Διερεύνηση αντιλήψεων και στάσεων των εργαζομένων στην Eλληνική Aστυνομία σχετικά με την τοξικοεξαρτηση. Δικτύωση του ΚΕΘΕΑ και του κέντρου πρόληψης των εξαρτήσεων ΣΕΙΡΙΟΣ με την Ελληνική Αστυνομία

ΣΟΦΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΟΥ[1] & ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΓΑΚΗ[2]

DOI: https://doi.org/10.57160/VATX2257

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία διερεύνηση των αντιλήψεων και των στάσεων των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία σχετικά με το ζήτημα της τοξικοεξάρτησης. Απώτερος σκοπός αυτής της εργασίας ήταν ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός στοχευμένου εκπαιδευτικού προγράμματος που θα ανταποκρινόταν στις εκπαιδευτικές ανάγκες των αστυνομικών του Ν. Θεσσαλονίκης, καθώς διαπιστώθηκε ερευνητικό κενό στη σύγχρονη ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Το ερωτηματολόγιο «Ευρυδίκη» συμπληρώθηκε από 397 αστυνομικούς. Αποτελείται από 46 δηλώσεις, στις οποίες οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να τοποθετηθούν, επιλέγοντας ανάμεσα σε μία κλίμακα Likert πέντε σημείων, πάνω σε θέματα που αφορούν στην αιτιολογία, τη φύση, την αντιμετώπιση, τις επιπτώσεις της τοξικοεξάρτησης, καθώς και τις αντιλήψεις και τη στάση τους απέναντι στον τοξικοεξαρτημένο. Διερευνήθηκε η επίδραση του εκπαιδευτικού επιπέδου, της ηλικίας, του φύλου και των χρόνων προϋπηρεσίας στις αντιλήψεις για την τοξικοεξάρτηση. Σημαντικό εύρημα της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάδειξη του εκπαιδευτικού επιπέδου ως ο μόνος παράγοντας επίδρασης στις στάσεις και τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων αναφορικά με το ζήτημα της εξάρτησης. Υπογραμμίζεται ο ρόλος της εκπαίδευσης και επισημαίνονται οι θεματικές ενότητες στις οποίες χρειάζεται να εστιάσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της συγκεκριμένης ομάδας εργαζομένων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντανάκλαση του διχασμού της επιστημονικής κοινότητας στις τοποθετήσεις των συμμετεχόντων σχετικά με το αν η τοξικοεξάρτηση είναι αρρώστια ή όχι. Τέλος, υποστηρίζεται η σημασία της δικτύωσης υπηρεσιών ως αναγκαία συνθήκη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της τοξικοεξάρτησης, αλλά και ως πρωταρχική μεταρρυθμιστική προτεραιότητα στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.

 

Λέξεις κλειδιά:

Αντιλήψεις/στάσεις αστυνομικών για την εξάρτηση, τοξικοεξάρτηση και αστυνομία, αντιλήψεις εργαζομένων για την εξάρτηση, δικτύωση υπηρεσιών.

 

Εισαγωγή

Η παρούσα μελέτη σχετίζεται με το ερευνητικό πρόγραμμα «Σχέδιο Ευρυδίκη», που αφορά στην αποτροπή της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών σε εργασιακούς χώρους. Χρησιμοποιεί το ομώνυμο ερωτηματολόγιο ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο, προκειμένου να διερευνηθούν οι αντιλήψεις των εργαζομένων στην ελληνική αστυνομία σχετικά με την τοξικοεξάρτηση, που με τη σειρά τους καθορίζουν και τη στάση τους απέναντι σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο.

Το Σχέδιο Ευρυδίκη αποτέλεσε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για την αποτροπή του εθισμού. Το πρόγραμμα αυτό, αποτέλεσε καρπό της συνεργασίας επιστημονικών φορέων, όπως η Cooperativa di Studio e Ricerca Sociale Marcella, με Εργατικές Ενώσεις, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (I.L.O.) και το Συμβούλιο της Ευρώπης (E.Council). Ένα κομμάτι του προγράμματος χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Commission).

Στις δημοσιευμένες έρευνες (Deluca & De Luca, 1991a; 1991b) που πραγματοποιήθηκαν, στα πλαίσια του προγράμματος, σε εργαζομένους στην Ιταλία (De Luca et al., 1991) και την Πορτογαλία (Cunha, et al., 1991)[3] τεκμηριώνεται επαρκώς, πως μέσα από τη σχεδιασμένη διαδικασία της αποτροπής της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών, είναι πιθανή η βελτίωση στο εργασιακό περιβάλλον και τις εργασιακές σχέσεις, καθώς επίσης και η βελτίωση των υποστηρικτικών προγραμμάτων κατάρτισης και βοήθειας. Σκοπός του προγράμματος ήταν να αναπτυχθούν δράσεις αποτροπής της χρήσης των εξαρτησιογόνων ουσιών στο χώρο εργασίας, δημιουργώντας σχεδιασμένες διαδραστικές παρεμβάσεις στο εσωτερικό μεγάλων οργανισμών, όπως η Αστυνομία, λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας τους.

Πιο συγκεκριμένα, η έμφαση δίνεται στο ότι οι αστυνομικοί αποτελούν μια ομάδα, η οποία λόγω του ρόλου της, δηλαδή να καταστέλλει το «κακό» και να λειτουργεί τιμωρητικά, έχει φορτιστεί κοινωνικά με αρνητικό τρόπο. Σύμφωνα με τους Schuck et al. (2008), η φυλή/εθνικότητα, η κοινωνική τάξη και το ευρύτερο πλαίσιο της κοινότητας, αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν σημαντικά τη στάση των κατοίκων απέναντι στις αστυνομικές υπηρεσίες και «συνδιαμορφώνουν» το φόβο για την αστυνομία. Συνολικά, τα ευρήματα της μελέτης τονίζουν την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των εμπειριών, του πλαισίου της κοινότητας, του τόπου κατοικίας, της κοινωνικής τάξης και του είδους της κατανόησης των φυλετικών και των πολιτισμικών διαφορών που οδηγεί εν τέλει, σε διαφοροποίηση στις αντιλήψεις των κατοίκων σε σχέση με το ρόλο και το κύρος της αστυνομίας.

Όσον αφορά στο οργανωμένο έγκλημα και τη βαριά οικονομική εγκληματικότητα, οι αντιλήψεις της ελληνικής κοινής γνώμης εστιάζουν στους αλλοδαπούς λαθρομετανάστες, προβαίνοντας ή και επικροτώντας συχνά την αυτοδικία. Σημαντικός είναι και ο ρόλος των ΜΜΕ, τα οποία με την προβολή περιστατικών αυτοδικίας υποσκάπτουν σε συμβολικό επίπεδο τη νομιμοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών συμβάλλοντας στη θυματοποίηση των δραστών και την περαιτέρω θυματοποίηση των θυμάτων (Πανούσης & Βιδάλη, 2001).

Αυτή τη στάση ενός μέρους του κοινωνικού συνόλου, οι αστυνομικοί τη βιώνουν επιβαρυντικά καθημερινά, σε συνδυασμό με την έλλειψη υποστήριξης στις δυσκολίες του ρόλου τους και εξειδικευμένης κατάρτισης σε θέματα, όπως το φαινόμενο της εξάρτησης, γεγονός που επιβαρύνει επιπλέον το έργο τους.[4] Η ίδια η φύση της εργασίας των αστυνομικών χαρακτηρίζεται από κίνδυνο και ένταση (Deschamps et al., 2003), κάτι που συναθροίζεται με τα παραπάνω και είναι πιθανό να καταλήξει στο Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Αντωνίου & Πολυχρόνη, 2008; ΕΠΑΨΥ, 2002), το οποίο μπορεί να εκφράζεται, είτε με αδιαφορία, είτε με υπερβολικό ζήλο, είτε με ένταση.

Σύμφωνα με τα ευρήματα μελέτης της συμπεριφοράς αστυνομικών που εργάστηκαν σε αεροπορικό ατύχημα φάνηκε ότι οι αστυνομικοί αυτοί χρησιμοποιούσαν περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα και επισκέπτονταν συχνότερα γενικούς γιατρούς και ψυχίατρους από τους συναδέλφους τους που δεν είχαν εμπλοκή με το συμβάν. Το υψηλότερο ποσοστό χρησιμοποίησης της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων μετά τις καταστροφές, όχι μόνον αφορά τους άμεσα εμπλεκόμενους, αλλά και εκείνους που εμπλέκονται επαγγελματικά. Οι επιπτώσεις φάνηκε ότι είναι μακροχρόνιες και οι ανάγκες φροντίδας της υγείας των αστυνομικών αυξημένες (Slottje et al., 2007).

Επίσης, το αντικείμενο της εργασίας των αστυνομικών έχει άμεση επαφή με άτομα «υψηλού κινδύνου», άτομα στα πρώτα στάδια εξάρτησης ή και σε τελευταία. Η μελέτη των Havis et al. (2005), έδειξε ότι, σε περιπτώσεις άμεσης αντιμετώπισης, για να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος, απαιτείται περαιτέρω εκπαίδευση των αστυνομικών που καλούνται να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους περιστατικά (π.χ. παρέμβαση πρώτης βοήθειας, διαμεσολάβηση σε συμπλοκές κ.ά). Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους έντονης κοινωνικό-οικονομικής κρίσης, το έργο των αστυνομικών επιβαρύνεται σημαντικά, λόγω των κοινωνικών αναταράξεων, την οποία βιώνουν και ως μέλη του κοινωνικού ιστού και ως «όργανα» διαφύλαξης του.

