Δείκτης ή διαμεσολαβητής; Οι επιδράσεις της χρησης ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας στις εκπαιδευτικές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή

Kevin M. King, Barbara T. Meehan, Ryan S. Trim & Laurie Chassin

Arizona State University, Tempe, Arizona, USA

 

*Τίτλος Πρωτοτύπου: “Marker or mediator? The effects of adolescent substance use on young adult educational attainment”, Addiction, Vol. 101, No, 12, December 2006

Διεύθυνση επικοινωνίας: Kevin M. King, Department of Psychology, Arizona State University, PO Box 871104, Tempe, AZ 85287–1104, USA.

E-mail: kevin_king@asu.edu

 

Μετάφραση Τζίνη Χριστοφίλη

Translation Genie Christofili

 

Περίληψη

Στόχοι: Ελέγξαμε τις επιδράσεις από τη χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας στη φοίτηση και την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών σπουδών στη νεαρή ενήλικη ζωή, όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν τη χρήση ουσιών και σχετίζονται με τη συμπεριφορά και την οικογένεια.

Σχεδιασμός, χώρος και συμμετέχοντες: Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν σε βάθος χρόνου από την κοινότητα από παιδιά αλκοολικών (248) και από μια όμοιων χαρακτηριστικών ομάδα ελέγχου (206) κατά τη διάρκεια τριών αξιολογήσεων στην εφηβεία (μage=13–15), ενώ πραγματοποιήθηκε μακροχρόνιο follow-up στη νεαρή ενήλικη ζωή (μage=25).

Μετρήσεις: Η φοίτηση στο πανεπιστήμιο και ο βαθμός αποφοίτησης μέχρι την ηλικία των 25 ετών αναφέρθηκαν στη νεαρή ενήλικη ζωή από τα ίδια τα άτομα. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι αυτό-αναφορές για τη χρήση αλκοόλ και ψυχοτρόπων ουσιών εκτιμήθηκαν με μετρήσεις ποσότητας/συχνότητας λογαριθμικά μετασχηματισμένες, οι παράγοντες κινδύνου για τη χρήση ουσιών [π.χ. παρακολούθηση από τους γονείς, εξωτερίκευση και εσωτερίκευση συμπτωμάτων και το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο III (DSM-III) για τη διάγνωση του αλκοολισμού των γονιών] εκτιμήθηκαν και με αυτό-αναφορά και με αναφορά από τους γονείς μέσω ενός τυποποιημένου εργαλείου αξιολόγησης της ικανότητας ανάγνωσης (Wide Range Achievement Test).

Ευρήματα: Με το μοντέλο καμπύλης ανάπτυξης, εντοπίσαμε ότι τα μέσα επίπεδα και η ανάπτυξη της χρήσης ουσιών στην εφηβεία αποτελούν δείκτη ή μπορούν να εντοπίσουν τους εφήβους οι οποίοι αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο όσον αφορα τις πιθανότητες παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του κολεγίου. Επιπλέον, η χρήση ουσιών στην εφηβεία δεν αποτελούσε απλώς ένα δείκτη κινδύνου, καθώς η χρήση ουσιών (όχι η χρήση αλκοόλ) επηρέασε σημαντικά τις επιδράσεις της χρήσης αλκοόλ από τους γονείς και τις πρώτες συμπεριφορές εξωτερίκευσης αναφορικά με τη μετέπειτα ολοκλήρωση του κολεγίου, εξετάζοντας μερικώς τις επιδράσεις που έχουν οι παράγοντες κινδύνου στην ολοκλήρωση του κολεγίου.

Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη παρέχει στοιχεία τόσο για την υπόθεση δείκτη όσο και την υπόθεση διαμεσολαβητή, και εντοπίζει πολλούς δρόμους για την επίτευξη της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία που έχει η μελέτη της επίδρασης της χρήσης ουσιών από τους εφήβους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης των σχετικών παραγόντων κινδύνου, ώστε να εντοπιστούν πιο αποτελεσματικά οι βασικοί δρόμοι σε μετέπειτα αποτελέσματα στην ανάπτυξη.

 

Λέξεις κλειδιά: ανάπτυξη εφήβων, εκπαίδευση, αποτελέσματα από τη χρήση ουσιών, χρήση ουσιών

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα είναι ένας σημαντικός δρόμος για επιτυχή αποτελέσματα στη νεαρή ενήλικη ζωή και είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την επαγγελματική αποκατάσταση και το εισόδημα αργότερα [1]. Ωστόσο, οι νέοι που εμπλέκονται με τη χρήση αλκοόλ και ψυχοτρόπων ουσιών αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο χαμηλών επιδόσεων στην εκπαίδευση [2–5]. Οι Διατμηματικές σχέσεις έχουν αναφερθεί ανάμεσα στη χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας και τις χαμηλές ακαδημαϊκές φιλοδοξίες, τις χαμηλές ακαδημαϊκές προσδοκίες και τις αυξημένες πιθανότητες διακοπής του  σχολείου [6–11]. Αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό υποστηρίζουν ότι η χρήση ουσιών στην εφηβεία, μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή.

Αρκετές θεωρίες έχουν προταθεί, για να ερμηνευθούν οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η χρήση ουσιών από τους εφήβους επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επιτυχία στη νεαρή ενήλικη ζωή. Η χρήση αλκοόλ και ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας μπορεί να επηρεάσει τις «επιδράσεις των επιλογών» βάσει των οποίων οι έφηβοι χρήστες ουσιών μπορεί να έχουν λιγότερες πιθανότητες να επιλεγούν από ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα (π.χ. λόγω των χαμηλότερων ακαδημαϊκών τους επιδόσεων στο λύκειο) ή λιγότερες πιθανότητες να επιλέξουν κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα (π.χ. επειδή ίσως κάνουν πρόωρες μεταβάσεις σε ρόλους ενηλίκων όπως είναι ο γάμος, τα παιδιά και/ή πλήρης απασχόληση) [12]. Ακόμη κι αν οι έφηβοι χρήστες ουσιών επιλέξουν τη μόρφωση σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, είναι πιθανό να μην είναι ιδιαίτερα επιτυχημένοι καθώς η χρήση ουσιών εμποδίζει την ανάπτυξη των απαραίτητων κοινωνικών και άλλων δεξιοτήτων συμπεριφοράς [13] αυξάνοντας παράλληλα και τις δραστηριότητες, τις αξίες και τις κοινωνικές νόρμες με ομοτίμους που δεν συμπλέουν με την ακαδημαϊκή επιτυχία.

Παρόλο που η χρήση ουσιών στην εφηβεία μπορεί να επηρεάσει τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, οφείλουμε ακόμη να αναγνωρίσουμε ότι η ίδια η χρήση ουσιών στην εφηβεία είναι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο σύνολο παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με συμπεριφορές αλλά και την οικογένεια. Στην πραγματικότητα, πολλοί παράγοντες κινδύνου οι οποίοι έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να προβλέψουν πιθανή χρήση ουσιών στην εφηβεία, σχετίζονται επίσης με την ακαδημαϊκή επιτυχία. Έτσι για παράδειγμα, το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών σχετίζεται τόσο με τη χρήση ουσιών στην εφηβεία [7] όσο και με την ακαδημαϊκή επιτυχία [14]. Ομοίως, ο αλκοολισμός από τους γονείς σχετίζεται εξίσου με τη χρήση ουσιών στην εφηβεία [15] και με την ακαδημαϊκή επιτυχία [16]. Ακόμη, τα συμπτώματα εξωτερίκευσης και τα εσωτερίκευσης σχετίζονται και με τη χρήση ουσιών [17,18] και με την ακαδημαϊκή επιτυχία [8,19,20]. Τέλος, οι κακές γονικές δεξιότητες σχετίζονται και με τη χρήση ουσιών στην εφηβεία [21] και με την ακαδημαϊκή επιτυχία [22,23].

Το γεγονός ότι η χρήση ουσιών στην εφηβεία και η ακαδημαϊκή πορεία στη νεαρή ενήλικη ζωή έχουν κοινούς παράγοντες πρόβλεψης προκαλεί ερωτήματα σχετικά με το συγκεκριμένο ρόλο που έχει η χρήση ουσιών στην εφηβεία και στην επίδρασή της ακαδημαϊκής εξέλιξης κατά την ενήλικη ζωή. Η χρήση ουσιών στην εφηβεία μπορεί απλά να αποτελεί δείκτη ενός ευρύτερου φάσματος παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι επηρεάζουν τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στην ενήλικη ζωή [24,25]. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση ουσιών στην εφηβεία μπορεί να εντοπίσει ποιοι έφηβοι κινδυνεύουν να έχουν χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις, χωρίς όμως να παίζει άμεσο ρόλο στα αποτελέσματα αυτά. Εάν η χρήση ουσιών είναι απλώς δείκτης κινδύνου (και όχι αιτιακή επίδραση), τότε τα προγράμματα παρέμβασης, που έχουν στόχο τη βελτίωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων θα πρέπει να έχουν στόχο να αλλάξουν τις πραγματικές αιτιακές επιδράσεις κι όχι να μειώσουν τη χρήση ουσιών στην εφηβεία. Οι Fergusson & Horwood [8] διερεύνησαν αυτό το ερώτημα σε πληθυσμό εφήβων και βρήκαν ότι η προσαρμογή των προγενέστερων παραγόντων από τη χρήση μαριχουάνας σε νεαρή ηλικία μείωσε τις επιδράσεις της χρήσης μαριχουάνας στην ψυχοκοινωνική προσαρμογή σε αμελητέο επίπεδο, ωστόσο η χρήση μαριχουάνας διατήρησε μια άμεση επίδραση στη διακοπή του σχολείου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα ευρήματά τους υποδηλώνουν ότι οι επιδράσεις από τη χρήση μαριχουάνας στην εφηβεία στις ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι μοναδικές και αποτελούν απλή αντανάκλαση ενός ευρύτερου συνόλου παραγόντων κινδύνου. Στηριζόμενοι στα ευρήματά τους, είναι πιθανόν η χρήση ουσιών στην εφηβεία να μπορεί να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής για αυτούς τους πιο μακρινούς παράγοντες κινδύνου σχετικά με τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα στη νεαρή ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, παιδιά που εμφανίζουν έντονες συμπεριφορές εξωτερίκευσης και έχουν μικρό έλεγχο μπορεί να έχουν χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις λόγω των επιδράσεων της χρήσης ουσιών στη μελέτη, καθώς κοινωνικές δεξιότητες και συμπεριφορές που είναι απαραίτητες για την ακαδημαϊκή επιτυχία. Ωστόσο, αυτοί οι ενδιάμεσοι δρόμοι δεν έχουν δοκιμαστεί και δεν είναι ακόμη σαφές, εάν η χρήση ουσιών έχει σταθερές επιδράσεις στην εκπαιδευτική πορεία μετά την εφηβεία και προς τη νεαρή ενήλικη ζωή.

