James McIntosh**, Fiona MacDonald & Neil McKeganey
Centre for Drugs Misuse Research, University of Glasgow, Glasgow, UK
Μετάφραση Γεωργία Χριστοφίλη
DOI: https://doi.org/10.57160/AGYP3443
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχοι: Να ερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους παιδιά προεφηβικής ηλικίας αναμένουν και αντιμετωπίζουν την προσφορά των ουσιών.
Σχεδιασμός: ποιοτική μελέτη με ημι-δομημένες συνεντεύξεις με μαθητές ηλικίας 10-12 ετών
Χώρος: Στις πόλεις Γλασκώβη (Σκωτία) και Νιούκαστλ (Αγγλία) Ηνωμένο Βασίλειο.
Συμμετέχοντες: Το δείγμα αποτέλεσαν 216 παιδιά προ-εφηβικής ηλικίας. Σαράντα τρία από αυτά είχαν κάνει χρήση ουσιών σε τουλάχιστον μια περίσταση, σε 42 είχαν προσφερθεί ουσίες αλλά δεν είχαν κάνει χρήση και 131 ούτε είχαν κάνει χρήση ούτε τους είχαν ποτέ προσφερθεί ουσίες. Η πλειοψηφία των αποτελεσμάτων αυτού του άρθρου στηρίζεται στις εμπειρίες των 42 παιδιών που ανέφεραν πώς αρνήθηκαν την προσφορά ουσιών.
Ευρήματα: Ενώ τα παιδιά που δεν είχαν ποτέ εκτεθεί στην προσφορά ουσιών εξέφρασαν υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν μια τέτοια περίπτωση, τα παιδιά που είχαν πραγματικά κληθεί να αντιμετωπίσουν τέτοιες προσφορές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Η ευκολία με την οποία μια προσφορά μπορούσε να απορριφθεί φάνηκε να εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες: αφενός από το άτομο που τους προσέφερε την ουσία και αφετέρου από το περιβάλλον στο οποίο γινόταν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παιδιών, οι προσφορές από ανθρώπους με τους οποίους υπήρχε στενή σχέση και από ανθρώπους πιεστικούς ή που ενθάρρυναν τη χρήση ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπιστούν.
Συμπεράσματα: το άρθρο καταλήγει ότι υπάρχει ανάγκη καλύτερου εφοδιασμού των νέων ανθρώπων με διαπροσωπικές δεξιότητες, τις οποίες θα χρειαστούν για να αντιμετωπίσουν τις διάφορες καταστάσεις προσφοράς ουσιών, που είναι πιθανό να συναντήσουν. Μια ευρεία προσέγγιση ενημέρωσης για τις ουσίες βασισμένη σε δεξιότητες ζωής μπορεί να αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων από τους νέους ανθρώπους.
Λέξεις κλειδιά: παιδιά, ενημέρωση για τις ουσίες, προσφορά ουσιών, νέοι άνθρωποι.
Εισαγωγή
Αρκετές μελέτες με μαθητές σχολείων στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν δείξει ότι υψηλό ποσοστό νέων ανθρώπων κάνουν χρήση παράνομων ουσιών και ότι πολλοί αρχίζουν να πειραματίζονται σε πολύ νεαρή ηλικία. Οι Miller & Plant (1996), για παράδειγμα, βρήκαν ότι περισσότερο από το 42% του δείγματός τους, αποτελούμενο από παιδιά 15-16 ετών, είχαν δοκιμάσει παράνομες ουσίες, ενώ οι Parker & Measham (1994) ανέφεραν παρόμοια αποτελέσματα, με το 47% του δείγματος τους στην ίδια ηλικιακή ομάδα στα βορειοδυτικά της Αγγλίας να έχουν δοκιμάσει παράνομες ουσίες. Στη Σκωτία, ο Barnard κ.ά. (1996) βρήκαν ότι 31% ενός δείγματος 758 μαθητών είχαν κάνει χρήση παράνομων ουσιών, ενώ για τα άτομα ηλικίας 15-16 ετών το ποσοστό ήταν 57%. Πιο πρόσφατα, οι McKeganey & Norrie (1999) ανέφεραν ότι περίπου ένα στα δέκα άτομα 11- 12 ετών στη Σκωτία έχει πειραματιστεί με παράνομες ουσίες.
Αν και το ποσοστό των νέων ανθρώπων που κάνει χρήση παράνομων ουσιών εμφανίζεται αυξημένο, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι οι περισσότεροι από αυτούς προσπαθούν να αποφύγουν τέτοιου είδους εμπλοκές. Σύμφωνα με τις παραπάνω μελέτες, περίπου οι μισοί από τους εφήβους δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ τελικώς ουσίες και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτούς που δοκίμασαν θα κάνουν συστηματική χρήση. Ενώ έχει διεξαχθεί ένας σημαντικός αριθμός ερευνών σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση παράνομων ουσιών στους εφηβικούς πληθυσμούς, πολύ λίγη δουλειά έχει γίνει σχετικά με το πώς και γιατί ένας σημαντικός αριθμός νέων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι σε καταστάσεις κινδύνου ή είναι ευάλωτοι, καταφέρνουν να αποφύγουν να εμπλακούν με τις παράνομες ουσίες. Για παράδειγμα, οι τρόποι με τους οποίους οι νέοι άνθρωποι παίρνουν και εφαρμόζουν την απόφασή τους να μην κάνουν χρήση ουσιών και ο ρόλος που έχουν οι ομότιμοι και άλλοι σε αυτή τη διαδικασία δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Όλα αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα που πρέπει να εξεταστούν, καθώς, από προληπτικής άποψης, είναι εξίσου σημαντικό να κατανοήσει κανείς γιατί και πώς κάποιοι νέοι άνθρωποι αποφεύγουν τις ουσίες, όσο και να εκτιμήσει τους λόγους για τους οποίους κάποιοι άλλοι όχι. Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ότι τα άτομα που αποφεύγουν την εμπλοκή με τις ουσίες μπορεί να κρατούν το κλειδί για επιτυχείς προσεγγίσεις πρόληψης της χρήσης ουσιών, αφού κατορθώνουν μόνα τους να κάνουν αυτό που πολλές από τις δραστηριότητες πρόληψης ενθαρρύνουν τους νέους ανθρώπους να κάνουν ευρύτερα.
Αυτό το άρθρο εξετάζει μια ιδιαίτερη πτυχή της αποφυγής: διερευνά τους τρόπους με τους οποίους ένα δείγμα παιδιών αντιμετώπισε την προσφορά των ουσιών. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζει τις στρατηγικές που υιοθέτησαν για να απορρίψουν την προσφορά και τους παράγοντες και τις περιστάσεις που διευκόλυναν ή εμπόδισαν την ικανότητά τους να το επιτύχουν. Παρά τη σημαντικότητα του θέματος στη διαδικασία της αποφυγής, πολύ λίγα είναι γνωστά για τη φύση των προσφορών για ουσίες που δέχονται τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι και πώς τις χειρίζονται. Αυτό το άρθρο επικεντρώνεται σε μια ηλικιακή ομάδα, με άτομα 10-12 ετών, στην οποία η χρήση ουσιών εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα και για την οποία η αντιμετώπιση της προσφοράς των ουσιών μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη δεδομένου του νεαρού της ηλικίας και της έλλειψης εμπειρίας.
Δείγμα και μεθοδολογία
Τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε αυτό το άρθρο, συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας μεγαλύτερης μελέτης σχετικά με τις στάσεις των μαθητών προ-εφηβικής ηλικίας απέναντι στις παράνομες ουσίες και των σχετικών τους εμπειριών. Η μελέτη περιελάμβανε ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία. Το ποσοτικό στοιχείο αποτέλεσε μια έρευνα 2.328 παιδιών ηλικίας 10-12 ετών που πραγματοποιήθηκε σε 47 σχολεία στη Γλασκώβη και το Νιουκάστλ.
Τα σχολεία επιλέχτηκαν ως αντιπροσωπευτικά της κοινωνικής κατάστασης των δύο πόλεων. Ζητήθηκε από όλα τα παιδιά που ήταν παρόντα στο σχολείο τις ημέρες που συλλέχθηκαν τα στοιχεία να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές των εξετάσεων. Τη διαδικασία αυτή επέβλεπε μία ομάδα εκπαιδευμένη στη συλλογή στοιχείων απόντος του εκπαιδευτικού από την αίθουσα, αλλά σε κοντινή απόσταση. Ενυπόγραφη συγκατάθεση για συμμετοχή στην έρευνα ζητήθηκε από τους μαθητές αλλά και τους γονείς τους. Υπογραμμίστηκε πως τόσο τα στοιχεία του σχολείου όσο και των ατόμων δεν θα αποκαλύπτονταν και θα τηρούνταν το απόρρητο Ο σκοπός της έρευνας ήταν διπλός. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν τις απόψεις και την εμπειρία των παιδιών σχετικά με τις ουσίες, και μια σειρά άλλες πλευρές της ζωής τους που μπορεί να τους δημιουργούσαν πρόβλημα. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από το ερωτηματολόγιο αποτελούν το θέμα μιας ξεχωριστής ανάλυσης. Κατά δεύτερον, η έρευνα χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό ιδιαίτερων ομάδων και ατόμων για επόμενη συνέντευξη, στην οποία αναμενόταν να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες για τις αντιλήψεις και την εμπειρία των μαθητών.