 

1.2 H Σχέση της Αστυνομίας με την Κοινότητα

Η αστυνομία δρα σε ένα περιβάλλον με πολλές και ποικίλες απειλές. Οι απειλές αυτές καθορίζουν τους στόχους της δράσης της, ενάντια στη διακίνηση και τη χρήση παράνομων ουσιών. Η βία στις μεγαλουπόλεις, η συνεχής και απότομη υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και οι σοβαρότατες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη μαζική και εκτεταμένη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικό-οικονομικής κρίσης, οι επιπτώσεις αναμένεται να ενταθούν δραματικά. Η έννοια της δημόσιας ασφάλειας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική-εσωτερική ασφάλεια κάθε κράτους, σε συνδυασμό με την αντίληψη που διαμορφώνεται στον πολίτη για την αξιοπιστία του συστήματος (Λαμπροπούλου, 2001).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο V-Project Reasearch Consulting με θέμα «Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα» (Καρύδης, 1999), αναδείχθηκε ως πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της εγκληματικότητας η περισσότερη αστυνόμευση στους δρόμους. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι άλλοι αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, όπως αυτοί αναφέρθηκαν στην έρευνα, είναι η απέλαση όλων των λαθρομεταναστών και η μείωση της φτώχειας και της ανεργίας, ενώ χαμηλό ποσοστό των συμμετεχόντων θεωρεί την νομιμοποίηση των μεταναστών ως αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος (Πανούσης & Βιδάλη, 2001).

Το κράτος, με τις πολιτικές ασφάλειας, επιχειρεί να ικανοποιήσει το αίτημα των πολιτών για εμπέδωση ενός κλίματος κοινωνικής ειρήνης και τάξης με την προστασία των ατομικών και κοινωνικών αγαθών διασφαλίζοντας την εύρυθμη λειτουργία στο εσωτερικό του κοινωνικού συνόλου (Παπαθεοδώρου, 2005).

Στην Ελλάδα σύμφωνα με το Ν.2800/2000, άρθρο 8, καθορίζεται η αποστολή της Αστυνομίας ως:

  • η εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας και
  • η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και η προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας.

Οι στόχοι της αστυνομίας αναφορικά με το θέμα των εξαρτήσεων, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Δικαιοσύνης (Moore & Kleiman, 1989) θα έπρεπε να είναι οι εξής:

  • η μείωση της βίας των συμμοριών που συνδέονται με τη διακίνηση ναρκωτικών, η αποτροπή της δημιουργίας οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.
  • ο έλεγχος των εγκλημάτων που διαπράττονται στους δρόμους από εξαρτημένα άτομα.
  • η βελτίωση της υγείας, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των εξαρτημένων.
  • η αποκατάσταση της ποιότητας ζωής στις αστικές κοινότητες, με αποτελεσματικές παρεμβάσεις αντιμετώπισης της διακίνησης παράνομων ουσιών, στο επίπεδο του δρόμου (street work).
  • να βοηθήσει ώστε σχεδιασμένα να αποτρέπει τον πειραματισμό με εξαρτησιογόνες ουσίες.
  • η προστασία της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας στα ιδρύματα ποινικής δικαιοσύνης.

Μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η αστυνομία πρέπει να σχεδιάσει την παρέμβασή της, σε πολλά επίπεδα και με διαφορετικούς τρόπους. Η Ελληνική Αστυνομία φαίνεται να δίνει έμφαση στους δύο πρώτους στόχους, που αφορούν στην καταστολή, καθώς «μπορεί» να τους υλοποιεί αυτόνομα. Οι τέσσερις τελευταίοι στόχοι, που προτείνει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Δικαιοσύνης, αποτελούν έργο ενός δικτύου υπηρεσιών που χρειάζεται να συνεργαστούν για να παραχθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Απαιτείται η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, για να παραχθεί ένα σύνολο αποτελεσμάτων που δε μπορεί να παράγει από μόνη της.

Τέτοιου είδους συνολικές παρεμβάσεις αφορούν εξίσου και την εσωτερική δομή του Αστυνομικού Σώματος, με τον καταμερισμό που προκύπτει για το ζήτημα της εξάρτησης, τη σχέση της Αστυνομίας με την κοινωνία εν γένει και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η διακίνηση παράνομων ουσιών, η χρήση και η συνεπαγόμενη πρόκληση φαινομένων βίας, οδηγούν στελέχη της αστυνομίας σήμερα να αναζητούν τρόπους για πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων που διαθέτουν με βάση τις δυνατότητες των υπηρεσιών τους, ώστε να αποκτηθεί ο έλεγχος επί του εγκλήματος. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να γίνουν προστατεύοντας ταυτόχρονα την ακεραιότητα των ίδιων των οργανώσεών της και το νομικό σύστημα από οποιαδήποτε ρωγμή υπονομεύει το κύρος της (Moore & Kleiman, 1989).

Αυτό καθιστά επιτακτική και επείγουσα την ανάγκη να βρεθεί και να υλοποιηθεί μια στρατηγική, που θα βασίζεται σε αποτελεσματικές σχέσεις και συνεργασίες τόσο με το σύνολο της τοπικής κοινωνίας όσο και με τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Όπως αναφέρει και ο Πανούσης (1993), «Μπροστά στην εγκληματικότητα δεν αρκεί να ορθώσουμε την Πρόληψη και την Καταστολή. Αναγκαία καθίσταται και η Αλληλεγγύη». Αυτό δεν υποδηλώνει μόνο ότι υπάρχει ένας ακόμη «πόρος» που είναι διαθέσιμος για την αστυνομία, αλλά και ότι με την αποτελεσματική αξιοποίηση αυτής της «σχέσης» μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο ολοκληρωμένα το πρόβλημα των ναρκωτικών (Moore & Kleiman, 1989).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι επιτυχείς προσεγγίσεις στο πρόβλημα, θα βασίζονται στην κινητοποίηση και τη συνδρομή πολλών και διαφορετικών δημόσιων φορέων, ώστε να υπάρξει διεπιστημονική αντιμετώπιση ενός τόσο σύνθετου ζητήματος. Για την αντιμετώπιση των θεμάτων υγείας, που έχουν σχέση με την εξάρτηση, εξω- και ενδο-νοσοκομειακά προγράμματα θεραπείας, μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμα (π.χ. αξιοποίηση υπάρχοντος δικτύου ΚΕΘΕΑ με νοσοκομεία και μονάδες υποκατάστασης ΟΚΑΝΑ). Για την πρόληψη της εξάπλωσης των εξαρτησιογόνων ουσιών σε νέες ομάδες εφήβων, η συνεργασία με τα σχολεία και τους γονείς είναι απαραίτητη, καθώς και με τα κέντρα πρωτογενούς πρόληψης.

Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των ερευνών μετά από συλλήψεις απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί. Καθίσταται αναγκαία η ενημέρωση για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του, καθώς και πιθανοί τρόποι αντιμετώπισης των δυσκολιών αυτών. Επιπρόσθετα, η εμπορία και η χρήση ναρκωτικών αποτελούν ένα πρόβλημα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί με θεραπευτική βοήθεια, εκτός από συλλήψεις και αστυνομική δράση.

Η αστυνομία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της αυτοάμυνας των κατοίκων, που ζουν σε γειτονιές με αυξημένη παραβατικότητα, μέσω της συνεργασίας με τις τοπικές κοινότητες, αντί να προσανατολίζεται μόνο στην καταστολή ή αγνοώντας τα σχετικά αιτήματα των κατοίκων για βοήθεια. Επίσης, θα μπορούσε να συμβάλλει στην κινητοποίηση των γονέων και στην παραπομπή σε θεραπευτικά προγράμματα και αυτό να αποτελέσει μια μεγάλη ευκαιρία τόσο για τα εξαρτημένα άτομα και τις οικογένειές τους, όσο και για τη «μείωση βλάβης[5]» στο γενικό πληθυσμό. Αξίζει να αναφερθεί ότι η χρηματοδότηση θεραπευτικών υπηρεσιών, που αφορούν εξαρτημένα άτομα, έχει ισχυρό κοινωνικό όφελος τόσο από την οπτική γωνία της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και από την οπτική γωνία της οικονομικής αποδοτικότητας (Cartwright & Solano, 2003; ΚΕΘΕΑ, 2012).

 

1.3  Επισκόπηση της Υπάρχουσας Βιβλιογραφίας για την Ελλάδα.

Δυστυχώς, παρόλο που το έργο της αστυνομίας είναι εξαιρετικά δύσκολο και πολυδιάστατο, από την επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, δε φαίνεται να υπάρχουν μελέτες που να ασχολούνται με το αντικείμενο και τη φύση της εργασίας τους. Εξαίρεση αποτελεί η Πανελλαδική Έρευνα του ΙΝ.Α.Μ.Ε.Τ.Ε.[6], που διεξάχθηκε χρονικά παράλληλα με τη συλλογή των στοιχείων της παρούσας μελέτης (Δεκέμβριος, 2005) σε 1813 αστυνομικούς και αφορά στην ικανοποίηση των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία. Ειδικότερα, το 60,68% των συμμετεχόντων στην έρευνα θεωρούν ότι η εκπαίδευση που έλαβαν στη σχολή δεν τους εφοδιάζει επαρκώς για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Παράλληλα, το 58,82% κρίνει ως μη ικανοποιητική την επιμόρφωση που λαμβάνει μέσα από τα σεμινάρια κατά τη διάρκεια παραμονής του στο σώμα.

Από τη μια, στην έρευνα του Μαγουλιανίτη (2011), που διεξάχθηκε σε 376 αστυνομικούς, αναδείχθηκε η έλλειψη οραματικής ηγεσίας στο χώρο της Ελληνικής Αστυνομίας. Από την άλλη, ο Πρέντζας (2008) αναλύει με κριτική διάθεση τις διακηρυγμένες στοχεύσεις της πολιτικής και αστυνομικής ηγεσίας. Τις διαχωρίζει σ’ αυτές που αποτελούν μια πραγματικότητα ικανή να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες ανάγκες αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου και σ’ αυτές που έχουν άλλους μη διακηρυγμένους ή κρυφούς στόχους. Οι τελευταίες αναφέρεται ότι βάζουν στο επίκεντρο της αντεγκληματικής πολιτικής ομάδες του ευάλωτου κοινωνικού πληθυσμού, εξυπηρετώντας ευκαιριακές και βραχυπρόθεσμες πολιτικές αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου.

