Αυτοαντίληψη-Αυτοεκτίμηση γονέων ενήλικων κρατούμενων χρηστών

 

Αναστασία Βλαχογεωργάκη, Κοινωνιολόγος, Υπεύθυνη Κέντρου Οικογενειακής Υποστήριξης του ΚΠΠ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΚΕΘΕΑ

DOI: https://doi.org/10.57160/HEPG7068

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο ρόλος της οικογένειας στη χρήση ουσιών καθώς και στη διαδικασία απεξάρτησης έχει μελετηθεί και έχει αξιολογηθεί ως καθοριστικός. Πολλές έρευνες έχουν αποδείξει την κεντρικής σημασίας επίδραση της δυναμικής της οικογένειας στην ανάπτυξη συμπεριφορών εξάρτησης και παραβατικότητας από τα νεαρά μέλη της. Το φαινόμενο της εξάρτησης είναι πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο, με τραγικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της ζωής των εξαρτημένων και των οικογενειών τους.

Συνήθης συνέπεια της χρήσης ουσιών και του τρόπου ζωής που «εξαναγκάζεται» να κάνει ο χρήστης είναι η σχεδόν αναπόφευκτη εμπλοκή με το νόμο. Μοιραία όμως και αρκετά συχνά αυτή η εμπλοκή έχει ως κατάληξη τον εγκλεισμό.

Σκοπός αυτής της ποιοτικής έρευνας είναι να εξετάσει την επίδραση που έχει ο εγκλεισμός του χρήστη στην οικογένειά του. Η έρευνα εστιάζει στον τρόπο που οι ίδιοι οι γονείς αξιολογούν τον εαυτό τους, στους ρόλους που έχουν κεντρική σημασία για τη ζωή τους, όπως ο ρόλος του γονιού, του συζύγου, του εργαζόμενου καθώς και του ανθρώπου μέσα σε ένα πλέγμα κοινωνικών, φιλικών και συγγενικών σχέσεων. Παράλληλα η έρευνα μελετά τις διαχρονικές αντιλήψεις, σκέψεις και συναισθήματα για θέματα που σχετίζονται με τη φυλακή και τη χρήση ουσιών. Τέλος, οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναδεικνύουν τα συναισθήματα και τις προσδοκίες που είχαν κατά την πρώτη τους επαφή με το Κέντρο Οικογενειακής Υποστήριξης του Θεραπευτικού Προγράμματος στο οποίο συμμετέχουν.

Στην έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά οκτώ άτομα (πέντε γυναίκες και τρεις άνδρες), μέλη του Κέντρου Οικογενειακής Υποστήριξης του Θεραπευτικού Προγράμματος

«ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ». Όλοι οι συμμετέχοντες είναι γονείς ενηλίκων χρηστών, τα παιδιά των οποίων, κατά την περίοδο που διεξήχθη η έρευνα, ήταν κρατούμενοι σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα, για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών. Το μέγεθος της μελέτης δεν επιτρέπει γενικεύσεις σε σχέση με τα αποτελέσματα και εδώ χρειάζεται να τονιστεί ο τοπικός και ενδεικτικός χαρακτήρας της.

Ως μεθοδολογικό εργαλείο επιλέχτηκε η Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη (Focus Group), η οποία αποτελεί «μία τεχνική που προέρχεται από την ομαδική θεραπεία […] η οποία θεωρήθηκε κατάλληλη για εφαρμογή στη διερεύνηση ειδικών κοινωνικών ομάδων…Η έμφαση δίνεται στην ομάδα, στην αλληλεπίδραση των μελών της καθώς και στις δυναμικές αλληλεπίδρασης, που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της συνάντησης» (Πουλόπουλος X. και Τσιμπουκλή A., 1995).

Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν τον καταλυτικό τρόπο με τον οποίο επιδρά ο εγκλεισμός του χρήστη στην αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση των γονιών. Όπως ειπώθηκε από τους ίδιους τους γονείς, αισθάνονται ότι το ποινικό σύστημα, αλλά και η κοινωνία στο σύνολό της, τους θεωρεί ενόχους και υπεύθυνους για ό,τι έχει συμβεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, οι γονείς νιώθουν ότι, μεγεθύνοντας η κοινωνία τη δική τους ενοχή, τους τιμωρεί πιο σκληρά ακόμη και από τους ίδιους τους έγκλειστους, τοποθετώντας τους στο περιθώριο και στην απομόνωση και πολλαπλασιάζοντας έτσι τα ήδη σοβαρά, λόγω της εξάρτησης, προβλήματά τους.

Επίσης, αυτό που διαφαίνεται από την έρευνα είναι ο σοβαρός κλονισμός που έχει υποστεί η ψυχική υγεία ορισμένων, με έντονα τα καταθλιπτικά στοιχεία σε μια κρίσιμη φάση της ζωής τους όπως είναι η μέση ηλικία.

Επομένως είναι σημαντική η ύπαρξη ενός θεραπευτικού πλαισίου που δεν τους θεωρεί απλώς το «μέσον» για την επιτυχημένη θεραπευτική πορεία του έγκλειστου χρήστη, αλλά εστιάζει στις δικές τους ανάγκες και τους στηρίζει στην δαιδαλώδη πορεία τους να αποφύγουν τη συντριβή και την «απόγνωση» (Eriksson, 1963,1968) και να ανακτήσουν την αυτοαξία τους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΣΗ

«Η εγκατάσταση της εξάρτησης προϋποθέτει τη συνάντηση μιας προσωπικότητας ελλειμματικής και ευάλωτης με μια ψυχοτρόπο ουσία. Η συνάντηση αυτή διαμεσολαβείται πάντα και από την κρίση της συγκεκριμένης οικογένειας στην οποία ανήκει ο εξαρτημένος» (Κ.Μάτσα, 2000).

«Ο ρόλος των γονέων τόσο στη χρήση τοξικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ, όσο και στην πρόληψη και στην απεξάρτηση, είναι καθοριστικός, καθώς σήμερα έχει αποδειχθεί ότι οι πιθανότητες ανάπτυξης μιας συμπεριφοράς που σχετίζεται με τη χρήση ουσιών αυξάνονται μέσα από διαδικασίες μάθησης και μίμησης των προτύπων της οικογένειας. Η οικογένεια ως ο πρωταρχικός παράγοντας κοινωνικοποίησης επιδρά στη στάση και στη συμπεριφορά των νέων μελών της έμμεσα ή άμεσα, καθώς τα μέλη της βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση» (Πουλόπουλος Χ. 1997).

Ποιά είναι αυτή η οικογένεια, ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της που μεσολαβούν στην ανάπτυξη ουσιοεξάρτησης σε κάποιο από τα μέλη της;

Πολλές μελέτες έχουν δεχθεί την ύπαρξη κάποιων κοινών χαρακτηριστικών τα οποία, παρότι δεν μπορούν να ορίσουν και να τεκμηριώσουν την ύπαρξη μιας «τοξικογενούς οικογένειας», ωστόσο συναντιόνται με ιδιαίτερη συχνότητα και ένταση σε αυτές τις οικογένειες.

Έτσι, μπορούμε συνοπτικά να αναφέρουμε τα εξής: «Οι δύσκολες σχέσεις των γονιών με τις ανεπίλυτες συγκρούσεις, η σύγχυση των ρόλων, η ελλιπής και χαοτική επικοινωνία, η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, οι διαγενεακοί συνασπισμοί, η απουσία ενός σταθερού συστήματος οριοθέτησης και διαπαιδαγώγησης, η έκπτωση της πατρικής λειτουργίας, η υπερεμπλοκή της μητέρας, η βία στους κόλπους της οικογένειας, η πιθανή χρήση νόμιμων ή και παράνομων ουσιών από τους γονείς» (Stanton, Todd and Associates, 1992), δημιουργούν τους όρους εκείνους, ώστε μια ευάλωτη προσωπικότητα να έχει μεγάλες πιθανότητες να εξαρτηθεί από μία ουσία, στην προσπάθεια για να μπορέσει, σε μια απελπισμένη και ανεπιτυχή προσπάθεια, να συνδέσει όσα σκόρπια και ασύνδετα δεν μπόρεσε να συνδέσει μέσα στους κόλπους της οικογένειας. «Αυτή όμως η οικογένεια γίνεται δυσλειτουργική μέσα σε όρους γενικότερης κοινωνικής παρακμής και κρίσης. Συμπυκνώνει μέσα της, με τεράστιο συναισθηματικό κόστος, τη δυσλειτουργία της ίδιας της κοινωνίας» (Κ.Μάτσα, 2000).

ΣΚΟΠΟΣ

Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, τους σημαντικούς ρόλους τους, οι γονείς των κρατουμένων χρηστών. Η διερεύνηση των αντιλήψεων της συγκεκριμένης ομάδας σε θέματα που σχετίζονται με τη χρήση και τη φυλάκιση αποτελεί έναν επιπλέον στόχο.

