Αντιλήψεις γονέων, ανήλικων εξαρτημένων παραβατών, για την εμπλοκή των ανηλίκων με το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης, ως μέσο κινητοποίησης για απεξάρτηση

Γεωργία Ευσταθιάδου

Κοινωνική Λειτουργός – Συστημική θεραπεύτρια, ΜSc «Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις», Θεραπευτικό προσωπικό στο ΚΕΘΕΑ, στοιχεία επικοινωνίας:  gkefstat@yahoo.com

 

Περίληψη

Η παρούσα εργασία στοχεύει να διερευνήσει αν η εμπλοκή με το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που θα επηρεάσει την απόφαση του έφηβου χρήστη ουσιών για απεξάρτηση, μελετώντας τις απόψεις των γονέων. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούν τις αντιλήψεις των γονέων για τον ρόλο των θεσμών του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία, εισαγγελέας, δικαστής, επιμελητής ανηλίκων) και την επιβολή αναμορφωτικών – θεραπευτικών μέτρων στην κινητοποίηση των ανηλίκων.

Με βάση το θεωρητικό πλαίσιο, τον σκοπό και παράλληλα τα ερευνητικά ερωτήματα που διατυπώθηκαν η χρήση ερωτηματολογίου, κλίμακας Likert, κρίθηκε ως το καταλληλότερο ερευνητικό εργαλείο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ)-ΑΝΑΔΥΣΗ. Το δείγμα αποτελείται από 81 γονείς ανήλικων εξαρτημένων παραβατών, που απευθύνθηκαν, ή δέχονταν ήδη, υπηρεσίες από το ΚΕΘΕΑ-ΑΝΑΔΥΣΗ τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2017. Η ανάγνωση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με περιγραφική ανάλυση, μέσω του SPSS, μελετώντας την κατανομή συχνότητας των μεταβλητών και τους πίνακες συνάφειας μεταξύ των ερωτήσεων.

Τα ευρήματα από την έρευνα καταλήγουν στο ότι όλοι γονείς θεωρούν σημαντική την παρέμβαση των θεσμών ποινικής δικαιοσύνης στην κινητοποίηση των ανήλικων εξαρτημένων παραβατών. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες της έρευνας η έντονη αστυνόμευση, η επαφή με τον Εισαγγελέα και τους Επιμελητές ανηλίκων, η εξατομικευμένη παρέμβαση, η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων που στοχεύουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανήλικου και η παραπομπή, από τις δικαστικές αρχές, σε Θεραπευτικό Πρόγραμμα απεξάρτησης μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την απόφαση του έφηβου να εγκαταλείψει τη χρήση ουσιών.

 

Λέξεις κλειδιά: ανήλικοι, εξάρτηση, απεξάρτηση, κινητοποίηση, δίκαιο ανηλίκων.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το φαινόμενο της ουσιοεξάρτησης είναι ένα πολυπαραγοντικό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς πέρα από τις επιβλαβείς επιδράσεις για τον ίδιο τον χρήστη, έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον του και στο κοινωνικό σύνολο. Η χρήση των ψυχοδραστικών ουσιών με την παραβατικότητα έχει σχέση αλληλεπίδρασης δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Πολλές μελέτες καταγράφουν τον συσχετισμό της χρήσης ουσιών με την παραβατικότητα, σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα της εφηβείας, προκειμένου να εξετάσουν και να αντιμετωπίσουν το θέμα. Ο προσδιορισμός των αιτιών που οδηγεί έναν ανήλικο στην εξάρτηση, δεν περιορίζεται στην ανάγνωση του προβλήματος, αλλά δημιουργεί δυνατότητες αλλαγής και ένταξής των νέων στην κοινωνική ζωή.