 

1.4 Στάσεις και Αντιλήψεις της Αστυνομίας για τους Πολίτες και τις Ευάλωτες Κοινωνικές Ομάδες.

Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας δε φαίνεται να έχουν γίνει μελέτες για τις στάσεις και τις αντιλήψεις των αστυνομικών σχετικά με τα τοξικοεξαρτημένα άτομα. Ωστόσο, στο γενικό πληθυσμό το προφίλ του χρήστη συνδέεται με σχηματικά στερεότυπα. Συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες ενσωματώνουν τη χρήση ουσιών στην καθημερινότητά τους, ως στήριγμα για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής, ως μέσο προσαρμογής στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, που συνδέεται με έναν τρόπο ψυχαγωγίας και κατανομής του ελεύθερου χρόνου (Βιδάλη, 2007). Στερεότυπα που κάποιες φορές επιβεβαιώνονται μέσω της προβλητικής ταύτισης, ενώ άλλοτε δεν ισχύουν.

Έχουν γίνει όμως έρευνες, που μελέτησαν τις στάσεις και τις αντιλήψεις των αστυνομικών για άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Παρόλο που οι αστυνομικοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης έχει φανεί (Psarra et al., 2008) ότι δεν έχουν υιοθετήσει τις αρχές της αποασυλοποίησης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ψυχικά ασθενών. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 75,6% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα ήθελε να εκπαιδευτεί σε θέματα που αφορούν τους ψυχικά ασθενείς καθώς θα τους ήταν χρήσιμη για τα καθημερινά τους καθήκοντα (Psarra et al., 2008).

Οι Dhont et al. (2010), μελέτησαν το πόσο επηρεάζεται η στάση και η συμπεριφορά των Φλαμανδών αστυνομικών από φυλετικά ζητήματα και ζητήματα ιθαγένειας. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει προκατάληψη στις διαφυλετικές επαφές της αστυνομίας, η οποία σχετίζεται με το ζήτημα των μεταναστών και ανέδειξε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο εσωτερικό των οργανώσεων της αστυνομίας.

Ο ρόλος του μορφωτικού επιπέδου και των διαδεδομένων μύθων έχει φανεί ότι επηρεάζει σημαντικά τη στάση διευθυντικών στελεχών της αστυνομίας απέναντι σε μία στιγματισμένη κοινωνική ομάδα, αυτή των ομοφυλοφίλων (Lyons et al. 2008). Η έρευνα αποκαλύπτει ότι παρόλο που από τον ομοσπονδιακό νόμο απαγορεύονται διακρίσεις με βάση τη σεξουαλική προτίμηση, η διαδικασία άργησε να υιοθετηθεί από πολιτειακούς και τοπικούς φορείς για τους ομοφυλόφιλους αστυνομικούς. Προτείνεται εκπαίδευση που να λαμβάνει υπόψη της και το οργανωσιακό πολιτισμικό υπόβαθρο του οργανισμού.

Ομοίως, η έννοια της διαφορετικότητας δεν φαίνεται να είναι ενσωματωμένη στην κουλτούρα της διοίκησης της Ελληνικής Αστυνομίας και οι συνθήκες εργασίας αναπαράγουν διακρίσεις, υπό την επίδραση δομικών και πολιτισμικών παραμέτρων (Vidali, 2011). Παραδοσιακά στερεότυπα περί ανδρισμού και κοινωνικής υγείας είναι διαδεδομένα και αναπαράγονται μέσα στο Σώμα, μέσω των παραστάσεων και πεποιθήσεων του προσωπικού. Σύμφωνα με τη Βιδάλη, (2012), αυτές οι τάσεις επικρατούν και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία.

Επίσης, εξετάσθηκε η στάση της αστυνομίας απέναντι σε παραβάτες που ασκούν ενδοοικογενειακή βία (χρήστες ουσιών και μη χρήστες). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει μια τάση που στρέφεται περισσότερο στη θεραπεία, παρά στην ποινική αντιμετώπιση του ζητήματος της ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμη από την έρευνα προέκυψε ότι οι αξιωματικοί είναι περισσότερο διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν ποινικά άλλες κατηγορίες παραβατών, σε σχέση με τους δράστες συντροφικής βίας που δεν κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών. Η «κατανόηση» της στάσης των αστυνομικών που συμμετείχαν στην έρευνα, μπορεί να ληφθεί υπόψη στην εκπαίδευση της αστυνομίας και των υπηρεσιών, ώστε κατά την άσκηση δικαιοσύνης να διασφαλίζεται η προστασία των γυναικών από τη βία των συντρόφων τους (Logan et al. 2006).

Οι Alarid & Marquart (2009) ανέδειξαν το ρόλο του μορφωτικού επιπέδου στις αντιλήψεις σωφρονιστικών υπαλλήλων για τον HIV. Οι αξιωματικοί που γνώριζαν λιγότερα στοιχεία για τον HIV και είχαν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, φοβόταν την επαφή με κρατούμενους που γνώριζαν ότι ήταν θετικοί στον HIV, σε σχέση με αυτούς που είχαν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν τη σημασία της συνεχούς εκπαίδευσης όχι μόνο στην περιοχή του HIV, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των μολυσματικών ασθενειών.

 

1.5  Ο ρόλος της Εκπαίδευσης στη Διαμόρφωση Στάσεων και Αντιλήψεων

Πολλές είναι οι μελέτες που αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων (Forman et al., 2001; Gibbs et al., 2011; Islam et al., 2002; Lyons et al., 2008; Alarid & Marquart, 2009; Yi-lang Tang et al., 2005; Psarra et al., 2008). Οι Yi-lang Tang et al. (2005), έδειξαν ότι oι στάσεις, oι γνώσεις και oι αντιλήψεις Κινέζων γιατρών που εργάστηκαν με χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, διαφέρουν ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο και το θεραπευτικό μοντέλο προσέγγισης.

Οι Forman et al. (2001) αναλύουν το ζήτημα της στάσης και των πεποιθήσεων του προσωπικού, που εργάζεται σε δομές και ερευνητικά ινστιτούτα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της τοξικοεξάρτησης. Το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων είναι υπέρμαχοι της χρήσης καινοτόμων προσεγγίσεων, ενώ περίπου το 1/3 υποστηρίζει τη χρήση υποκατάστατων όπως η μεθαδόνη. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της μελέτης είναι ότι τα άτομα με πιο χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο προτιμούν την χρήση περισσότερων φάρμακων, παρά τις διαδικασίες συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης.

Οι Gibbs et al. (2011), πραγματοποίησαν μία μεγάλη έρευνα στο Στρατιωτικό Σώμα σε σχέση με το στίγμα που συνδέεται με την κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ και θέματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με τα ευρήματά της έρευνας η αρνητική στάση προς τη θεραπεία της κατάχρησης αλκοόλ, βασίζεται σε αντιλήψεις αποδοχής της χρήσης αλκοόλ στο στρατιωτικό πλαίσιο. Ως λύση προτείνονται εκπαιδευτικά μέτρα που αφορούν όλη την αλυσίδα της διοίκησης αναφορικά με τις συνέπειες της κατάχρησης αλκοόλ.

Τέλος, οι Islam et al. (2002) μελέτησαν τις αντιλήψεις εργαζομένων σχετικά με το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (HIV). Βρέθηκε ότι περίπου οι μισοί είχαν αρνητική στάση απέναντι στα οροθετικά άτομα. Τα περισσότερα μέλη του προσωπικού, ιδιαίτερα σε χαμηλότερα επίπεδα ιεραρχίας, είχαν παρανοήσεις σχετικά με την πρόληψη του HIV, ενώ τα μέλη του προσωπικού σε υψηλότερα επίπεδα ιεραρχίας ήταν πιο μορφωμένα και έτειναν να έχουν καλύτερη ενημέρωση σχετικά με τον HIV.

Συμπερασματικά, από την παρουσίαση της βιβλιογραφικής επισκόπησης σε διαφορετικές κατηγορίες οργανισμών προκύπτει η συσχέτιση συγκεκριμένων στάσεων και αντιλήψεων με το γενικό μορφωτικό επίπεδο, αλλά και με την παροχή συγκεκριμένης εκπαίδευσης για ειδικά ζητήματα.

 

1.6  Οι στόχοι της μελέτης

Ο στόχος της μελέτης ήταν η διερεύνηση των αντιλήψεων των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία σχετικά με την τοξικοεξάρτηση, που με τη σειρά τους καθορίζουν και τη στάση τους απέναντι σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Απώτερο σκοπό της μελέτης αυτής αποτελούσε ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός στοχευμένου εκπαιδευτικού προγράμματος, που θα ανταποκρινόταν στις συγκεκριμένες εκπαιδευτικές ανάγκες των αστυνομικών του Ν. Θεσσαλονίκης. Γενικά, στόχος της εκπαίδευσης θα ήταν η ευαισθητοποίηση των αστυνομικών σε θέματα πρόληψης και αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης, καθώς και η άρση τυχόν προκαταλήψεων και στερεοτυπικών κατασκευών.

Η έρευνα αυτή ξεκίνησε το 2005 στα πλαίσια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος από το Κέντρο Πρόληψης ΣΕΙΡΙΟΣ. Στόχο του συγκεκριμένου προγράμματος αποτελούσε η εκπαίδευση αστυνομικών και συνοριακών φυλάκων σε θέματα πρόληψης των εξαρτήσεων και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας. Η παρεχόμενη εκπαίδευση αφορούσε σε: α) θέματα πρόληψης των εξαρτήσεων, β) ενημέρωση για το σχετικό νομικό πλαίσιο και γ) ενημέρωση για τις υπάρχουσες δομές σχετικά με τη χρήση κι απεξάρτηση από εξαρτησιογόνες ουσίες. Πραγματοποιήθηκαν ομαδικές συναντήσεις με απώτερο στόχο τη στήριξη και ενίσχυση του ρόλου των αστυνομικών, καθώς και τη διαχείριση άγχους που προκύπτει από την ίδια τη φύση της εργασίας τους.