Η τρέχουσα μελέτη προσπαθεί να αποσαφηνίσει το μοναδικό ρόλο της χρήσης ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας και τους προγενέστερους συμπεριφορικούς και οικογενειακούς παράγοντες κινδύνου για την πρόβλεψη της ακαδημαϊκής πορείας στη νεαρή ενήλικη ζωή. Έγινε διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο διαφορετικά αποτελέσματα, την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών. Η εισαγωγή σε ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα αντιπροσωπεύει τις επιδράσεις των επιλογών, έτσι ώστε ένας παράγοντας κινδύνου να επηρεάζει την ικανότητα του εφήβου να επιλεγείΣτΜ για κάποιο ανώτερο ίδρυμα (ενδεχομένως επιδρώντας στις ακαδημαϊκές επιδόσεις του κατά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή αυξάνει την πιθανότητα ο έφηβος να μην επιλέξει να προχωρήσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών, από την άλλη, αντιπροσωπεύει τόσο τις επιδράσεις των επιλογών όσο και τις κοινωνικές και συμπεριφορικές δεξιότητες που χρειάζονται για την ακαδημαϊκή επιτυχία.

Για να προβλεφθεί η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών, χρησιμοποιήσαμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι δεν αναιρούν ο ένας τον άλλο. Καταρχήν, η χρήση ουσιών στην εφηβεία μπορεί άμεσα και ανεξάρτητα να μειώσει τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή, αντανακλώντας άλλους μη εντοπισμένους διαμεσολαβητικούς παράγοντες  όπως είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κατά δεύτερον, η χρήση ουσιών μπορεί έμμεσα να επηρεάσει αρνητικά τη μελλοντική εκπαιδευτική εξέλιξη κωλύοντας τις ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Τρίτον, οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών στην εκπαιδευτική πορεία μπορεί να αποτελέσει δείκτη ευρύτερου φάσματος κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, η σχέση ανάμεσα στη χρήση ουσιών στην εφηβεία και στην εκπαιδευτική πορεία θα πρέπει να περιοριστεί, όταν ληφθούν υπόψη οι επιδράσεις των ευρύτερων παραγόντων κινδύνου. Τέλος, η χρήση ουσιών στην εφηβεία μπορεί να μεσολαβήσει στη σχέση ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου που την προκαλούν και στις μετέπειτα ακαδημαϊκές επιδόσεις. Δηλαδή, η ύπαρξη αλκοολισμού στην οικογένεια, οι φτωχές γονικές δεξιότητες και τα προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία μπορεί να περιορίσουν τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, καθώς οδηγούν σε χρήση ουσιών στην εφηβεία, η οποία με τη σειρά της μειώνει τις επιδόσεις στην εκπαίδευση.

Διερευνώντας εάν η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί δείκτη ή διαμεσολαβητικό παράγοντα για τις επιδράσεις των συμπεριφορικών ή οικογενειακών παραγόντων κινδύνου στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, η συγκεκριμένη μελέτη συμβάλλει στη βιβλιογραφία ελέγχοντας τις επιδράσεις που έχουν η χρήση αλκοόλ όσο και άλλων παράνομων ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Η χρήση αλκοόλ και παράνομων ουσιών εμπεριέχει κοινωνικές δραστηριότητες με τους ομότιμους και φαρμακολογικές επιδράσεις οι οποίες δεν συμβαδίζουν με την ακαδημαϊκή πορεία. Ωστόσο, επειδή η χρήση αλκοόλ έχει μεγαλύτερη επικράτηση από τη χρήση ουσιών και θεωρείται πιο «φυσιολογική» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση [26], μπορεί να υπάρχουν περισσότερες επιδράσεις από τη χρήση παράνομων ουσιών από ό,τι από τη χρήση αλκοόλ, το οποίο σημαίνει μεγαλύτερη «τάση για παραβατικότητα» από τους χρήστες ουσιών [27]. Επιπλέον, η παρούσα μελέτη παρουσιάζει την ανάπτυξη μέσα στο χρόνο τόσο της χρήσης αλκοόλ όσο και της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, για να ελέγξει την επίδρασή τους στις ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή. Ενδεχομένως, η κλιμάκωση της χρήσης ουσιών επηρεάζει τις ακαδημαϊκές επιδόσεις και όχι ένα σταθερό επίπεδο χρήσης [28].

Εν συντομία, η παρούσα μελέτη επεκτείνει τη βιβλιογραφία με πολλούς σημαντικούς τρόπους. Από όσο γνωρίζουμε είναι η πρώτη μελέτη που ελέγχει εάν η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί διαμεσολαβητικό παράγοντα ή δείκτη των επιδράσεων προγενέστερων παραγόντων κινδύνου που αφορούν την ακαδημαϊκή πορεία στη νεαρή ενήλικη ζωή. Επιπλέον, ο διαχρονικός σχεδιασμός μάς επιτρέπει να διαμορφώσουμε την εξέλιξη της χρήσης ουσιών στην εφηβεία σε σχέση με παράγοντες συμπεριφοράς και οικογενειακούς, που προϋπήρχαν, με στόχο να προβλέψουμε μελλοντικά την ακαδημαϊκή πορεία στη νεαρή ενήλικη ζωή. Τέλος, κάνουμε διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τύπους ακαδημαϊκής πορείας: την έναρξη εκπαιδευτικής διαδικασίας μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την επιτυχή απόκτηση τίτλου.

 

Μεθοδολογία

Συμμετέχοντες

Οι συμμετέχοντες εντοπίστηκαν από μια διαρκή μακρόχρονη μελέτη για την ύπαρξη αλκοολισμού στην οικογένεια [15,29–31]. Τη Χρονική στιγμή 1, υπήρχαν 454 έφηβοι (μέση ηλικία=13,22 έτη, εύρος =10,5–15,5), από τους οποίους οι 246 είχαν τουλάχιστον ένα βιολογικό ή θετό γονιό με πρόβλημα αλκοολισμού (COA) και 208 έφηβοι με παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά οι βιολογικοί ή θετοί γονείς των οποίων δεν είχαν πρόβλημα αλκοολισμού (ομάδα ελέγχου).

Εντοπίστηκαν οικογένειες με ένα θετό γονιό με πρόβλημα αλκοολισμού από τα αρχεία των δικαστηρίων για συλλήψεις που αφορούσαν οδήγηση υπό την επήρεια (DUI), με χορήγηση ερωτηματολογίων που αφορούσαν τη διατήρηση της υγείας με τηλεφωνικό έλεγχο στην κοινότητα. Σε άμεση συνέντευξη με το μηχανογραφημένο εργαλείο Diagnostic Interview Schedule (DIS version III [32])  επιβεβαιώθηκε ότι ο βιολογικός και ο θετός γονιός πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κατάχρηση ή εξάρτηση από το αλκοόλ στη ζωή του ατόμου βάση των κριτηρίων που απαριθμούνται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο για Ψυχικές Διαταραχές στην έκδοση III (DSM-III [33]). Οι οικογένειες για το δείγμα ελέγχου ταιριάστηκαν δημογραφικά και εντοπίστηκαν μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων. Όταν βρέθηκε ο θετός γονιός που αντιμετώπιζε πρόβλημα με το αλκοόλ, εφαρμόστηκαν αντίστροφες διαδικασίες, για να εντοπιστούν οι οικογένειες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά. Ελέγχθηκαν έτσι ώστε να ταιριάζουν αναφορικά με την εθνικότητα, την οικογενειακή δομή, την ηλικία του παιδιού (στο χρόνο) και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση (χρησιμοποιώντας την κωδικοποίηση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία από την αντίστροφη διαδικασία) με την οικογένεια που είχε ένα θετό γονιό με πρόβλημα αλκοόλ. Με δομημένες συνεντεύξεις επιβεβαιώθηκε ότι κανένας από τους δύο γονείς δεν πληρούσε τα κριτήρια σύμφωνα με το DSM-III για δια βίου κατάχρηση ή εξάρτηση από το αλκοόλ.

Η πλήρης περιγραφή της συγκέντρωσης του δείγματος καθώς και στοιχεία για την αντιπροσωπευτικότητά του αναφέρονται αλλού [15,34]. Το δείγμα επιλέχθηκε με τυχαία δειγματοληψία βασισμένη στις ενδείξεις αλκοολισμού που υπάρχουν στα αρχεία (π.χ. επίπεδα αλκοόλ στο αίμα όπως καταγράφηκαν κατά την ώρα της σύλληψης, για λεπτομέρειες βλ. Chassin et al. [34]). Επιπλεόν, το δείγμα των ατόμων με αλκοολισμό εμφάνιζαν ποσοστά άλλων συμπτωμάτων ψυχοπαθολογίας όμοια με όσους αναφέρθηκαν από δείγμα σε έρευνα που έγινε στην κοινότητα [35]. Ωστόσο, αυτοί που αρνήθηκαν να συμμετέχουν ήταν πιθανότερο να είναι Λατίνοι, με επιφύλαξη για γενίκευση.