Στην Ελλάδα έγιναν μεταρρυθμίσεις που επηρεάστηκαν από τις Διεθνείς Συμβάσεις και τη διεθνή κουλτούρα, μεταβάλλοντας την αντιμετώπιση των ανήλικων εξαρτημένων. Τα προβλήματα της χρήσης ουσιών δεν περιορίζονται σε μια κοινωνική μειονότητα και ο ανήλικος δεν θεωρείται πλέον εγκληματίας. Παρατηρούνται μεγάλες διαφορές μεταξύ των ενηλίκων και των ανηλίκων, αλλά και στα όρια ποινικής ευθύνης, όπου κρίνεται απαραίτητο να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν αλλαγές στοχευμένες στα χαρακτηριστικά της κάθε ηλικίας.

Το σύστημα δικαιοσύνης καλείται να αντιμετωπίσει και τον ενήλικο, αλλά πολύ περισσότερο τον ανήλικο εξαρτημένο, ως ένα άτομο που χρήζει θεραπείας. Νομοθετούνται ρυθμίσεις που ορίζουν μέτρα κυρίως εξωιδρυματικού χαρακτήρα, αποφεύγοντας τον στιγματισμό και δίνοντας έμφαση στην εξατομικευμένη αντιμετώπιση, παρέχοντας δυνατότητες διαπαιδαγώγησης και εξέλιξης.

Αρωγοί σ’ αυτή τη διάθεση του νομοθέτη αποτελούν οι θεσμοί του συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων που διαχειρίζονται ποινικά, τον ανήλικο εξαρτημένο, ορίζοντας μέτρα πατερναλιστικού χαρακτήρα. Αυτή η «πατρική παρουσία» είναι το περιεχόμενο του πατερναλισμού αφού τον γονεϊκό ρόλο αναλαμβάνει το κράτος, όταν οι γονείς έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν στο πρόβλημα της εξάρτησης χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η Πολιτεία παρεμβαίνει, ορίζοντας το πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών, ως εξωτερικός παράγοντας, στην απόφαση του ανήλικου χρήστη για απεξάρτηση προσπαθώντας να επηρεάσει την κινητοποίησή του. Άλλωστε, οι πιο πρόσφατες θεραπευτικές προσεγγίσεις δεν θεωρούν την ύπαρξη κινήτρου αμετάβλητο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αλλά δυναμική κατάσταση που μπορεί να επηρεαστεί (Miller & Rollnick, 1991).

Το κίνητρο ως δυναμικός παράγοντας, ο οποίος διεγείρει, καθορίζει και κατευθύνει τη συμπεριφορά του ατόμου προς ένα σκοπό είναι πάντα πεδίο συζήτησης και διερεύνησης στον χώρο της απεξάρτησης. Έναυσμα για την παρούσα εργασία ήταν η εργασιακή εμπειρία με ανήλικους εξαρτημένους και τους γονείς τους και η ανταπόκρισή τους σε μια ευρεία γκάμα επιρροών και παρεμβάσεων.

Βασικός στόχος της έρευνας είναι να διερευνηθεί, μελετώντας τις απόψεις των γονέων, αν η εμπλοκή με το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης κινητοποιεί τους ανήλικους για απεξάρτηση. Κρίθηκε σκόπιμο να ζητηθούν οι αντιλήψεις των γονέων, καθώς οι γονείς βιώνουν την εξάρτηση του παιδιού τους είτε ως θύματα με εστίαση στις αρνητικές συνέπειες που προκαλεί, είτε ως δυσλειτουργικό σύστημα το οποίο συντελεί στην ανάπτυξη και συντήρηση του προβλήματος, είτε ως πλαίσιο βοήθειας για την επίλυση του προβλήματος γεγονός που επηρεάζει την οπτική τους σκοπιά για την αντιμετώπιση της εξάρτησης. Τις περισσότερες φορές, οι γονείς προσπαθούν να απαντήσουν στο πρόβλημα στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και όταν δεν υπάρχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα προσδοκούν ότι η εμπλοκή του παιδιού τους με τις δικαστικές αρχές θα αποτελέσει μοχλό πίεσης για απεξάρτηση. Μέσα από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας επιχειρείται η συσχέτιση της επίδρασης των αρχών κοινωνικού ελέγχου στην απόφαση του έφηβου για αλλαγή και απεξάρτηση.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Στόχος και ερευνητικά ερωτήματα:

Βασικός στόχος της έρευνας είναι να διερευνηθεί, μελετώντας τις απόψεις των γονέων, αν η εμπλοκή με το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης κινητοποιεί τους ανήλικους για απεξάρτηση. Κρίθηκε σκόπιμο να ζητηθούν οι αντιλήψεις των γονέων, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς βιώνουν τον απόηχο της εξάρτησης και από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας παρατηρήθηκε ότι είναι ένα στοιχείο που δεν έχει διερευνηθεί.