Στα πλαίσια των ενημερωτικών αυτών συναντήσεων, έγινε διανομή του ερωτηματολογίου «Ευρυδίκη» (Cooperativa Marcela)[7]. Το συγκεκριμένο εργαλείο διερευνά τις αντιλήψεις απέναντι στην τοξικοεξάρτηση, τον τοξικοεξαρτημένο και τα θεραπευτικά προγράμματα. Έχει διανεμηθεί σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες και σε διαφορετικές ομάδες εργαζομένων (De Luca et al., 1991; Deluca & De Luca, 1991a; Deluca & De Luca, 1991b). Σε καμία έρευνα δεν δόθηκε σε αστυνομικούς. Συλλέχθηκαν 397 ερωτηματολόγια, που χορηγήθηκαν πριν την εκπαίδευση. Το ερωτηματολόγιο ήταν ανώνυμο και η συμμετοχή ήταν εθελοντική.

Το 2011 στα πλαίσια της συνεργασίας του Κέντρου Πρόληψης Σείριος με το Τμήμα Έρευνας του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ συμφωνήθηκε η συνέχιση της συγκεκριμένης έρευνας με την ανάλυση των στοιχείων που είχαν συλλεχθεί το 2005 και τη συλλογή στοιχείων εντός του 2012, τα οποία θα συγκρίνονταν με τα πρώτα. Πραγματοποιήθηκαν κάποιες προσθήκες στο ερωτηματολόγιο Ευρυδίκη, σχετικά με την προηγούμενη εκπαίδευση των συμμετεχόντων πάνω στο ζήτημα της τοξικοεξάρτησης και την επιθυμία τους για μελλοντική εκπαίδευση.

Ενώ η εισήγηση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης ήταν θετική, ωστόσο η απάντηση από τις κεντρικές υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ήταν αρνητική και δίχως τεκμηρίωση.

 

Μεθοδολογία

2.1 Εργαλείο: Το ερωτηματολόγιο Ευρυδίκη

Το ερωτηματολόγιο Ευρυδίκη αποτελείται από 46 δηλώσεις, στις οποίες οι συμμετέχοντες καλούνται να τοποθετηθούν επιλέγοντας ανάμεσα σε μία κλίμακα Likert πέντε σημείων. Ειδικότερα, το 1 αντιστοιχούσε στο συμφωνώ απόλυτα, το 2 στο συμφωνώ αρκετά, το 3 στο δεν γνωρίζω, το 4 στο διαφωνώ αρκετά και το 5 με το διαφωνώ απόλυτα. Επίσης, υπήρχαν επτά ερωτήσεις που αφορούσαν κάποιες βασικές κοινωνικοδημογραφικές πληροφορίες. Αυτές ήταν το φύλο, η ηλικία, το εκπαιδευτικό επίπεδο, τα χρόνια προϋπηρεσίας, η ύπαρξη τέκνων, η κοινωνική κατάσταση και η θέση εργασίας.

2.2 Μετάφραση του εργαλείου και εσωτερική αξιοπιστία

Ανάλυση εσωτερικής αξιοπιστίας του εργαλείου πραγματοποιήθηκε για να ελέγξουμε το κατά πόσο ο βαθμός συσχέτισης των ερωτήσεων είναι υψηλός. Η εσωτερική αξιοπιστία (cronbach alpha) του ερωτηματολογίου Ευρυδίκη από ψυχομετρικής σκοπιάς ήταν ικανοποιητική (alpha=.67).

Το ερωτηματολόγιο Ευρυδίκη μεταφράστηκε από μία ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας που είχαν ευχέρεια και στις δύο γλώσσες, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ακρίβεια της μετάφρασης. Ορισμένοι εκ των οποίων ήταν δίγλωσσοι, δηλαδή εκτός από την πολύ καλή γνώση των δύο γλωσσών, είχαν ζήσει και στις δύο χώρες (Ελλάδα και Ιταλία) για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους (Garyfallos et al., 1991). Μεταφράστηκε το ερωτηματολόγιο παράλληλα και ταυτόχρονα από κάθε μεταφραστή ξεχωριστά και επιβεβαιώθηκε η ομοιότητα των μεταφράσεων (διασταυρωμένη μετάφραση).

Το ερωτηματολόγιο μοιράστηκε σε 450 Αστυνομικούς. Τα ερωτηματολόγια που επεστράφησαν σωστά συμπληρωμένα ήταν 397. Το ποσοστό ανταπόκρισης ήταν 88%.

 

Αποτελέσματα

3.1 Περιγραφική στατιστική των δημογραφικών χαρακτηριστικών

Από τους 397 συμμετέχοντες, οι 349 ήταν άνδρες και οι 38 γυναίκες. Η αναλογία ανδρών γυναικών ήταν 9 προς 1. Η αναλογία αυτή είναι αντιπροσωπευτική του πληθυσμού των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας (Βουδούρης κ.α., 2007; Vidalli, 2011). Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν ηλικίας από 31-40 χρόνων (43%). Το 36% ήταν μέχρι 30 ετών και το 22% ήταν από 41 ετών και πάνω.

Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων, το 78% ήταν απόφοιτοι λυκείου και το 18% ήταν απόφοιτοι πανεπιστημίου. Επίσης, το 3% των συμμετεχόντων ήταν απόφοιτοι γυμνασίου και το 1% απόφοιτοι δημοτικού.

Η πλειοψηφία τους ήταν παντρεμένοι (64%) (βλ. Πίνακα 1) και το 52% είχαν παιδί. Όσον αφορά στη θέση εργασίας, το 92% ήταν απλοί εργαζόμενοι, δίχως να κατέχουν κάποια θέση ευθύνης  (βλ. Πίνακα 1). Τέλος, σχετικά με τα χρόνια προϋπηρεσίας το 53% είχαν λιγότερο από 10 χρόνια προϋπηρεσίας, εκ των οποίων το 29% είχαν λιγότερο από πέντε χρόνια προϋπηρεσίας (βλ. Πίνακα 1).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ (Ν=385)
Συχνότητα Ποσοστό
Κοινωνική κατάσταση
Παντρεμένος/η 248 64,4
Ανύπαντρος/η 88 22,9
Συμβίωση 24 6,2
Διαζευγμένος/η 14 3,6
Εργένης/ισσα 11 2,9
Θέση Εργασίας
Διευθυντής 2 0,5
Προϊστάμενος 10 2,6
Υπεύθυνος 19 4,9
Εργαζόμενος 354 92
Χρόνια προϋπηρεσίας
0-5 111 28,8
6-10 92 23,9
11-15 67 17,4
16-20 54 14,0
>20 61 15,8

  

Η επίδραση του εκπαιδευτικού επιπέδου, της ηλικίας, του φύλου και των χρόνων προϋπηρεσίας στις αντιλήψεις για την τοξικοεξάρτηση.

Αρχικά, ένας έλεγχος αξιοπιστίας του εργαλείου πραγματοποιήθηκε για να ελέγξουμε την εσωτερική συσχέτιση των 46 διαστάσεων που μετρούν τις αντιλήψεις απέναντι σε ζητήματα τοξικοεξάρτησης. Η εσωτερική αξιοπιστία του εργαλείου ενισχυόταν σε περίπτωση διαγραφής της πρώτης δήλωσης («Η τοξικοεξάρτηση δεν είναι μια αρρώστια»). Ειδικότερα, εφόσον διαγραφόταν η συγκεκριμένη δήλωση, η τιμή cronbach alpha ανέβαινε στο .70. Για αυτό το λόγο, η συγκεκριμένη δήλωση αποκόπηκε από τις υπόλοιπες (βλ. Πίνακα 5). Ήταν άλλωστε και η μόνη δήλωση, η οποία δεν κατέστη εφικτό από τους ερευνητές της συγκεκριμένης έρευνας να αξιολογηθεί όσον αφορά στο ποια τοποθέτηση απέναντι της θα ήταν η ορθή, καθώς αποτελεί πεδίο διαμάχης στην επιστημονική κοινότητα. Ο ορισμός της «αρρώστιας» είναι αρκετά ασαφής, αφήνοντας ευρύ πεδίο θεώρησης της συγκεκριμένης έννοιας. Οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν είτε στο μέσο όρο των 45 δηλώσεων είτε την πρώτη δήλωση μόνο. Αναλυτικά, οι τοποθετήσεις των αστυνομικών πάνω σε κάθε μία δήλωση ξεχωριστά βρίσκονται στη μεταπτυχιακή εργασία των συγγραφέων με τον ίδιο τίτλο στη βιβλιοθήκη του ΚΕΘΕΑ.

Όσον αφορά στις 45 δηλώσεις, δημιουργήθηκε ένας νέος τρόπος βαθμολόγησης των απαντήσεων που έδειχναν το βαθμό σωστής ενημέρωσης και αντίληψης (1= πολύ σωστή ενημέρωση / αντίληψη, 2 αρκετά σωστή ενημέρωση / αντίληψη, 3 δεν γνωρίζει, 4 αρκετά λανθασμένη ενημέρωση / αντίληψη, 5 πολύ λανθασμένη ενημέρωση / αντίληψη). Αφού αποκλείστηκε από αυτή τη διαδικασία η πρώτη δήλωση, πραγματοποιήθηκε αντιστροφή βαθμολόγησης για τις δηλώσεις 11, 12, 18-23, 25, 27, 28, 31, 35, 36, 38 και 41. Μετά από κοινή συμφωνία των δύο ερευνητών, θεωρήθηκε ότι για τις προαναφερθείσες δηλώσεις, η απάντηση «συμφωνώ απόλυτα» (δηλαδή το 1) αντιστοιχούσε με το «πολύ λανθασμένη ενημέρωση / αντίληψη» και για αυτό χρειάστηκε να αντιστραφεί η βαθμολόγησή τους.