Συνολικά προσεγγίστηκαν 230 παιδιά για τη συνέντευξη, όσον αφορά το ποιοτικό μέρος της μελέτης. Συμπεριλήφθηκαν όλα τα άτομα τα οποία κατά τη διάρκεια της έρευνας είχαν δηλώσει είτε ότι είχαν κάνει χρήση είτε ότι τους είχαν προσφερθεί ουσίες, σε συνδυασμό με μια τυχαία επιλογή από τα υπόλοιπα άτομα. Τέσσερις από τους γονείς δεν έδωσαν άδεια στα παιδιά τους να συμμετέχουν στη συνέντευξη, επιπλέον 10 παιδιά απουσίαζαν την ημέρα της συνέντευξης κι έτσι αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Το τελικό δείγμα (216) άτομα, συμπεριλάμβανε 43 παιδιά που είχαν κάνει χρήση ουσιών τουλάχιστον σε μια περίσταση, 42 παιδιά στα οποία είχαν προσφερθεί ουσίες αλλά δεν έκαναν χρήση και 131 τα οποία ούτε είχαν κάνει χρήση ούτε τους είχαν προσφερθεί ουσίες. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο σχολείο και μαγνητοφωνήθηκαν, με την άδεια των μαθητών.
Οι συνεντεύξεις και με τα τρία υπο-δείγματα ήταν ημι-δομημένες και διερεύνησαν μια σειρά θεμάτων που συνδέονται με τη γνώση των παιδιών για τις ουσίες, τη στάση τους και τις εμπειρίες χρήσης ουσιών ή έκθεσής τους σε αυτές. Διερευνήθηκε επίσης το πλαίσιο αυτών των αντιλήψεων και εμπειριών ζητώντας από τα νεαρά άτομα να περιγράψουν τις βασικές δραστηριότητές τους, την οικογένειά τους και το δίκτυο των φίλων τους. Από τα παιδιά που είχαν απορρίψει μια προσφορά ουσιών ζητήθηκε να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο είχαν αρνηθεί την προσφορά, την περίσταση στην οποία είχε γίνει η προσφορά και τους λόγους για τους οποίους την απέρριψαν. Τους ζητήθηκε επίσης να αναγνωρίσουν καταστάσεις οι οποίες αισθάνθηκαν ότι διευκόλυναν ή δυσχέραιναν την απόρριψη. Όλες οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν πριν κωδικοποιηθούν και αναλυθούν με τη βοήθεια του λογισμικού προγράμματος NVivo (QSR International Ltd, Victoria, Australia) για την ανάλυση των ποιοτικών στοιχείων.
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε εκείνα τα παιδιά που απέρριψαν κάποια προσφορά ουσιών αλλά χρησιμοποιεί εν μέρει και τα άλλα δύο υπο-δείγματα. Ξεκινώντας θα κοιτάξουμε εν συντομία πώς τα άτομα στα οποία δεν είχαν προσφερθεί ουσίες θεωρούσαν ότι θα αντιμετώπιζαν την κατάσταση εάν προέκυπτε.
Αποτελέσματα
Αντιμετωπίζοντας την προσφορά στη θεωρία
Όταν τα 131 παιδιά, που δήλωσαν ότι δεν τους είχαν προσφερθεί ποτέ ουσίες, ρωτήθηκαν, υποθετικά, πώς θα αντιδρούσαν σε μια τέτοια προσφορά, η συντριπτική πλειοψηφία είπε ότι θα αρνούνταν. Σε αυτό το ζήτημα, υπήρξε μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός εξαιρέσεων. Δύο άτομα δήλωσαν ότι πιθανόν να αποδέχονταν την προσφορά, ενώ ένα ακόμη συμφώνησε, προσθέτοντας ότι αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πειραματίζονταν με τις ουσίες. Τρία είπαν ότι δεν γνώριζαν πώς θα αντιδρούσαν.
Τα περισσότερα από τα παιδιά που είπαν πως θα απέρριπταν την προσφορά ουσιών εξέφρασαν επίσης έναν υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να το κάνουν. Για τα περισσότερα από τα νεαρά αυτά άτομα, για την άρνηση μιας προσφοράς ουσιών αρκούσε απλώς ένα ρητό «όχι». Η πλειοψηφία εξέφρασε λίγες ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά τους να το επιτύχουν και φάνηκε να θεωρεί τη διαδικασία αυτή άμεση και εύκολη. Εντούτοις, κάτι που ήταν επίσης εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα παιδιά δήλωσαν από μόνα τους πως η άρνησή τους θα συνοδευόταν από την άμεση έξοδό τους από την κατάσταση στην οποία θα είχε πραγματοποιηθεί η προσφορά. Ήταν εξαιρετικά σπάνιο τα παιδιά που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις να μην αναφερθούν «στην απομάκρυνση από το χώρο» ως μέρος της στρατηγικής τους για την αντιμετώπιση της προσφοράς.
Ενώ όμως τα περισσότερα από τα παιδιά φάνηκαν να θεωρούν την προοπτική της αντιμετώπισης της προσφοράς μη-προβληματική, δεν ήταν όλα αρκετά βέβαια. Ορισμένα από τα παιδιά φάνηκαν ιδιαιτέρως ανήσυχα με αυτή την προοπτική, ενώ ένας μικρός αριθμός ομολόγησε ότι θα βίωνε την προσφορά ουσιών ως τρομακτική εμπειρία*
Θα φοβόμουν, θα έτρεχα μακριά, φωνάζοντας «Βοήθεια, βοήθεια!» (Κορίτσι, 11 ετών).
Ο φόβος των παιδιών συνδεόταν με την επίγνωση ότι η ευκολία με την οποία μια προσφορά θα μπορούσε να απορριφθεί ήταν σε συνάρτηση με τις περιστάσεις στις οποίες πραγματοποιήθηκε. Ορισμένα παιδιά ανησυχούσαν ότι η προσφορά μπορεί να συνοδευόταν από κάποιου είδους πίεση ή ακόμα και απόπειρα εξαναγκασμού για τη λήψη των ουσιών. Συνήθως, τα παιδιά θεωρούσαν ότι η πίεση θα λάμβανε τη μορφή χλευασμού ή συνεχούς πίεσης. Αρκετά από τα παιδιά εξέφρασαν επίσης το φόβο κυριολεκτικού εξαναγκασμού λήψης των ουσιών:
Ερευνητής [Ε]: Πιστεύεις ότι μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο να αρνηθείς;
Συμμετέχων [Σ]: Εξαρτάται από πόσο μεγάλοι είναι οι άνθρωποι. Εάν είναι έφηβοι, ίσως πρέπει να το πάρεις επειδή μπορεί να σε χτυπήσουν ή κάτι τέτοιο. (Αγόρι, 11 ετών).
Η άλλη σημαντική ανησυχία που εξέφρασαν τα παιδιά αφορούσε το άτομα που έκαναν την προσφορά. Ενώ τα παιδιά θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τη στρατηγική του ρητού «όχι» και της απομάκρυνσης από το χώρο όταν η προσφορά γινόταν από άτομο εκτός του άμεσου κοινωνικού τους περίγυρου, υπέθεσαν ότι οι προσφορές από φίλους θα ήταν δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν:
Ε: Τι θα έκανες, εάν κάποιος σου πρόσφερε ουσίες;
Σ: Θα έλεγα όχι και θα έφευγα.
Ε: Κι εάν ήταν φίλοι σου;
Σ: Καλά, αν οι φίλοι μου κάπνιζαν και με ρωτούσαν αν θα ήθελα να τραβήξω καμιά ρουφηξιά, τότε τι να πω, ίσως δοκίμαζα, δεν ξέρω. (Κορίτσι, 11 ετών).
Τα παιδιά δήλωσαν ότι ο βασικός λόγος για την αντίδραση αυτή ήταν ο φόβος ότι η άρνησή τους θα μπορούσε να βλάψει τις σχέσεις με τους φίλους και να οδηγήσει ακόμα και στη διάλυση των φιλικών τους σχέσεων. Εντούτοις, παρά την ανησυχία τους ότι μπορεί να χάσουν τους φίλους τους εάν αρνηθούν μια προσφορά ουσιών, σχεδόν όλα τα παιδιά που μίλησαν για τις πιθανές δυσκολίες στην αντιμετώπιση τέτοιων προσφορών είπαν ότι στην περίπτωση επίμονης πίεσης, θα έδιναν τέλος στη φιλία.
Αντιμετώπιση των προσφορών στην πράξη
Αφού εξετάστηκαν οι απόψεις των παιδιών που δεν είχαν εκτεθεί στην προσφορά των ουσιών, εξετάζουμε τώρα πώς εκείνοι στους οποίους είχαν προσφερθεί ουσίες αντιμετώπισαν τις προσφορές που δέχτηκαν. Όπως θα δούμε, η αντιμετώπιση των πραγματικών προσφορών δεν είναι πάντα τόσο εύκολη όσο πιστεύει η πλειοψηφία των παιδιών που δεν τις έχουν βιώσει.