Η επιλογή του θέματος βασίζεται σε προσωπική περιέργεια και συστηματική εμβάθυνση στο θέμα ως συνέπεια άμεσης επαφής στον χώρο εργασίας. Οι συστηματικές συζητήσεις, των γονέων, στον χώρο απεξάρτησης ανηλίκων ως προς τα κίνητρά τους ήταν η αφορμή για συστηματική εμβάθυνση στο θέμα. Οι θεωρήσεις των γονέων και οι προσδοκίες που έχουν από το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης λειτούργησαν ως έμπνευση με αποτέλεσμα η ακατέργαστη εμπειρία τους να γίνει ευκαιρία για έρευνα.

Τα επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα είναι τα εξής:

  • Ποιοι είναι οι παράγοντες που μπορεί να κινητοποιήσουν τον ανήλικο από την εμπλοκή με το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης;
  • Ποιος ο ρόλος της αστυνομίας στην κινητοποίηση των ανηλίκων;
  • Ποιος ο ρόλος του Εισαγγελέα, Δικαστή, Επιμελητή ανηλίκων στην κινητοποίηση ανηλίκων;
  • Η επιβολή αναμορφωτικών-θεραπευτικών μέτρων κινητοποιεί τους ανήλικους;

 

Μέθοδος συλλογής δεδομένων:

Η επιλογή του ερευνητικού εργαλείου πραγματοποιήθηκε μετά από συνεκτίμηση των εξής παραγόντων: τον στόχο και τα ερευνητικά ερωτήματα, την εγκυρότητα (η οποία αναφέρεται στον βαθμό κατά τον οποίο ένα εργαλείο μετρά ή περιγράφει αυτό για το οποίο φτιάχτηκε να μετρά ή να περιγράφει), την αξιοπιστία (η οποία ορίζεται ως ο βαθμός στον οποίο μια μέθοδος παράγει τα ίδια αποτελέσματα κάτω από σταθερές συνθήκες σε περισσότερες από μία περιπτώσεις), την ακρίβεια στη συλλογή δεδομένων και τον απαιτούμενο χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (Φίλιας, 2000).

Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο το ερωτηματολόγιο κλίμακας Likert, η οποία αποτελεί μια κλίμακα εκτίμησης–μέτρησης απόψεων, στάσεων ή συμπεριφοράς και δεν καταγράφει μόνον τη γενική συμφωνία ή ασυμφωνία με μια πρόταση αλλά και τον βαθμό συμφωνίας, αφού η ερώτηση συνοδεύεται από το «πόσο» ή «σε ποιο βαθμό» (Ζαφειρόπουλος, 2005).

Στην κλίμακα Likert ο αξιολογητής έχει μια λίστα με προτάσεις (καταφατικές ή ερωτηματικές), ο αριθμός των οποίων συνήθως ποικίλλει από έξι ως τριάντα. Οι προτάσεις συνοδεύονται από κλειστές απαντήσεις, οι οποίες συνήθως δίνονται με τη μορφή κλίμακας από 3 ως 7 βαθμίδες και υποδηλώνουν διαφορετικό βαθμό συμφωνίας ή ικανοποίησης. Στη διαβάθμιση της κλίμακας χρησιμοποιήθηκε η παρακάτω ομάδα επιλογών: (α) «Διαφωνώ πλήρως», «Διαφωνώ», «Ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ», «Συμφωνώ», «Συμφωνώ πλήρως». Ο συμμετέχων/αξιολογητής καλείται να σημειώσει τον βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας του με την εκάστοτε πρόταση (Παπαδημητρίου, Φλώρου & Αναστασιάδου, 2001).