Ο μέσος όρος των 45 δηλώσεων χρησιμοποιήθηκε για να διερευνήσουμε την επίδραση του εκπαιδευτικού επιπέδου, της ηλικίας, του φύλου και των χρόνων προϋπηρεσίας στις αντιλήψεις για την τοξικοεξάρτηση. Τέσσερις μονοπαραγοντικές αναλύσεις διακύμανσης πραγματοποιήθηκαν για καθεμιά από τις προαναφερθείσες ανεξάρτητες μεταβλητές. Οι μεταβλητές «χρόνια προϋπηρεσίας» και «ηλικία» τροποποιήθηκαν έτσι ώστε να έχουν τρία επίπεδα για λόγους καλύτερης κατανομής των συμμετεχόντων. Ειδικότερα, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σ’ αυτούς που είχαν μέχρι 10 χρόνια προϋπηρεσίας, από 11 έως 20 και από 21 χρόνια και πάνω. Όσον αφορά στην ηλικία, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σ’ αυτούς που ήταν μέχρι 30 ετών, σ’ αυτούς που η ηλικία τους κυμαινόταν από 31 έως 40 ετών και σ’ αυτούς που η ηλικία τους ξεπερνούσε τα 41 έτη.

Μόνον το εκπαιδευτικό επίπεδο βρέθηκε ότι επιδρά πάνω στις αντιλήψεις για την τοξικοεξάρτηση, F(3, 383=3.09; p<.027) – (βλ. Πίνακα 2 για μέσους όρους και τυπικές αποκλίσεις). Ειδικότερα, βρέθηκε ότι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου και λυκείου ήταν πιο καλά ενημερωμένοι και είχαν πιο σωστές αντιλήψεις σχετικά με το ζήτημα της τοξικοεξάρτησης απ’ τους απόφοιτους δημοτικού και γυμνασίου. Η ηλικία, το φύλο και τα χρόνια προϋπηρεσίας δεν φάνηκε να επηρεάζουν τις αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα της τοξικοεξάρτησης.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΜΕΣΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (Ν=385)
Μέσος όρος (τυπική απόκλιση)
Δημοτικό 2,66 (,18)
Γυμνάσιο 2,54 (,26)
Λύκειο 2,39 (,28)
Πανεπιστήμιο 2,36 (,23)
Σύνολο 2,40 (,27)

 

Εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού συμμετεχόντων σε αρκετά επίπεδα των εξετασθέντων ανεξάρτητων μεταβλητών δεν ήταν εφικτή η διεξαγωγή μιας πολυπαραγοντικής ανάλυσης διακύμανσης με στόχο τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών.

Επίσης, τέσσερις μονοπαραγοντικές αναλύσεις διακύμανσης πραγματοποιήθηκαν για τη διερεύνηση της επίδρασης του φύλου, της εκπαίδευσης, της ηλικίας και των χρόνων προϋπηρεσίας πάνω στην πρώτη δήλωση του ερωτηματολογίου. Στατιστικά σημαντική διαφορά βρέθηκε μόνον για την εκπαίδευση [F(3, 380=2.76; p<.042)] – (βλ. Πίνακα 3 για μέσους όρους και τυπικές αποκλίσεις). Συγκεκριμένα, η διεξαγωγή Scheffe test αποκάλυψε ότι αυτή η επίδραση οφειλόταν σε σημαντικές διαφορές μεταξύ των αποφοίτων γυμνασίου και των αποφοίτων λυκείου (p=.046). Η διαφορά όπως φαίνεται και στον Πίνακα 4 έγκειται στο ότι σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι γυμνασίου συμφωνούν με τη δήλωση ότι η τοξικοεξάρτηση δεν είναι μια αρρώστια (83%), ενώ στους αποφοίτους λυκείου οι απόψεις διίστανται. Το 43% συμφωνεί με τη συγκεκριμένη δήλωση, ενώ η πλειοψηφία (55%) διαφωνεί. Το 2% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν γνωρίζει.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. ΜΕΣΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ 1 ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (Ν=385)

Μέσος όρος (τυπική απόκλιση)
Δημοτικό 2,80 (2,05)
Γυμνάσιο 1,83 (1,19)
Λύκειο 3,18 (1,65)
Πανεπιστήμιο 3,13 (1,47)
Σύνολο 3,13 (1,63)

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4. ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ 1 ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (%) (Ν=384)
Συμφωνώ απόλυτα Συμφωνώ αρκετά Δεν γνωρίζω Διαφωνώ αρκετά Διαφωνώ απόλυτα
Δημοτικό 40,0 20,0 0 0 40,0
Γυμνάσιο 50,0 33,3 8,3 0 8,3
Λύκειο 26,8 15,8 2,0 22,8 32,6
Πανεπιστήμιο 15,9 29,0 5,8 24,6 24,6

 

 Διερεύνηση του μοτίβου δομής

Οι διαστάσεις του ερωτηματολογίου Ευρυδίκη διερευνήθηκαν με την πραγματοποίηση παραγοντικής ανάλυσης με ορθογώνια περιστροφή. Οι συσχετίσεις ήταν μέτριες και περιορισμένες σε έναν παράγοντα και οι υπολειπόμενες συσχετίσεις ήταν πολύ χαμηλές, δείχνοντας ότι όλοι οι παράγοντες συσχετίζονταν με διαφορετικές μεταβλητές (Tabachnic & Fidell, 1989). Προτιμήθηκε η ορθογώνια περιστροφή για λόγους διευκόλυνσης της ερμηνείας των παραγόντων (Tabachnic & Fidell, 1989). Ως ανώτατο όριο για τις επιβαρύνσεις των παραγόντων επιλέχθηκε για λόγους ερμηνείας το .45, το οποίο αξιολογείται ως εύλογο (Tabachnic & Fidell, 1989). Οι επιβαρύνσεις των παραγόντων και τα ποσοστά της διακύμανσης δίνονται στον Πίνακα 5.

Στο άρθρο αυτό επιλέχθηκε η αξιολόγηση των αντιλήψεων της συγκεκριμένης ομάδας από το συνολικό βαθμό αξιολόγησης και την ανάδειξη των παραγόντων (ομαδοποίηση των δηλώσεων) που δημιούργησαν οι συμμετέχοντες.

Σκοπός της παραγοντικής ανάλυσης ήταν η αναγνώριση μοτίβων των συσχετίσεων ανάμεσα στις 45 δηλώσεις, τα οποία αντανακλούν τις υποβόσκουσες δομές των στάσεων απέναντι στην τοξικοεξάρτηση. Εντοπίστηκαν πέντε σημαντικοί παράγοντες από την ομαδοποίηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων.

Ο Παράγοντας 1 φαίνεται να αφορά στην κοινωνική ευθύνη απέναντι στον τοξικοεξαρτημένο γενικά (δήλωση 33), στους νέους (δηλώσεις 8, 14, 7) και στους εργαζόμενους, που είτε οι ίδιοι αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα τοξικοεξάρτησης (δήλωση 40) είτε έχουν κάποιο τοξικοεξαρτημένο στην οικογένειά τους (δήλωση 36). Επίσης, η δήλωση 15, επιβάρυνε το συγκεκριμένο παράγοντα, η οποία φαίνεται ότι συνδέει την ευθύνη της κοινωνίας με την πρόληψη (Πίνακας 5).

Ο Παράγοντας 2 φαίνεται να αφορά στο αρνητικό προφίλ του τοξικοεξαρτημένου. Οκτώ δηλώσεις σχετίζονται αρκετά με τον παράγοντα αυτό, αποδίδοντας αρνητικά χαρακτηριστικά στον τοξικοεξαρτημένο (δηλώσεις 26, 19, 27, 28) και τις επιβλαβείς επιπτώσεις της τοξικοεξάρτησης (δηλώσεις 25 και 41) – (Πίνακας 5).