Οι υπό μελέτη τομείς που έχουν επιλεγεί από την ερευνήτρια ως κεντρικοί, αποτελούν βασικές πτυχές του εαυτού των ατόμων, έτσι όπως αναδείχθηκαν μέσα από τις εβδομαδιαίες συναντήσεις της ομάδας υποστήριξης στην οποία συμμετείχαν, και η σπουδαιότητα που οι ίδιοι οι συμμετέχοντες δίνουν σε αυτούς τους τομείς. «Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν την άποψη ότι η αυτοαντίληψη είναι μια πολυδιάστατη έννοια που περιλαμβάνει μια γενική αλλά και πολλές επιμέρους εικόνες του εαυτού. Ένα από τα τελευταία μοντέλα που έχουν προταθεί είναι το ιεραρχικό, το οποίο υποστηρίζει ότι οι επιμέρους εικόνες του εαυτού είναι ιεραρχικά και εξελικτικά ταξινομημένες Shavelson & al., (1976) Marsh, (1987) Η ιεραρχική διάταξη γίνεται με βάση τη σπουδαιότητα και τον κεντρικό ρόλο που έχουν οι επιμέρους εικόνες στην σύνθεση της προσωπικότητας» (Λεονταρή, 1998). Οι τομείς αυτοί σχετίζονται με ρόλους και σχέσεις: γονιός, σύζυγος, επαγγελματίας, φίλος, καθώς και το πώς τα άτομα καθρεφτίζονται μέσα στα μάτια των σημαντικών άλλων: φίλων, συγγενών και της «κοινωνίας ολόκληρης», όπως ειπώθηκε τελικά από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Δεν είναι ούτε στους στόχους ούτε στις δυνατότητες της παρούσας έρευνας η διερεύνηση του συνόλου των παραμέτρων που απαρτίζουν την πολυδιάστατη έννοια της αυτοαντίληψης.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν οκτώ άτομα, πέντε γυναίκες και τρεις άνδρες, μέλη μιας ομάδας γονέων του Κέντρου Οικογενειακής Υποστήριξης Θεραπευτικού Προγράμματος «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» του ΚΕ.Θ.Ε.Α., στο πλαίσιο του Σωφρονιστικού Συστήματος. Στην ομάδα αυτή που ξεκίνησε την λειτουργία της το Μάρτιο του 2003, συμμετέχουν γονείς κρατουμένων χρηστών.

Στόχος της ομάδας αυτής είναι η ψυχολογική υποστήριξη, η πληροφόρηση και η εκπαίδευση γονέων, που τα ενήλικα παιδιά τους αντιμετωπίζουν το σύνθετο πρόβλημα της εξάρτησης και του εγκλεισμού σε κάποιο από τα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών ή/και παραβάσεις που σχετίζονται με την εξάρτηση (κλοπές κ.ά.).

Οι περισσότεροι (πέντε) συμμετέχοντες προσέγγιζαν για πρώτη φορά κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης με αφορμή τον εγκλεισμό του χρήστη. Αυτό συνέβη, όπως οι ίδιοι έχουν πει, γιατί τρεις από αυτούς έμαθαν ότι το παιδί τους έκανε χρήση με αφορμή τον εγκλεισμό του, ενώ οι υπόλοιποι δύο γνώριζαν ότι το παιδί τους έκανε «μόνο» χρήση κάνναβης «χασίς», αλλά δεν το θεωρούσαν κάτι πολύ σοβαρό. Οι υπόλοιποι (τρεις) από τους συμμετέχοντες παρακολουθούσαν τουλάχιστον για τέσσερα χρόνια διαφορετικά θεραπευτικά προγράμματα.

Οι εφτά από τους συμμετέχοντες είχαν αγόρια ηλικίας 21-30 ετών και ένας γονέας μία κόρη 24 ετών. Οι πέντε από τους οκτώ γονείς ζούσαν μαζί με τους χρήστες, πριν αυτοί συλληφθούν.

Η συμμετοχή στην έρευνα ήταν εθελοντική. Δεν τέθηκαν ιδιαίτερα κριτήρια ομοιογένειας, εκτός από αυτό της συμμετοχής τους στην ομάδα γονέων, κρατουμένων-χρηστών.

Οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν αναλυτικά για το σκοπό, τη μεθοδολογία καθώς και τη διαδικασία διεξαγωγής των συναντήσεων. Έγινε σαφές ότι θα τηρηθεί το απόρρητο των πληροφοριών και η ανωνυμία των συμμετεχόντων, καθώς και ότι θα καταστραφούν οι κασέτες με το περιεχόμενο των συζητήσεων μετά το πέρας της ανάλυσης.

ΚΟΙΝΩΝΙΟΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων είχαν συλλεγεί κατά την πρώτη τους ατομική συνέντευξη στο Κέντρο Οικογενειακής Υποστήριξης. Τα στοιχεία που προέκυψαν από τα ερωτηματολόγια ήταν τα εξής:

Η ηλικία των συμμετεχόντων κυμαινόταν από τα 49 έως τα 63 έτη. Ο Μ.Ο. ηλικίας για τις γυναίκες ήταν τα 55,3. Ο Μ.Ο ηλικίας για τους άνδρες ήταν τα 57,6 έτη.

Το μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων είχε ως εξής: τέσσερα άτομα πανεπιστημιακού επιπέδου (δύο άνδρες και δύο γυναίκες) ένας απόφοιτος μέσης εκπαίδευσης (γυναίκα), δύο απόφοιτοι δημοτικού (ένας άνδρας και μία γυναίκα) και μία γυναίκα που είχε πάει μέχρι την τρίτη δημοτικού.

Εκπαιδευτικό επίπεδο Άνδρες Γυναίκες Σύνολο
Αναλφάβητος       –       1      1
Δημοτικό       1       1      2
Μέση εκπαίδευση        –       1      1
Πανεπιστήμιο       2       2      4
Σύνολο       3       5      8

Φάνηκε να υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στο μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων. Αυτή η διαφοροποίηση ήταν όμως αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό και της ομάδας υποστήριξης, από την οποία προέρχονταν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

Διαφορές υπήρχαν και ως προς την επαγγελματική απασχόληση των συμμετεχόντων. Τα επαγγέλματα που αναφέρθηκαν ήταν: αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός, νοικοκυρά, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης, απόστρατος αξιωματικός, δύο δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτρια.

Οι συμμετέχοντες παρουσίαζαν αρκετά μεγάλη διαφοροποίηση όσον αφορά στην παρούσα οικογενειακή τους κατάσταση: Ορισμένοι βρίσκονταν σε δεύτερο γάμο με παιδιά και από τον πρώτο και από τον δεύτερο γάμο. Άλλοι βρίσκονταν σε πρώτο γάμο ή με συντρόφους που είχαν ήδη παιδιά και άλλοι ήταν διαζευγμένοι.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε η ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη (focus group), «…η οποία προήλθε από την ψυχοθεραπεία (Bellenger κ.ά. 1976) χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην ποιοτική έρευνα αγοράς, αλλά θεωρήθηκε κατάλληλη για εφαρμογή στη διερεύνηση ειδικών και ευαίσθητων κοινωνικών θεμάτων. Η ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη αναπτύχθηκε από την αναγκαιότητα κατανόησης των κοινωνικών φαινομένων μέσα από την ανάλυση ποιοτικών στοιχείων, τα οποία αδυνατούσε να ερμηνεύσει η παραδοσιακή έρευνα» (Πουλόπουλος Χ. και Τσιμπουκλή Α., 1995).

Ο λόγος που επιλέχτηκε το συγκεκριμένο μεθοδολογικό εργαλείο ήταν η δυνατότητα που δίνει στους συμμετέχοντες να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις σε ένα κρίσιμο και ευαίσθητο ζήτημα, χωρίς τους περιορισμούς της δομής ενός κλειστού ερωτηματολογίου. Επίσης, η μέθοδος αυτή λαμβάνει υπόψη της και αξιοποιεί τη συναισθηματική κατάσταση των συμμετεχόντων, καθώς και τη δυναμική της ομάδας και τη μη λεκτική επικοινωνία, η οποία λόγω της ιδιαιτερότητας του θέματος αναμενόταν να είναι εξαιρετικά φορτισμένη. H ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη δίνει τη δυνατότητα να αποτυπωθεί ο προσωπικός, ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε ένας από τους συμμετέχοντες βιώνει την κατάσταση του εγκλεισμού του παιδιού του και αναδεικνύει πώς αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει την αυτοαξιολόγηση κάθε γονέα και την προσωπική του ιστορία στον παρόντα χρόνο. Στην ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη ακόμη και οι πιο ακραίες ή ιδιαίτερες απόψεις έχουν σημασία και χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη.

