Για τον Griffith Edwards

 

Griffith Edwards (1928-2012)

Από τον Tom Babor

 DOI: https://doi.org/10.57160/XPHM3302

Ο Griffith Edwards έφυγε ήσυχα στις 13 Σεπτεμβρίου 2012, στο Νοσοκομείο Bexley στο Greenwich, σε ηλικία 83 ετών. Παλαιό μέλος του Βρετανικού Συλλόγου για τη Μελέτη των Εξαρτήσεων, υπήρξε ο εκδότης του σχετικού περιοδικού, Addiction, από το 1978 έως το 2003. Πριν τη συνταξιοδότησή του ήταν Καθηγητής σε Θέματα Εξαρτητικών Συμπεριφορών στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, στο Νοσοκομείο Maudsley του Λονδίνου (1979-1994), Διευθυντής της Μονάδας Ερευνών για τις Εξαρτήσεις (1967-1994) και Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου για τις Εξαρτήσεις, στου οποίου τη δημιουργία συνέβαλλε το 1991. Ο Griffith Edwards ήταν ένας εξαίρετος επιστήμονας, ένας σημαντικός μέντορας, ένας αφοσιωμένος θεραπευτής, ένας άνευ όρων φίλος, αλλά και μία διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα για την προσφορά του στη φύση, στα αίτια και στην πρόληψη της εξάρτησης. Ήταν αγαπητός από την οικογένεια και τους φίλους του, για τη ευρυμάθεια, το λέγειν αλλά και το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους.

Τα πρώτα χρόνια

Ο James Griffith Edwards γεννήθηκε στο Muktesa, της Ινδίας στις 3 Οκτωβρίου, 1928, όπου μετακόμισαν οι γονείς του, James και Constance, το 1923, λόγω της εργασίας του πατέρα του, ο οποίος ήταν κτηνίατρος βακτηριολόγος. Η οικογένεια Edwards επέστρεψε στην Ουαλία το 1929. Ο πατέρας του παρήγαγε το πρώτο ενεργό εμβόλιο για την πανώλη των βοοειδών. Αργότερα τιμήθηκε με το Τάγμα του Νείλου για τη δουλειά που έκανε στην Αίγυπτο, για την αντιμετώπιση μιας επιδημίας του ιού των βοοειδών. Μετά την αναχώρηση του πατέρα του το 1934, πέρασε τα πρώτα του χρόνια σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Χάμπσαϊρ χωρίς νερό, ηλεκτρικό ρεύμα ή κεντρική θέρμανση μέχρι το 1945. Η μητέρα του είχε αναλάβει την εκπαίδευσή του στο σπίτι μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Σε ηλικία 17 ετών κέρδισε μια σημαντική υποτροφία στα μαθηματικά, το County Major, και στα 18 κέρδισε μια θέση στο κολλέγιο Balliol της Οξφόρδης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά και στη φυσική αλλά σύντομα μεταπήδησε στην ιατρική. Το 1948 πέρασε τις προκαταρκτικές εξετάσεις αλλά μετά έφυγε για να υπηρετήσει την υποχρεωτική του θητεία, που τον έφερε γρήγορα στη σχολή εκπαίδευσης ανώτερων αξιωματικών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνειδητοποίησε έντονα το ρόλο των κοινωνικών τάξεων στη μεταπολεμική Αγγλία καθώς και την αμφισβήτηση του απέναντι σε μορφές εξουσίας. Επηρεασμένος από τη δέσμευση του πατέρα του στην επιστήμη αλλά και τον ανθρωπισμό της μητέρας του, όταν επέστρεψε στην Ιατρική Σχολή το 1949, επέλεξε να ειδικευτεί στην ψυχιατρική. Εκτός από τους σταθερούς φίλους που απέκτησε στο Balliol, επιλέχθηκε ως μέλος της ομάδας συζητήσεων του κολλεγίου, η οποία του πρόσφερε πολύτιμη εμπειρία για την μελλοντική του πορεία ως ικανό υποστηρικτή ή πολέμιο ιδεών. Το νοσοκομείο St. Bartholomew, το οποίο επέλεξε για την κλινική του πρακτική, του θύμισε ακόμη μια φορά την αποστροφή που έτρεφε για τις κοινωνικές διακρίσεις και τα πρόσωπα εξουσίας. Η «εικονοκλασία», που εκφράστηκε στα εκδοτικά του σημειώματα και ο σατυρικός τρόπος γραφής του στο περιοδικό του νοσοκομείου, του οποίου υπήρξε εκδότης για μια σύντομη περίοδο, τον άφησαν χωρίς δουλειά μετά την ολοκλήρωση της κλινικής του πρακτικής.