Ο Παράγοντας 3 φαίνεται να αφορά στην όχληση, που προκαλούν οι τοξικοεξαρτημένοι (δηλώσεις 34 & 37) – (Πίνακας 5). Ο παράγοντας 4 σχετίζεται με τη δύναμη της ναρκωτικής ουσίας (δηλώσεις 3 & 6) – (Πίνακας 5). Τέλος, ο παράγοντας 5 αφορά στη θεραπεία του τοξικοεξαρτημένου (δηλώσεις 20 & 21) – (Πίνακας 5).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 5. ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ 45 ΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Παρ.1 Παρ.2 Παρ.3 Παρ.4 Παρ.5
2. Η τοξικοεξάρτηση αποδίδει στο ναρκωτικό τη δύναμη να λύνει όλα τα προβλήματα. ,31 ,01  -,04 ,37 -,25
3. Εξάρτηση από μια ουσία σημαίνει ότι αν κάποιος αρχίσει τη χρήση της είναι σχεδόν αδύνατο να σταματήσει. -,01 -,25 -,01 ,52 ,21
4. Οι νέοι φοβούνται να μεγαλώσουν (να γίνουν ενήλικες). ,12 -,05 -,07 ,24 ,27
5. Το πρόβλημα των νέων που κάνουν χρήση ναρκωτικών είναι ότι δεν έχουν κατορθώσει να γίνουν αυτόνομοι και ανεξάρτητοι. ,29 -,13 -,17 ,18 ,17
6. Όλοι όσοι αρχίζουν τα ναρκωτικά είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να τα σταματήσουν όποτε θέλουν. ,19 -,11 ,13 ,46 -,20
7. Οι νέοι έχουν την ανάγκη να τους διδάξει κάποιος πως να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες που συναντούν κατά το μεγάλωμά τους. ,49 -,09 -,21 -,10 ,06
8. Μόνο στη βάση μιας καλής σχέσης και σχέσης εμπιστοσύνης μπορεί να διδάξει κανείς κάτι στους νέους. ,60 -,12 -,23 ,03 ,20
9. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει ένα πρόβλημα τοξικοεξάρτησης. ,40 -,06 -,14 ,09 ,04
10. Τα άτομα που παίρνουν ναρκωτικά εκτός από τα ναρκωτικά, έχουν ως κοινό μια ιστορία μεγάλου κοινωνικού προβλήματος. ,32 -,26 -,28 ,06 ,23
11. Όλοι οι οροθετικοί αρρωσταίνουν από AIDS. ,08 ,48 ,26 ,13 -,34
12. Όλοι οι τοξικοεξαρτημένοι γίνονται οροθετικοί. ,19 ,40 ,28 ,22 -,39
13. Τα συνθετικά ναρκωτικά (έκσταση, κρακ, LSD, μεταμφεταμίνες) προκαλούν πολύ έντονη εξάρτηση. ,27 -,31 -,05 -,13 ,00
14. Η αδιαφορία και η μη ανοχή των ενηλίκων μπορεί να ωθήσει τους νέους στην άρνηση της πραγματικότητας. ,56 -,15 -,17 -,02 ,11
15. Πρόληψη σημαίνει να διαθέτεις χώρους ανάπτυξης στην κοινότητα, στη συνοικία, όπου μπορείς να συναντηθείς, καθώς και χώρους όπου μπορείς να αντιπαρατεθείς. ,50 -,10 -,20 -,14 -,02
16. Υπάρχουν άτομα που έχουν προδιάθεση στο να πάρουν ευκολότερα ουσίες. ,06 -,07 -,07 ,30 ,02
17. Όποιος αντιμετωπίζει πρόβλημα εξάρτησης δυσκολεύεται να ζητήσει βοήθεια επειδή φοβάται την κριτική των συναδέλφων. ,34 -10 ,09 ,02 -,18
18. Το να απευθυνθεί ένας τοξικοεξαρτημένος στους δημόσιους φορείς (υγείας) αποτελεί μια προσωπική ήττα. ,09 ,15 ,21 -,37 ,02
19. Όλοι οι τοξικοεξαρτημένοι είναι ίδιοι. ,25 ,56 ,13 -,05 ,07
20. Μόνο η ιατρική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει τον τοξικοεξαρτημένο. -,12 ,30 ,25 ,07 ,55
21. Μόνο οι θεραπευτικές κοινότητες θεραπεύουν τον τοξικοεξαρτημένο. -,16 ,35 ,25 ,09 ,49
22. Ο τοξικοεξαρτημένος δεν μπορεί να θεραπευτεί. ,31 ,49 ,11 -,27 -,14
23. Όλη η ευθύνη είναι της κοινωνίας. -,06 ,14 ,25 ,23 ,11
24. Ο τοξικοεξαρτημένος δεν είναι κακοποιός. ,30 ,37 -,08 -,11 -,14
25. Ο τοξικοεξαρτημένος καταστρέφει την οικογένεια. -,02 ,49 -,21 ,28 ,02
26. Ο τοξικοεξαρτημένος είναι ψεύτης. -,06 -,59 ,24 -,14 -,11
27. Ο τοξικοεξαρτημένος δεν δουλεύει. -,00 ,54 -,21 ,21 ,21
28. Ο τοξικοεξαρτημένος δεν έχει συναισθήματα. ,23 ,45 ,12 -,00 ,19
29. Στα ψυχοφάρμακα αποδίδεται μια υπερτιμημένη ικανότητα. ,22 -,15 ,32 ,32 -,16
30. Η μάχη ενάντια στα ναρκωτικά σημαίνει ότι πολεμάμε όλοι ενωμένοι. ,44 -,06 ,06 ,03 -,18
31. Για να αντιμετωπίσει κάποιος ένα προσωπικό πρόβλημα είναι καλύτερο να πάρει ένα φάρμακο ώστε να μην το σκέφτεται πια. ,05 ,20 ,43 ,01 ,18
32. Είναι σημαντικό οι τοπικοί φορείς (Δήμος, Νομαρχία) να συντονίζουν όλες τις παρεμβάσεις. ,30 -,07 ,09 -,18 ,15
33. Δεν πρέπει να πολεμάμε τον τοξικοεξαρτημένο, αλλά την κουλτούρα που υπάρχει γύρω από την ουσία (ναρκωτικής) και την εξάρτηση. ,60 ,07 ,08 ,03 ,00
34. Οι εργαζόμενοι δυσανασχετούν όταν έχουν να κάνουν με ένα συνάδελφο τοξικοεξαρτημένο. ,17 -,13 ,52 ,16 -,08
35. Ένας εργαζόμενος τοξικοεξαρτημένος πρέπει να απολύεται. ,41 ,41 -,00 -,17 ,16
36. Οι επιχειρήσεις πρέπει να διευκολύνουν τους εργαζόμενους που στην οικογένειά τους υπάρχει ένας τοξικοεξαρτημένος. -,47 ,07 -,06 ,26 -,11
37. η χρήση ουσιών που προκαλούν εξάρτηση μειώνει την απόδοση στην δουλειά. ,18 -,22 ,46 -,14 -,03
38. Πολλοί εργαζόμενοι τοξικοεξαρτημένοι αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους επειδή φοβούνται ότι μετά τη θεραπεία δεν θα μπορούν να επιστρέψουν στη δουλειά τους. -,30 ,21 -,06 -,09 ,26
39. Η χρήση συνθετικών ουσιών (έκσταση, κρακ, LSD) αυξάνει την ανθεκτικότητα στην κούραση. -,01 -,20 ,02 -,00 ,01
40. Για να βοηθήσουμε εργαζομένους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα τοξικοεξάρτησης είναι απαραίτητο να υπάρχουν εργασιακές συμφωνίες. ,47 -,06 ,06 -,11 ,09
41. Το να εργάζεται κανείς με οροθετικό είναι πολύ επικίνδυνο. ,31 ,45 -,15 ,11 -,14
42. Ο τύπος της σχέσης που υπάρχει μεταξύ γονιών και παιδιών επηρεάζει το βαθμό ανεξαρτησίας και αυτονομίας των παιδιών. ,13 -,15 ,24 ,01 ,17
43. Ένας εργαζόμενος που είναι εξαρτημένος από ψυχοφάρμακα, ναρκωτικά και αλκοόλ, θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους. ,08 -,23 ,43 -,15 ,18
44. Εξάρτηση σημαίνει υποταγή σε κάποιον ή σε κάτι. ,18 -,28 ,35 ,06 ,24
45. Το να περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του μονότονα μπορεί να οδηγήσει στην επιθυμία λήψης ουσιών που προκαλούν εξάρτηση. ,11 -,28 -,06 ,32 ,22
46. Γνωρίζεις σε ποιους φορείς δημόσιους ή ιδιωτικούς πρέπει να απευθυνθείς σε περίπτωση ανάγκης για βοήθεια; ,12 -,02 ,19 ,17 ,05

 

Συζήτηση-Συμπεράσματα

Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι οι Έλληνες Αστυνομικοί αντιλαμβάνονται την κοινωνική διάσταση του προβλήματος και αποδέχονται την ευθύνη της κοινωνίας ως προς τους τοξικοεξαρτημένους, καθώς και τη σημασία της πρόληψης στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες αστυνομικοί φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τη δύναμη και τις επιπτώσεις των εξαρτητικών συμπεριφορών τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Όσον αφορά στη θεραπεία της εξάρτησης φαίνεται ότι οι απόψεις διίστανται. Η απολυτότητα που συνόδευε τις δηλώσεις σχετικά και με τις δύο θεραπευτικές προσεγγίσεις, κατέστη σκόπελος ως προς τη διεξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων. Σ’ αυτό ενδεχομένως να συνετέλεσε και ο διχασμός που υπάρχει τόσο στους συμμετέχοντες όσο και στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το αν η τοξικοεξάρτηση είναι αρρώστια ή όχι και την αιτιοπαθογένειά της.

Σημαντικό εύρημα της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάδειξη του ρόλου της εκπαίδευσης πάνω στις στάσεις και αντιλήψεις των συμμετεχόντων αναφορικά με το ζήτημα της εξάρτησης. Η επίδραση του φύλου, της ηλικίας και των χρόνων προϋπηρεσίας δε φάνηκε να είναι σημαντική. Τα ευρήματα αυτά είναι σε συμφωνία με τα ευρήματα άλλων μελετών (Forman et al., 2001; Gibbs et al., 2011; Islam et al., 2002; Lyons et al., 2008; Alarid & Marquart, 2009; Yi-lang Tang et al., 2005; Psarra et al., 2008).

 

4.1 Δικτύωση Υπηρεσιών ως Αναγκαία Συνθήκη για την Αποτελεσματική Αντιμετώπιση της Τοξικοεξάρτησης.

Η μελέτη αυτή αποτελεί τμήμα της συνεργασίας που αναπτύχθηκε μεταξύ των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας «ΣΕΙΡΙΟΣ» του Δ.Θ.–ΟΚΑΝΑ, του Τμήματος Έρευνας του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ (Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων) και της Ελληνικής Αστυνομίας. Επίδικο αντικείμενο της υλοποίησης της συγκεκριμένης μελέτης, αποτελεί η περαιτέρω δικτύωση των εμπλεκόμενων φορέων, δηλαδή η διαμόρφωση καλύτερων σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των εργαζομένων στους εμπλεκόμενους φορείς και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του κάθε προβλήματος που αποτελεί το περιεχόμενο της δράσης τους (ΚΕΘΕΑ, Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων, Ελληνική Αστυνομία).

Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της δικτύωσης υπηρεσιών, η συγκεκριμένη πρόταση φιλοδοξεί να αποτελέσει την απαρχή μιας μακροχρόνιας συνεργασίας με στόχο την προώθηση μιας θετικής αλλαγής, προκειμένου η Ελληνική Αστυνομία να λειτουργεί όχι μόνο κατασταλτικά, αλλά και προληπτικά όπως προβλέπεται και από το Ν.2008/2000. Επίσης, επιδιώκει να λειτουργήσει εξισορροπητικά ως προς τυχόν παραλείψεις ή αντιφάσεις του νόμου, που έχουν αρνητικές συνέπειες στην πορεία των εξαρτημένων ατόμων, καθώς θα μπορούσαν με σωστή εκπαίδευση οι αστυνομικοί να κάνουν τις κατάλληλες εξατομικευμένες παραπομπές-παρεμβάσεις. Λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και των δυσμενών επιπτώσεών τους, γίνεται ολοένα και πιο απαραίτητη η δικτύωση των εμπλεκόμενων φορέων που ασχολούνται με το θέμα της τοξικοεξάρτησης.