 

Ιστορικό της έρευνας:

Στο αρχικό στάδιο της έρευνας καθορίστηκαν οι πτυχές της θεωρητικής έννοιας και το επόμενο βήμα για τη σύσταση κλίμακας Likert ήταν να διατυπωθούν ερωτήσεις που θα αντιστοιχούν στις πτυχές αυτές. Διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές ερωτήσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να καλύπτουν κάθε συστατικό μέρος της γενικότερης έννοιας (Κυριαζή, 2002).

Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αναφέρονται κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία: φύλλο, εθνικότητα, εκπαιδευτικό επίπεδο, οικογενειακή κατάσταση. Το δεύτερο μέρος απαριθμεί δεκαεννιά προτάσεις που αναφέρονται στον ρόλο της αστυνομίας, του εισαγγελέα, του Δικαστή και του επιμελητή ανηλίκων και τη στάση τους απέναντι στους ανήλικους χρήστες. Επιπλέον υπάρχουν ερωτήσεις που αφορούν τα αναμορφωτικά, θεραπευτικά μέτρα, που επιβάλλονται από τις δικαστικές αρχές, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Οι συμμετέχοντες καταγράφουν τον βαθμό που συμφωνούν ή διαφωνούν με κάθε μία από τις προτάσεις.

Η κατασκευή των ερωτήσεων περιλάμβανε απλή και σαφή διατύπωση, θετική (συμφωνώ/συμφωνώ πλήρως) και αρνητική (διαφωνώ/διαφωνώ πλήρως) τοποθέτηση, ως προς την άποψη που εκφράζεται με στόχο να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της έρευνας. Ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή της έρευνας ακολούθησε τις αρχές δεοντολογίας όπου υπήρξε κατάλληλη πληροφόρηση για τους σκοπούς της έρευνας, η συμμετοχή ήταν εθελοντική και διασφαλίστηκε η ανωνυμία και ο εμπιστευτικός χαρακτήρας κατά τη διάρκεια συλλογής, καταγραφής και παρουσίασης των στοιχείων.

Η ανάλυση των δεδομένων έγινε, με περιγραφική ανάλυση, μέσω του SPSS μελετώντας την κατανομή συχνότητας των μεταβλητών και τους πίνακες συνάφειας μεταξύ των ερωτήσεων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα ΚΕΘΕΑ-Ανάδυση που είναι το μοναδικό Πρόγραμμα απεξάρτησης για έφηβους στη Β. Ελλάδα. Προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ έγινε επικοινωνία με τον Τομέα Έρευνας του ΚΕΘΕΑ όπου παρουσιάστηκε το σχέδιο έρευνας και υπογράφηκε πρωτόκολλο συνεργασίας για τη διεξαγωγή της.

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ–ΔΕΙΓΜΑ

Πληθυσμός είναι το σύνολο των υπό μελέτη στοιχείων. Συνήθως οι προς διερεύνηση πληθυσμοί είναι πολύ μεγάλοι για να μελετηθούν ολόκληροι και θα είχε μεγάλο κόστος σε χρήμα, χρόνο, ανθρώπινους πόρους κ.ά. Για τον παραπάνω λόγο επιλέγεται από τον ερευνητή ένα δείγμα, το οποίο είναι μια αντιπροσωπευτική υποομάδα του πληθυσμού που έχει οριστεί προς ανάλυση. Στη συγκεκριμένη έρευνα συμμετείχαν 81 γονείς, ανήλικων εξαρτημένων παραβατών, που απευθύνθηκαν στο ΚΕΘΕΑ-ΑΝΑΔΥΣΗ τα χαρακτηριστικά των οποίων διαφαίνονται στα παρακάτω γραφήματα.

Από τα 81 υποκείμενα που συμμετείχαν στην έρευνα οι 34 είναι άνδρες και οι 47 γυναίκες.

 

Γράφημα 1 ΦΥΛΟ

 

 

 

 

 

Όσον αφορά την εθνικότητά τους, το 92,6% είναι ελληνικής εθνικότητας και το 7,4% άλλης εθνικότητας.