«Όλη η γνώση κατασκευάζεται μέσα στην κοινωνία, (κονστρουκτιβισμός) δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη και αποτελείται από το περιεχόμενο όσων δημιουργούν και εκφράζουν τα άτομα. Οι άνθρωποι δημιουργούν τη γνώση από την αλληλεπίδραση μεταξύ της γνώσης που έχουν ήδη αποκτήσει  ή των πιστεύω τους και των νέων ιδεών ή καταστάσεων που αντιμετωπίζουν. Τα άτομα βγάζουν το δικό τους νόημα από την εμπειρία τους. Η γνώση και η πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενικές, προσωρινές και προσωπικές» (Ιατρίδης, 2005).

Η ανάλυση των δεδομένων έγινε μετά την απομαγνητοφώνηση με τη μέθοδο ανάλυσης περιεχομένου. Πραγματοποιήθηκαν δύο ομαδικές συνεντεύξεις, διάρκειας μιας ώρας και τριάντα λεπτών η κάθε μία, με χρονική απόσταση μίας εβδομάδας μεταξύ τους, το Μάιο του 2004.

Οι ερωτήσεις ήταν ανοιχτές και αφορούσαν τους ρόλους των γονέων των φυλακισμένων χρηστών ως συζυγών, επαγγελματιών, γονέων και ως προς τις σχέσεις τους με το φιλικό ή συγγενικό τους περιβάλλον καθώς και στο πώς πιστεύουν ότι τους βλέπουν οι άλλοι. Οι ρόλοι αυτοί διερευνήθηκαν σε σχέση με το παρελθόν, πριν δηλαδή αποκαλυφθεί η χρήση του παιδιού τους, και με το παρόν, μετά τη φυλάκισή του. Παράλληλα τέθηκαν ερωτήματα που αφορούσαν τις στάσεις, τις αντιλήψεις τους και τα συναισθήματά τους για έννοιες όπως: «χρήστης», «φυλακή», «οικογένεια φυλακισμένων», «πρόγραμμα υποστήριξης».

Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στο χώρο που στεγάζονται οι Μονάδες του Κέντρου Πολλαπλής Παρέμβασης «ΕΞΕΛΙΞΙΣ» του ΚΕ.Θ.Ε.Α. Χώρος οικείος στους συμμετέχοντες, καθώς αποτελεί και το χώρο που συγκεντρώνεται μία φορά την εβδομάδα η ομάδα υποστήριξης της οποίας αποτελούν μέλη.

Για την καταγραφή των συζητήσεων χρησιμοποιήθηκε ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, από το οποίο στη συνέχεια έγιναν και οι απομαγνητοφωνήσεις.

Μαζί με την ερευνήτρια, κατά τη διάρκεια και των δύο ομάδων, ήταν παρούσα και η βοηθός-ερευνητή με στόχο την καταγραφή των σημειώσεων, οι οποίες αξιοποιήθηκαν στην ανάλυση για τη μη λεκτική επικοινωνία.

Δυνατό σημείο αλλά και «Αχίλλειος Πτέρνα» της διαδικασίας ήταν η οικειότητα που είχε ήδη αποκτηθεί μεταξύ των συμμετεχόντων, λόγω της κοινής παρακολούθησης της ομάδας υποστήριξης για, τουλάχιστον, τέσσερις μήνες. Επίσης, η ερευνήτρια ήταν παράλληλα και η συντονίστρια της ομάδας υποστήριξης, με αποτέλεσμα ο διπλός ρόλος να επηρεάζει την αντικειμενικότητά της.

Το θετικό της προϋπάρχουσας σχέσης ήταν ότι οι συμμετέχοντες ήταν εξοικειωμένοι με την έκφραση προσωπικών τους ζητημάτων, υπήρχε εμπιστοσύνη και ένοιωθαν άνετα μεταξύ τους, παρόλο που το θέμα της έρευνας ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο και έθιγε βαθύτερες πτυχές της ύπαρξής τους.

Ακριβώς αυτή η προηγούμενη σχέση ήταν και η σημαντική δυσκολία της διεργασίας. Πολύ συχνά οι συμμετέχοντες ξεχνούσαν ότι βρίσκονταν σε μια ερευνητική ομάδα, και χρειαζόταν επίμονη και συνεχής προσπάθεια από την ερευνήτρια, ώστε να υπενθυμίζει τον ερευνητικό και όχι θεραπευτικό στόχο των συνεντεύξεων.

Το κλίμα στο οποίο έγιναν και οι δύο συνεντεύξεις ήταν ζεστό και έντονα φορτισμένο συναισθηματικά. Στις συνεντεύξεις συμμετείχαν όλοι πολύ ενεργητικά και αρκετοί από αυτούς τις θεώρησαν ευκαιρία να εκφράσουν σκέψεις, απόψεις και συναισθήματα που μέχρι τότε κρατούσαν για τον εαυτό του

ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ – ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

«Η έννοια του εαυτού (self-concept) είναι μια σύνθετη εννοιολογική κατασκευή η οποία περιλαμβάνει γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές πτυχές» (Brinthaup & Erwin, 1992; Burns, 1982). Γενική, επίσης, είναι η συμφωνία ότι: «Δύο βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού είναι η αυτοαντίληψη (self- perception) ή αυτοεικόνα (self-image) και η αυτοεκτίμηση (self-esteem) ή σφαιρική αυτοαξία (global self-worth)» (Μακρή- Μπότσαρη, 2001).

«Δύο χαρακτηριστικές πλευρές της προσωπικής μας αντίληψης για τον κόσμο είναι η γνώση του εαυτού μας και η γνώση των άλλων ανθρώπων. Από όλες τις ιδιότητες που διαθέτουμε, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας είναι αυτή που μας προσδίδει κατά τρόπο μοναδικό την ανθρώπινη ιδιότητα» (Λεονταρή, 1998).

Σύμφωνα με τον Burns (1982), η αυτοαντίληψη αντιπροσωπεύει «Μια δήλωση ή περιγραφή του ατόμου, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η γνώση είναι σωστή ή λανθασμένη και βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία ή σε υποκειμενική γνώμη».

Κατά τον Kinch (1963), «η αυτοαντίληψη συνιστά ένα σχήμα γνώσης και είναι αποτέλεσμα του συνόλου των αναφορών που το άτομο λαμβάνει για τον εαυτό του από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του».

«Η αυτοαντίληψη αποτελεί τη γνωστική πλευρά της αυτογνωσίας, ενώ η αυτοεκτίμηση μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει τη συναισθηματική πλευρά, και δείχνει το βαθμό στον οποίο το άτομο αποδέχεται και επιδοκιμάζει τον εαυτό του» (Λεονταρή, 1998).

Ο Coopersmith (1967) όρισε την αυτοεκτίμηση ως «Μια προσωπική εκτίμηση αυτοαξίας που κάνει το άτομο, η οποία εκφράζεται στη στάση που κρατά προς τον εαυτό του».

Τη σχέση μεταξύ αυτοαντίληψης και αυτοεκτίμησης περιγράφουν οι Wells και Marwell (1976) ως εξής:

«Αν θεωρήσουμε ότι η αυτοαντίληψη απαρτίζεται από ένα σύνολο στάσεων προς τον «εαυτό», η αυτοεκτίμηση θα μπορούσε να οριστεί ως η αξιολογική πτυχή καθεμιάς από αυτές τις στάσεις ή το σύνολο αυτών των επιμέρους αξιολογήσεων».

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα μελέτη γίνεται απόπειρα διερεύνησης της εικόνας εαυτού που έχουν οι γονείς των κρατουμένων-χρηστών πριν την αποκάλυψη της χρήσης. Η ανάλυση των στοιχείων ανέδειξε μια σειρά από ζητήματα τα οποία αφορούν την εικόνα εαυτού αλλά και τους ρόλους των γονέων των χρηστών ουσιών που βρίσκονται στη φυλακή. Σε αυτή την ενότητα ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να θυμηθούν τον εαυτό τους πριν μάθουν ότι το παιδί τους κάνει χρήση ουσιών. Να τον περιγράψουν, να εκφράσουν πεποιθήσεις και συναισθήματα που συνδέονταν με την εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους, στους διαφορετικούς ρόλους τους. Αρχικά, τους ζητήθηκε να τοποθετηθούν σε σχέση με το γονικό τους ρόλο. Στο συγκεκριμένο θεματικό άξονα παρατηρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες είχαν αντικρουόμενες απόψεις. Αναλυτικότερα, διατυπώθηκαν τα εξής:

  1. Ο γονικός ρόλος

Α) Οι περισσότεροι συμμετέχοντες  πίστευαν ότι είχαν μία «καλή οικογένεια»

 και ότι ήταν πετυχημένοι στο ρόλο τους σαν γονείς. Αυτό που όλοι τόνισαν, και φαίνεται να αποτελεί τον πυρήνα του «επιτυχημένου» γονικού προτύπου αυτής της ομάδας, είναι ότι έδωσαν «πολλή αγάπη στα παιδιά» τους και ιδιαίτερα στο χρήστη. «Τα δίναμε όλα» είναι μια χαρακτηριστική φράση που ακούστηκε από αρκετούς:

«Ένιωθα ότι ήμασταν μια τέλεια οικογένεια, ήμουνα μια τέλεια μητέρα».