Γενικά στην Ελλάδα οι συνεργασίες μεταξύ των φορέων δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένες, αλλά προκύπτουν κατά κύριο λόγο μέσα από τις ανάγκες των εξυπηρετούμενων των φορέων και τις προσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν οι επαγγελματίες που εργάζονται στους εμπλεκόμενους φορείς. Παρατηρείται έλλειψη συντονισμού και επαγγελματισμού σε διοικητικές θέσεις και δυστυχώς ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχουν μνημόνια ή πρωτόκολλα συνεργασίας, αυτά ατονούν ή δεν έχουν συνέχεια χωρίς να υφίστανται τεκμηριωμένοι λόγοι (π.χ. οφείλονται σε αλλαγή διοίκησης και όχι σε αποτυχία μιας συνεργασίας). Φαίνεται να αναπαράγεται ένα σκηνικό που προσομοιάζει στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Πιο συγκεκριμένα, μετά από μια μακροχρόνια συνεργασία του Κέντρου Πρόληψης Σείριος με το Τμήμα Εκπαίδευσης και το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών της ΕΛΑΣ, προτάθηκε από το Κέντρο Πρόληψης Σείριος και το ΚΕΘΕΑ ο σχεδιασμός και η υλοποίηση κατάρτισης βασισμένης στις αρχές της Οργανωσιακής Μάθησης[8]. Η κατάρτιση αυτή θα προέκυπτε ύστερα από τη διεξαγωγή σχετικής μελέτης σε δείγμα αστυνομικών. Το αίτημα απορρίφθηκε δύο φορές χωρίς τεκμηρίωση. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη, αλλαγές στη διοίκηση που έλαβαν χώρα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, επαναλήφθηκε το αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε εκ νέου.

Από τα παραπάνω διαφαίνεται μία εσωστρέφεια του οργανισμού (ΕΛΑΣ), χαρακτηριστικό που εμπίπτει στη γενικότερη φιλοσοφία του, αλλά δε διευκολύνει την εξέλιξη και τη δυνατότητα του οργανισμού να μαθαίνει και να αξιοποιεί ήδη εδραιωμένα δίκτυα και συνεργασίες. Τονίζεται η ανάγκη υιοθέτησης μιας σύγχρονης ηγεσίας, προκειμένου να ανταποκριθεί επαρκώς τόσο στην αποστολή της, όσο και στις νέες απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος (Cohen, 2014). Η τάχιστη εξάπλωση των νέων συνθετικών ναρκωτικών ουσιών με απρόβλεπτη δράση επιβάλλει τη διαρκή διακίνηση των πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών και την εκπαίδευση των αστυνομικών στα νέα δεδομένα.

Καθώς το φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης είναι εξαιρετικά περίπλοκο, χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικοί, ψυχολογικοί και βιολογικοί παράγοντες (Di Matteo & Martin, 2011; Bakal, 1999; Engel, 1997). Προσεγγίσεις που βασίζονται στο βιοϊατρικό μοντέλο περιγράφουν ανεπαρκώς την τοξικοεξάρτηση, όπως αυτή βιώνεται στο πλαίσιο της ανθρώπινης πραγματικότητας (Di Matteo & Martin, 2011; Bakal, 1999; Kleinman, 1988). Ενώ, προσεγγίσεις που βασίζονται στο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο ενσωματώνουν ποικίλες βιολογικές παραμέτρους σε συνδυασμό με ψυχολογικά φαινόμενα. Ως εκ τούτου προώθηση μονομερών επιστημονικών ευρημάτων που παρουσιάζουν την εξάρτηση ως μία χρόνια υποτροπιάζουσα νόσο όχι μόνο δεν άρουν τις προκαταλήψεις αλλά τις ενισχύουν.

 

4.2 Εκπαιδευτική Πρόταση

Παλαιότερες προσεγγίσεις αντιμετώπισης και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης που είχαν στηριχτεί μόνο στη δράση της αστυνομίας χρειάζονται αναθεώρηση, διότι φαίνεται να περιορίζονται στην ικανότητά τους να επιτύχουν οποιονδήποτε από τους σημαντικούς στόχους της κοινωνίας των πολιτών στον τομέα αυτό. H ανάπτυξη ενός πλαισίου συνεργασίας σε επίπεδο εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και κατάρτισης των αστυνομικών συνδέεται με την άμεση προστασία της υγείας, την αναχαίτιση της διάδοσης της ζήτησης και τον έλεγχο της προσφοράς (Cohen, 2014).

Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι οργανισμοί λειτουργούν μέσα σε ένα ευμετάβλητο περιβάλλον, που αντιμετωπίζει προκλήσεις. Οι αλλαγές είναι συνεχείς και επιταχυνόμενες. Για τους λόγους αυτούς, είναι σκόπιμη η διερεύνηση αναγκών και η διαρκής εκπαίδευση των εργαζομένων, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και η ευκαιρία για βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος και των συνεργασιών εντός και εκτός του Οργανισμού.

Συμπερασματικά, από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει η ανάγκη για περαιτέρω εκπαίδευση των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία. Ειδικότερα, αναδείχθηκαν ζητήματα στα οποία, το δείγμα των συμμετεχόντων φαίνεται να απαντά αντιφατικά, γεγονός που αντικατοπτρίζει την έλλειψη κοινής στάσης απέναντι στα εξαρτημένα άτομα. Τα θέματα αυτά αφορούν την αιτιολογία της εξάρτησης, τη θεραπευτική της αντιμετώπιση, καθώς και ενημέρωση πάνω σε βασικά ιατρικά ζητήματα.

Ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως θεματικούς άξονες τους πέντε παράγοντες[9], που προκύπτουν από τα μοτίβα των συσχετίσεων και αντανακλούν τις υποβόσκουσες δομές των στάσεων. Επίσης, θα μπορούσε να προσανατολιστεί σε χωριστή εκπαίδευση για τους νεοεισερχόμενους και σε χωριστή για τους πιο έμπειρους καθώς έχουν διαφορετικές ανάγκες. Σε ένα δεύτερο και πιο ουσιαστικό στάδιο, θα ήταν απαραίτητο να υπάρχει κοινή βιωματική εκπαίδευση για τις δύο ομάδες, με θεματολογία τις στάσεις και τις αντιλήψεις τους τόσο για τον επαγγελματικό τους ρόλο και τη φύση της δουλειάς τους όσο και για την εξάρτηση.

Τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που προτείνονται να γίνουν σε εργαζομένους στην ελληνική αστυνομία, προέκυψαν έπειτα από διερεύνηση των αναγκών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ομάδας στόχου, καθώς και μελέτη της υπάρχουσας κατάστασης. Η εκπαίδευση θα αφορά στην ευαισθητοποίηση των αστυνομικών σε θέματα πρόληψης και εξάρτησης, στη μετατόπισή τους σε σχέση με την προσωπικότητα του χρήστη[10] και στην απομυθοποίηση τυχόν προκαταλήψεων και στερεοτυπικών κατασκευών[11] που πιθανόν να επηρεάζουν τη στάση τους[12]. Επίσης, θα ήταν σκόπιμο να δοθεί χώρος να αναδυθούν οι φόβοι τους και οι ανησυχίες τους, αλλά και άλλες δυσκολίες που δυσχεραίνουν το ρόλο τους και τη συμπεριφορά τους τόσο απέναντι σε εξαρτημένα άτομα, όσο και μεταξύ τους.

Επιπλέον, στόχευση αποτελεί η κατά το δυνατόν αλλαγή στάσης ως προς την εργασία τους και τους χρήστες ουσιών, ώστε να λειτουργούν και οι ίδιοι υποστηρικτικά απέναντι τους (π.χ. με μια παραπομπή στον ανάλογο φορέα). Τέλος, στόχο αποτελεί η κατάρτιση των εργαζομένων, ώστε να αντεπεξέλθουν στο ρόλο του υποστηρικτή των συναδέλφων τους, καθώς και του συνδέσμου αυτών με δομές πρόνοιας και ψυχικής υγείας, σχετικά με ψυχο-κοινωνικές δυσχέρειες, που ενδεχομένως αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης δευτερογενών προβλημάτων, για παράδειγμα χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.

 

4.3 Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα

Μέσω της παρούσας έρευνας αναζητήθηκαν και προσδιορίστηκαν οι αντιλήψεις των εργαζομένων στην ελληνική αστυνομία σχετικά με την τοξικοεξάρτηση, που με τη σειρά τους καθορίζουν και τη στάση τους απέναντι σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Καθώς τα ερωτηματολόγια συλλέχθηκαν το Νοέμβριο του 2005, προτείνεται η επικαιροποίηση των αποτελεσμάτων με την επανάληψη της έρευνας με κάποιες μικρές βελτιωτικές αλλαγές στο ερωτηματολόγιο Ευρυδίκη.

 

[1] Διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας, Υπεύθυνη του Τμήματος Έρευνας & Τεκμηρίωσης ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ. Ηλεκτρονική Διεύθυνση: ralogihe@yahoo.gr

[2] Ψυχολόγος, MSc στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, Αναπληρώτρια Επιστημονική Διευθύντρια, Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας ΣΕΙΡΙΟΣ Δήμου Θεσσαλονίκης-ΟΚΑΝΑ. Ηλεκτρονική Διεύθυνση: elen_gaki@yahoo.gr

[3]Euridice News 8, Towards a European Programme on Prevention and Drug Demand Reduction in the Workplace Concept Paper (1991: 3-14, 15-18, 19-22, 23-29).

[4]Σύμφωνα με Έρευνα του ΙΝ.Α.Μ.Ε.ΤΕ., ο ολικός μέσος δείκτης ικανοποίησης των εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία είναι ιδιαίτερα χαμηλός και εκτιμάται μόλις στο 30%.

[5] Η μείωση της βλάβης, περιλαμβάνει συντονισμένες παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση των βλαβερών συνεπειών, που επιφέρουν οι συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (π.χ. ενδοφλέβια χρήση ουσιών εξάρτησης). Οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν στη μείωση της βλάβης και δεν έχουν ως στόχο απαραίτητα τη διακοπή της χρήσης (CCSA, 2005 & Marlat, 1998), (ΕΚΤΕΠΝ, 2009).