Συνολικά 42 άτομα είχαν δεχθεί προσφορές, αλλά δεν είχαν κάνει χρήση ουσιών ποτέ. Η κάνναβη ήταν η κατεξοχήν ουσία προσφοράς. Από τα 42 παιδιά που ανέφεραν ότι τους είχαν προσφέρει ουσίες, στα 36 είχε προσφερθεί κάνναβη, ενώ στα 4 διαλυτικά, σε 2 Ecstasy, σε 1 αμφεταμίνες, σε 1 ηρωίνη και σε 1 κοκαΐνη. Τρεις από τις περιπτώσεις των προσφορών –τα «παυσίπονα», οι «κάψουλες» και οι «βελόνες»- ήταν ασαφούς φύσης και δύσκολο να ταξινομηθούν. Ενώ στα περισσότερα από τα παιδιά είχε προσφερθεί μια ουσία σε μια μεμονωμένη περίσταση, 11 από τα παιδιά στα οποία είχε προσφερθεί κάνναβη, τους είχε προσφερθεί περισσότερες από μία φορές. Σε έξι από τα παιδιά είχαν προσφερθεί περισσότεροι από ένας τύπος ουσιών. Στις επτά από τις προσφορές ήταν σαφές ότι η ουσία είχε προσφερθεί με χρηματικό αντάλλαγμα. Είναι πιθανό να υπήρξαν κι άλλες περιπτώσεις στις οποίες αυτό ήταν το κίνητρο πίσω από την προσφορά, αλλά η γρήγορη άρνηση του παιδιού απέκλεισε τη διευκρίνιση του θέματος.
Σύμφωνα με τα παιδιά που συμμετείχαν στη συνέντευξη, η ευκολία απόρριψης μιας προσφοράς εξαρτάται κυρίως από δύο πράγματα: ποιος έκανε την προσφορά και το πλαίσιο στο οποίο γινόταν. Είναι πιθανό η ουσία που προσφέρεται να επηρεάζει την ευκολία απόρριψης. Ορισμένες ουσίες, όπως η ηρωίνη, ή η κοκαΐνη για παράδειγμα, ίσως είναι ευκολότερο να απορριφθούν λόγω του ευδιάκριτου κινδύνου. Δυστυχώς, η διανομή των προσφορών στην παρούσα μελέτη δεν μας επέτρεψε να το διερευνήσουμε.
Πλαίσιο της προσφοράς
Οι προσφορές που δέχτηκαν τα παιδιά στη μελέτη μας προέρχονταν από διάφορους ανθρώπους, κάθε ένας από τους οποίους είχε πολύ διαφορετικές σχέσεις μαζί τους. Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης είναι σημαντικό να διακριθούν οι διάφορες κατηγορίες στις οποίες ανήκαν εκείνοι που έκαναν τις προσφορές, δεδομένου ότι το πλαίσιο της προσφοράς είχε σημαντικές επιπτώσεις στην απάντηση του παιδιού. Από τις περιγραφές των παιδιών που έδωσαν συνέντευξη, προέκυψαν οι ακόλουθες τέσσερις ομάδες:
- Ένας μικρός αριθμός στενών φίλων με τους οποίους περνούν τον περισσότερο χρόνο τους. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που θα περιέγραφαν ως τους «καλύτερούς τους φίλους».
- Ένας ευρύτερος κύκλος ομότιμων με τους οποίους συνευρίσκονταν τακτικά. Αυτό περιελάμβανε μια μεγαλύτερη ομάδα νέων που συναντιόνταν τακτικά για να παίξουν παιχνίδια ή βγουν έξω μαζί. Αυτή η ομάδα θα μπορούσε να συμπεριλάβει παιδιά διαφορετικών ηλικιών, με τα οποία έκαναν παρέα κατά κύριο λόγο επειδή έμεναν στην ίδια γειτονιά ή φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο.
- Περιστασιακές γνωριμίες με άλλα παιδιά με τα οποία αισθάνονταν οικεία αλλά δεν θα τα θεωρούσαν φίλους τους και με τα οποία συναντιόνταν σε μη τακτά διαστήματα, σποραδικά. Αυτές οι ομάδες ήταν συνήθως από την ίδια γειτονιά που έμεναν και τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα και συχνά αποτελούνταν από αγόρια και κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας τα οποία συναντούσαν και συναναστρέφονταν περιοδικά. Αυτές οι επαφές ήταν συνήθως αποτέλεσμα τυχαίων γνωριμιών από διαφορετικές ομάδες νέων που κινούνταν στον ίδιο χώρο. Οι κοινοί χώροι συνάντησης ήταν περιοχές όπου τα παιδιά μπορούσαν να συγκεντρωθούν όπως ανοικτοί χώροι στάθμευσης, παιδικές χαρές ή, τη νύχτα, περίβολοι εμπορικών κέντρων. Εν συντομία, αυτές οι «γνωριμίες» ήταν άνθρωποι που ήξεραν επειδή έμεναν ή σύχναζαν στις ίδιες περιοχές αλλά με τους οποίους δεν είχαν καμία ιδιαίτερη επαφή.
- Στην τελευταία κατηγορία συμπεριλήφθηκαν όλοι οι ξένοι με τους οποίους συναντήθηκαν τα παιδιά μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της προσφοράς. Σύμφωνα με τις αναφορές των παιδιών που έδωσαν συνέντευξη σχετικά με τις προσφορές που είχαν δεχτεί, φάνηκε ότι όσο πιο στενή ήταν η σχέση που είχαν με το πρόσωπο που κάνει την προσφορά τόσο δυσκολότερο ήταν να την απορρίψουν. Οι προσφορές που ήταν δυσκολότερο να απορριφθούν ήταν εκείνες που έγιναν από τους στενούς φίλους. Όπως και με τα υποθετικά παραδείγματα που δόθηκαν νωρίτερα, μια από τις βασικές ανησυχίες των παιδιών ήταν ότι μπορεί να καταστρεφόταν μια φιλία έπειτα από την απόρριψη μιας προσφοράς:
Ε: Πιστεύεις ότι είναι αρκετά δύσκολο να απορριφτούν οι ουσίες μερικές φορές;
Σ: Ορισμένες φορές είναι δύσκολο, όπως εάν είναι ο καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος φίλος σου και λες «όχι», και έπειτα σταματάει τελείως να σε κάνει παρέα, σε κόβει από φίλο και τέτοια. Τότε… τότε είναι πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο (Αγόρι, 11 ετών).
Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα όταν, όπως γινόταν συνήθως, η απόρριψη της προσφοράς σήμαινε και αποχώρηση από την ομάδα. Λόγω των πιθανών συνεπειών στη σχέση, τα περισσότερα από τα παιδιά αισθάνονταν ότι ήταν αρκετά δυσκολότερη η αποχώρηση από την ομάδα των στενών φίλων από ό,τι από τα μέλη της ευρύτερης ομάδας των ομότιμων τους ή από τις περιστασιακές γνωριμίες.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, μια προσφορά ήταν πολύ ευκολότερο να απορριφθεί όταν δεν ήταν φίλος αυτός που την έκανε. Οι προσφορές από τους ξένους και τις περιστασιακές γνωριμίες φάνηκε να είναι πολύ εύκολο να απορριφθούν. Δεν υπήρχε κανενός είδους υποχρέωση απέναντι σε κάποια από αυτές τις ομάδες και, όπως θα δούμε και παρακάτω, ήταν επίσης απίθανο να ασκηθεί οποιασδήποτε μορφής πίεση με αυτή την προσφορά. Σχεδόν πάντα οι προσφορές έγιναν με τη μορφή του «άμα σ’ αρέσει πάρτο». Επιπλέον, με τις περιστασιακές γνωριμίες και τους ξένους δεν υπήρξε κανενός είδους κύρωση με την απομάκρυνση από το χώρο της προσφοράς. Η ακόλουθη περιγραφή ήταν αρκετά χαρακτηριστική τέτοιων συναντήσεων:
Μου έχουν προσφέρει μια φορά, ένας άντρας … Περπατούσα σε ένα δρόμο που βγάζει στην πόλη και ένας άντρας βγήκε από τη γωνία και μου είπε «θες να δοκιμάσεις κάτι;» και του είπα απλά «όχι» και ήρθε με μια σακούλα, δεν ξέρω τι ήταν, ήταν μια άσπρη σκόνη και έφυγα τρέχοντας πίσω προς το δρόμο (Αγόρι, 11 ετών).
Μια περαιτέρω σημαντική πτυχή για τις προσφορές που πραγματοποιούνταν από ξένους ή περιστασιακές γνωριμίες ήταν ότι συχνά γινόντουσαν από μεγαλύτερης ηλικίας νέους. Χαρακτηριστικά, η προσφορά θα γινόταν από ένα ή περισσότερα μέλη μιας ομάδας 15-16χρονων στην παρέα του οποίου έτυχε να βρεθούν τα παιδιά. Ωστόσο, ενώ αυτές οι προσφορές για συμμετοχή στη χρήση ουσιών φάνηκε να είναι αυθεντικές, δεν φάνηκε να υπάρχει κάποια κύρωση λόγω άρνησης. Κανένα από τα παιδιά δεν εξέφρασε ότι είχε κάποια δυσκολία να πει «όχι» σε τέτοιες προσφορές. Λίγα από τα παιδιά που μας έδωσαν συνέντευξη μας ανέφεραν ότι οι ομάδες αυτές τα σχολίασαν επειδή απέρριψαν την προσφορά ουσιών ή ότι δέχτηκαν ιδιαίτερη πίεση να αποδεχθούν την προσφορά, εκτός από πολύ ήπια ενθάρρυνση. Αυτό ίσως συνέβη επειδή, σύμφωνα με την άποψη των μεγαλύτερων σε ηλικία νέων, είναι κατανοητό και εντελώς αποδεκτό για ένα 10-χρονο ή 11-χρονο να διστάζει να δοκιμάσει κάτι που ένας 15-χρονος ή 16-χρονος μπορεί να θεωρεί ως απλό και συνηθισμένο.