«Είχα όνειρο να δημιουργήσω οικογένεια, να είμαι άνθρωπος της κοινωνίας και πράγματι ως πατέρας πιστεύω ότι το είχα πετύχει αρκετά καλά». «Ασχολιόμουν με τα παιδιά μου, έπαιζα μαζί τους».

«Ως μητέρα τα είχα καταφέρει αρκετά καλά μόνη μου, επειδή ήμουν χωρισμένη».

«Τα έδινα όλα, δεν στερούσα τίποτα στα παιδιά μου και περισσότερο στο γιο μου».

«Ήμουν πολύ δεμένη με τα παιδιά μου, ήμουν κοντά τους, ιδιαίτερα με αυτόν που έχει το πρόβλημα…μέχρι τότε πίστευα ότι τα είχα καταφέρει ως μητέρα».

«Ήμουν αγχώδης με τα παιδιά, ίσως να τα πίεζα και λίγο…ήταν άριστα στο σχολείο και ένοιωθα ένα κρυφό καμάρι».

Αντίθετα, υπήρξαν δύο συμμετέχοντες οι οποίοι αισθανόντουσαν πολύ άσχημα μέσα στην οικογένεια που είχαν δημιουργήσει και ένιωθαν ένα κενό. Ένιωθαν ότι δεν τα είχαν καταφέρει ως γονείς, δεν έπαιρναν ικανοποίηση από το γονικό τους ρόλο:

«Ήμουν σε πλήρη σύγχυση, ένιωθα ότι ήμουνα ανίκανη σαν μάνα και  σαν σύζυγος…δεν μπορούσα να χαλιναγωγήσω το παιδί μου».

«Προσπαθούσα να απομακρύνομαι από το σπίτι, να μην έρχομαι σε επαφή με τα προβλήματα. Θυμάμαι ότι κοιτιόμουν στον καθρέφτη και δεν μου άρεσε αυτό που έβλεπα απέναντί μου. Δεν ήμουν πρότυπο ούτε υπόδειγμα για τα παιδιά μου».

Επίσης, υπήρχαν συμμετέχοντες (δύο γυναίκες) οι οποίες ως γονείς πίστευαν ότι είχαν αναλάβει διπλό ρόλο, «μάνας και πατέρα» (παρόλο που υπήρχε ο σύντροφός τους). Παρά το γεγονός ότι οι ίδιες πίστευαν πως έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, αισθανόντουσαν ότι όλο αυτό ήταν πολύ βαρύ για τους ώμους τους, με αποτέλεσμα να νοιώθουν ότι δεν τα καταφέρνουν:

«Είχα αναλάβει πολλούς ρόλους και μάνα και πατέρας […] Μπορεί να ήταν ώρες στο σπίτι, να ήταν εργατικός, να τα ψώνιζε όλα, αλλά ήταν απόμακρος».

«Ένοιωθα πολύ άσχημα, αναζητούσα βοήθεια, φώναζα μόνη μου γιατί δεν ήταν δίπλα μου ο άνδρας μου».

  1. Ο συζυγικός ρόλος

Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν μεγάλη δυσκολία να ορίσουν και να δώσουν περιεχόμενο στο συζυγικό τους ρόλο, χωρίς να τον εμπλέκουν με το γονικό τους ρόλο. Υπάρχει μικρή αναφορά από τους ίδιους στην ουσία του συζυγικού τους ρόλου. Εστιάζουν κυρίως στο συναισθηματικό κλίμα. Κάποιοι ανέφεραν ότι ένιωθαν ικανοποιημένοι, κυρίως λόγω της απουσίας προβλημάτων και εκφρασμένων διαφωνιών και συγκρούσεων:

«Ένιωθα ότι ήμουν ευτυχισμένη με το γάμο και την οικογένεια».

«Δουλεύαμε και εγώ και ο σύζυγος. Δεν είχαμε κάποιο πρόβλημα μεταξύ μας».

«Μεταξύ μας σαν ζευγάρι δεν υπήρχαν προβλήματα».

«Ένοιωθα ευτυχισμένη, γιατί δεν υπήρχαν προβλήματα, δεν είχαμε γκρίνια».

«Είμαστε καλά με τη γυναίκα μου, αν και υπήρχαν προβληματάκια που, όπως κατάλαβα αργότερα, οφείλονταν σε κάποια ψυχική πάθηση που είχε».

Άλλοι εξέφρασαν δυσαρέσκεια, η οποία πολύ συχνά κρατιόταν «κρυφή», δεν εκφραζόταν ανοιχτά, για να μην διαταραχτεί η αρμονία της οικογένειας:

«Ήμουνα σε πλήρη σύγχυση και ως μάνα και ως σύζυγος».

«Ζούσαμε με την πεθερά, ο σύζυγος δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι. Δεν ήμουν εγώ που θα σήκωνα κεφάλι και έτσι έκανα υπομονή».

«Ήμουν πιο κινητική εγώ μέσα στο σπίτι. Ήμουν απέναντι στον άνδρα μου σωστή. Εγώ για όλα. Εκείνος ήταν απών».

«Ήμασταν εγώ και η γυναίκα μου δύο άνθρωποι που βασικά τραβάγαμε ο ένας για τον άλλο και οι δύο μαζί ένα βαρύ φορτίο, και όχι πάντα στην ίδια κατεύθυνση».

  1. Ο επαγγελματικός ρόλος

Αναφέρθηκε από το μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων (6 άτομα) ότι ένιωθαν καταξιωμένοι στο χώρο της εργασίας τους. Επίσης, αναφέρθηκε από κάποιους ότι έβλεπαν τη δουλειά τους ως διέξοδο από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην οικογένεια:

«Επαγγελματικά πήγαινα πολύ καλά, ανέβηκα στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας».

«Στη δουλειά δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πόσο καλή είμαι, ένιωθα όμως καλά».

«Ενώ επαγγελματικά ένιωθα καταξιωμένη, ένοιωθα μεγάλη αδυναμία να χαλιναγωγήσω το παιδί μου…».

Αντίθετα, αναφέρθηκε από ένα συμμετέχοντα ότι ένιωθε αποτυχημένος ως επαγγελματίας και έβλεπε την επαγγελματική του αυτή αποτυχία ως αιτία των οικογενειακών προβλημάτων που είχε:

«Είχα μια επαγγελματική καταστροφή πολύ σημαντική. Αυτό είχε κλονίσει τον αυτοσεβασμό μου πολύ σοβαρά. Στην επαγγελματική αυτή δραστηριότητα είχα επενδύσει και άλλα πράγματα, ότι δηλαδή, εάν πήγαινε καλά αυτό, θα ήμασταν καλύτερα και σαν οικογένεια».

  1. Οι κοινωνικές σχέσεις

Υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους συμμετέχοντες ότι είχαν ένα ικανοποιητικό κύκλο ανθρώπων. Είχαν αρκετούς φίλους και γνωστούς με τους οποίους συναναστρέφονταν κοινωνικά. Μιλούσαν κυρίως όμως στον πληθυντικό, περιλαμβάνοντας και το/τη σύντροφό τους ή όλη την οικογένεια:

«Η κοινωνική μας θέση ήταν τέτοια που πίστευα ότι και οι δυο είμαστε καταξιωμένοι στην κοινωνία».

«…Περπατούσαμε έξω με το κεφάλι ψηλά».

«Όσο για το θέμα της κοινωνικής ζωής, ήταν αρκετά καλό, χωρίς να έχουμε κύκλους μεγάλους, ήμασταν πάρα πολύ καλά. Χαίραμε μεγάλης εκτίμησης από ό,τι είχα καταλάβει, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα στην κοινωνική ζωή και στις σχέσεις».

«Εγώ έβλεπα ότι όλοι οι γύρω μας αγαπούσαν, μας εκτιμούσαν. Είχαμε κάποια εκτίμηση, γιατί προσπαθούσα πάντα να δίνω χωρίς να παίρνω».

Αντίθετα, υποστηρίχθηκε από κάποιους συμμετέχοντες ότι ένιωθαν αποκομμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ένιωθαν ότι δεν τους καταλάβαιναν οι συγγενείς τους και οι φίλοι τους:

«Με τους συγγενείς βρισκόμουνα σε ένταση».

«Δεν ήθελα να κάνω παρέες με ανθρώπους».

«Δεν υπήρχε αποδοχή της κοινωνικής μας πραγματικότητας από το άμεσο περίγυρο, δεν είχαμε παρέες».