Πραγματοποιήθηκαν τρεις ετήσιες αξιολογήσεις (Χρονική Στιγμή 1 –Χρονική Στιγμή 3) για τους εφήβους συμμετέχοντες και τους γονείς τους και δύο μακροχρόνια follow-up (Χρονικές Στιγμές 4 και 5). Τα follow-up πραγματοποιήθηκαν, όταν οι συμμετέχοντες ξεκινούσαν την ενήλικη ζωή τους (Χρονική Στιγμή 4, μέση ηλικία = 20) και στη νεαρή ενήλικη ζωή (Χρονική Στιγμή 5, μέση ηλικία =25). Η διατήρηση του δείγματος ήταν πάρα πολύ καλή και για τα δύο follow-up (Χρονική Στιγμή 4, n = 407, το 90% του συνολικού δείγματος, Χρονική Στιγμή 5, n = 415, το 91% του συνολικού δείγματος). Η διατήρηση του δείγματος δεν επηρεάστηκε από το φύλο ή την εθνικότητα. Ωστόσο, λίγο περισσότερες οικογένειες με θετό γονιό που είχε πρόβλημα με το αλκοόλ δεν συμμετείχαν, από ό,τι οικογένειες της ομάδας ελέγχου τη Χρονική Στιγμή 4, χ2 (1, n = 454) = 5.45, P < 0.05, και τη Χρονική Στιγμή 5, χ2 (1, n = 454) = 4.12, P < 0.05.

Τα στοιχεία από τις αξιολογήσεις 1, 2, 3 και 5 χρησιμοποιήθηκαν για τις συγκεκριμένες αναλύσεις. Οι συμμετέχοντες περιλήφθηκαν στη μελέτη μόνο όταν δόθηκαν έγκυρες τιμές για όλες τις μεταβλητές που περιλαμβάνονταν στις αναλύσεις (n=374). Όσοι αποκλείστηκαν από τις αναλύσεις λόγω ελλιπών στοιχείων ήταν πιθανότερο να είναι οικογένειες με θετό γονιό με πρόβλημα με το αλκοόλ σε σύγκριση με τις οικογένειες που δεν υπήρχε θετός γονιός με αντίστοιχο πρόβλημα, χ2 (1, n=454)=10.18, P < 0.05. Ωστόσο, όσοι συμμετείχαν και όσοι αποκλείστηκαν δεν διέφεραν όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα ή το οικογενειακό εισόδημα. Από όσους συμμετείχαν, 46% ήταν γυναίκες και 51% ήταν COA. Όσον αφορά τις εθνικότητες που συνέθεταν το δείγμα το 70% ήταν Λευκοί μη-Λατίνοι και το 27% Λατίνοι, το υπόλοιπο 3% αποτελούνταν από άλλες εθνικότητες. Στη Χρονική Στιγμή 1, οι γονείς κατά μέσο όρο είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ανέφεραν μέσο όρο εισοδημάτων περίπου $32 000. Τη Χρονική Στιγμή 5, οι COA και η ομάδα ελέγχου δεν διέφεραν στην ηλικία και το φύλο. Ωστόσο, οι COA ήταν πιθανότερο από ό,τι όσοι δεν ήταν COA να είναι Λατίνοι, ενώ ήταν λιγότερο πιθανό να είναι παντρεμένοι τη Χρονική Στιγμή 5.

 

Διαδικασία

Οι συνεντεύξεις με τη βοήθεια υπολογιστή πραγματοποιήθηκαν στην κατοικία της οικογένειας ή στην πανεπιστημιακή εστία σε όλα τα στάδια. Οι συνεντευκτές διάβαζαν δυνατά τις ερωτήσεις και οι συμμετέχοντες είτε έγραφαν μόνοι τους τις απαντήσεις είτε απαντούσαν προφορικά στις ερωτήσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συνεντεύξεις των μελών της οικογένειας γίνονταν ταυτόχρονα αλλά σε διαφορετικά δωμάτια, έτσι ώστε να μην επηρεάζει ο ένας τον άλλο αλλά και για μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Οι συνεντευκτές δεν γνώριζαν τα μέλη των οικογενειών. Για να ενισχυθούν οι ειλικρινείς απαντήσεις διασφαλίστηκε το απόρρητο με το Πιστοποιητικό Απόρρητων Στοιχείων του Αμερικανικού Υπουργείου Υγείας και Υπηρεσιών για τον Άνθρωπο. Οι συνεντεύξεις διήρκεσαν 1-3 ώρες και οι συμμετέχοντες πληρώνονταν έως $70 σε κάθε μέτρηση.

 

Μετρήσεις

Πρόβλημα αλκοολισμού από τους γονείς

Τη Χρονική στιγμή 1, οι διαγνώσεις με το DSM-III που σχετίζονται με τα δια βίου προβλήματα με το αλκοόλ (κατάχρηση ή εξάρτηση) αξιολογήθηκαν με απευθείας συνέντευξη με το DIS [32]. Για τους γονείς που δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στις συνεντεύξεις (το 19.3% των πατεράδων και το 7.7% των μητέρων), οι διαγνώσεις που αφορούσαν τα δια βίου προβλήματα με το αλκοόλ έγιναν με το ερωτηματολόγιο Family History Research Diagnostic Criteria (FH–RDC, Version 3 [36]) βάσει των αναφορών των συζύγων τους. Το FH– RDC μπορεί να υποτιμά την επικράτηση του αλκοολισμού στους γονείς που δεν συμμετείχαν στις συνεντεύξεις (13.5%) επειδή το RDC έχει μεγαλύτερο βαθμό εστίασης (> 90%) από ό,τι ευαισθησίας (50%, [37]). Έτσι αυτό το λάθος δεν θα εκτιμούσε σωστά τις επιδράσεις των προβλημάτων με το αλκοόλ των γονιών. Για την παρούσα ανάλυση, οι διαγνώσεις ήταν διχοτόμες: είτε υπήρχε (τουλάχιστον ένας βιολογικός και ένας θετός γονιός που πληρούσε τα δια βίου κριτήρια) είτε δεν υπήρχε (κανένας από τους γονείς δεν πληρούσε τα δια βίου κριτήρια).

 

Παρακολούθηση από τη Μητέρα

Τη Χρονική στιγμή 1, οι μητέρες ανέφεραν μόνες τους την παρακολούθηση της συμπεριφοράς του συμμετέχοντα τη διάρκεια των τελευταίων 3 μηνών με 3 ερωτήσεις [π.χ. γνώριζα αρκετά καλά τα σχέδια (του εφήβου) για την κάθε ημέρα] που αξιολογούνταν σε μια κλίμακα από 1 (συμφωνώ απόλυτα) έως 5 (διαφωνώ εντελώς). Ο συντελεστής άλφα για αυτή την κλίμακα τη Χρονική Στιγμή 1 ήταν 0.80. Η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση υποστήριξε ότι μόνο ένας από τους λανθάνοντες παράγοντες ταίριαζε ακριβώς σε αυτά τα στοιχεία, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως λανθάνων παράγοντας της παρακολούθησης από τους γονείς.

 

Συμπτώματα εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης

Τη Χρονική Στιγμή 1, οι συμμετέχοντες και οι μητέρες τους ανέφεραν τα συμπτώματα εξωτερίκευσης των συμμετεχόντων τον προηγούμενο χρόνο (22 ερωτήσεις, π.χ. ήταν επαναστάτης, έκλεβε πράγματα, γινόταν δύστροπος ή σκληρός με τους άλλους, κατέστρεφε αντικείμενα, κ.λπ.) και εσωτερίκευσης (επτά ερωτήσεις, π.χ. ένιωθε μοναξιά, έκλαιγε πολύ, ένιωθε ανάξιος, ήταν ανήσυχος, φοβόταν / είχε άγχος, κ.λπ.) με ερωτήσεις από το Achenbach Childhood Behavior Checklist (CBCL [38]). Τα ερωτήματα αξιολογήθηκαν σε μια κλίμακα από 1 (σχεδόν πάντα) έως 5 (σχεδόν ποτέ), κωδικοποιήθηκαν αντίστροφα, έτσι ώστε η υψηλή βαθμολογία να σημαίνει περισσότερα συμπτώματα.

Για τις συμπεριφορές εξωτερίκευσης, συντελεστές άλφα =0.89 για τις αναφορές από τους ίδιους τους συμμετέχοντες και 0.81 για τις αναφορές από τη μητέρα τους. Οι προσπάθειες να παρουσιαστούν τα συμπτώματα εξωτερίκευσης ως ένας μοναδικός λανθάνων παράγοντας, όταν υπήρχαν δεδομένα και από τη μητέρα και από το συμμετέχοντα (και να διαχωρίσουμε τα μοντέλα μεμονωμένης αναφοράς) στάθηκαν ανεπιτυχείς, μάλλον λόγω της φύσης των ερωτημάτων. Έτσι, χρησιμοποιήσαμε το μέσο όρο των αναφορών των συμμετεχόντων και των αναφορών των μητέρων τους (r=0.42), για να μειωθεί η διακύμανση των πηγών. Ωστόσο, επειδή όσα ανέφεραν οι ίδιοι και οι μητέρες τους, όσον αφορά τα συμπτώματα εσωτερίκευσης, δεν παρουσίαζαν σημαντική συσχέτιση, επιλέχθηκαν οι αναφορές των συμμετεχόντων από τη Χρονική Στιγμή 1 ως πιο αξιόπιστος δείκτης για την εσωτερική τους κατάσταση [39], συντελεστής άλφα=0.78.