Μετά από αρκετές άνευ ενδιαφέροντος θέσεις σε διάφορα νοσοκομεία, που του προσφέρανε ωστόσο πολύτιμη εμπειρία στη γενική ιατρική, έγινε δεκτός για εκπαίδευση στην ψυχιατρική στο νοσοκομείο Maudsley, το οποίο τότε τελούσε υπό την ηγεσία του Aubrey Lewis. Τα πρώτα του χρόνια εκεί μπορούν να περιγραφούν ως επανάληψη των χρόνων του στο Balliol. Κάτι που σήμαινε επιστροφή στον κόσμο των ιδεών, της επιστήμης και της αναζήτησης απαντήσεων. Το Maudsley εκείνη την περίοδο αναδυόταν ως βάση της επιστήμης για τη σύγχρονη ψυχιατρική, ένας χώρος που αποτελούσε διεθνές κέντρο θεραπευτικής καινοτομίας, επιστημονικής δημιουργικότητας και νέου παραδείγματος στην κοινωνική ψυχιατρική. Γοητευμένος από την έρευνα και το γράψιμο, δημοσιεύει το 1960 το πρώτο του άρθρο (αναφορικά με την θεραπεία ύπνωσης για το άσθμα 1). Με μέντορες όπως ο D.L. Davies, σχεδιάζει μία από τις πρώτες συγκριτικές μελέτες για τη θεραπεία του αλκοολισμού σε ασθενείς εξωτερικής παρακολούθησης και νοσηλείας (2). Αργότερα θα περιέγραφε πως μαγνητίστηκε από τη μελέτη των εθισμών μέσω ενός συνδυασμού τύχης, καθοδήγησης, καθώς και της πρόκλησης για εφαρμογή της επιστήμης στη μελέτη ασθενών, τους οποίους ένιωθε ότι μπορούσε να κατανοήσει.

Η σταδιοδρομία του στο χώρο των ερευνών για τις εξαρτήσεις

Ακολούθησαν άλλα ερευνητικά προγράμματα με δημοσιεύσεις για τους αλκοολικούς στις φτωχογειτονιές καθώς και το διαισθητικό εύρημα ότι με τους αλκοολικούς οι απλές, εξατομικευμένες, δομημένες συμβουλές για διακοπή της κατανάλωσης αλκοόλ ήταν εξίσου αποτελεσματικές όσο και η εντατική θεραπεία. Με την εμφάνιση μιας επιδημίας ηρωίνης στους δρόμους του Λονδίνου γύρω στα μισά της δεκαετίας του ‘60 το Βρετανικό Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών (MRC) πείστηκε για την ανάγκη δημιουργίας μιας ερευνητικής μονάδας στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Maudsley. Ο Griffith θεωρήθηκε ως το ανερχόμενο αστέρι που θα μπορούσε να διευθύνει τις κλινικές και επιδημιολογικές έρευνες και να βοηθήσει στη δημιουργία καινοτόμων θεραπευτικών προγραμμάτων. Η χρηματοδότηση του MRC και η ισχυρής πειθώ του προσέλκυσαν έξυπνους νεαρούς επαγγελματίες από πολλές ειδικότητες, οι οποίοι ασχολούνταν με την έρευνα στο πλήρες φάσμα των εξαρτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του αλκοόλ, του καπνού και άλλων ναρκωτικών. Ταξίδεψε πολύ, παρατηρώντας με ποιο τρόπο οι διαφορετικές χώρες αντιμετώπιζαν την κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ και ανέπτυξε στενές σχέσεις με συναδέλφους από ολόκληρο τον κόσμο.

Οι έρευνές του διεύρυναν τα όρια της επιδημιολογίας, των κλινικών δοκιμών, των υπηρεσιών για την υγεία, της εθνογραφίας, της ιστορίας αλλά και της πολιτικής για την υγεία. Υπήρξε πρωτοπόρος όχι μόνο στο σχεδιασμό σημαντικών κλινικών πειραμάτων, αλλά και στην αναβάθμιση των ερευνών σε επίπεδο διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας και διεπιστημονικού ερευνητικού κέντρου. Του άρεσε να δουλεύει με ανθρώπους, ιδιαίτερα με ανθρώπους που έφεραν στο τραπέζι απλά ερωτήματα, νέες μεθόδους, δημιουργικές ερμηνείες αλλά και αμφισβήτηση.