  1. «Στα μάτια των άλλων»

Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, το μεγαλύτερο ποσοστό τους (έξι άτομα) πίστευαν ότι είχαν μεγάλη εκτίμηση από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ένιωθαν αγαπητοί και υπερήφανοι για τον εαυτό τους από τον τρόπο που τους συμπεριφερόταν ο περίγυρός τους. Στις αναφορές αυτές και πάλι οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν πληθυντικό. Υπήρχε στους περισσότερους μεγάλη δυσκολία εξατομίκευσης:

«Πράγματι χαίραμε μεγάλης εκτιμήσεως όλοι μας».

«Έβλεπα ότι όλοι γύρω μας, μας εκτιμούσαν και ότι μας αγαπούσαν».

«Ήμουν αγαπητός και αυτό με ευχαριστούσε, το είχα καύχημα».

«Ενώ από το σόι του άνδρα μου είχα αρκετή εκτίμηση, με είχαν για πολύ δυνατή, από το φιλικό περιβάλλον έβλεπα πολύ ζήλια».

«Ζήλευαν το ότι είμαστε δεμένοι σαν οικογένεια».

Υπήρχαν όμως και συμμετέχοντες οι οποίοι ένιωθαν ότι δεν ήταν αποδεκτοί από το κοινωνικό τους περίγυρο:

«Για εμένα το πολύ στενό περιβάλλον θεωρούσε ότι έχω κάνει πολύ κακές επιλογές στη ζωή μου».

«Δεν μας καμάρωναν από το περιβάλλον, ούτε η μια οικογένεια ούτε η άλλη».

Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους γονείς να εκφράσουν με μια λέξη το συναίσθημα ή την κατάσταση που θα έδινε με σύντομο τρόπο το στίγμα τους.

Κάποιοι από τους συμμετέχοντες (τρία άτομα) περιέγραψαν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν, αναφέροντας τις παρακάτω συναισθηματικές καταστάσεις, οι οποίες συγκρούονται με όσα είχαν διατυπώσει προηγουμένως ως απόψεις και πεποιθήσεις για τον εαυτό τους. Χαρακτηριστικό παράδείγμα ένας πατέρας που είπε: «Ως πατέρας ένοιωθα πολύ καλά, τα είχα καταφέρει, ασχολούμουν με τα παιδιά μου, μου άρεσε η οικογένεια…ήμουν αγαπητός και το είχα καύχημα…στη δουλειά, με τους συναδέλφους ήμουν ανοιχτός, με αγαπούσαν…». Όταν τους ζητήθηκε να εκφράσουν τη συναισθηματική κατάσταση που τους κυρίευε τότε, οι παρακάτω λέξεις προέκυψαν αυθόρμητα:

α) Δυστυχισμένος β) Ευτυχισμένη γ) Αδικημένος-η (το συναίσθημα αυτό το εξέφρασαν δυο άτομα) δ) Η δύναμη της αδυναμίας ε) Αισιόδοξη

στ) Αδικημένη και αισιόδοξη ταυτόχρονα ζ) Ικανοποιημένη.

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ «ΧΡΗΣΤΗΣ», «ΦΥΛΑΚΗ», «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ»

Όταν τους ζητήθηκε να πουν τι τους ερχόταν στο νου όταν άκουγαν τη λέξη «χρήστης» αρκετοί εστίαζαν στο άτομο και στην οικογένεια:

«Μακριά από μας και τα παιδιά μας».

«Πρόκειται για κάτι μακρινό που δεν θα μας αγγίξει, το αισθανόμουν σαν αρρώστια».

«Τρόμος, φόβος».

«Θεωρούσα ότι είναι παιδιά που δεν είναι από καλές οικογένειες, παιδιά αλήτες ακούγεται όπως όταν λένε ότι αυτός έχει καρκίνο….χαμένοι».

«Αισθανόμουν αποστροφή. Δεν φοβόμουν, δεν φανταζόμουν ότι είναι δυνατόν να φτάσει σε μένα».

Όσον αφορά τις αντιλήψεις για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που μπορεί να συμβάλλουν στη χρήση ουσιών είναι χαρακτηριστικές οι παρακάτω απόψεις:

«Ένοιωθα λύπη, πίστευα ότι η κοινωνία τους έχει ωθήσει εκεί».

«Ο χρήστης είναι ένα κοινωνικό φανέρωμα, παρά μια προσωπική επιλογή. Εμφανίζεται όταν πια ξεφτίσουν εκείνα που η κοινωνία θεωρεί καλώς ή κακώς ιδανικά, έχει βουτιά το πράγμα και καταφυγή εκεί».

Οι απόψεις που τονίζουν την κοινωνική αιτιολογία της εξάρτησης εκφράστηκαν κυρίως από τα άτομα που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση.

Για τη λέξη «φυλακή» υπήρχαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις. Από τη μία, υπήρχε η εκδοχή που συνέδεε τη φυλακή με πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και τη λογοτεχνία η οποία εκφράστηκε από άτομα με υψηλό επίπεδο μόρφωσης (τρία άτομα), άνδρες και γυναίκες:

«Κατασταλτική, ηλίθια αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων. Πλήρη περιφρόνηση για το τιμωριτικό σύστημα που λέγεται δικαιοσύνη».

«Είχα δει τη φυλακή από τη λογοτεχνική της πλευρά. Σαν δύσκολη κατάσταση που μπορεί να σου δώσει ελευθερία του νου. Τη συνέδεα με τους πολιτικούς κρατούμενους, όχι με το έγκλημα και το κακό, αλλά τους αγώνες».

«Μόνο για πολιτικούς λόγους θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ τη φυλακή, πάντως ένοιωθα αποστροφή».

Υπήρχε και η άλλη εκδοχή που σύνδεε τη φυλακή με τον ποινικό της χαρακτήρα:

«Φόβο, τρόμο».

«Φόνο, κλεψιά».

«Ό,τι χειρότερο υπάρχει».

«Αποστροφή».

Για την έννοια «οικογένεια με παιδιά στη φυλακή» οι συμμετέχοντες ανέφεραν απόψεις που σχετίζονται με στερεότυπα, που φαίνεται δηλαδή να αντανακλούν τις κυρίαρχες αντιλήψεις και όχι απαραίτητα τις προσωπικές τους εκτιμήσεις. Μερικοί από τους συμμετέχοντες ανέφεραν ότι γνώριζαν άτομα που είχαν πάει φυλακή για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς:

«Έλεγα, ότι όλα είναι για τον άνθρωπο, δεν σκεφτόμουν κάτι ιδιαίτερο για την οικογένεια».

«Εκείνα τα χρόνια, όταν ακούγαμε ότι ο τάδε μπήκε φυλακή, έμπαινε όλη η οικογένεια στο περιθώριο, είναι κάτι ανεπανόρθωτο. Να μην κάνουμε παρέα με αυτούς».

«….παιδιά χωρίς πατέρα μπορούν να οδηγηθούν σε καταστάσεις δύσκολες και να πάνε φυλακή».

«Δεν αισθανόμουν τίποτε. Κάτι το ουδέτερο. Κάποιοι κακοί άνθρωποι….κάτι έκαναν ….για οικογένεια ούτε που μπορούσα να σκεφτώ».

«Ένοιωθα λύπη για τις οικογένειες που είχαν αυτά τα άτομα μέσα».

Στο συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο, παρατηρήθηκε έντονη συναισθηματική φόρτιση από τους συμμετέχοντες. Έκαναν εκτενή αναφορά στα συναισθήματά τους σε σχέση με τα παιδιά τους, όπου υπήρξε πλήρης ταύτιση της προσωπικής τους κατάστασης με αυτήν των παιδιών τους.

Επιδημιολογικές έρευνες σε οικογένειες χρηστών αλλά και μελέτες με βάση την ψυχοθεραπευτική πρακτική δείχνουν ότι δεν υπάρχουν μοντέλα για το χρήστη ήταν οι καταστάσεις των οικογενειακών σχέσεων που θα μπορούσαν να οριστούν ως «μοντέλα ειδικά για την τοξικομανία» (Bergeret 1982). Περιγράφονται όμως ορισμένα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στις οικογένειες των εξαρτημένων. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να τα βρει κανείς και σε άλλες οικογένειες. «Στις οικογένειες των χρηστών όμως παίρνουν παθολογικά ακραίες μορφές» (Κ. Μάτσα, 2001). Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι και η υπερβολική συναισθηματική εμπλοκή (over-involvement), κυρίως της μητέρας με το γιο και αντίστοιχα του πατέρα με την κόρη. Αυτή η κατάσταση αναδεικνύεται έντονα μέσα από τον τρόπο που μιλούν οι γονείς της έρευνας:

«Έλεγα πού πηγαίνω τώρα, στην κηδεία του παιδιού μου πηγαίνω, πού πηγαίνω; Οικογενειακώς πού πηγαίνουμε; Πηγαίνουμε να τον κηδέψουμε;»

«Το δικό μου το παιδί. Δηλαδή, δεν το χωρούσε το μυαλό μου»

«Η αρχή ήταν πολύ οδυνηρή, αφού σκεφτόμουν και έλεγα να αυτοκτονήσω, να μην το βλέπω το παιδί μου να τραβιέται ούτε στα ναρκωτικά αλλά ούτε και στα κρατητήρια και στα αυτόφωρα. Ήθελα να αυτοκτονήσω».

