Ένα μεθοδολογικό εργαλείο έρευνας στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Κοινωνική εργασία, 39, 158-163.