Το άρθρο που δημοσίευσε το 1976 σε συνεργασία με τον Milton Gross (3) και το οποίο περιγράφει το Σύνδρομο Εξάρτησης από το Αλκοόλ έγινε ένα κλασικό θεωρητικό κείμενο σε έναν τομέα που αναζητούσε μια σαφή κλινική περιγραφή γύρω από την οποία να οργανώσει την έρευνα και την κλινική πρακτική του. Το κείμενο αυτό επαναπροσδιόρισε όλα όσα περικλείονταν προηγουμένως στον διφορούμενο ορισμό του αλκοολισμού, περιλαμβάνοντας ως βασικό πυρήνα τη δημιουργία μιας ακατανίκητης ανάγκης για κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ. Στοιχεία κλειδιά για το σύνδρομο εξάρτησης, τα οποία επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια και από άλλους κλινικούς και βιολόγους, περιελάμβαναν την περιορισμένη ικανότητα ελέγχου της κατανάλωσης αλκοόλ, τον καθορισμό της συμπεριφοράς που σχετίζεται με την χρήση αλκοόλ, τις νευρολογικές και γνωστικές αλλαγές, την υποκειμενική έντονη επιθυμία (λαχτάρα) για το αλκοόλ, την ανοχή στην επίδραση της ουσίας, τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του συνδρόμου στέρησης καθώς και την προτεραιότητα που δίνεται στην ουσία έναντι όλων των άλλων επιδιώξεων και απολαύσεων. Οι δημοσιεύσεις του Edwards σχετικά με το σύνδρομο εξάρτησης χρησιμοποιήθηκαν ως βάση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) για την 9η και 10η αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης των Ασθενειών (ICD), και ενσωματώθηκαν στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Ένωσης Αμερικανών Ψυχιάτρων για την έκδοση του Εγχειριδίου το 1987 και το 1994. Η έννοια συνδρόμου εξάρτησης εφαρμόστηκε επίσης σε άλλες εθιστικές ουσίες όπως η νικοτίνη, τα οπιούχα, η κοκαΐνη και τα κατασταλτικά-υπνωτικά. Η έννοια του συνδρόμου της εξάρτησης επηρέασε σημαντικά τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή, θεραπεύεται και προλαμβάνεται η εξάρτηση.

Δύο άλλα ιδιαίτερα σημαντικά άρθρα του Edwards δημιουργούν το έδαφος για μακρόχρονες κλινικές έρευνες από κοινωνικούς, συμπεριφοριστικούς και κλινικούς επιστήμονες στον αναδυόμενο τομέα της θεραπείας και της θεωρίας της εξάρτησης. Η πρώτη μελέτη (4) ήταν μια δοκιμή σε τυχαίο δείγμα που συνέκρινε τη θεραπεία εξωτερικής παρακολούθησης με τη σύντομη παρέμβαση συμβουλευτικής για τη διακοπή της κατανάλωσης αλκοόλ. Η μελέτη δημοσιεύτηκε σε ένα άρθρο στο περιοδικό Journal of Studies on Alcohol, το 1976, και οι δύο ομάδες παρουσίασαν παρόμοιες βελτιώσεις όσον αφορά στη νηφαλιότητα, ενώ οι αλκοολικοί που συμμετείχαν σε εντατική θεραπεία δεν είχαν καλύτερα αποτελέσματα από όσους συμμετείχαν σε παρέμβαση συμβουλευτικής. Η μελέτη επίσης έδειξε ότι δύο έτη μετά από την ολοκλήρωση της θεραπείας, τα άτομα που είχαν σοβαρότερη εξάρτηση από το αλκοόλ είχαν καλύτερα αποτελέσματα χάρη στην εντατικότερη παρέμβαση. Με αυτόν τον τρόπο παρακινήθηκε η πραγματοποίηση μιας σειράς μελετών για τη θεωρία του «συνδυασμού» (matching), που υποστήριζε ότι οι θεραπευόμενοι θα ωφελούνταν περισσότερο από θεραπείες οι οποίες «ανταποκρίνονταν» στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Σε μια παράξενη στροφή των ερευνών προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Edwards και ο συνεργάτης του στην στατιστική, Colin Taylor, (5) ανέλυσαν, αργότερα, επιπλέον στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει από τους ίδιους τους θεραπευόμενους. Τα στοιχεία αυτά έδειξαν ότι ενδεχομένως τα αρχικά συμπεράσματα για την ένταξη τους σε θεραπεία να ήταν λανθασμένα επειδή η επίδραση που παρατηρήθηκε δύο χρόνια μετά τη θεραπεία δεν εμφανίστηκε τον πρώτο χρόνο μετά τη θεραπεία. Η ειλικρινής αποδοχή των συγγραφέων για το ενδεχόμενο ενός πιθανού λανθασμένου συμπεράσματος στάθηκε προφητική. Πολλές από τις επόμενες μελέτες που ακολούθησαν δεν κατάφεραν να εξάγουν παρόμοια αποτελέσματα.