[6]Ινστιτούτο Αστυνομικών Μελετών Επιμόρφωσης και Τεκμηρίωσης

[7] Cooperativa di Studio e Ricerca Sociale Marcella – http://www.coopmarcella.it

[8]Ύπαρξη κοινών γνωστικών νοητικών μοντέλων/κοινών σημείων αναφοράς μεταξύ των μελών και των ομάδων της οργάνωσης

[9]Ευθύνη της κοινωνίας, προφίλ του τοξικοεξαρτημένου, όχληση – αντιμετώπιση, αντίληψη για την εξάρτηση και τις εξαρτησιογόνες ουσίες, κοινωνική διάσταση του προβλήματος της τοξικοεξάρτησης και ιατρικοποίηση.

[10]Η συμπάθεια που προκαλείται για κάποιον που είναι κοινωνικά στιγματισμένος μπορεί να βελτιώσει τη στάση προς αυτήν την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα συνολικά (Batson et al. 2002).

[11]Το στερεότυπο σημαίνει το μηχανικό τρόπο του διανοείσθαι. Σύμφωνα με τον Λίπμαν, στερεότυπα είναι οι προκατασκευασμένες απόψεις ή πεποιθήσεις για χαρακτηριστικά του εξωτερικού κόσμου.

[12]Βασικός στόχος της εκπαίδευσης ενηλίκων είναι η συνειδητοποίηση, η επίγνωση και ο κριτικός στοχασμός επάνω στα καθημερινά προβλήματα. Η αυθεντική εκπαίδευση απελευθερώνει το άτομο και το βοηθά να διαμορφώσει τη ζωή του σύμφωνα με νέα πρότυπα (P. Freire, 1977).

 

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Alarid, L., & Marquart, J. (2009). Officer Perceptions of Risk of Contracting HIV/AIDS in Prison: A Two-State Comparison, The Prison Journal, 89:440.

Bakal, D. (1999). Minding the Body: Clinical uses of somatic awareness. New York: Guilford Press.

Batson, C., Chang, J., Orr R. & Rowland, J. (2002). Empathy, Attitudes, and Action: Can Feeling for a Member of a Stigmatized Group Motivate One to Help the Group?, Personality and Social Psychology Bulletin, 28:1656.

Cartwright, W., & Solano, P. (2003). The economics of public health: financing drug abuse treatment services, Health Policy 66:247-/260.

Cohen, J.,A. (2014). The Highs of Tommorrow. Why New Laws and Policies are Needed to Meet the Unique Challenges of Synthetic Drugs. Journal of Law and Health, 27:164-188.

Cunha, S. & Eurodice team in Portugal, (1991). Perception of drug addiction in a Portugese workers group, Euridice News, Towards a European Programme on Prevention and Drug Demand Reduction in the Workplace Concept Paper, 8:23-29.

De Luca, G., Deluca, P., Gori, C., Rimoldi, C., Signorelli C. (1991). What do Italian workers think about drug addiction? Euridice News, Towards a European Programme on Prevention and Drug Demand Reduction in the Workplace Concept Paper, 8: 3-14.

Deluca, P., De Luca, G. (1991a). Young workers at risk: prevention of new synthetic drugs in apprenticeship and interim work, Euridice News, Towards a European Programme on Prevention and Drug Demand Reduction in the Workplace Concept Paper, 8: 15-18.

Deluca, P., De Luca, G. (1991b). Young workers at risk: towards an individualized prevention programme, Euridice News, Towards a European Programme on Prevention and Drug Demand Reduction in the Workplace Concept Paper, 8: 19-22.

Deschamps, F., Panagon-Badinier, I., Marchand, A., Merle, C., (2003). Sources and Assessment of Occupational Stress the Police. Journal of Occupational Health, 45: 358-364.

Dhont, K., Cornelis, I., Hiel, A. (2010). Interracial public–police contact: Relationships with police officers’ racial and work-related attitudes and behavior, International Journal of Intercultural Relations, 34, 551–560.

Forman, R., Bovasso, G., Woody, G. (2001). Staff beliefs about addiction treatment, Journal of Substance Abuse Treatment, 21:1- 9.

Engel, G., L. (1997). From biomedical to Biopsychosocial: Being scientific in the human domain. Psychosomatics, 38, 521-528.

Garyfallos, G., Karastergiou, A., Adamopoulou, A., Moutzoukis, C.; Alagiozidou, E., Mala, D., Garyfallos, A. (1991). Greek version of the General Health Questionnaire: Accuracy of translation and validity. Acta Psychiatr Scand, 84, 371-378.

Gibbs, D., Olmsted, K., Brown, J., & Clinton-Sherrod A. (2011). Dynamics of Stigma for Alcohol and Mental Health Treatment Among Army Soldiers, Military Psychology, 23:1, 36-51.

Hammond, A., Sloboda, Z., Tonkin, P., Stephens, R., Teasdale, B., Grey, S., Williams, J., (2008). Do adolescents perceive police officers as credible instructors of substance abuse prevention programs?, Health Education Research, Vol.23:4:682–696.

Havis, S., Best, D., Carter, J. (2005). Concealment of drugs by police detainees: Lessons learned from adverse incidents and from routine clinical practice, Journal of Clinical Forensic Medicine, 12:237–241.

Islam, M. Τ., Mostafa, G., Bhuiya, A. U., Hawkes, S., Francisco, A. (2002). Knowledge on, and Attitude Toward, HIV/AIDS among Staff of an International Organization in Bangladesh, Journal Health Popul Nutr, Centre for Health and Population Research, 20(3): 271-278.

Kleinman, A. (1988). The illness narratives: Suffering, healing, and the human condition. New York: Basic Books.

Lyons, P. J., DeValve, M., Garner, R. (2008). Texas Police Chiefs’ Attitudes Toward Gay and Lesbian Police Officers, Police Quarterly, 11: 102.

Logan, T., Shannon, L., Walker, R., (2006). Police Attitudes Toward Domestic Violence Offenders, Journal of Interpersonal Violence, 21:1365.

Moore, M., & Kleiman, M., (1989). The Police and Drugs, Publication of the National Institute of Justice, U.S. Department of Justice, and the Program in Criminal Justice Policy and Management, John F. Kennedy School of Government, Harvard University, No. 11.

Psarra, V., Sestrini, M., Santa, Z., Petsas, D., Gerontas, A., Garnetas, C., & Kontis, K. (2008). Greek police officers’ attitudes towards the mentally ill. International Journal of Law and Psychiatry, 31: 77–85.

Schuck, A., Rosenbaum, D., & Hawkins, D., (2008). The Influence of Race/Ethnicity, Social Class, and Neighborhood Context on Residents’ Attitudes Toward the Police, Police Quarterly, 11:496.

Slottje, P., Smidt, N., Twisk, J., Huizink, A., Witteveen, A., Mechelen W., Smid T., (2007). Use of health care and drugs by police officers 8.5. years after the air disaster in Amsterdam, European Journal of Public Health, Vol. 18:1:92–94

Tabachnik, B. G. & Fidell, L. S. (1989). Using multivariate statistics. New York: Harper Collins.

Vidali, S. (2011). Police and Policing, Chelliotis, L.K., Xenakis, S., (eds), Crime and Punishment in Contemporary Greece. International Comparative Perspectives, Oxford, Peter Lang AG, 453-490.

Yi-lang, Tang, A., Wiste, P., Mao, Ye-zhiHou. (2005). Attitudes, knowledge, and perceptions of Chinese doctors toward drug abuse, Journal of Substance Abuse Treatment, 29:215– 220.

Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία

Αντωνίου, Α. (2008). Burnout. Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης. Ερευνητικές Προσεγγίσεις, Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ.163-165, 197-208, 280-287.

Βιδάλη, Σ. (2007). Εγκληματικότητα και Αστυνομία, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ.161.

Βιδάλη, Σ. (2012). Αστυνομία. Έλεγχος του Εγκλήματος και Ανθρώπινα Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ. 128-130, 152-153, 217-219.

Βουδούρης, Κ., Τσοτσόλας, Ν., Μπουράντα, Ν., Σαρρή, Α. (2007). Μέτρηση Ικανοποίησης Εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία, ΙN.Α.ΜΕ.ΤΕ, Νέα Αστυνομία, Μηνιαία Έκδοση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Υπαλλήλων, Τεύχος 11ο, σελ. 7-10.

Di Matteo, M. R. & Martin R. L. (2011). Εισαγωγή Στην Ψυχολογία της Υγείας, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα.

ΕΚΤΕΠΝ (2009), http://www.ektepn.org.cy.

ΕΠΑΨΥ (2002). Πρόληψη του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης στις ψυχιατρικές θεραπευτικές και αποκαταστασιακές δραστηριότητες. http://www.epapsy.gr

Καρύδης, Β., (1999). Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, Εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα.

ΚΕΘΕΑ, (2012). www.researchkethea.wordpress.com/2012/01/27/έρευνα-κόστους-οφέλους.

Λαμπροπούλου, Ε. (2001). Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία Ελέγχου, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, σελ.27.

Μαγουλιανίτη, Γ. (2011). Μορφές Ηγεσίας και Όραμα στην Ελληνική Αστυνομία, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, σελ. 198-200.

Παπαθεοδώρου, Θ. (2005). Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική Πολιτική, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, β΄ έκδοση, Αθήνα, σελ. 63,64, 97.

Πανούσης, Γ. (1993). Έγκλημα και Τοπική κοινωνία, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ.41.

Πανούσης, Γ., Βιδάλη, Σ. (2001). Κείμενα για την Αστυνομία και την Αστυνόμευση, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ.100, 115-127.

Πρέντζας, Γ. (2008). Το Δόγμα της Μηδενικής Ανοχής και η εφαρμογή του στην Ελλάδα, Μεταπτυχιακή Εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα, σελ. 10, 13, 67-70.

Wetherell, M. (2004). Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.175-247.