 

Κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών

Σε κάθε μέτρηση, οι συμμετέχοντες ανέφεραν τη συχνότητα κατανάλωσης μπύρας/κρασιού, ποτών και οκτώ παράνομων ουσιών (π.χ. μαριχουάνας, αμφεταμίνων, κοκαΐνης, οπιοειδών, εισπνεόμενων, κ.λπ.) με απαντήσεις από (0) ποτέ έως (7) κάθε μέρα. Η ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ (δύο ερωτήσεις) κυμάνθηκε από ένα έως εννέα ή περισσότερα ποτά ανά περίσταση. Για τις κατηγορίες μπύρα/κρασί και ποτά υπολογίσαμε την ποσότητα, τη συχνότητα, το είδος αλκοόλ και εκτιμήσαμε το μέσο όρο, για να βρούμε το δείκτη κατανάλωσης. Σχετικά με τη χρήση ουσιών, αθροίσαμε τις ερωτήσεις για τη συχνότητα χρήσης ουσιών των οκτώ ουσιών. Επειδή οι τεχνικές κατασκευής μοντέλων είναι πολύ ευαίσθητες όσον αφορά τη μη-κανονικότητα, χρησιμοποιήσαμε ένα λογαριθμικό μετασχηματισμό για να περιορίσουμε τη λοξότητα και την κύρτωση. Ακολούθως πολλαπλασιάσαμε τις μεταβλητές από το λογαριθμικό μετασχηματισμό επί 10, για να διευκολύνουμε την ερμηνεία.

Η χρήση αλκοόλ και ουσιών εμφάνισαν μεγάλη συσχέτιση τόσο μέσα στην ίδια μέτρηση όσο και μεταξύ των μετρήσεων (rs=0.35 to 0.65, Ps < 0.001). Επίσης, μόνο τέσσερις από τους χρήστες ουσιών απείχαν εντελώς από τη χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια των μετρήσεων στην εφηβεία, και όσοι ανέφεραν χρήση ουσιών σε οποιαδήποτε από τις μετρήσεις, ανέφεραν και μεγαλύτερη χρήση αλκοόλ από αυτούς που ανέφεραν αποκλειστικά χρήση αλκοόλ, t(103.03)=8.48, P < 0.001. Έτσι, οι έφηβοι χρήστες έκαναν παράλληλα και σοβαρή χρήση αλκοόλ.

 

Ακαδημαϊκά επιτεύγματα

Τη Χρονική Στιγμή 3, η ικανότητα ανάγνωσης εκτιμήθηκε με το Wide Range Achievement Test–Revised (WRAT–R [40]). Για να μπορέσουμε να κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες χρησιμοποιήσαμε τη βαθμολογία του τυποποιημένου WRAT (mean=102.82, SD=15.17). Οι υψηλότερες τιμές αντιπροσώπευαν υψηλότερο επίπεδο ακαδημαϊκών επιτευγμάτων.

 

Εκπαιδευτική πορεία

Τη Χρονική Στιγμή 5, οι συμμετέχοντες (μage=25) ανέφεραν το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο που έφτασαν. Οι απαντήσεις εντάχθηκαν σε μια από τις παρακάτω τέσσερις κατηγορίες, για να κατασκευαστεί μια τακτική μέτρηση της εκπαιδευτικής πορείας: 0=δεν αποφοίτησα από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (n=24), 1=έχει απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή GED (δίπλωμα γενικής εκπαίδευσης) (n=98), 2=πήγε στο πανεπιστήμιο για λίγο (n=127) και 3=απέκτησε επαγγελματική εξειδίκευση ή υψηλότερο (n=125). Δεκαέξι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι ξεκίνησαν (n=4) ή ολοκλήρωσαν (n=10) κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης μετά το σχολείο, για τους σκοπούς της ανάλυσης θεωρήθηκε ότι είχαν «πάει στο πανεπιστήμιο για λίγο». Επειδή αυτή η τακτική μεταβλητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ίσα διαστήματα, ελέγξαμε τα μοντέλα χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικές συγκρίσεις εικονικών μεταβλητών: ένα για τα άτομα που είχαν παρακολουθήσει το πανεπιστήμιο για λίγο ή ακόμη περισσότερο (n=252) και όσους δεν είχαν πάει (n=122) και ένα που σύγκρινε αυτούς που είχαν αποκτήσει επαγγελματική εξειδίκευση ή υψηλότερο (n=125) με αυτούς που δεν είχαν (n=249).

 

Αναλυτική στρατηγική 

Η χρήση ουσιών παρατηρείται να αυξάνει σταθερά με την ηλικία κατά τη διάρκεια της εφηβείας [26]. Τα διαχρονικά μοντέλα καμπύλης ανάπτυξης μπορουν να χρησιμοποιηθούν, για να εντοπίσουν αυτή την αλλαγή στη χρήση ουσιών ως επίδραση του χρόνου, περιγράφοντας τόσο τη μέση αλλαγή στον πληθυσμό όσο και την εσωτερική αλλαγή του ατόμου στο ρυθμό της αλλαγής (για την εισαγωγή στα μοντέλα διαχρονικά μοντέλα καμπύλης ανάπτυξης βλέπε Curran & Hussong [41]). Αυτό δίνει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα παραδοσιακά μοντέλα αυτοπαλινδρόμησης τα οποία συγχέουν την αλλαγή με τα μέσα επίπεδα, ενώ δεν διαχωρίζουν την ενδο- από την δια-ατομική διακύμανση στην αλλαγή. Για την παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήσαμε μοντέλα καμπύλης ανάπτυξης με Meanstructure Analysis in MPlus/Ανάλυση Μέσων όρων? 3.11 [42].

Διερευνήσαμε την υπόθεση της διαμεσολάβησης, ελέγχοντας τη σημαντικότητα των έμμεσων επιδράσεων των παραγόντων κινδύνου, που σχετίζονται με την οικογένεια και τη συμπεριφορά πάνω στην ακαδημαϊκή απόδοση, μέσω της χρήσης ουσιών στην εφηβεία [43]. Οι έμμεσες επιδράσεις υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας το συντελεστή για την επίδραση των παραγόντων κινδύνου στη χρήση ουσιών με το συντελεστή για την επίδραση της χρήσης ουσιών από τους εφήβους στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Επειδή το αποτέλεσμα των δύο συντελεστών συχνά εμφανίζουν λοξότητα και έντονη κυρτότητα [44], χρησιμοποιήσαμε τα διαστήματα εμπιστοσύνης και τις σημαντικές τιμές [45] που βρέθηκαν από την ασύμμετρη κατανομή του αποτελέσματος των συντελεστών. Μια έμμεση επίδραση θεωρείται σημαντική, εάν το διάστημα μεταξύ του ανώτατου ορίου εμπιστοσύνης (UCL) και του κατώτατου ορίου εμπιστοσύνης (LCL) δεν περιλαμβάνει το μηδέν. Αυτή η προσέγγιση έχει φανεί να έχει μεγαλύτερη δύναμη και μικρότερα ποσοστά λαθών τύπου Ι από ό,τι η προσέγγιση[44] Sobel [46].

Σε όλες τις αρχικές αναλύσεις περιλάβαμε την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα ως συμμεταβλητές. Ωστόσο, επειδή οι μεταβλητές φύλου και εθνικότητας δεν εμφάνισαν σημαντική επίδραση στα μοντέλα, τις αφαιρέσαμε από τα τελικά μοντέλα. Επίσης, ελέγξαμε τις αλληλεπιδράσεις του φύλου χρησιμοποιώντας μεθόδους πολλαπλών ομάδων. Ωστόσο, τα μοντέλα δύο ομάδων δεν ταίριαζαν σημαντικά καλύτερα με τα δεδομένα, από ό,τι τα μοντέλα μίας ομάδας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μοντέλων.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών

Οι διμεταβλητές συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών στα μοντέλα μας βρίσκονται στον Πίνακα 1. Η χρήση αλκοόλ και ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας σχετίστηκαν αδύναμα με τις επιδόσεις ανάγνωσης στην εφηβεία (μέσος r=.0.08, P < 0.05). Οι σημειακές δισειριακές συσχετίσεις ανάμεσα στη χρήση αλκοόλ και ουσιών οποιαδήποτε χρονική στιγμή και η παρακολούθηση στο κολέγιο και η απόκτηση πτυχίου, ήταν αρνητικές και σημαντικές, παρότι ήταν μικρές (rs=.0.04 to .0.18, Ps < 0.01). Τέλος, η χρήση αλκοόλ και ουσιών εμφάνισαν πιο έντονη συσχέτιση με την απόκτηση πτυχίου από ό,τι με την παρακολούθηση στο κολέγιο.

Μοντέλο ανάπτυξης της χρήσης ουσιών

Δημιουργήσαμε ξεχωριστά μοντέλα ανάπτυξης για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας και ελέγξαμε τις επιδράσεις των μέσων επιπέδων (σταθερές) και των αλλαγών (κλίσεις) της χρήσης αλκοόλ και ουσιών στην ακαδημαϊκή επίδοση. Καθορίσαμε ένα σταθερό παράγοντα, που αντιπροσώπευε το μέσο επίπεδο χρήσης ουσιών του συμμετέχοντα τη Χρονική Στιγμή 1 κρατώντας σταθερή την επιβάρυνση του παράγοντα της χρήσης ουσιών στο 1,0 για τις Χρονικές Στιγμές 1, 2 και 3. Καθορίσαμε, επίσης, ένα παράγοντα γραμμικής κλίσης, που αντιπροσώπευε τη μέση αλλαγή στη χρήση ουσιών, κρατώντας σταθερή την επιβάρυνση του παράγοντα της χρήσης ουσιών στο 1 και 2 για τις Χρονικές Στιγμές 2 και 3 αντίστοιχα. Ορίζοντας την επιβάρυνση της χρήσης ουσιών τη Χρονική στιγμή 1 στο 0 για τον παράγοντα ανάπτυξης, το ορίσαμε αποτελεσματικά ως σταθερά. Τέλος, κάναμε μια παλινδρόμηση των παραγόντων κλίσης στους παράγοντες των σταθερών για να ελέγξουμε εάν ο ρυθμός ανάπτυξης της χρήσης ουσιών εξαρτιόταν από το αρχικό επίπεδο χρήσης.