Σε ένα άλλο παράδειγμα της ακεραιότητάς του, ο Edwards επανεξέτασε μια ομάδα ατόμων με προβλήματα αλκοολισμού, που είχε μελετηθεί στο παρελθόν από το μέντορά του, τον ψυχίατρο D.L. Davies. Η αρχική μελέτη (6), που δημοσιεύθηκε το 1962, παρουσίαζε το διαισθητικό εύρημα ότι πολλά άτομα επέστρεψαν στη μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μετά από θεραπεία για την αντιμετώπιση σοβαρής εξάρτησης από το αλκοόλ. Τα συμπεράσματα του Edwards (7), που δημοσιεύθηκαν 23 έτη μετά τα αρχικά του Davies, έδειξαν ότι ο Davies είχε παραπλανηθεί πολύ από τους θεραπευόμενους και ότι κανένας τους δεν ήταν πιθανό να έχει επιστρέψει στη μέτρια κατανάλωση αλκοόλ.

Μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1994, η Μονάδα Ερευνών για τις Εξαρτήσεις είχε γίνει ένα από τα κορυφαία ερευνητικά κέντρα σε θέματα εξαρτήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είχε πλέον μετονομαστεί σε Εθνικό Κέντρο για τις Εξαρτήσεις κάτι που μαρτυρούσε τόσο την εμβέλεια της ερευνητικής ομάδας που είχε δημιουργήσει ο Griffith Edwards, όσο και τη διεθνή φήμη που είχε καταφέρει να αποκτήσει.

Εκδότης περιοδικού και Σύμβουλος του WHO

Ίσως επειδή και ο πατέρας του και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του υπήρξαν συντάκτες περιοδικών παρότι μερικής απασχόλησης, τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα του Griffith Edwards ήταν φυσικό να τον τραβήξουν προς τις επιστημονικές εκδόσεις. Το 1978 διορίστηκε συντάκτης του βρετανικού περιοδικού Addiction, [British Journal of Addiction] σε μία εποχή που τα γραφεία του περιοδικού αποτελούνταν από τρία κουτιά παπουτσιών που περιείχαν άρθρα αρκετών ετών που είχαν γίνει αποδεκτά αλλά παρέμεναν μέχρι εκείνη τη στιγμή αδημοσίευτα χειρόγραφα διαφόρων επιπέδων και ενδιαφερόντων. Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1884 και θεωρούνταν το παλαιότερο εξειδικευμένο περιοδικό σε θέματα εξαρτήσεων στον κόσμο. Ο Edwards ήταν υπερήφανος που αποτελούσε μέρος μιας ιστορικής κληρονομιάς που είχε στόχο την κατανόηση και αντιμετώπιση των εξαρτήσεων. Πέρασε μια ολόκληρη δεκαετία προσπαθώντας να βοηθήσει το περιοδικό να ανακτήσει το επιστημονικό και ακαδημαϊκό του κύρος. Το όραμά του για τον τομέα αποκρυσταλλώθηκε γύρω από το περιοδικό, χρησιμοποιώντας το ως μέσο αλλαγής που θα το έφτανε από τα τέσσερα στα δώδεκα τεύχη ετησίως. Διεύρυνε την Ομάδα Διοίκησης, έφτιαξε νέα γραφεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αυστραλία και δημιούργησε ένα δίκτυο με περισσότερους από 150 βοηθούς εκδοτών από 17 χώρες, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας αξιολόγησης των άρθρων. Μέχρι να παραδώσει ο Edwards την ευθύνη έκδοσης στον Robert West το 2004, το περιοδικό κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα σε 85 παρόμοιες εκδόσεις σε θέματα εξαρτήσεων, βάσει του αντίκτυπού του στον επιστημονικό τομέα. Επίσης, είχε φτάσει να αποτελεί φάρο επιστημονικών πορισμάτων, αντηχείο έντονων αντιπαραθέσεων, ενώ κατείχε ηγετική θέση στην προώθηση της επιστημονικής ακεραιότητας.