Ήταν επίσης σαφές από τις συνεντεύξεις ότι το ζήτημα της εμπιστοσύνης έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση της απόφασης για απόρριψη μιας προσφοράς που γινόταν από ξένο ή από περιστασιακή γνωριμία. Όταν το άτομο που κάνει την προσφορά δεν είναι αρκετά γνωστό στο νεαρό άτομο, τότε αυτό δεν μπορεί να αισθανθεί σίγουρο γι’ αυτό που του προσφέρεται ή πόσο ασφαλές θα είναι να το πάρει. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης σημαίνει ότι ακόμα και τα άτομα που σε άλλες περιστάσεις θα είχαν την τάση να δοκιμάσουν μια ουσία, δεν ήταν διατεθειμένα να δεχθούν μια ουσία από κάποιον που δεν γνώριζαν καλά:
Ε: Θα ήταν δυσκολότερο εάν ήταν φίλος σου που στο πρόσφερε;
Σ: Ναι, πιθανώς, γιατί τότε σκέφτεσαι, «φίλη μου είναι, μου λέει πάντα την αλήθεια», αλλά… όταν ήταν ξένος θα μπορούσε να λέει ψέματα ή θα μπορούσε να λέει την αλήθεια. Οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει. (Κορίτσι, 11 ετών).
Ενώ ένας σημαντικός αριθμός από τα άτομα που πήραμε συνέντευξη είχε απορρίψει την προσφορά για ουσίες, υπήρξαν άτομα που είχαν αποδεχθεί τέτοιες προσφορές και είτε έκαναν χρήση ουσιών στο παρελθόν είτε εξακολουθούσαν να κάνουν χρήση. Τα κίνητρα, η γνώση και η στάση εκείνων των ατόμων του δείγματός μας και οι εμπειρίες τους στη χρήση ουσιών αποτελούν θέμα διαφορετικών άρθρων. Σε αυτό το άρθρο παρόλα αυτά, διερευνούμε μια συγκεκριμένη πτυχή της εμπειρίας τους: την αρχική αποδοχή τους στην προσφορά ουσιών.
Η σύγκριση των προσφορών που έγιναν αποδεκτές με τις προσφορές που απορρίφθηκαν υποδηλώνει μια σαφή σύνδεση μεταξύ της αποδοχής μιας προσφοράς και του προσώπου που την κάνει (βλ. πίνακα 1). Η πλειοψηφία των προσφορών που απορρίφθηκαν προήλθε από ανθρώπους που δεν είχαν κοινωνικές σχέσεις με τα παιδιά, για παράδείγμα, περιστασιακές γνωριμίες (15) ή ξένους (11). Μόνο έξι από τις προσφορές που απορρίφθηκαν προήλθαν από στενούς φίλους. Αντίθετα, η πλειοψηφία των προσφορών που έγιναν αποδεκτές ήταν από ανθρώπους με τους οποίους το παιδί ήταν σχετικά κοντά. Σχεδόν οι μισές προσφορές (19) προήλθαν από στενούς φίλους, πέντε προήλθαν από συγγενείς (τρεις από αδελφούς, μία από αδελφή και μία από ξάδελφο) και έξι προήλθαν από την ευρύτερη ομάδα ομοτίμων. Μόνο επτά προσφορές από περιστασιακές γνωριμίες έγιναν αποδεκτές. Παρόλα αυτά, όταν οι προσφορές από αυτήν την ομάδα έγιναν αποδεκτές, συχνά υπήρχαν ειδικές περιστάσεις. Σε τέσσερις από τις περιπτώσεις, τα άτομα που έκαναν την προσφορά συνδέονταν με ανθρώπους που το παιδί γνώριζε καλά. Δύο ήταν φίλοι του μεγαλύτερου αδελφού, μια άλλη ομάδα αποτέλεσαν οι μεγαλύτεροι αδελφοί φίλων και φίλοι τους, ενώ μια άλλη ομάδα ήταν οι συγγενείς ενός στενού φίλου του παιδιού. Καμία προσφορά δεν έγινε αποδεκτή από ξένους.
Το πλαίσιο της προσφοράς
Το πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι προσφορές θα μπορούσε επίσης να διαφέρει αρκετά και να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δυνατότητα του νεαρού ατόμου να αντισταθεί. Όπως θα δούμε, οι διάφορες διαστάσεις του πλαισίου στο οποίο πραγματοποιούνται οι προσφορές των ουσιών περιπλέκονται ιδιαίτερα.
Υπάρχει μια γνωστή υπόθεση στη βιβλιογραφία ότι η πίεση από τους φίλους και από άλλους είναι πιθανό να παίξει σημαντικό ρόλο στην έναρξη χρήσης ουσιών των νέων ανθρώπων (Coggans & McKellar 1994; Reed & Rountree 1997; Farrell & White 1998). Η εμπειρία των ατόμων στη μελέτη μας έρχεται σε έντονη αντίθεση με αυτή την υπόθεση. Όσον αφορά τους συμμετέχοντές μας, η πίεση ήταν η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας. Μόνο μια μειονότητα παιδιών που είχαν απορρίψει μια προσφορά για ουσίες ανέφερε ότι υπήρξε οποιασδήποτε μορφής πίεση. Η μεγάλη πλειοψηφία θεώρησε ότι είχαν επιλογή στο εάν πρέπει να αποδεχθούν την ουσία και η απόφαση ήταν δική τους. Από τα 42 παιδιά σε αυτήν την ομάδα, μόνο εννέα ανέφεραν ότι έχουν δεχθεί κάποια πίεση από εκείνους που έκαναν την προσφορά. Σύμφωνα με την πλειοψηφία, η ουσία είχε προσφερθεί στη βάση του «άμα σ’ αρέσει πάρτο», χωρίς απόπειρα ενθάρρυνσης ή εξαναγκασμού:
Ε: Τι συνέβη λοιπόν όταν αυτό το αγόρι σου πρόσφερε χόρτο; Σε πίεσε καθόλου ή απλά στο πρόσφερε;
Σ: Απλά μου το πρόσφερε και είπα «όχι». Απλά είπα «όχι». «Θες λίγο να δοκιμάσεις» και είπα «όχι» και μου απάντησε «όπως νομίζεις». (Αγόρι, 11 ετών).
Όταν παρόλα αυτά υπήρξε πίεση, όσοι συμμετείχαν στις συνεντεύξεις μας κατέστησαν σαφές ότι η απόρριψη της προσφοράς ήταν δυσκολότερη:
Ε: Θεωρείς λοιπόν ότι ορισμένες φορές είναι αρκετά δύσκολο να απορριφθούν οι ουσίες;
Σ: Όταν, για παράδειγμα, η πίεση είναι μεγάλη τότε είναι, όταν όμως δεν υπάρχει πολλή πίεση τότε δεν είναι (Αγόρι, 10 ετών).
Τρία άτομα από το δείγμα μας ανέφεραν ότι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν προσφορές δυσάρεστης ή απειλητικής φύσης. Όλες αυτές οι περιπτώσεις συμπεριλάμβαναν χλευασμό. Αποκαλούσαν το παιδί «κότα» ή με κάποιο άλλο όνομα που παραπέμπει σε άτομο δειλό:
Ε: Έχεις βρεθεί ποτέ σε κατάσταση να μη θες να πάρεις κάτι και…να αισθάνεσαι πιεσμένος να το κάνεις;
Σ: Ναι.
Ε: Ναι. Και λες πάντα όχι;
Σ: Ναι, έχω πει όχι πολλές φορές.
Ε: Ναι και ποια ήταν η αντίδραση των φίλων σου όταν το απέρριψες;
Σ: Η αντίδραση των φίλων μου ήταν… έκαναν την κότα και [κάνει το θόρυβο κοτόπουλου] και τέτοια. Βασικά αυτό. (Αγόρι, 11 ετών).
Πηγή της Προσφοράς | Έγινε αποδεκτή | Απορρίφθηκε | Σύνολο |
Κοντινός φίλος | 19 (51%) | 6 14%) | 25 |
Από την ομάδα ομοτίμων | 6 (16%) | 9 (21%) | 15 |
Συγγενής | 5 (14%) | 1 (2%) | 6 |
Τυχαία γνωριμία | 7 (19%) | 15 (36%) | 22 |
Κάποιος άγνωστος | 0 | 11 (26%) | 11 |
Σύνολο | 37 | 42 | 79 |
* Αυτός ο πίνακας παρουσιάζει μόνο την αρχική προσφορά που απορρίφθηκε. Ορισμένα από τα παιδιά αρνήθηκαν περισσότερες από μια προσφορές αλλά δεν ήταν εφικτό στο πλαίσιο αυτής της έρευνας να συγκεντρωθούν πληροφορίες εξίσου λεπτομερείς για κάθε άρνηση.
Σύμφωνα με τα παιδιά που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις μας, η δυσάρεστη πίεση ήταν πιθανότερο να συμβεί όταν τα άτομα που έκαναν την προσφορά ήταν μεθυσμένα ή υπό την επήρεια ουσιών. Εντούτοις, τέτοια περιστατικά ήταν σπάνια και οι προσπάθειες για πειθώ ήταν πιθανότερο να έχουν τη μορφή επαναλαμβανόμενων προσφορών ή άλλου τύπου «ενθάρρυνση». Αυτές οι προσπάθειες ενθάρρυνσης συνήθως αποτελούνταν από ώθηση του νεαρού ατόμου «να δοκιμάσει» πόσο καλή ήταν η ουσία και πόσο θα το απολάμβανε. Το γεγονός όμως ότι ήταν λιγότερο δυσάρεστη η πίεση αυτή από τους χλευασμούς ή τις απειλές δεν σημαίνει πως αυτές οι εναλλακτικές μορφές πίεσης ήταν ευκολότερο να αντιμετωπιστούν. Κάποια από τα άτομα που έδωσαν συνέντευξη, μας ανέφεραν ότι οι επαναλαμβανόμενες ή επίμονες προσφορές μπορεί να ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν, παρά το γεγονός ότι συνήθως δεν συνοδεύονταν από κάποια δυσάρεστη κατάσταση:
Όταν σου λένε ξανά και ξανά «έλα δοκίμασε, πάρτο» και τέτοια είναι δύσκολο να λες συνέχεια «όχι» (Αγόρι, 12 ετών).