 

TABLE 1 HERE

Πίνακας 1

 

Συσχετίσεις μεταξύ των κυριότερων παραγόντων πρόβλεψης και των αποτελεσμάτων

Τα μοντέλα ανάπτυξης που χρησιμοποιήσαμε για τη χρήση αλκοόλ [χ2 (2, n=374)=2.05, P=0.36; RMSEA (ρίζα μέσου τετραγωνικού σφάλματος προσέγγισης)=0.01; CFI (συγκριτικός δείκτης εφαρμογής)=1.00; TLI (Δείκτης Tucker Lewis)=1.00] και τη χρήση ουσιών [χ2 (2, n=374)=6.07, P=0.19; RMSEA=0.03; CFI=0.99; TLI=0.99] ταίριαζαν καλά με τα δεδομένα. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες αύξησαν τη χρήση αλκοόλ και ουσιών στις τρεις μετρήσεις, όμως διέφεραν σημαντικά στο ρυθμό αύξησης της χρήσης αλκοόλ (διασπορά=10.27, SE=1.42, P < 0.05) και ουσιών (διασπορά=5.43, SE=0.36, P < 0.05). Οι σταθερές για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών προέβλεπαν αρνητικά τις κλίσεις, έτσι ώστε η υψηλότερη αρχική χρήση αλκοόλ ή ουσιών προέβλεπε μικρότερη επιτάχυνση στη χρήση αλκοόλ ή ουσιών με το χρόνο.

 

Η σχέση ανάμεσα στη χρήση ουσιών στην εφηβεία και στις ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή

Στη συνέχεια ελέγξαμε εάν η διαδικασίες ανάπτυξης της χρήσης αλκοόλ και ουσιών συνδέονταν άμεσα με την παρακολούθηση του κολεγίου και την απόκτηση πτυχίου στη νεαρή ενήλικη ζωή, μετά τον έλεγχο του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονιών και την ικανότητα ανάγνωσης των εφήβων. Σε όλα τα μοντέλα, το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών και οι υψηλότερες βαθμολογίες σχετικά με την ικανότητα ανάγνωσης των εφήβων, προέβλεπαν σε σημαντικό βαθμό την παρακολούθηση του κολεγίου και την απόκτηση πτυχίου. Γενικά, η χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας, μείωσε την πιθανότητα ολοκλήρωσης του κολεγίου, αλλά όχι της παρακολούθησης του κολεγίου. Πιο συγκεκριμένα, το υψηλότερο μέσο επίπεδο και η επιτάχυνση της χρήσης αλκοόλ ή ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας, μείωσε την πιθανότητα ολοκλήρωσης του κολεγίου μέχρι τη χρονική στιγμή 5, αλλά μόνο η υψηλότερη χρήση ουσιών τη χρονική στιγμή 1 περιόρισε την πιθανότητα παρακολούθησης του κολεγίου.

 

Η υπόθεση Δείκτη: η χρήση ουσιών στην εφηβεία προβλέπει τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή, ανεξάρτητα από τις επιδράσεις των παραγόντων που προϋπήρχαν της χρήσης ουσιών στην εφηβεία;

Παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης ουσιών στην εφηβεία

Αρχικά εξετάσαμε τις επιδράσεις των παραγόντων κινδύνου για τη χρήση των σταθερών για το αλκοόλ και τις ουσίες και τους παράγοντες κλίσης και για τα τέσσερα μοντέλα. Οι σχέσεις ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου, τις σταθερές και τους παράγοντες ανάπτυξης για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών ήταν σχεδόν ίδιοι για όλα τα μοντέλα και προέβλεπαν τη φοίτηση στο κολέγιο και την απόκτηση πτυχίου. Έτσι, στον Πίνακα 2 βλέπουμε τις εκτιμήσεις και τα τυπικά λάθη για αυτές τις κατευθύνσεις από το τελικό μοντέλο που προβλέπει μόνο την απόκτηση πτυχίου. Τα συμπτώματα εξωτερίκευσης τη χρονική στιγμή 1, εμφάνισαν θετική συσχέτιση με την ανάπτυξη χρήσης αλκοόλ και ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ενώ τα συμπτώματα εσωτερίκευσης τη χρονική στιγμή 1 εμφάνισαν αρνητική συσχέτιση με την ανάπτυξη χρήσης αλκοόλ αλλά δεν σχετίζονταν με την ανάπτυξη χρήσης ουσιών. Ο αλκοολισμός από τους γονείς σχετιζόταν με υψηλότερες σταθερές χρήσης αλκοόλ και ουσιών και μεγαλύτερη επιτάχυνση της χρήσης αλκοόλ στη διάρκεια της εφηβείας, αλλά δεν σχετίστηκε με την επιτάχυνση της χρήσης ουσιών στη διάρκεια της εφηβείας. Τέλος η επίβλεψη από τη μητέρα δεν σχετιζόταν σημαντικά με τις σταθερές ή την ανάπτυξη της χρήσης ουσιών.

 

TABLE 2 HERE

Πίνακας 2 Πρόβλεψη των σταθερών παραγόντων και των παραγόντων ανάπτυξης της εμφάνισης χρήσης ουσιών των εφήβων και της ικανότητας ανάγνωσης κατά την εφηβεία.

 

Πρόβλεψη της παρακολούθησης στο κολέγιο

Μετά διερευνήσαμε τις επιδράσεις της χρήσης ουσιών στην εφηβεία στις ακαδημαϊκές επιδόσεις ελέγχοντας τους παράγοντες κινδύνου για τη χρήση ουσιών, τις ακαδημαϊκές επιδόσεις σε αυτή την ηλικιακή φάση και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών. Στον Πίνακα 3 φαίνονται οι εκτιμήσεις πορείας και τα τυπικά λάθη των επιδράσεων των σταθερών και των παραγόντων ανάπτυξης χρήσης αλκοόλ και ουσιών και των παραγόντων κινδύνου της χρήσης ουσιών στην παρακολούθηση του κολεγίου. Οι δείκτες εφαρμογής έδειξαν ότι και τα δύο μοντέλα μπορούσαν να προβλέψουν την παρακολούθηση του κολεγίου από τη χρήση αλκοόλ [χ2 (19, n=374)=29.41, P=0.06; RMSEA=0.04; CFI=0.99; TLI=0.99] και ουσιών ταίριαζαν με τα δεδομένα καλά [χ2 (21, n=374)=30.54, P=0.08; RMSEA=0.04; CFI=0.99; TLI=0.99]. Κανένας από τους παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης ουσιών (αλκοολισμός από τους γονείς, συμπτώματα εξωτερίκευσης, συμπτώματα εσωτερίκευσης και επίβλεψη από τη μητέρα) δεν σχετιζόταν σημαντικά με την παρακολούθηση του κολεγίου. Ωστόσο, η συνύπαρξη αυτών των παραγόντων πρόβλεψης στη χρήση ουσιών εξάλειφε την έως τώρα σημαντική επίδραση της σταθεράς της χρήσης ουσιών στην παρακολούθηση του κολεγίου (δείχνοντας ότι το μέσο επίπεδο χρήσης ουσιών στην εφηβεία μπορεί να αποτελεί δείκτη ενός ευρύτερου συνόλου παραγόντων κινδύνου για μείωση των πιθανοτήτων παρακολούθησης του κολεγίου).

 

Πρόβλεψη της ολοκλήρωσης του πτυχίου του κολεγίου

Στον Πίνακα 3 φαίνονται οι εκτιμήσεις πορείας και τα τυπικά λάθη των επιδράσεων των σταθερών και των παραγόντων ανάπτυξης χρήσης αλκοόλ και ουσιών, των παραγόντων κινδύνου της χρήσης ουσιών και οι παράγοντες κινδύνου για τη χρήση ουσιών καθώς και οι ακαδημαϊκές επιδόσεις και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών στην απόκτηση του τίτλου από το κολέγιο.  Οι δείκτες εφαρμογής έδειξαν ότι και τα δύο μοντέλα μπορούσαν να προβλέψουν την ολοκλήρωση του κολεγίου από τη χρήση αλκοόλ [χ2 (20, n=374)=33.01, P=0.04; RMSEA=0.04; CFI=0.99; TLI=0.98] και η χρήση ουσιών ταίριαζε καλά με τα στοιχεία [χ2 (22, n=374)=33.43, P=0.06; RMSEA=0.04; CFI=0.99; TLI=0.99]. Από τους παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης ουσιών, μόνο τα συμπτώματα εξωτερίκευσης τη χρονική στιγμή 1 σχετίζονταν με την ολοκλήρωση του πτυχίου: τα περισσότερα συμπτώματα εξωτερίκευσης στην πρώιμη εφηβεία προέβλεπαν μικρότερες πιθανότητες για ολοκλήρωση του κολεγίου στη νεαρή ενήλικη ζωή. Μετά την προσθήκη των παραγόντων πρόβλεψης της χρήσης ουσιών και των ακαδημαϊκών επιδόσεων οι επιδράσεις που είχαν παρατηρηθεί για τις σταθερές της χρήσης αλκοόλ και ουσιών και ανάπτυξης της χρήσης ουσιών στην απόκτηση πτυχίου εξαφανίστηκαν, υποδηλώνοντας ότι πρόκειται για δείκτες κινδύνου και όχι ιδιαίτεροι μηχανισμοί. Ωστόσο, οι επιδράσεις της ανάπτυξης της χρήσης ουσιών στη διάρκεια της εφηβείας ήταν πιο ισχυρές. Η ανάπτυξη της χρήσης ουσιών εξακολούθησε να σχετίζεται αρνητικά με την πιθανότητα ολοκλήρωσης του πτυχίου στο κολέγιο, ακόμη και με την προσθήκη των παραγόντων πρόβλεψης της χρήσης ουσιών. Ένα παράδειγμα του τρέχοντος μοντέλου φαίνεται στο Σχήμα 1, το οποίο δείχνει το μοντέλο πρόβλεψης της ολοκλήρωσης του πτυχίου από τη χρήση ουσιών στην εφηβεία και τους σχετιζόμενους παράγοντες.