«Νόμιζα ότι είμαι το υπόδειγμα της ντροπής και της απελπισίας».

«Ο πόνος ήταν τρομερός, σαν ένα μαχαίρι να με κάρφωσε στην καρδιά». «Καταστραφήκαμε όλοι, δεν υπάρχει επιστροφή για κανένα».

«Είμαι καταδικασμένη….σκεφτόμουν ότι έπρεπε να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου».

«..ήταν σαν να με είχαν σφάξει….. σαν να είχα ένα μαχαίρι καρφωμένο συνέχεια επάνω μου».

«Πόνος, οδύνη, ντροπή…».

«Ένα τιποτένιο ένοιωθα…ότι ήμουν το τελευταίο μυρμήγκι…ένα τίποτα, ένα μηδέν ένοιωθα ότι ήμουν».

Όσον αφορά τις θεματικές κατηγορίες γονιός και σύζυγος, παρατηρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες είχαν διαφορετικές απόψεις οι οποίες καταγράφονται παρακάτω:

  1. O γονικός ρόλος

Όλοι οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν στον ρόλο τους ως γονείς εκφράζοντας πολλές ενοχές και την αντίληψη ότι η φυλάκιση του παιδιού τους ήταν δική τους ευθύνη, παρόλο που όλοι είχαν και άλλα ενήλικα παιδιά τα οποία ήταν επαγγελματικά ή/και προσωπικά αποκατεστημένα. Οι περισσότεροι έκαναν αναφορές στη συναισθηματική τους κατάσταση και στο έντονο πλήγμα που υπέστη η αυτοεικόνα τους ως γονείς μετά τη φυλάκιση του παιδιού τους. Οι έντονες εκφράσεις με εμφανή στοιχεία αναξιότητας με τις οποίες περιγράφουν την κατάστασή τους είναι χαρακτηριστικές:

«Έκανα σκέψεις ότι που έφταιξα εγώ ως μάνα… Μήπως ήμουν ανάξια μητέρα;».

«Οι σκέψεις ότι κάπου είχα σφάλει περνούσαν από το μυαλό μου, ότι κάπου έφταιξα και εγώ με αυτό το παιδί».

«Ένοιωθα ότι είχε κατέβει ο ουρανός, ότι με βλέπει η κοινωνία ολόκληρη, ένιωθα ευθύνη».

«Ένιωθα ότι έφταιγα εγώ».

«Δεν ήθελα να δεχτώ αυτό που γινόταν, έφυγε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου».

«Ένοιωθα υπεύθυνη και συνεχίζω να νιώθω υπεύθυνη».

«Νόμιζα ότι τα είχα καταφέρει σαν μητέρα…τελικά δεν τα κατάφερα».

Σχετικά με το ρόλο τους ως σύζυγοι όσοι από τους συμμετέχοντες κατάφεραν να διαχωρίσουν το συζυγικό από το γονικό τους ρόλο ανέφεραν ότι η φυλάκιση είχε σοβαρό αντίκτυπο στη συζυγική τους ζωή:

«Δημιουργήθηκε στο σπίτι μια γκρίνια, μια φασαρία».

«Κανένας μας δεν είναι καλά, ούτε εγώ ούτε ο σύζυγος».

«Ως σύζυγος, ως γυναίκα έπαψα να υπάρχω (κλάμα), νιώθω άδεια. Δεν αξίζω ούτε αγάπη να δώσω ούτε να πάρω. Νιώθω άδεια ως γυναίκα».

«Έγινα ένας διαφορετικός άνθρωπος, μαλώναμε συνέχεια με τη γυναίκα μου, απομονώνομαι συνέχεια στον εαυτό μου. Τολμώ να πω ότι κλαίω».

«Δεν μπορώ να νοιαστώ ούτε τη γυναίκα μου ούτε κανέναν άλλον….δεν μπορώ»

Αντίθετα, μόνο μια συμμετέχουσα υποστήριξε ότι, μετά τη φυλάκιση του παιδιού της οι σχέσεις της με το σύζυγό της βελτιώθηκαν. Ότι θεώρησε αυτή τη δύσκολη κατάσταση σαν ευκαιρία για αλλαγές και βελτίωση της σχέσης με τον άνδρα της:

«Μπορώ να πω ότι και ως σύζυγος καλύτερα ήμουν τότε στη φυλακή, δηλαδή πιο τρυφερή υπήρξα με τον άντρα μου τότε, πιο πολύ κατανόηση έδειχνα εκείνη την εποχή, ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος για μάς, για την οικογένειά μας. Βάλαμε επί τάπητος πολλά πράγματα, δεν γίνανε όλα, αλλά νομίζω ότι αναθεωρήσαμε πολλά»

 Ο ρόλος του επαγγελματία

Οι συμμετέχοντες στην πλειονότητά τους υποστήριξαν ότι μετά τη φυλάκιση του παιδιού τους έβαλαν τη δουλειά σε δεύτερη μοίρα. Ορισμένοι (γυναίκες)ανέφεραν ότι για κάποιο χρονικό διάστημα απείχαν από την εργασία τους επειδή αισθάνονταν ντροπή:

«Δεν θα έχω δύναμη ούτε στη δουλειά να πάω».

«Ο ψυχικός κόσμος ο δικός μου άλλαξε κυριολεκτικά, ως προς το χαρακτήρα μου, ως προς τη δουλειά μου».

«Ήμουν ένας ευχάριστος τύπος στη δουλειά μου. Αυτομάτως άλλαξα, έγινα ένας κλειστός άνθρωπος, χωρίς να με ενδιαφέρει για τον άλλον, είχα απομονωθεί…….δούλευα νύχτα και κουραζόμουν πια πολύ περισσότερο».

«Για λίγο καιρό είχα σταματήσει να πηγαίνω για δουλειά, ζήτησα μια μικρή άδεια, γιατί δεν άντεχα να βλέπω τους συναδέλφους, δεν είχα το κουράγιο να δουλέψω, ντρεπόμουν».

Αντίθετα, κάποιοι ανέφέραν ότι επικεντρώθηκαν περισσότερο στη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του παιδιού τους, όχι με δημιουργικό και θετικό τρόπο, αλλά βλέποντας τη δουλειά ως διέξοδο, ως τρόπο αποφυγής της αντιμετώπισης των προβλημάτων.

«…Έριξα το βάρος στη δουλειά».

  1. Συγγενικές και φιλικές σχέσεις

Οι συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι εξομολογήθηκαν τη φυλάκιση του παιδιού τους μόνο σε στενούς συγγενείς και σε πολύ καλούς φίλους. Αυτή η εξομολόγηση τους έφερε πιο κοντά. Βλέπουμε σε αυτή την κατηγορία να υπάρχουν έντονα τα παραδοσιακά στοιχεία στην ομάδα όπου «οι δικοί μας άνθρωποι» είναι κυρίως οι στενοί συγγενείς και οι λίγοι φίλοι. «Οι άνθρωποι που νοιάζονται για μένα και με τους οποίους μπορώ να δημιουργήσω αλληλεξαρτήσεις» (Βασιλείου & Βασιλείου, 1973).

«Μόνο με  τους δικούς μας ανθρώπους, τους συγγενείς μας, μιλάω ελεύθερα και δεν έχω πρόβλημα».

«Οι συγγενείς μου, ήταν όλοι πλάι μου».

«Οι άνθρωποι που το ξέρουν είναι συγγενείς και ένα, δυο πολύ καλοί φίλοι».

Κάποιοι επιδίωξαν να απομακρυνθούν από τον υπόλοιπο περίγυρο, διότι πίστευαν ότι αυτός θα αποδοκίμαζε τον ρόλο τους ως γονέων:

«Δεν μιλούσα με τους συναδέλφους, κλείστηκα στον εαυτό μου».

«Ο περίγυρος θα μας βλέπει και θα μας κατακρίνει».

«Είχα απομονωθεί από τους άλλους».

«Κλειστήκαμε στο σπίτι, νομίζαμε ότι όλοι το ήξεραν και ότι όλοι θα είχαν κάτι να μας πουν».

«Δεν έπαιρνα τηλέφωνο φίλους».

«Δεν πολύ έβγαινα, δεν το είχα πει σε φίλους. Σταμάτησε η επικοινωνία με φίλους, με γνωστούς».

«Έχουμε απομονωθεί όλοι».

Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους γονείς να μιλήσουν για το πώς νομίζουν ότι έχει επηρεαστεί η γνώμη των άλλων ανθρώπων για εκείνους, δηλαδή, εάν πιστεύουν ότι η φυλάκιση του παιδιού τους έχει παίξει ρόλο στο πώς τους βλέπουν οι άλλοι. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι συμμετέχοντες εξομολογήθηκαν τη φυλάκιση μόνο σε εκείνους που πίστευαν ότι δεν θα τους ασκούσαν κριτική, θα τους καταλάβαιναν και θα τους συμπαραστέκονταν. Αυτοί ήταν κατά κύριο λόγο στενοί συγγενείς και ορισμένοι πολύ κοντινοί φίλοι. «H διατήρηση μιας θετικής αυτοαντίληψης φαίνεται ότι αποτελεί μια βασική ανθρώπινη ανάγκη και έτσι συνήθως οι άνθρωποι υιοθετούν κάποιες γενικές στρατηγικές με σκοπό τη διατήρηση μιας θετικότερης αυτοαντίληψης. Μία από αυτές είναι και οι μορφές συμπεριφοράς οι οποίες ελαχιστοποιούν την πιθανότητα να δεχθεί το άτομο αρνητικές πληροφορίες για τον εαυτό του» (Λεονταρή, 1998).

«Ένας δυο φίλοι που το ξέρουν, και αυτοί μας συμπαραστέκονται».

«Αυτοί που ξέρουν μας έχουν συμπαρασταθεί πάρα πολύ, είναι στο πλευρό μας».

«Κάποιοι που με ξέρουν, που μας ξέρουν πώς μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, νομίζω ότι θα σκεφτόταν σωστά».

«Δεν το λέμε παραέξω, το ξέρουν κάποιοι φίλοι μας και κάποιοι πολύ λίγοι συγγενείς. Οι άλλοι δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα να το μάθουν, στα καλά καθούμενα να πας να το πεις κάπου».

Πίστευαν ότι εάν το μάθαιναν κάποιοι, τους οποίους δεν εμπιστεύονταν απόλυτα, αυτοί θα διαστρέβλωναν τα γεγονότα και θα ασκούσαν αρνητική κριτική. Ορισμένοι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι άτομα (εκτός του στενού οικογενειακού και φιλικού κύκλου) τους άσκησαν έντονη κριτική, όταν έμαθαν από τρίτους για τη φυλάκιση του παιδιού και όχι από τους ίδιους.

«Έχω νιώσει ότι μας θεωρούν ενόχους και είναι πολύ δύσκολο αυτό».

«Εάν κάποιοι άλλοι βέβαια το μάθαιναν που είναι πιο έξω, δεν ξέρω πως θα αντιδρούσαν…πιστεύω πως θα μας έβλεπαν πολύ διαφορετικά».

«Πιστεύω ότι θα αντιδρούσαν με πολύ μεγάλη κακία και ότι θα προσπαθούσαν να μας πικράνουν και να μας δείξουν ότι αυτό που έγινε είναι ότι χειρότερο και πιο βρώμικο θα μπορούσε να συμβεί».

«Πάντα αυτοί που σε αγαπούν και σε καταλαβαίνουν και είναι κοντά σου.. Εάν υπάρχει κάποιος με αντίθετα συναισθήματα, σίγουρα θα σου καταλογίζει περισσότερες ευθύνες».

«Ένοιωθα ότι με κατακρίνουνε ως μάνα».

«Δεν ήθελα να δω τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα…δεν ήθελα».

  1. Η πρώτη επαφή με το Πρόγραμμα Οικογενειακής Υποστήριξης

Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην πρώτη τους επαφή με το Πρόγραμμα Οικογενειακής Υποστήριξης ένιωσαν ως κυρίαρχο συναίσθημα ντροπή και μεγάλη έκθεση. Αυτή η συναισθηματική κατάσταση αφορούσε κυρίως τα άτομα που προσέγγιζαν για πρώτη φορά ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, με αφορμή τον εγκλεισμό:

«Αισθάνθηκα ντροπή».

«Ντροπή, δηλαδή ακόμη και όταν ερχόμουν, το τι θα γράφει από έξω η πόρτα εκεί που θα μπω, και ποιος θα είναι αυτός που θα με βλέπει από έξω να μπαίνω μέσα».

«Η πρώτη φορά ήταν αυτό… ότι ντρεπόμουν εδώ που ήρθα. Τι θα σκεφτόταν για μένα αυτός που θα ήταν απέναντί μου».

«Ένοιωθα ότι θα με βλέπουν σαν τον υπεύθυνο……ότι είμαι η αιτία δηλαδή».

Ωστόσο, άλλοι πίστεψαν ότι το πρόγραμμα θα είναι μια «σανίδα σωτηρίας» και περίμεναν ότι μέσα από αυτό θα βρουν αγάπη και κατανόηση. Αυτή η αντίληψη εκφράστηκε από ανθρώπους που είχαν και προηγούμενη επαφή με κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα λόγω της εξάρτησης.

 «Εγώ αισθανόμουν σαν να ήμουν ασθενής και να πήγαινα στο γιατρό. Ζητούσα βοήθεια».

«Αρκετή κατανόηση, αυτό περίμενα να βρω, και αυτό βρήκα».

«Με συναίσθημα ότι θα μου έδιναν χέρι βοήθειας».

«Ένιωθα ότι το προσωπικό με βλέπει με αγάπη. Με αγάπη και στοργή. Αυτό το πίστεψα από την αρχή».

Σε σχέση με το τι τους έρχεται στο νου όταν ακούν τη λέξη «χρήστης» οι συμμετέχοντες αυθόρμητα απάντησαν τα παρακάτω:

α) “Πρόγραμμα”, β) “Πανικός”, γ) “Πόνος”, (4) δ) “Συμπόνια”,

ε) “Σύγχυση”

Όσον αφορά τη λέξη «φυλακή» αναφέρθηκαν από τους συμμετέχοντες τα παρακάτω:

α) «Φυλακή ίσον πειθαρχία», β) «Πανικός», γ) «Είναι μια ταλαιπωρία για τις οικογένειες τους, μεγαλύτερη από των φυλακισμένων», δ) «είμαι περισσότερο τρομοκρατημένη τώρα από ό,τι πριν… Φανταζόμουν ότι οι άνθρωποι εκεί νοιάζονται για τον κάθε κρατούμενο…. Τώρα ξέρω ότι δεν γίνεται αυτό.»

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Οι συμμετέχοντες για το συγκεκριμένο θέμα εξέφρασαν την άποψη ότι το ποινικό σύστημα ταλαιπωρεί περισσότερο την οικογένεια παρά τον έγκλειστο. Νιώθουν ότι οι ίδιοι τιμωρούνται πιο σκληρά και εκφράζουν συναισθήματα κυρίως αυτολύπησης, θυμού και αγανάκτησης.

«Τελικά ποιόν τιμωρούν αυτούς ή εμάς; Νομίζουμε εμάς».

«Ερχόμαστε εδώ (εννοεί το πρόγραμμα οικογένειας) πηγαίνουμε εκεί (φυλακή). Τόση ταλαιπωρία, τόσα έξοδα. Αυτοί (εννοεί τα παιδιά τους) είναι πολύ καλύτερα από εμάς που βρισκόμαστε έξω» (συμφωνούν εξωλεκτικά όλοι).

«Τον εαυτό μου σκέφτομαι», «Συμπόνια», «τον εαυτό μου, και το πόσο δυστυχισμένη είναι όλη η οικογένεια» είναι το ίδιο άτομο???

Μία μόνο μητέρα είπε: «Δεν μπορώ να σκεφτώ την οικογένεια, σκέφτομαι αυτόν που είναι μέσα».

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο διερευνητικός χαρακτήρας  και το μέγεθος αυτής της έρευνας δεν επιτρέπει γενικεύσεις σε σχέση με τα αποτελέσματα. Η εργασία αυτή δεν είχε επίσης στόχο ούτε να επιβεβαιώσει προηγούμενες έρευνες με αντικείμενο τους τρόπους συναλλαγής των οικογενειών που έχουν εξαρτημένα παιδιά, παρότι αναδείχτηκαν πολλά από τα ήδη γνωστά σχήματα αλληλεπίδρασης, ούτε ήταν στις προθέσεις της να αναδειχτούν οι πιθανές ιδιαιτερότητες ή διαφοροποιήσεις των οικογενειών που παράλληλα με το πρόβλημα της εξάρτησης αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του εγκλεισμού. Ο βασικός σκοπός ήταν να αναζητηθούν, εφόσον υπάρχουν, οι επιδράσεις της φυλάκισης του παιδιού, στον τρόπο που αξιολογούν τον εαυτό τους οι γονείς, καθώς και τα αποτελέσματα αυτής της επίδρασης στην καθημερινότητά τους.

Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται ότι πριν από τη χρήση ουσιών οι περισσότεροι γονείς αντιμετώπιζαν και αξιολογούσαν με ένα θετικό τρόπο τον εαυτό τους στους ποικίλους ρόλους τους. Ακόμη και για όσους είχαν σοβαρά προβλήματα, υπήρχαν τομείς μέσα από τους οποίους αντλούσαν ικανοποίηση και όπου πίστευαν ότι τα είχαν καταφέρει.

Αυτό που παρατηρήθηκε, επίσης, είναι ότι οι γονείς της ομάδας αυτής είχαν έντονα συσχετιστική αντίληψη του εαυτού τους. «Η αντίληψη του συσχετιστικού εαυτού υπονοεί ότι το άτομο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τους άλλους, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά και διαρκώς στο διαρκή προσδιορισμό του εαυτού. Οι εσωτερικές ιδιότητες των ατόμων με συσχετιστική εικόνα του εαυτού, όπως ικανότητες, πεποιθήσεις, κρίσεις θεωρούνται ότι βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση με τη συγκεκριμένη κατάσταση και, επομένως, κρίνονται ως μη σταθερές. Η αυτοαντίληψή τους και οι σκέψεις τους επηρεάζονται σημαντικά από τους άλλους και τις ενέργειές τους» (Hamaguchi, 1985).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η φυλάκιση του παιδιού τους φαίνεται να παίζει καταλυτικό ρόλο στη συνολική αυτοεικόνα τους και οι αναφορές τους, όταν μιλούν για τις πρώτες σκέψεις γύρω από τον εγκλεισμό δείχνουν ότι τον υφίστανται οι ίδιοι. Όλοι οι γονείς, άνδρες και γυναίκες, δήλωσαν με έντονο και κατηγορηματικό τρόπο ότι οι πρώτες σκέψεις τους ήταν ότι η ζωή τους καταστράφηκε, και από ορισμένους πέρασε η ιδέα να τερματίσουν την ζωή τους.

Έτσι, ο κεντρικός ρόλος που έχει στη ζωή τους ο γονικός ρόλος φαίνεται να επηρεάζει τη συνολική τους αυτοεικόνα φτάνοντας μέχρι και την πλήρη απαξίωση του εαυτού τους. Φαίνεται να έχει χαθεί το νόημα που έχει η ίδια η ζωή και  οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι ενοχές είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, επιβεβαιώνοντας αυτό που συναντάμε στην καθημερινή δουλειά με τις περισσότερες οικογένειες χρηστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν αναφέρθηκε στη σχέση του με τα άλλα παιδιά του, παρότι όλοι είχαν τουλάχιστον ένα ακόμη παιδί, και ορισμένοι στην εφηβική ηλικία. Ακόμα και η γονική αυτό-αξιολόγηση έγινε με μόνη παράμετρο το φυλακισμένο χρήστη, «το αγαπημένο» σε αρκετές περιπτώσεις παιδί της οικογένειας ή τουλάχιστον του ενός από τους δύο γονείς.

Αυτή η κατάρρευση της «αυτοεικόνας» συμπαρασύρει και τον τρόπο που αξιολογούν τον εαυτό τους και σε άλλους σημαντικούς τομείς και τους κάνει να υπολειτουργούν και να αυτοτιμωρούνται. «Δεν αξίζω ούτε αγάπη να δώσω ούτε αγάπη να πάρω» λέει χαρακτηριστικά μία μητέρα τιμωρώντας, αποκλείοντας και στερώντας τον εαυτό της από το δικαίωμα της αγάπης, ακόμη και από το σύντροφό της και πατέρα των παιδιών της. Ο συζυγικός ρόλος, αξεδιάλυτος και δευτερεύουσας σημασίας στην εσωτερική ιεράρχηση, υποβαθμίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις και αποκτά περιεχόμενο μόνο μέσα από το γονικό ρόλο.

Όσον αφορά τους ρόλους που έχουν να κάνουν με τον επαγγελματικό τομέα οι περισσότεροι ανέφεραν ότι αυτοί υπολειτουργούν και δεν μπορούν να είναι αποδοτικοί. Όσοι επενδύουν στο επάγγελμά τους, το κάνουν όχι τόσο γιατί εκεί νοιώθουν σημαντικοί και τα καταφέρνουν καλά, αλλά για να αποφύγουν να σκέφτονται τα συσσωρευμένα προβλήματα.

Σχεδόν όλοι έχουν ελαττώσει τις φιλικές και κοινωνικές επαφές περιορίζοντάς τις σε στενά συγγενικά πρόσωπα και, σε κάποιες περιπτώσεις, σε ελάχιστους φίλους, φοβούμενοι για αυτό που θα ακούσουν και θα αντικρίσουν στα βλέμματα των άλλων.

Η έρευνα ανέδειξε, επίσης, τη δυσπιστία των συμμετεχόντων προς το ποινικό σύστημα, το οποίο, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, τους τιμωρεί πιο σκληρά από τους ίδιους τους έγκλειστους. Ο εγκλεισμός των παιδιών τους συνοδεύεται από το δικό τους «εγκλεισμό» σε μία αδιέξοδη κατάσταση. Ακόμη και η πρώτη επαφή με ένα θεραπευτικό πρόγραμμα αντιπροσωπεύει τη συνάντηση με τους εκπροσώπους της ευρύτερης κοινωνίας, που, κατά τη γνώμη τους, είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν, να αποδώσουν ευθύνες και αυτό συνοδεύεται από συναισθήματα φόβου, ντροπής και ανασφάλειας.

Άλλο στοιχείο που διαφαίνεται από την έρευνα είναι ο σοβαρός κλονισμός που έχει υποστεί η ψυχική τους υγεία, με εμφανή καταθλιπτικά στοιχεία σε μια κρίσιμη φάση της ζωής τους όπως είναι η μέση ηλικία. Η απομόνωσή, που οικειοθελώς έχουν επιλέξει οι περισσότεροι για τον εαυτό τους, και η εγκατάλειψη όσων πραγμάτων δημιουργούν ικανοποίηση, ενέχουν πραγματικούς κινδύνους για τη ζωή τους. Όπως τονίζει ο Κανκρίνι (1988) για τον εξαρτημένο: «Συχνά η ψυχολογία του τοξικομανούς είναι τέτοια, ώστε να έχει περισσότερο μια τάση να επιδιώκει την τιμωρία και να βρίσκει μετά καινούργιους λόγους για αγωνία και βάσανα, ώστε να έχει ένα άλλοθι για να συνεχίζει τη συνήθεια της χρήσης του φάρμακου…». Έτσι οι γονείς, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα παιδιά τους σαν «φάρμακο» («είμαι καλά μόνο αν το παιδί μου είναι καλά»), με την επιλογή της απομόνωσης, της αδιαφορίας για τον εαυτό τους και τελικά για την ίδια τη ζωή, κινδυνεύουν να συντηρήσουν τους όρους εκείνης της προσωπικής και οικογενειακής λειτουργίας η οποία συνέβαλε στην εμφάνιση και διατήρηση της εξάρτησης.

Είναι επομένως αναγκαίο, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερα κρίσιμες προσωπικές ανάγκες αυτών των γονέων, τα πλαίσια υποστήριξής τους να κατευθύνονται σε τέτοιες μεθόδους παρέμβασης που να εστιάζουν στους ίδιους ως το «στόχο» και όχι μόνο το «μέσον» για τη θεραπεία των παιδιών τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cancrini, L. et al. (1988). Juvenile Drug Addiction: A typology of Heroin Addicts and their Families. Family Process, 27(3), pp. 261-271.

Erikson, E.H. (1963). Childhood and society. New York: Norton.

Erikson, E.H. (1968). Identity, youth and crisis. New York: Norton.

Ιατρίδης, Δ. (2005). Οργανισμοί Κοινωνικής Φροντίδας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Λεονταρή, Α. (1998). Αυτοαντίληψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

 Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε για ανθρώπους και βρήκαμε σκιές: Το αίνιγμα της Τοξικομανίας. Αθήνα: Άγρα.

 Μακρή – Μπότσαρη, Ε. (2001). Αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πουλόπουλος, Χ. & Τσιμπουκλή, Α.(1995). Ομαδικά Εστιασμένη Συνέντευξη. Κοινωνική Εργασία, τεύχ. 39.

Πουλόπουλος, Χ. (1999). Εκπαίδευση των γονέων στην αντιμετώπιση του προβλήματος της τοξικοεξάρτησης. Κοινωνική Εργασία, τευχ. 54, σ. 85-89.

Stanton, M.D. & Todd, T.C. (1982). The Family Therapy of Drug Abuse and Addiction. New York: The Guilford Press .

Vassiliou, V. & Vassiliou, G. (1973). The implicative meaning meaning of the Greek concept of filotimo. Journal of Cross Cultural Psychology, 4(3)