Από τις συνεντεύξεις μας, φάνηκε ότι αυτό που καθιστούσε τις επίμονες προσφορές τόσο δύσκολο να απορριφθούν ήταν το γεγονός ότι για να τις απορρίψει το παιδί έπρεπε συνεχώς να απομακρύνεται από την ομάδα και να αιτιολογεί κατ’ επανάληψη την απόφασή του/ της. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και «η ενθάρρυνση» υπό μορφή καλοπιάσματος ή διαβεβαίωσης θα μπορούσε να καταστήσει την άρνηση μιας προσφοράς αρκετά δύσκολη:
Σ: Όλοι μου οι φίλοι μου ‘λεγαν «έλα, κάντο, δοκίμασε» και το δοκίμασα.
Ε: Α,, αισθάνθηκες πιεσμένος να το δοκιμάσεις δηλαδή;
Σ: Λίγο.
Ε: Και τι ακριβώς σου έλεγαν οι φίλοι σου;
Σ: Μου έλεγαν «άντε δοκίμασέ το, δεν θα πάθεις τίποτα»
Ε: Α,, τι θα σου έκαναν εάν δεν δοκίμαζες;
Σ: Τίποτα. (Αγόρι, 11 ετών).
Είναι ενδιαφέρον πως η διαβεβαίωση στο πλαίσιο των προσφορών ουσιών συχνά δεν περιορίζεται μόνο σε ενθάρρυνση του τύπου «έλα δοκίμασε, δε θα πάθεις τίποτα» ή «μια τζούρα δεν θα σου κάνει κακό». Συχνά εμφανίζει μια άμεση πρόκληση ως προς τους λόγους άρνησης τους νεαρού ατόμου να συμμετέχει. Με άλλα λόγια, καθησυχάζοντας το νεαρό άτομο ότι δε θα του συμβεί τίποτα, αυτοί που κάνουν την προσφορά, εφησυχάζουν μια από τις σημαντικές ανησυχίες που έχουν οι νέοι άνθρωποι όσον αφορά τον πειραματισμό με τις ουσίες –ότι μπορεί να τους βλάψουν. Όταν αυτή η διαβεβαίωση προέρχεται από έναν στενό και έμπιστο φίλο, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απορριφθεί και να αντιμετωπιστεί.
Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να καταστήσει την άρνηση μιας προσφοράς δύσκολη είναι η επιθυμία του νέου ατόμου να ανήκει στην ομάδα συμμετέχοντας στις κοινές δραστηριότητές της. Αυτή η περίπτωση αφορά ιδιαίτερα καταστάσεις όπου εμπλέκονταν στενοί φίλοι. Διάφορα παιδιά ανέφεραν ότι τέτοιου είδους εσωτερική πίεση με στόχο το «ανήκειν» ήταν δύσκολο να αντισταθμιστεί. Ένα νεαρό αγόρι παραδέχτηκε:
Είναι πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο όταν οι περισσότεροι κολλητοί σου το κάνουν [καπνίζουν κάνναβη] και δεν θες να μείνεις στην απ’ έξω… θες να είσαι σαν κι αυτούς… εκείνη τη στιγμή νομίζεις πως θες κι εσύ να το κάνεις, αλλά ταυτόχρονα ξέρεις πως δεν πρέπει. (Αγόρι, 12 ετών).
Αν και οι προσφορές ουσιών από στενούς φίλους μπορεί να είναι δυσκολότερο να απορριφθούν λόγω της επιθυμίας του νεαρού ατόμου να προσαρμοστεί στους κανόνες και τις δραστηριότητες της ομάδας, η φύση της πίεσης που ασκούν οι φίλοι δείχνει να είναι διαφορετική από αυτήν που προέρχεται από άλλους. Απ’ ό,τι φαίνεται οι στενοί φίλοι είναι πιθανότερο να δείξουν ανοχή στις επιθυμίες και του φίλου τους για μη-συμμετοχή. Σύμφωνα με τα άτομα που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις μας, τα μέλη της ευρύτερης ομάδας ομοτίμων ήταν πιθανότερο να προβούν σε σκληρότερες μορφές πίεσης με τη μορφή απειλών ή χλευασμού. Ο λόγος γι’ αυτή τη διαφοροποίηση μπορεί να είναι το γεγονός ότι η σχέση των τελευταίων με το νεαρό άτομο δεν ήταν τόσο κοντινή όσο αυτή με τους φίλους του και, συνεπώς, επένδυαν πολύ λιγότερα σε αυτήν. Επίσης είναι πιθανό ότι λείπει ο συναισθηματικός δεσμός με το παιδί και ο σεβασμός για τις επιθυμίες του/ της, κάτι που θα είχε ένας στενός φίλος.
Ο αριθμός ανθρώπων που έκαναν και δέχτηκαν την προσφορά διέφερε επίσης αρκετά ώστε να το καθιστά ευκολότερο ή δυσκολότερο για το νεαρό άτομο να αρνηθεί. Αρχικά, σύμφωνα με τα παιδιά που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις μας, όσο περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούσαν να τα πείσουν να δοκιμάσουν μία ουσία, τόσο δυσκολότερο ήταν να αρνηθούν:
Εάν στο προσφέρουν ένας ή δύο άνθρωποι είναι εύκολο, γιατί το έκανα, αλλά εάν είναι πέντε ή έξι από αυτούς είναι δύσκολο (Αγόρι, 12 ετών).
Φάνηκε επίσης, ότι οι προσφορές ήταν δυσκολότερο να απορριφθούν εάν μόνο ένα μέλος της ομάδας τις αρνιόταν. Όλοι οι νέοι άνθρωποι που είχαν παρόμοια εμπειρία είπαν ότι όταν είσαι απομονωμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο η άρνηση μιας προσφοράς είναι πολύ δυσκολότερη. Αντιθέτως, αρκετοί από όσους έδωσαν συνέντευξή μας ανέφεραν επίσης ότι η παρουσία μέσα στην ομάδα κάποιου άλλου που αρνιόταν καθιστούσε πολύ ευκολότερη την άρνηση μιας προσφοράς. Ακόμη και η ηθική υποστήριξη ενός άλλου ατόμου θα μπορούσε να κάνει μια ουσιαστική διαφορά:
Ε: Πώς αισθάνθηκες όταν στο προσφέρανε;
Σ: Αισθάνθηκα σαν να με εξαπατούσαν, υπήρχαν όμως ένα δύο άνθρωποι ακόμη που είχαν πει «όχι», είχαν πει «όχι» και δεν το πήραν έτσι ούτε εγώ αισθάνθηκα ότι ήμουν μόνο εγώ και πρέπει να το πάρω. Έτσι είπα «όχι». (Κορίτσι, 12 ετών).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αναφέρθηκε στη συνέντευξη πως είναι δυσκολότερο να απορριφθεί μια προσφορά όταν ήταν ένα μόνο άτομο που αρνιόταν, δε σήμαινε όμως ότι σε αυτές τις περιπτώσεις αποδέχονταν την προσφορά. Πράγματι, τα περισσότερα παιδιά τόνισαν ότι μπόρεσαν να αρνηθούν τις προσφορές. Απλώς στις περιπτώσεις αυτές αναγνώρισαν πόσο δυσκολότερη ήταν η άρνηση της προσφοράς. Επίσης εκτιμούν ότι ενώ ήταν σε θέση να αρνηθούν, η αντίσταση ενός νεαρού ατόμου ήταν πιθανώς ευκολότερο να καμφθεί σε τέτοιες περιστάσεις.
Από τις αναφορές που έδωσαν τα άτομα που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις σχετικά με τις προσφορές που δέχτηκαν προκύπτει σαφώς ότι οι προσφορές για ουσίες υποδηλώνουν υστεροβουλία ή επιθυμία να οδηγηθεί το νεαρό άτομο στον «κακό δρόμο». Αντίθετα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η προσφορά των ουσιών εμφανιζόταν ως προϊόν φιλικής διάθεσης και επιθυμίας για κοινωνικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η προσφορά των ουσιών φάνηκε να αποτελεί φυσική συνέχεια της συντροφικότητας και της επιθυμίας της ομάδας να τους συμπεριλάβει όλους και να μοιραστεί μαζί τους αυτό που θεωρούσε μια ευχάριστη εμπειρία. Με άλλα λόγια, οι ουσίες προσφέρονταν συνήθως σε ένα πνεύμα συντροφικότητας με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μπορεί να μοιραστούν ένα αναψυκτικό ή ένα σακουλάκι πατατάκια. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όταν η προσφορά γινόταν από στενούς φίλους ή μέλη της ευρύτερης ομάδας των ομοτίμων. Οι περισσότερες προσφορές από περιστασιακές γνωριμίες φάνηκε να γίνονται από γενναιοδωρία ή ακόμα και για λόγους ευγένειας. Αυτό που συνήθως συνέβαινε είναι ότι το νεαρό άτομο βρισκόταν στην ίδια συντροφιά με μεγαλύτερης ηλικίας νέους –συνήθως απλώς συναντιόνταν έξω μαζί και κουβέντιαζαν- και, εάν γινόταν χρήση κάποιας ουσίας τότε θα καλούνταν και το νεαρό άτομο να συμμετέχει.