 

Η υπόθεση διαμεσολαβητή: η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί διαμεσολαβητή στις σχέσεις ανάμεσα στους παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης ουσιών στην εφηβεία και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή;

Στη συνέχεια διερευνήσαμε τις έμμεσες επιδράσεις των παραγόντων κινδύνου (αλκοολισμός από τους γονείς, επίβλεψη από τη μητέρα και συμπεριφορές εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης) για τη χρήση ουσιών στις ακαδημαϊκές επιδόσεις μέσω των σταθερών και της ανάπτυξης της χρήσης αλκοόλ και ουσιών στην εφηβεία. Από τους παράγοντες ανάπτυξης της χρήσης ουσιών, βρέθηκε ότι η ανάπτυξη χρήσης ουσιών (αλλά όχι χρήσης αλκοόλ) αποτελούσε σημαντικό διαμεσολαβητή για τις επιδράσεις των συμπτωμάτων εξωτερίκευσης τη χρονική στιγμή 1 (έμμεση επίδραση =.0.09, SE=0.04, UCL=.0.002, LCL=.0.165), έτσι ώστε τα υψηλά επίπεδα συμπτωμάτων εξωτερίκευσης τη χρονική στιγμή 1, προέβλεπαν μεγαλύτερη ανάπτυξη της χρήσης ουσιών στην εφηβεία, η οποία με τη σειρά της μείωνε την πιθανότητα απόκτησης πτυχίου.

 

TABLE 3 HERE

Πίνακας 3 Παράγοντες πρόβλεψης ακαδημαϊκών επιδόσεων τη χρονική στιγμή 5.

 

*Οι συντελεστές είναι σημαντικοί P < 0.05; ** Οι συντελεστές είναι σημαντικοί P < 0.01; *** Οι συντελεστές είναι σημαντικοί P < 0.001.

 

 

Σχήμα 1 ΕΔΩ

Σχήμα 1

 

Πρόβλεψη απόκτησης πτυχίου από το κολέγιο βάσει των ακαδημαϊκών επιδόσεων στην εφηβεία, τις σταθερές χρήσης ουσιών και τους παράγοντες ανάπτυξης και τους παράγοντες που προϋπήρχαν της χρήσης ουσιών στην εφηβεία. Οι μη-σημαντικές πορείες, οι αφανείς επιβαρύνσεις του παράγοντα, οι εκτιμώμενοι μέσοι, οι υπόλοιπες διακυμάνσεις και συνδιακυμάνσεις μεταξύ των παραγόντων πρόβλεψης δεν εμφανίζονται για την καλύτερη απεικόνιση. Ότι είναι σημειωμένο με έντονα γράμματα υποδηλώνει σημαντικές επιδράσεις διαμεσολάβησης. Mon1=Χρονική Στιγμή 1 εποπτεία από τους γονείς, Mon2= Χρονική Στιγμή 2 εποπτεία από τους γονείς, Mon3= Χρονική Στιγμή 3 εποπτεία από τους γονείς

 

Οι επιδράσεις του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονιών και η ικανότητα ανάγνωσης: άμεσες και έμμεσες σχέσεις

Αν δεν αποτελεί βασικό στόχο της παρούσας έρευνας, συγκεντρώσαμε ενδιαφέροντα στοιχεία που τονίζουν το ρόλο του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονιών και της ακαδημαϊκής επιτυχίας στην εφηβεία με την πρόβλεψη της ακαδημαϊκής επιτυχίας στη νεαρή ενήλικη ζωή. Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα υψηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα των γονιών προέβλεπαν την ακαδημαϊκή επιτυχία στην εφηβεία, ωστόσο, η ακαδημαϊκή επιτυχία δεν σχετιζόταν με τη χρήση αλκοόλ και ουσιών στη διάρκεια της εφηβείας. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 3,  οι υψηλότερες ακαδημαϊκές επιτυχίες στην εφηβεία αυξάνουν την πιθανότητα φοίτησης στο κολέγιο και την απόκτηση τίτλου, σε όλα τα μοντέλα. Τέλος, οι διαμεσολαβητικές αναλύσεις έδειξαν πως η ικανότητα ανάγνωσης είχε διαμεσολαβητικό ρόλο για τις επιδράσεις του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονιών στη φοίτηση στο κολέγιο και στην απόκτηση πτυχίου. Το υψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο των γονιών σχετίστηκε με την αυξημένη ικανότητα ανάγνωσης στην εφηβεία, το οποίο οδήγησε σε περισσότερες πιθανότητες φοίτησης στο κολέγιο και απόκτησης πτυχίου (φοίτηση στο κολέγιο: έμμεση επίδραση από το μοντέλο για τη χρήση ουσιών=0.07, SE=0.02, UCL=0.11, LCL=0.04, έμμεση επίδραση από το μοντέλο για τη χρήση αλκοόλ=0.07, SE=0.02, UCL=0.11, LCL=0.04; απόκτηση πτυχίου: έμμεση επίδραση από το μοντέλο για τη χρήση ουσιών=0.06, SE=0.02, UCL=0.10, LCL=0.03, έμμεση επίδραση από το μοντέλο για τη χρήση αλκοόλ=0.06, SE=0.02, UCL=0.10, LCL=0.03).

 

Συζήτηση

Αυτή η μελέτη διερεύνησε τη σχέση ανάμεσα στη χρήση ουσιών στην εφηβεία και στις ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή, ελέγχοντας εάν η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί δείκτη ή μεσάζοντα ενός ευρέος φάσματος παραγόντων για χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή. Τα ευρήματα μας οδηγούν και προς τις δύο κατευθύνσεις, δείκτη και διαμεσολαβητή, και εντοπίζουν πολλούς τρόπους προς τις υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών προέβλεπε τόσο την επιδίωξη εισαγωγής στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα όσο και την απόκτηση του αντίστοιχου πτυχίου, αντανακλώντας τη διαγενεακή μεταβίβαση των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων. Οι έφηβοι με γονείς που έχουν υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο είναι πιο πιθανό να μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που εκτιμά, ενισχύει και παραδειγματίζει την ακαδημαϊκή εξέλιξη, έχουν τους οικονομικούς πόρους να παρέχουν την ευκαιρία για εκπαίδευση [14], ενώ έχουν επίσης σε ατομικό επίπεδο κληρονομικές διαφορές όσον αφορά τις ακαδημαϊκές ικανότητες. Έτσι, ένας βασικός δρόμος των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων στους νεαρούς ενηλίκους αντανακλά τη διαγενεακή μεταβίβαση των υψηλών ακαδημαϊκών επιτευγμάτων μέσω των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων της πρώιμης εφηβικής ηλικίας.

Το βασικό ερώτημα ήταν με ποιο τρόπο εντάσσεται η χρήση ουσιών στην εφηβεία με το ευρύτερο φάσμα συμπεριφορικών, οικογενειακών, γνωσιακών και αυτό-ρυθμιστικών επιδράσεων στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Τα αρχικά μοντέλα έδειξαν ότι μετά την προσαρμογή των επιδράσεων του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονιών και της ικανότητας ανάγνωσης στην εφηβεία, υπήρχαν σημαντικές επιδράσεις στα μέσα επίπεδα και την ανάπτυξη χρήσης ουσιών στην εφηβεία και για τη φοίτηση σε κολέγιο (για τη χρήση ουσιών) και την απόκτηση του σχετικού πτυχίου (για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών). Αυτά τα στοιχεία ταιριάζουν και με άλλες έρευνες [6,7]. Ωστόσο, οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών στην εφηβεία περιορίζονταν σημαντικά όταν οι προϋπάρχοντες παράγοντες κινδύνου εντάσσονταν στο μοντέλο. Έτσι, μέχρι κάποιο βαθμό, η χρήση ουσιών στην εφηβεία δείχνει να αποτελεί δείκτη ενός ευρύτερου συνόλου παραγόντων κινδύνου, καθώς εντοπίζει τους εφήβους που είναι σε κίνδυνο αλλά δεν ενέχει αιτιακό ρόλο. Τα ευρήματα αυτά είναι συναφή με αυτά των Fergusson & Horwood [8], που έδειξαν ότι οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών στα ψυχοκοινωνικά αποτελέσματα των εφήβων περιορίζονταν σημαντικά, όταν οι προϋπάρχοντες παράγοντες κινδύνου εντάσσονταν στο μοντέλο [24].

Αν και πολλές από τις επιδράσεις της χρήσης ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας στις ακαδημαϊκές επιδόσεις περιορίζονταν μετά τη συνεκτίμησή των παραγόντων κινδύνου που προϋπήρχαν, μια σημαντική σχέση διατηρήθηκε ανάμεσα στην ανάπτυξη στο χρόνο της χρήσης ουσιών στην εφηβεία και της επιτυχούς ολοκλήρωσης του κολεγίου. Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι η επιτάχυνση της χρήσης ουσιών στην εφηβεία δεν αποτελεί απλά δείκτη άλλων παραγόντων κινδύνου όσον αφορά την επίδρασή του στην ολοκλήρωση του κολεγίου. Η διάκριση, λοιπόν, ανάμεσα στα μέσα επίπεδα χρήσης και αλλαγής της χρήσης μέσα στο χρόνο είναι σημαντική για την κατανόηση των επιδράσεων της κατάχρησης ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας.

Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση της χρήσης ουσιών στην εφηβεία επηρέαζε σημαντικά τις επιδράσεις της συμπεριφοράς εξωτερίκευσης με στόχο την απόκτηση του πτυχίου. Οι Baumrind & Moselle [13] υποστήριξαν θεωρητικά ότι η χρήση ουσιών στην εφηβεία εμποδίζει την ανάπτυξη του αυτοελέγχου και των δεξιοτήτων αντιμετώπισης προβλημάτων. Οι έφηβοι με συμπεριφορές εξωτερίκευσης, που έχουν χαμηλά επίπεδα αυτοελέγχου, είναι επίσης πιο πιθανό να παρουσιάσουν κλιμάκωση στα επίπεδα χρήσης ουσιών, το οποίο μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη κοινωνικών και δεξιοτήτων συμπεριφοράς οι οποίες είναι απαραίτητες για την επιτυχή πορεία στην ανώτατη εκπαίδευση.