Παράλληλα με την προοδευτική του ενασχόληση με το περιοδικό, ο Edwards ανέπτυξε μια σταθερή σχέση με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το αρμόδιο τμήμα των Ηνωμένων Εθνών για τα παγκόσμια ζητήματα υγείας. Τα 30 έτη αφιλοκερδούς γνωμοδότησης τα οποία πρόσφερε, έφεραν κυριολεκτικά το θέμα των εξαρτήσεων στην ημερήσια διάταξη της προαγωγής της υγείας και της πρόληψης των ασθενειών σε διεθνές επίπεδο. Βοήθησε στην ανάπτυξη πρότυπων προγραμμάτων για την αντιμετώπιση του αλκοολισμού, τις επιδημίες ναρκωτικών και την αντιμετώπιση του HIV/AIDS σε εθνικό επίπεδο. Συνέβαλε στη συγγραφή πολλών σημαντικών δημοσιεύσεων του WHO, συμπεριλαμβανομένου του Alcohol Control Policies in Public Health Perspective το 1975 (8). Το αποκαλούμενο «πορφυρό βιβλίο» έχει χρησιμεύσει ως πρότυπο για την επιδημιολογική και πολιτική έρευνα για τον έλεγχο του προβλήματος του αλκοολισμού παγκοσμίως. Ήταν μια σημαντική επιρροή που βρισκόταν πίσω από τις επόμενες αναπροσαρμογές σημαντικών έργων της επιστημονικής βιβλιογραφίας όπως το Alcohol Policy and the Public Good (9) και το Alcohol: No Ordinary Commodity (10). Και τα δύο αυτά, ακολούθησαν το πρότυπο του «πορφυρού βιβλίου» με τη συνεργατική συγγραφή, το διεθνές εύρος και με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής.

Βραβεία, Διακρίσεις και Επιτεύγματα

Ένας παραγωγικός συγγραφέας, ο Edwards υπέγραψε ή συν-υπέγραψε περισσότερα από 300 επιστημονικά άρθρα, 40 βιβλία και πολυάριθμες εκθέσεις και συντακτικά σημειώματα. Εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να είναι ένας από τους πιο συχνά αναφερόμενους συγγραφείς στον τομέα της επιστήμης των εξαρτήσεων. Ο Edwards δεν συνέβαλε απλώς στη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου για τις Εξαρτήσεις στη Βρετανία, υπήρξε επίσης η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία της Διεθνούς Επιτροπής των Εκδοτών Περιοδικών για τις Εξαρτήσεις (ISAJE), στην οποία σήμερα εκπροσωπούνται περισσότερα από 35 περιοδικά του χώρου. Μετά τη συνταξιοδότηση του υπέγραψε ή συνυπέγραψε αρκετά βιβλία για το ευρύ κοινό (11), καθώς επίσης και μια ιστορική ανάλυση του Thomas Trotter, μιας σημαντικής προσωπικότητας στο χώρο της μελέτης του αλκοολισμού του 19ου αιώνα (12). Επίσης, λίγο πριν το θάνατό του, κατάφερε να ολοκληρώσει και ένα μυθιστόρημα.

Υπήρξε αποδέκτης πολυάριθμων πανεπιστημιακών υποτροφιών. Τα μετέπειτα ακαδημαϊκά βραβεία του περιελάμβαναν το Jellinek Memorial Prize για τη συνεισφορά του στις έρευνες για το αλκοόλ σε διεθνές επίπεδο (1981), το Evian Ηealth Prize (1986), το Nathan Beddy Gold Medal για τις διεθνείς έρευνες για την κατάχρηση ουσιών, που του απονεμήθηκε από το αμερικανικό κολλέγιο για τα προβλήματα της εξάρτησης από τα ναρκωτικά στις ΗΠΑ (1986) και το βραβείο Auguste Forrell για τις ευρωπαϊκές έρευνες για το αλκοόλ (1998). Το 1987 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Διοικητή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (C.B.E.) για τις υπηρεσίες του στις Κοινωνικές Επιστήμες και στην Ιατρική.