Οι προσφορές από τους ξένους φάνηκε να συνδέονται κυρίως με μια προσπάθεια για πώληση των ουσιών. Σε έξι από τις έντεκα περιπτώσεις στις οποίες η προσφορά έγινε από κάποιον που το παιδί δεν γνώριζε, η ουσία προσφέρθηκε με χρηματικό αντάλλαγμα για παράδειγμα, «θα ‘θελες να αγοράσεις λίγο χασίς;». Στις άλλες πέντε περιπτώσεις, οι λόγοι για την προσφορά δεν ήταν αρκετά σαφείς και η περιστασιακή μορφή αυτών των συναντήσεων δεν ξεκαθάρισε το κίνητρο που υπέβοσκε. Είναι πολύ πιθανό ότι μερικές από αυτές ήταν απόπειρες για πώληση, αλλά απέτυχαν λόγω της ρητής απόρριψης της προσφοράς. Από τις περιγραφές όμως φάνηκε ότι οι προσφορές από ξένους δεν περιλάμβαναν πίεση.
Το κίνητρο πίσω από τις περισσότερες προσφορές που δέχτηκαν τα άτομα που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει γιατί η άμεση πίεση δεν υπήρχε στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Η «ενθάρρυνση» υπό μορφή διαβεβαίωσης ή η προσπάθεια αναγνώρισης των θετικών επιδράσεων μιας ουσίας ταιριάζουν περισσότερο με την απόπειρα εμπλοκής ενός ατόμου σε κάτι που γίνεται με στόχο την απόλαυση. Αυτό μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί, συνήθως, τα άτομα που έκαναν την προσφορά περιγράφονται ως αδιάφοροι προς την άρνηση. Η άποψη του ατόμου που κάνει την προσφορά είναι πως από την άρνηση αυτός που θα ζημιωθεί είναι το άτομο που απορρίπτει την προσφορά κι όχι ο ίδιος. Η ευρύτερη ομάδα ομοτίμων και οι περιστασιακές γνωριμίες συνήθως αντιδρούσαν στην άρνηση με ουδέτερο τρόπο. Όσον αφορά τους φίλους η άρνηση είναι πιθανότερο να εκφράσει απογοήτευση ή απόρριψη, παρά εχθρότητα. Και αυτή ακριβώς η αντίδραση είναι που καθιστά την άρνηση μιας προσφοράς από φίλο τόσο δύσκολη.
Η ευρύτερη ομάδα ομοτίμων φάνηκε να έχει μια ενδιάμεση αντίδραση στην άρνηση σε σχέση με αυτή των στενών φίλων και των περιστασιακών γνωριμιών. Οι συνηθισμένες τους αντιδράσεις φαίνεται ότι συμπεριλάμβαναν χλευασμούς ή άλλες μορφές πίεσης. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο μια άρνηση για συμμετοχή σε μια δραστηριότητα της ομάδας προκαλεί την ομάδα όσον αφορά θεμελιώδη ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, όταν οι κοινές δραστηριότητες παρέχουν έναν τρόπο ύπαρξης και ενίσχυσης της αλληλεγγύης στην ομάδα, η μη-συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες μπορεί να φανεί ως πιθανή απειλή σ’ αυτή την αίσθηση ενότητας. Εν ολίγοις, η μη-συμμετοχή υποδηλώνει μερική απόρριψη της ομάδας. Η απόρριψη της προσφοράς επίσης, υπονοεί μια συγκεκριμένη κριτική όσον αφορά τη δραστηριότητα. Ενώ αυτές οι εκτιμήσεις αφορούν τους στενούς φίλους, ο λόγος για τον οποίο οι αντιδράσεις είναι λιγότερο εχθρικές από ό,τι με την ευρύτερη ομάδα ομοτίμων μπορεί να εξηγηθεί βάσει της εγγύτητας της σχέσης και του πόσο έχουν επενδύσει σε αυτή όπως αναφέρθηκε νωρίτερα. Τα παιδιά έχουν να αναλογιστούν την επίδραση που θα έχει μια εχθρική αντίδραση στη φιλία τους.
Στρατηγικές για την απόρριψη των προσφορών
Η πιο συνηθισμένη στρατηγική απόρριψης των ανεπιθύμητων προσφορών ήταν το απλό «όχι» και η απομάκρυνση από το χώρο στον οποίο είχε πραγματοποιηθεί η προσφορά. Η άρνηση απλώς της προσφοράς δεν ήταν επαρκής αντίδραση. Ήταν επίσης απαραίτητο για το άτομο να απομακρυνθεί από το χώρο προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα δεχόταν πίεση από τα άτομα που έκαναν την προσφορά. Αν και τα περισσότερα νεαρά άτομα που είχαν δεχθεί προσφορές εξέφρασαν την πεποίθηση πως θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ακόμη κι αν είχαν δεχθεί πίεση, ήταν εντούτοις κάτι που προτίμησαν να αποφύγουν.
Εκτός από τη μέθοδο «λέω όχι και απομακρύνομαι», διάφορες άλλες τεχνικές υιοθετήθηκαν από τα νεαρά άτομα για να αντιμετωπιστούν οι ανεπιθύμητες προσφορές. Δύο από τα άτομα που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις, για παράδειγμα, δήλωσαν ότι χρησιμοποίησαν την ακόλουθη τακτική: γνωστοποίησαν στην ομάδα των ομοτίμων τους εκ των προτέρων ότι δεν θα αποδέχονταν καμία προσφορά για ουσίες, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να ματαιώσουν μια τέτοια προσφορά. Δύο φίλες επέλυσαν το ζήτημα φτιάχνοντας ένα δίκτυο αμοιβαίας υποστήριξης για να μπορέσουν να μείνουν μακριά από τις ουσίες:
Υπάρχει ένα κορίτσι που ξέρω, το όνομά της είναι η Τζάκι και μου είπε ότι ούτε εκείνη δεν πρόκειται να το κάνει ποτέ [χρήση ουσιών]… και συμφωνήσαμε εγώ και η Τζάκι ότι θα κρατούσαμε η μία την άλλη μακριά από τις ουσίες…. και έκανε πλάκα λέγοντας πως «θα με άφηνε» και θα έλεγε «δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ εάν το κάνεις αυτό» και τελικά κατέληγα να φεύγω με την Τζάκι και εκείνη θα έκανε το ίδιο (Κορίτσι, 12 ετών).
Σύμφωνα με τα παιδιά, μια από τις καλύτερες τακτικές άμυνας ενάντια στις ανεπιθύμητες προσφορές ήταν να υπάρχει ένας καλός λόγος για να μην θες να πάρεις την ουσία. Δυστυχώς, οι λόγοι που αναφέρθηκαν από ορισμένα από τα νεαρά άτομα φάνηκαν ανίσχυροι, με την έννοια ότι ήταν ανοικτοί σε προκλήσεις ή σε αντιπαράθεση από τα άτομα που έκαναν την προσφορά. Παραδείγματος χάριν, η άρνηση επειδή η ουσία «μυρίζει» ή «σου κάνει κακό» δεν επαρκεί για μια ιδιαίτερα ισχυρή αντίσταση. Ούτε ο φόβος για εξάρτηση αποτελεί ισχυρό επιχείρημα όσον αφορά τις δημοφιλείς ουσίες, όπως η κάνναβη και το Ecstasy. Ακόμη, η δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε από ένα κορίτσι ότι δεν αισθανόταν καλά μπορεί να ήταν αποτελεσματική σε μια περίπτωση αλλά αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Παρομοίως, η απόρριψη μιας προσφοράς λέγοντας ότι μπορεί να την αποδεχθούν στο μέλλον, ήταν σαν να αφήνουν έναν όμηρο στην τύχη του. Πράγματι, αυτή η απάντηση αποτελεί εγγύηση σχεδόν για μελλοντικές προσφορές, κι όχι αποφυγή τους. Εν ολίγοις, η μη-ύπαρξη καλού λόγου για την απόρριψη μιας προσφοράς αφήνει το νεαρό άτομο εκτεθειμένο σε περαιτέρω προσφορές και απόπειρες για πειθώ.
Σύμφωνα με τα άτομα που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις μας, οι αποτελεσματικότερες εξηγήσεις για την άρνηση μιας προσφοράς είναι εκείνες που είναι πιθανό να γίνουν αποδεκτές από τα άτομα που κάνουν την προσφορά και που είναι επίσης πιθανό να μπορούν να σταθούν στο χρόνο. Αυτού του είδους οι εξηγήσεις όχι μόνο παρέχουν έναν καλό λόγο για την άρνηση, αλλά αποφεύγεται επίσης ο κίνδυνος να παρεξηγηθεί το πρόσωπο που κάνει την προσφορά. Το να έχει κάποιος άσθμα, για παράδειγμα, ή να απεχθάνεται το κάπνισμα, ήταν, σύμφωνα με τα παιδιά που έδωσαν συνέντευξη, μια επαρκής δικαιολογία για να μην καπνίσει κάνναβη. Επιπλέον, μια από τις αποτελεσματικότερες εξηγήσεις για την απόρριψη μιας προσφοράς ουσιών ήταν να αναφερθεί μια άλλη πολύ σημαντική δραστηριότητα, όπως το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό, κάτι που μπορεί να θέσει το παιδί σε κίνδυνο εάν κάνει χρήση ουσιών. Όπως και στο ακόλουθο παράδειγμα, η συμμετοχή σε ομάδες ποδοσφαίρου αποτελούσε επαρκή αιτιολόγηση για την απόρριψη μιας τέτοιας προσφοράς:
Σ: Έχει προσπαθήσει κάποιος να με κάνει να πάρω, χμμ, χασίς και του είπα «όχι».