Αυτά τα αποτελέσματα για την κλιμάκωση της χρήσης στο χρόνο αφορούν τη χρήση ουσιών και όχι τη χρήση αλκοόλ, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις επιδράσεις της ανάπτυξης χρήσης αλκοόλ και χρήσης ουσιών στις ακαδημαϊκές επιδόσεις στη νεαρή ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, αυτό το εύρημα είναι πιθανό να αντανακλά μια διαφοροποίηση στην επικράτηση και μια σχετική παρέκκλιση της χρήσης αλκοόλ στην εφηβεία σε σύγκριση με τη χρήση παράνομων ουσιών [26]. Είναι γεγονός, ότι οι φοιτητές στο κολέγιο κάνουν χρήση αλκοόλ σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι οι ομότιμοί τους της ίδιας ηλικίας που δεν φοιτούν στο κολέγιο [47,48], όμως η χρήση παράνομων ουσιών (ιδιαίτερα ουσιών εκτός της μαριχουάνας) εμφανίζουν μεγαλύτερη επικράτηση μεταξύ των ομοτίμων που δεν φοιτούν στο κολέγιο από ό,τι στους φοιτητές κολεγίου [49]. Έτσι, οι έφηβοι που εμφανίζουν την κλιμάκωση αυτή στη χρήση παράνομων ουσιών μέσα στο χρόνο, μπορεί να αποτελέσουν μέρος ενός παρεκκλίνοντος δικτύου ομοτίμων οι αξίες και οι δραστηριότητες των οποίων δεν ταιριάζουν ιδιαίτερα με τις ακαδημαϊκές απαιτήσεις και το κοινωνικό περιβάλλον της ανώτατης εκπαίδευσης. Πράγματι, οι έφηβοι χρήστες ουσιών του δείγματός μας έκαναν την υψηλότερη χρήση αλκοόλ, κάτι που υποδηλώνει ότι ο τρόπος χρήσης ουσιών που υιοθετούσαν ήταν λιγότερο «φυσιολογικός», ιδιαίτερα για τους φοιτητές κολεγίου, και ότι οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών στην παρούσα μελέτη φαίνεται να εμπεριέχουν τη νοσηρότητα της χρήσης αλκοόλ και ουσιών. Επιπλέον, αυτά τα διαφοροποιημένα ευρήματα για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών μπορεί να αντανακλούν μικρότερο συμπεριφορικό έλεγχο ή έλλειψη αναστολών για τους εφήβους που κάνουν χρήση παράνομων ουσιών σε σύγκριση με αυτούς που κάνουν μόνο χρήση αλκοόλ [31,50].

Οι επιδράσεις της ανάπτυξης της χρήσης ουσιών στην εφηβεία αφορούσαν συγκεκριμένα την απόκτηση πτυχίου και όχι τόσο την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, άλλοι σημαντικοί παράγοντες για την απόκτηση πτυχίου (όπως είναι τα συμπτώματα εξωτερίκευσης) δεν συνδέθηκαν άμεσα με τη φοίτηση στο κολέγιο, κάτι το οποίο προβλέφθηκε μόνο από το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στην εφηβεία. Στην παρούσα μελέτη, η φοίτηση στο κολέγιο ορίζεται ως η υψηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα που έχει παρακολουθήσει κανείς και ορίζεται ως: «ξεκίνησα το κολέγιο ή περισσότερο». Αυτό μπορεί να αντανακλά ένα φάσμα πιθανοτήτων, από την πλήρη εγγραφή σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο υψηλών προδιαγραφών μέχρι την παρακολούθηση κάποιων μαθημάτων σε δημόσιο κολέγιο. Διαφορετικά ευρήματα, λοιπόν, μπορεί να βρεθούν εάν ο ορισμός του «κολεγίου» περιοριστεί σε κολέγια τετραετούς φοίτησης ή στους φοιτητές πλήρους φοίτησης. Ωστόσο, καθώς μόνο το 59,6% των φοιτητών στο κολέγιο ακολουθούν πλήρη φοίτηση [51], τα στοιχεία από το δείγμα στην κοινότητα μπορεί να δίνουν μια πιο ρεαλιστική εικόνα σχετικά με τη φύση παρακολούθησης του κολεγίου. Τα ευρήματά μας, μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επιλογή να συνεχίσει κάποιος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να επηρεάζεται πρωτίστως από εκπαιδευτικούς παράγοντες, ωστόσο η επιτυχία στο κολέγιο επηρεάζεται περισσότερο από παράγοντες που αφορούν τη συμπεριφορά. Πολλές μελέτες έχουν διερευνήσει ένα μόνο δείκτη για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις [3] ή συνεχείς μετρήσεις των ακαδημαϊκών επιδόσεων [7]. Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών μπορεί να μην είναι ίδιες για την παρακολούθηση σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα, επίσης τα εμπόδια για καλή επίδοση και αποφοίτηση από το λύκειο μάλλον διαφέρουν από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην ικανότητα για ακαδημαϊκά επιτεύγματα και την ολοκλήρωση του κολεγίου.

Τα ευρήματα από αυτή τη μελέτη τονίζουν τη σημασία να λαμβάνεται υπόψη ένα ευρύτερο φάσμα παραγόντων κινδύνου, όταν εξετάζονται οι επιδράσεις της χρήσης ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας στην ενήλικη ζωή. Η υπόθεση «δείκτης ή διαμεσολαβητής» έχει επίσης σημαντικές επιρροές για έρευνες γύρω από την πρόληψη. Για παράδειγμα, ένα μακροπρόθεσμο όφελος της επιτυχούς πρόληψης της χρήσης ουσιών μπορεί να είναι η αύξηση της πιθανότητας για απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου. Τα μοντέλα μας, ωστόσο, έχουν δείξει ότι η εστίαση στις συμπεριφορές εξωτερίκευσης κατά την εφηβεία μπορεί να έχει περισσότερα πλεονεκτήματα για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με μια ευρύτερη έννοια, η υπόθεση «δείκτης ή διαμεσολαβητής» μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να εντοπίσει με σαφήνεια ενδεχόμενους παράγοντες που επιδρούν, αλλά μπορούν να αλλάξουν, στους οποίους μπορεί κανείς να παρέμβει, μελετώντας τα αποτελέσματα των επικίνδυνων συμπεριφορών υπό το πρίσμα των εξελικτικών διαδικασιών που τις προκαλούν, παρέχοντας έτσι τον τρόπο αναγνώρισης των πιο πρόσφορων στόχων για παρέμβαση.

Παρά τα σημαντικά ευρήματα αυτής της μελέτης, υπάρχουν και αρκετοί περιορισμοί που θα έπρεπε να σημειωθούν. Καταρχήν, δεν έχουμε στοιχεία σχετικά με το είδος του κολεγίου που φοίτησαν οι συμμετέχοντες, ή τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν πάρει πτυχίο από το κολέγιο μέχρι τη χρονική στιγμή 5. Αυτό περιορίζει την ικανότητά μας να προβούμε σε ερμηνείες όσον αφορά την έλλειψη συσχέτισης ανάμεσα στη χρήση ουσιών και τη φοίτηση στο κολέγιο. Επιπλέον, εξετάσαμε την κατανάλωση αλκοόλ και τη χρήση ουσιών κι όχι τις συνέπειες ή τις διαταραχές από τη χρήση ουσιών, που μπορεί να συνδέονται άμεσα με την ακαδημαϊκή πορεία στο λύκειο και τη φοίτηση στο κολέγιο. Στο μοντέλο μας διερευνήσαμε μόνο ένα δείκτη της επιτυχίας στο σχολείο από νωρίς (την ικανότητα ανάγνωσης όπως μετρήθηκε από ένα τυπικό τεστ ανάγνωσης). Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να συμπεριλάβουν μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση της ακαδημαϊκής πορείας στο σχολείο, περιλαμβάνοντας στοιχεία όπως είναι οι αναφορές σχετικά με τη συμπεριφορά και οι βαθμοί.

Εν συντομία, βρέθηκε ότι η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί δείκτη ενός ευρύτερου φάσματος προβληματικών συμπεριφορών που περιορίζουν τις ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ενώ επηρεάζουν τη μετέπειτα επιλογή και επιτυχία στο κολέγιο. Ωστόσο, η ανάπτυξη της χρήσης ουσιών είχε συγκεκριμένες επιδράσεις στην απόκτηση του πτυχίου από το κολέγιο και ευθυνόταν μερικώς για τις επιδράσεις των συμπτωμάτων εξωτερίκευσης στην απόκτηση πτυχίου, υποδηλώνοντας ότι αυτοί οι έφηβοι των οποίων η χρήση ουσιών εμφανίζει ραγδαία εξέλιξη στην εφηβεία αντιμετωπίζουν επιπλέον κίνδυνο για κακές ακαδημαϊκές επιδόσεις λόγω της χρήσης παράνομων ουσιών.

 

Ευχαριστίες

Αυτή η μελέτη στηρίχθηκε από την επιχορήγηση αρ. DA05227 από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Ουσιών (NIDA), την επιχορήγηση αρ. AA16213 από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό (NIAAA), από την επιχορήγηση αρ. MH18387 από το Εθνικό Ινστιτούτο για την για την Ψυχική Υγεία (National Institute on Mental Health) και από ένα Εθνικό Ερευνητικό Βραβείο από τον NIDA στον Kevin M. King, επιχορήγηση αρ. DA019753. Ευχαριστούμε τις Pam Schwartz και Kate Morse για το συντονισμό της συλλογής των δεδομένων και τον David MacKinnon για τη συμβολή του στο στατιστικό μέρος της έρευνας.