Οικογένεια, φίλοι και θεραπευόμενοι

Σημείο ορόσημο στην προσωπική ζωή του Edwards υπήρξε το 1981 ο γάμος του με τη Susan Stables. Η οικογενειακή ζωή στην οικία επί της οδού Crooms Hill, 32 στο Greenwich περιστρεφόταν γύρω από το αμοιβαίο ενδιαφέρον τους για τα βιβλία, τη μουσική, την τέχνη, την καλή συζήτηση και το καλό κρασί. Συχνές ήταν οι συγκεντρώσεις φίλων, γειτόνων και συγγενών. Το βιβλίο επισκεπτών στην είσοδο του σπιτιού αποτελεί μαρτυρία για την εκτενή λίστα ανθρώπων που περνούσαν από το σπίτι, όπου συχνά διανυκτέρευαν επισκέπτες από ολόκληρο τον κόσμο. Το καθιστικό της οικογένειας Edwards θύμιζε πολύ τα αντίστοιχα σαλόνια του 17ου αιώνα, με διακριτικές συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου, και συζητήσεις για την πολιτική των εξαρτήσεων μεταξύ των καλεσμένων. Ο Griffith Edwards δεν παθιαζόταν μόνο για την οικογένεια, τους φίλους και την επιστήμη των εξαρτήσεων, συχνά έβαζε και τους ασθενείς του στο προσκήνιο με ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για την αστάθεια της ανθρώπινης φύσης.

Τον χαιρετούν η γυναίκα του Susan, ο γιος του Daniel, η κόρη του Rose, η νύφη του Laurence και η εγγονή του, Constance. Ο Dan και η Rose είναι παιδιά του από τον προηγούμενο γάμο του με την Evelyn Morrison.

Παραπομπές

  1. Edwards, G. (1960) Hypnotic treatment of asthma: real and illusory results. British Medical Journal 2, 492-499.
  2. Edwards, G. and Guthrie, S. (1967) A controlled trial of in-patient and outpatient treatment of alcohol dependency. Lancet 1, 555-59.
  3. Edwards, G. and Gross, M.M. (1976) Alcohol dependence: provisional description of a clinical syndrome. British Medical Journal 1, 1058-1061.
  4. Edwards G., Orford J., Egert S., Guthrie S., Hawker A., Hensman C., Mitcheson M., Oppenheimer, E. and Taylor, C. (1977) Alcoholism. A controlled trial of “treatment” and “advice”. Journal of Studies on Alcohol 38, 1004-1031.
  5. Edwards, G., Oppenheimer, E. and Taylor, C. (1992) Hearing the noise in the system. Exploration of textual analysis as a method for studying change in drinking behaviour. British Journal of Addiction 87, 73-81.
  6. Davies, D.L. (1962). Normal drinking in recovered alcohol addicts. Quarterly Journal of Studies on Alcohol, 23, 94-104.
  7. Edwards, G. (1985) A later follow-up of a classic case series: D.L. Davies’s 1962 report and its significance for the present. Journal of Studies on Alcohol 46, 181-190.
  8. Bruun, K., Edwards, G., Lumio, M., Mäkelä, K., Pan, L., Popham, R., Room, R., Schmidt, W., Skog, Ø.J., Sulkunen, P. & Österberg, E. (1975) Alcohol Control Policies In Public Health Perspective. Helsinki: Finnish Foundation for Alcohol Studies.
  9. Edwards, G., Anderson, P., Babor, T.F., Casswell, S., Ferrence, R., Giesbrecht, N., Godfrey, C., Holder, H.D., Lemmens, P., Mäkelä, K., Midanik, L.T., Norström, T., Österberg, E., Romelsjö, A., Room, R., Simpura, J. &Skog, O-J (1994) Alcohol Policy and the Public Good. Oxford University Press, Oxford.
  10. Babor, T.F., Caetano, R., Casswell, S., Edwards, G., Giesbrecht, N., Graham, K., Grube, J., Gruenewald, P., Hill, L., Holder, H., Homel, R., Österberg, E., Rehm, J., Room, R., Rossow, I. (2003) Alcohol: No Ordinary Commodity – Research and public policy. Oxford and London: Oxford University Press.
  11. Edwards, G. (2000) Alcohol: The Ambiguous Molecule. London, Penguin Books. Published 2002 in US by Thomas Dunne Books as Alcohol, the World’s Favourite Drug.
  12. Vale B. and Edwards G. (2010) Physician to the Fleet: The Life and Times of Thomas Trotter, 1760–1832. Woodbridge UK: Boydell & Brewer.