Ε: Τι συνέβη;
Σ: Μου ’παν «θες λίγο είναι καλό και τέτοια», και τους είπα απλά «όχι» γιατί παίζω ποδόσφαιρο σε μια ομάδα και δεν το θέλω… γιατί δεν θέλω να καταλήξω χωρίς δουλειά και τέτοια, και να μένω στους δρόμους, γιατί παίζω ήδη μπάλα σε μια ποδοσφαιρική ομάδα. (Αγόρι, 12 ετών).
Τέλος, εάν κάποιος έλεγε ότι είχε δοκιμάσει στο παρελθόν την προσφερόμενη ουσία, και δεν του άρεσε, αποτελούσε επίσης σημαντικό λόγο για να την αρνηθεί. Τέσσερις από τους συμμετέχοντες στις συνεντεύξεις μας δήλωσαν πως μπόρεσαν να εφαρμόσουν αυτή την τακτική με επιτυχία. Αυτή η τακτική έχει το πλεονέκτημα ότι, δοκιμάζοντας, το παιδί δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι φοβάται να πειραματιστεί με την ουσία, και αυτό του παρέχει ακόμη τη δυνατότητα να ματαιώσει μελλοντικές προσφορές.
Συζήτηση
Η αντιμετώπιση μιας προσφοράς ουσιών ήταν σαφώς κάτι που παρουσίασε δυσκολίες για ένα σημαντικό ποσοστό των νεαρών ατόμων στη μελέτη μας, τόσο υποθετικά όσο και στην πράξη. Ήταν σαφές από τις αναφορές των παιδιών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των ανεπιθύμητων προσφορών να πουν απλώς «όχι» δεν ήταν αρκετό, ιδιαίτερα σημαντικό ήταν επίσης να απομακρυνθούν από το χώρο στον οποίο έγινε η προσφορά. Έτσι το παιδί απέφευγε την πιθανότητα επανάληψης της προσφοράς ή τις διάφορων ειδών πιέσεις. Η εμπλοκή σε διάλογο με τα άτομα που έκαναν την προσφορά έφερε τον επιπρόσθετο κίνδυνο να ζητηθεί από το νεαρό άτομο να αιτιολογήσει την απόφασή του. Πολλά από τα νεαρά αυτά άτομα δεν αισθάνθηκαν αρκετά σίγουρα για την ικανότητά τους να το επιτύχουν αυτό, ιδιαίτερα όταν έρχονταν αντιμέτωποι με κάθε είδους διαβεβαίωση όσον αφορά τη γοητεία και την έλλειψη επικινδυνότητας της προσφερόμενης ουσίας.
Ενώ η μελέτη μας τείνει να επιβεβαιώσει τις απόψεις κι άλλων συγγραφέων (π.χ. Coggans & McKellar 1994) ότι η πίεση των ομοτίμων δεν έχει την υπεροχή που συχνά της αποδίδεται όσον αφορά την προσφορά ουσιών, υποδηλώνει επίσης ότι παίζει σημαντικό ρόλο σε μια σημαντική μειονότητα περιπτώσεων. Ήταν όμως ξεκάθαρο από τις αναφορές των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα ότι η πιο διακριτική ή λιγότερο άμεση επιρροή, όπως η ευγενής ενθάρρυνση, οι επαναλαμβανόμενες προσφορές, οι διαβεβαιώσεις και η επιθυμία του νεαρού ατόμου να μην μείνει απ’ έξω ήταν επίσης σημαντικά χαρακτηριστικά των προσφορών για ουσίες. Ενδεχομένως, αυτές οι επιρροές μπορεί να είναι εξίσου δύσκολο να αντιμετωπιστούν από ένα παιδί όπως και οι αμεσότερες μορφές πίεσης.
Σύμφωνα και με εργασίες άλλων πάνω σε αυτό το θέμα, η μελέτη μας έδειξε ότι όσο πιο στενή η σχέση μεταξύ του παιδιού και του προσώπου που έκανε την προσφορά, τόσο πιθανότερο είναι να γίνει αποδεκτή (Lowden & Powney 1999). Υπήρχαν δύο πτυχές σε αυτό. Αφενός, η απόρριψη μιας προσφοράς από φίλο ή συγγενή ήταν δυσκολότερη από την απόρριψη προσφοράς από ανθρώπους με τους οποίους υπήρχε μια πιο απόμακρη σχέση. Μια σημαντική πτυχή αυτού του ζητήματος ήταν ο φόβος του νεαρού ατόμου ότι με το να απορρίψουν τους φίλους και να απομακρυνθούν από ορισμένες από τις δραστηριότητές τους μπορεί να έβαζε εμπόδια στη σχέση τους ακόμη και να αποδεικνυόταν μοιραίο γι’ αυτήν. Κατά δεύτερον, οι προσφορές από τους ανθρώπους με τους οποίους υπήρχε στενή κοινωνική επαφή είχαν ενισχυμένη επιρροή λόγω του στοιχείου εμπιστοσύνης που υπάρχει σε τέτοιες σχέσεις. Ενώ οι ομότιμοι και οι περιστασιακές γνωριμίες μπορεί να θεωρούνταν ύποπτοι όσον αφορά τα κίνητρά τους, τα άτομα στη μελέτη μας ήταν πιο σίγουρα ότι οι στενοί φίλοι ή οι συγγενείς τους θα ενδιαφέρονταν μόνο για το καλό τους και δεν θα επιδίωκαν να τα εμπλέξουν σε κάποια επιζήμια γι ’αυτά κατάσταση.
Μια από τις αποτελεσματικότερες άμυνες απέναντι σε μια ανεπιθύμητη προσφορά ήταν να υπάρχει ένας καλός λόγος για να απορριφθεί. Οι αποτελεσματικότεροι λόγοι ήταν εκείνοι που είτε μπορούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη έμφυτων κινδύνων όσον αφορά στη χρήση μιας συγκεκριμένης ουσίας, είτε μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη-συμμετοχή βάσει κάποιας σημαντικής δραστηριότητας ή φιλοδοξίας. Ωστόσο, τα παιδιά στην παρούσα μελέτη προσπαθούσαν να βρουν αποδεκτές εξηγήσεις για την απόρριψη μιας προσφοράς ουσιών, και συχνά οι λόγοι που έδιναν ήταν αστήρικτοι ή ακατάλληλοι. Η δυσκολία τους ήταν ιδιαίτερα εμφανής σε σχέση με τις «μαλακότερες» ουσίες, όπως η κάνναβη. Το γεγονός ότι αυτές οι ουσίες θεωρούνται γενικά ως λιγότερο επικίνδυνες από ό,τι άλλες, καθιστά δυσκολότερο για ένα νεαρό άτομο να δικαιολογήσει την απόφασή του να μην δοκιμάσει. Αυτά τα συμπεράσματα τονίζουν τη σημασία να έχουν τα παιδιά και οι νέοι αποτελεσματικές εξηγήσεις για την απόρριψη μιας προσφοράς για ουσίες. Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται να έχουν καλά επιχειρήματα γιατί δεν πρέπει να πάρουν κάνναβη όταν μπορεί να τους παρουσιαστεί ως αβλαβής από ανθρώπους που εμπιστεύονται.
Ενώ όλα τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να περιλαμβάνουν εκπαίδευση σχετικά με τις ουσίες ως τμήμα του προγράμματος σπουδών τους, αυτό ποικίλλει από άποψη περιεχομένου και χρόνου που αφιερώνεται [Department for Education and Employment (DfES) 1995; Ofsted 2000]. Ένα από τα μηνύματα που απορρέουν από τη μελέτη μας είναι ότι υπάρχει ανάγκη για καλύτερη διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων με διαπροσωπικά εργαλεία που απαιτούνται για την αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων που είναι πιθανό να συναντήσουν και στις οποίες μπορεί να είναι διαθέσιμες και να προσφέρονται ουσίες. Διαφορές στο πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται οι προσφορές και η σχέση του παιδιού με το πρόσωπο, ή τα πρόσωπα, που κάνουν την προσφορά απαιτούν μια σειρά στρατηγικές που θα το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει αυτή την πολυπλοκότητα. Το παιδί χρειάζεται να προετοιμαστεί για διάφορες πιθανότητες, συμπεριλαμβανομένων: πώς να αντιμετωπίσει την πίεση ή άλλες μορφές ενθάρρυνσης, πώς να αντιδράσει εάν βρεθεί απομονωμένο σε μια ομάδα, τι να κάνει στην περίπτωση που ένας φίλος ή συγγενής του προσφέρει κάτι και πώς να δικαιολογήσει την άρνησή του. Διαφορετικές στρατηγικές είναι απαραίτητες, για παράδειγμα, ανάλογα με ποιος κάνει την προσφορά. Με μια περιστασιακή γνωριμία ή έναν ξένο, η στρατηγική «απλά λέω όχι» μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Με έναν φίλο ή με την ομάδα ομοτίμων, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, και απαιτούνται πιο περίπλοκες στρατηγικές, που να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την προσφορά αλλά και εκείνες τις πτυχές της σχέσης που καθιστούν την άρνηση μιας προσφοράς από το συγκεκριμένο άτομο δύσκολη. Η άλλη περίσταση που τα παιδιά βρίσκουν ιδιαίτερα δύσκολη να αντιμετωπίσουν είναι όταν δέχονται μεγάλη πίεση, ή όταν πείθονται με άλλους τρόπους να δοκιμάσουν. Σε αυτό το σημείο η εκπαίδευση γύρω από τις ουσίες θα πρέπει να στραφεί τόσο στις διακριτικές επιρροές και πιέσεις και στη διαχείριση των σχέσεων, όσο και στην εξέταση της μεγάλης πίεσης. Κάτι ακόμη που πρέπει να εξεταστεί είναι η εσωτερική πίεση που νιώθει το παιδί επιθυμώντας να ενταχθεί στην ομάδα των ομοτίμων του και να μην αισθάνεται αποκλεισμένο.