ΣτΜ για τον τρόπο εισαγωγής των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη συγκεκριμένη χώρα

Παραπομπές

  1. Day J. C., Newburger E. C. The big payoff: educational attainment and synthetic estimates of work-life earnings. US Bureau of the Census, Current Population Reports, P23-210. Washington, DC: US Government Printing Office; 2002.
  2. Chassin L., Presson C. C., Sherman S. J., Edwards D. A. The natural history of cigarette smoking and young adult social roles. J Health Soc Behav 1992; 33: 328–47.
  3. Gotham H. J., Sher K. J., Wood P. K. Alcohol involvement and developmental task completion during young adulthood. J Stud Alcohol 2003; 64: 32–42.
  4. Lynskey M., Hall W. The effects of adolescent cannabis use on educational attainment: a review. Addiction 2000; 95: 1621–30.
  5. Register C. A., Williams D. R., Grimes P. W. Adolescent drug use and educational attainment. Educ Econ 2001; 9: 1–18.
  6. Brook J. S., Adams R. E., Balka E. B., Johnson E. Early adolescent marijuana use: risks for the transition to adulthood. Psychol Med 2002; 32: 79–91.
  7. Ellickson P. L., Martino S. C., Collins R. L. Marijuana use from adolescence to young adulthood: multiple developmental trajectories and their associated outcomes. Health Psychol 2004; 23: 299–307.
  8. Fergusson D. M., Horwood L. J. Early onset cannabis use and psychosocial adjustment in young adults. Addiction 1997; 92: 279–96.
  9. Hill K. G., White H. R., Chung I. J., Hawkins J. D., Catalano R. F. Early adult outcomes of adolescent binge drinking: person- and variable-centered analyses of binge drinking trajectories. Alcohol Clin Exp Res 2000; 24: 892–901.
  10. Macleod J., Oakes R., Copello A., Crome I., Egger M., Hickman M. et al. Psychological and social sequelae of cannabis and other illicit drug use by young people: a systematic review of longitudinal, general population studies. Lancet 2004; 363: 1579–88.
  11. Schuster C., O’Malley P. M., Bachman J. G., Johnston L. D., Schulenberg J. Adolescent marijuana use and adult occupational attainment: a longitudinal study from age 18–28. Subst Use Misuse 2001; 36: 997–1014.
  12. Newcomb M. D., Bentler P. M. Impact of adolescent drug use and social support on problems of young adults: a longitudinal study. J Abnorm Psychol 1988; 97: 64–75.
  13. Baumrind D., Moselle K. A. A developmental perspective on adolescent drug abuse. Adv Alcohol Subst Abuse 1985; 4: 41–67.
  14. Haveman R., Wolfe B. The determinants of children’s attainments: a review of methods and findings. J Econ Lit 1995; 33: 1829–78.
  15. Chassin L., Rogosch F., Barrera M. Substance use and symptomatology among adolescent children of alcoholics. J Abnorm Psychol 1991; 100: 449–63.
  16. Poon E., Ellis D. A., Fitzgerald H. E., Zucker R. A. Intellectual, cognitive, and academic performance among sons of alcoholics during the early school years: differences related to subtypes of familial alcoholism. Alcohol Clin Exp Res 2000; 24: 1020–7.
  17. Colder C. R., Campbell R. T., Ruel E., Richardson J. L., Flay B. R. A finite mixture model of growth trajectories of adolescent alcohol use: predictors and consequences. J Consult Clin Psychol 2002; 70: 976–85.
  18. Weissman M. M., Wolk S., Wickramaratne P., Goldstein R. B., Adams P., Greenwald S. et al. Children with prepubertal-onset major depressive disorder and anxiety grown up. Arch Gen Psychiatry 1999; 56: 794–801.
  19. Brook J. S., Newcomb M. D. Childhood aggression and unconventionality: impact on later academic achievement, drug use, and workforce involvement. J Genet Psychol 1995; 156: 393–410.
  20. Vander Stoep A., Weiss N. S., McKnight B., Beresford S., Cohen P. Which measure of adolescent psychiatric disorder—diagnosis, number of symptoms, or adaptive functioning—best predicts adverse young adult outcomes? J Epidemiol Commun Health 2002; 56: 56–65.
  21. Baumrind D. The influence of parenting style on adolescent competence and substance use. J Early Adolesc 1991; 11: 56–95.
  22. Dornbusch S. M., Ritter P. L., Leiderman P. H., Roberts D. F., Fraleigh M. J. The relation of parenting style to adolescent school performance. Child Dev 1987; 58: 1244–57.
  23. Jacobson K. C., Crockett L. J. Parental monitoring and adolescent adjustment: an ecological perspective. J Res Adolesc 2000; 10: 65–97.
  24. Jessor R., Chase J. A., Donovan J. E. Psychosocial correlates of marijuana use and problem drinking in a national sample of adolescents. Am J Public Health 1980; 70: 604–13.
  25. Krueger R. F., Hicks B. M., Patrick C. J., Carlson S. R., Iacono W. G., McGue M. Etiologic connections among substance dependence, antisocial behavior and personality: modeling the externalizing spectrum. J Abnorm Psychol 2002; 111: 411–24.
  26. Johnston L., O’Malley P., Bachman J., Schulenberg J. Monitoring the future: national survey results on drug use: overview of key findings, 2004. NIH Publication no. 05–5726. Bethesda, MD: National Institute on Drug Abuse; 2005.
  27. Jessor R., Jessor S. Problem behavior and psychosocial development: a longitudinal study of youth. New York: Academic Press; 1977.
  28. Chassin L., Pitts S. C., DeLucia C. The relation of adolescent substance use to young adult autonomy, positive activity involvement, and perceived competence. Dev Psychopathol 1999; 11: 915–32.
  29. Chassin L., Pillow D. R., Curran P. J., Molina B. S. G., Barrera M. Jr. Relation of parental alcoholism to early adolescent substance use: a test of three mediating mechanisms. J Abnorm Psychol 1993; 102: 3–17.
  30. Chassin L., Pitts S. C., DeLucia C., Todd M. A longitudinal study of children of alcoholics: predicting young adult substance use disorders, anxiety, and depression. J Abnorm Psychol 1999; 108: 106–19.
  31. Chassin L., Flora D., King K. M. Trajectories of alcohol and drug use and dependence from adolescence to adulthood: the effects of familial alcoholism and personality. J Abnorm Psychol 2004; 113: 483–98.
  32. Robins L. N., Helzer J. E., Croughan J., Ratcliff K. S. National Institute of Mental Health Diagnostic Interview Schedule: its history, characteristics, and validity. Arch Gen Psychiatry 1981; 38: 381–9.
  33. American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical manual of mental disorders, 3rd edn. Washington, DC: American Psychiatric Association; 1980.
  34. Chassin L., Barrera M., Bech K., Kossak-Fuller J. Recruiting a community sample of adolescent children of alcoholics: a comparison of three subject sources. J Stud Alcohol 1992; 53: 316–9.
  35. Helzer J. E., Pryzbeck T. R. The co-occurrence of alcoholism with other psychiatric disorders in the general population and its impact on treatment. J Stud Alcohol 1988; 49: 219– 24.
  36. Endicott J., Andreason N., Spitzer R. Family history diagnosis criteria. New York: Biometrics Research, New York Psychiatric Institute; 1975.
  37. Cuijpers I., Smit F. Assessing parental alcoholism: a comparison of the family history research diagnostic criteria versus a single-question method. Addict Behav 2001; 26: 741–8.
  38. Achenbach T. M., Edelbrock C. S. The classification of child psychopathology: a review and analysis of empirical efforts. Psychol Bull 1978; 85: 1275–301.
  39. Achenbach T. M., McConaughy S. H., Howell C. T. Child/ adolescent behavioral and emotional problems: implications of cross-informant correlations for situational specificity. Psychol Bull 1987; 101: 213–32.
  40. Jastak S., Wilkinson G. S. The Wide Range Achievement Test– revised: administration manual. Wilmington, DE: Jastak Associates; 2004.
  41. Curran P. J., Hussong A. M. The use of latent trajectory models in psychopathology research. J Abnorm Psychol 2003; 112: 526–44.
  42. Muthen B. O., Muthen L. K. Mplus user’s guide. Los Angeles: Author; 2004.
  43. Mackinnon D. P., Lockwood C. M., Hoffman J. M., West S. G., Sheets V. A comparison of methods to test mediation and other intervening variable effects. Psychol Meth 2002; 7: 83–104.
  44. MacKinnon D. P., Lockwood C. M., Williams J. Confidence limits for the indirect effect: distribution of the product and resampling methods. Multivariate Behav Res 2004; 39: 99– 128.
  45. Meeker W. Q. Cornwell L. W., Aroian L. A. Selected tables in mathematical statistics, vol. VII. The product of two normally distributed random variables. Providence, RI: American Mathematical Society; 1981.
  46. Sobel M. E. Asymptotic confidence intervals for indirect effects in structural equation models. In: Leinhard S., editor. Sociological methodology 1982. Washington, DC: American Sociological Association; 1982, p. 290–312.
  47. O’Malley P. M., Johnston L. D. Epidemiology of alcohol use among college students. J Stud Alcohol 2002; Suppl. 14: 23– 39.
  48. Schulenberg J., Maggs J. L. A developmental perspective on alcohol use and heavy drinking during adolescence and the transition to young adulthood. J Stud Alcohol 2002; Suppl. 14: 54–70.
  49. Johnston L. D., O’Malley P. M., Bachman J. G., Schulenberg J. E. Monitoring the Future National survey results on drug use, 1975–2004: II. College students and adults ages 19–45. NIH Publication no. 05–5728. Bethesda, MD: National Institute on Drug Abuse; 2005.
  50. McGue M., Slutske W., Iacono W. G. Personality and substance use disorders. II. Alcoholism versus drug use disorders. J Consult Clin Psychol 1999; 67: 394–404.
  51. National Center for Education Statistics. Enrollment in postsecondary institutions, Fall 2000, and financial statistics, fiscal year 2000. Publication no. 2002-212. Washington, DC: US Department of Education, Office of Educational Research and Improvement; 2002.