Η εκπαίδευση για αντίσταση στις ουσίες μέσα από την ανάπτυξη δεξιοτήτων ζωής, δείχνει να έχει άμεση σχέση σε αυτό το πλαίσιο. Στην εκπαίδευση για τις ουσίες, οι προσεγγίσεις που στηρίζονται σε δεξιότητες ζωής έχουν δύο κύρια μέρη (Coggans & Watson 1995 Lowden & Powney 2000). Η προσέγγιση δεξιοτήτων και αξιών ζωής επιδιώκει να προάγει τις κοινωνικές δεξιότητες των ατόμων, να ενισχύσει τις θετικές τους αξίες και τον αυτοσεβασμό τους. Η υπόθεση που ενυπάρχει σε αυτή την προσέγγιση είναι ότι οι νέοι άνθρωποι με «ελλείψεις» σε αυτούς τους τομείς είναι ευάλωτοι σε μια σειρά προβληματικών συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένης της λήψης ουσιών. Το άλλο βασικό μέρος είναι η εκπαίδευση πώς να αντισταθούν, η οποία εκτιμά πως η κοινωνική πίεση αποτελεί σημαντική αιτία για τη χρήση ουσιών από τους νέους ανθρώπους και επιδιώκει να την αντισταθμίσει παρέχοντας ικανότητες που θα τους μάθουν να αντιστέκονται. Στην πράξη, και τα δύο μέρη συχνά αλληλοκαλύπτονται ή μπορούν να συνδυαστούν στο ίδιο πρόγραμμα. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας αυτών των προσεγγίσεων δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές (Lowden & Powney 2000). Σε μια εκτενή αναθεώρηση των διαφορετικών προσεγγίσεων στην εκπαίδευση για ουσίες, οι Coggans & Watson (1995) αναφέρουν πως δεν υπήρχε «κανένα σταθερά θετικό αποτέλεσμα» από τις αξιολογήσεις των προγραμμάτων που στηρίζονται στις δεξιότητες ζωής και υπάρχουν «περιορισμένες αποδείξεις θετικών αποτελεσμάτων» όσον αφορά την εκπαίδευση για την αντίσταση.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το πρόβλημα μπορεί να βρίσκεται όχι τόσο πολύ στους στόχους και το περιεχόμενο αυτών των προγραμμάτων όσο στη μέθοδο εφαρμογής τους. Στην αναθεώρησή της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων εκπαίδευσης για τις ουσίες στα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης οι Lloyd κ.ά. (2000) κατέληξαν ότι τα προγράμματα δεξιοτήτων ζωής είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικά όταν εφαρμόζονται με αλληλοδραστικές μεθόδους, όταν περιλαμβάνουν τους γονείς και όταν είναι εντατικά και μακροχρόνια. Η σημασία των αλληλοδραστικών μεθόδων για αυτό το είδος εκπαίδευσης έχει αναγνωριστεί και από άλλους (Williams & Keene 1995· Howie 1997).
Φαίνεται ότι υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι μια προσέγγιση στην εκπαίδευση για τις ουσίες βασισμένη σε δεξιότητες ζωής, εάν εφαρμοστεί με τον κατάλληλο τρόπο και εάν υπάρχει συνέπεια, μπορεί να αποτελέσει σημαντική συμβολή στη βοήθεια των νέων ανθρώπων να αποφύγουν την εμπλοκή με τις ουσίες. Αυτά τα προγράμματα χρειάζεται να εξετάσουν τα διαφορετικά σενάρια που ενδέχεται να συναντήσουν οι νέοι άνθρωποι όσον αφορά τις ουσίες. Επιπλέον, η καθοδήγηση χρειάζεται να εμπεριέχει περισσότερα πράγματα από την αντιμετώπιση μιας προσφοράς για ουσίες. Ιδανικά, θα πρέπει να εμπεριέχει θέματα όπως: η διαχείριση των σχέσεων, η επιλογή των φίλων, πώς να αποφευχθούν ορισμένες ομάδες και δραστηριότητες και ποιος είναι ένας υγιής τρόπος ζωής. Χρειάζεται επίσης να προάγει την ανάπτυξη φιλοδοξιών που είναι ελκυστικές, ρεαλιστικές και μπορούν να ανταγωνιστούν τη χρήση ουσιών. Εφοδιασμένα με τέτοιες ικανότητες και άμυνες, θεωρούμε ότι τα παιδιά θα μπορέσουν πολύ καλύτερα να αποφύγουν ή να αντιμετωπίσουν οποιεσδήποτε ανεπιθύμητες προσφορές για ουσίες.
Ευχαριστίες
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε ιδιαιτέρως τα παιδιά που συμμετείχαν σε αυτήν τη μελέτη και τα σχολεία στη Γλασκώβη και το Νιουκάστλ που συνεργάστηκαν για την έρευνά μας. Οι διευθύνσεις εκπαίδευσης στο Νιουκάστλ και τη Γλασκώβη παρείχαν πολύτιμη βοήθεια στη διευκόλυνση της μελέτης αυτής. Η έρευνα στην οποία στηρίχθηκε το άρθρο αυτό χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Υγείας, ως τμήμα του Ερευνητικού Προγράμματος για την Κατάχρηση Ουσιών. Εκτός από τους καθηγητές McIntosh και McKeganey, σημαντικές ήταν οι συμβολές των: Δρ Eilish Gilvarry, Συμβούλου Ψυχιάτρου, Υπηρεσία για το αλκοόλ και τις ουσίες στο Βόρειο Tyneside, Νιουκάσλ, Καθηγητή Malcolm Hill, Διευθυντή στο Κέντρο για τη Μελέτη του Παιδιού και την Κοινωνία, Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, Δρ Paul McArdle, Ψυχιάτρου για παιδιά και εφήβους και Επίκουρου Καθηγητή, Πανεπιστήμιο του Νιουκάστλ στο Tyne και Δρ Steven McCarthy, ψυχολόγου ερευνητή, υπηρεσία για το αλκοόλ και τις ουσίες στο Βόριο Tyneside, Νιουκάσλ. Ο James McIntosh χρηματοδοτήθηκε από τον όμιλο Robertson. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι των συντακτών και δεν θα πρέπει να αποδοθούν στους χορηγούς.
*Τίτλος πρωτοτύπου “Dealing with the offer of drugs: the experiences of a sample of pre-teenage school children” Addiction, Volume 98, Number 7, July 2003
**Διεύθυνση αλληλογραφίας: James McIntosh,
Department of Social Policy and Social Work,
University of Glasgow
Lilybank House
Bute Gardens
Glasgow G12 8RT
UK
E-mail: J.McIntosh@socsci.gla.ac.uk
*Temp. Η ηλικία που αναφέρεται για κάθε παιδί είναι αυτή που δόθηκε όταν συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο της έρευνας. Κατά τη συνέντευξη, τα παιδιά ήταν έως και 4 μήνες μεγαλύτερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barnard, M., Forsyth, A. & McKeganey, N. (1996) Levels of drug use among a sample of Scottish schoolchildren. Drugs: Education, Prevention and Policy, 3, 81–89.
Coggans, N. & McKellar, S. (1994) Drug use amongst peers: peer pressure or peer preference? Drugs: Education, Prevention and Policy, 1, 15–26.
Coggans, N. & Watson, J. (1995) Drugs Education: Approaches, Effectiveness and Implications for Delivery. HEBS Working Paper No. 1. Edinburgh: Health Education Board for Scotland.
Department for Education and Employment (DfES) (1995) Drug Prevention and Schools. Circular No. 4/95. London: Department of Education and Employment Publications.
Farrell, A. D. & White, K. S. (1998) Peer influences and drug use among urban adolescents: family structure and parent– adolescent relationship as protective factors. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 66, 248–258.
Howie, A. (1997) Guidelines for Planning and Evaluating Drug Education. Edinburgh: Health Education Board for Scotland.
Lloyd, C., Joyce, R., Hurry, J. & Ashton, M. (2000) The effectiveness of primary school drug education. Drugs: Education, Prevention and Policy, 7, 109–126.
Lowden, K. & Powney, J. (1999) Drug Education in Scottish Schools, 1996–1999. Edinburgh: Scottish Council for Research in Education.
Lowden, K. & Powney, J. (2000) Drug Education Context and Approaches: a Review of the Literature. Edinburgh: Scottish Council for Research in Education.
McKeganey, N. & Norrie, J. (1999) Pre-teen drug misuse in Scotland. Addiction Research, 7, 493–507.
Miller, P. & Plant, M. (1996) Drinking, smoking and illicit drug use among 15 and 16-year-olds in the United Kingdom. British Medical Journal, 313, 394–397.
Ofsted (2000) Drug Education in Schools: an Update. London: Office of Her Majesty’s Chief Inspector of Schools. Parker, H. & Measham, F. (1994) Changing patterns of illicit drug use amongst 1990s adolescents. Drugs: Education, Prevention and Policy, 1, 5–14.
Reed, M. D. & Rountree, P. W. (1997) Peer pressure and adolescent substance use. Journal of Quantitative Criminology, 13, 143–180.
Williams, M. & Keene, J. (1995) Drug prevention and the police in the UK: a review of recent research studies. Drugs: Education, Prevention and Policy, 2, 225–241.