 

Γράφημα 2 ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ

 

 

 

 

Ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, η πλειοψηφία αυτών είναι απόφοιτοι Λυκείου ή με ημιτελείς σπουδές σε Ανώτερα-Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και απόφοιτοι Ανώτερων-Ανώτατων Σχολών. Οι υπόλοιπες κατηγορίες σπουδών αντιπροσωπεύονται σε μικρότερα ποσοστά.

 

Γράφημα 3: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

 

 

 

 

 

Τέλος, σύμφωνα με τα δεδομένα του γραφήματος που ακολουθεί, η συντριπτική πλειοψηφία είναι έγγαμοι ή σε συμβίωση, 77,8%, ακολουθεί ένα μικρότερο ποσοστό, 21%, οι οποίοι είναι διαζευγμένοι και μόνο το 1,2% είναι χήροι-ες.

 

Γράφημα 4: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 

 

 

 

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Κατανομή συχνότητας απαντήσεων – Δείκτες κεντρικής τάσης.

Για την ανάγνωση των αποτελεσμάτων παράχθηκαν πίνακες συχνοτήτων όπου συνοψίζονται και περιγράφονται οι μεταβλητές. Πραγματοποιήθηκε σχετική αθροιστική συχνότητα καθώς οι απαντήσεις «διαφωνώ και διαφωνώ πλήρως» έχουν αρνητική χροιά στο ερωτηματολόγιο (π.χ. δεν βοηθάει η σύλληψη στην κινητοποίηση των ανηλίκων) και οι ερωτήσεις «συμφωνώ και συμφωνώ πλήρως» έχουν θετική χροιά. Παρ’ όλα αυτά τα πέντε σημεία των απαντήσεων μας δείχνουν τις ακραίες διαφωνίες-συμφωνίες οι οποίες σχολιάζονται στα ευρήματα. Τα ευρήματα της έρευνας παρουσιάζονται ανά θεματικό άξονα, με βάση τα ερευνητικά ερωτήματα της έρευνας.

 

Ο ρόλος της αστυνομίας:

Η πλειοψηφία των γονέων, σε ποσοστό 74%, θεωρούν ότι ο έλεγχος για κατοχή ναρκωτικών από την αστυνομία θα βοηθήσει τα παιδιά τους να συνειδητοποιήσουν ότι η χρήση ναρκωτικών είναι σοβαρό πρόβλημα στη ζωή τους. Σχεδόν οι μισοί (51,8%) κρίνουν ότι η σύλληψη θα κινητοποιήσει το παιδί τους, ενώ το 35,8% διαφωνεί.

 

Γράφημα 5: ΡΟΛΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

 

 

 

 

Το 53% πιστεύει ότι η παραμονή στο αστυνομικό τμήμα είναι λόγος για να ζητήσει το παιδί τους βοήθεια για απεξάρτηση σε αντίθεση με το 34,6% όπου διαφωνεί. Η ενημέρωση από την αστυνομία ότι το παιδί τους συνελήφθη, για το 59,4%, φαίνεται ότι δεν είναι αρκετή για να προβληματίσει και να απομακρύνει το παιδί τους από τη χρήση. Επίσης και στις δύο ερωτήσεις υπάρχει ένα ποσοστό περίπου 15% όπου κρατάει ουδέτερη θέση γι’ αυτούς τους παράγοντες κινητοποίησης.

 

Γράφημα 6: ΡΟΛΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

 

 

 

 

 

Ο ρόλος του Δικαστή, του Εισαγγελέα, του Επιμελητή ανηλίκων:

Σύμφωνα με τα γραφήματα που ακολουθούν, οι γονείς θεωρούν ότι η επαφή με τον Εισαγγελέα και με τους Επιμελητές ανηλίκων είναι καθοριστική για την αλλαγή στη ζωή του παιδιού τους. Έτσι το 69,1% πιστεύει ότι η καθοδήγηση του Εισαγγελέα είναι καθοριστική, για να αποφασίσει το παιδί τους να εγκαταλείψει τη χρήση, και το 77,7% θεωρεί ότι η καθοδήγηση των Επιμελητών διαμορφώνει κίνητρα για αλλαγή.

 

Γράφημα 7: ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

 

 

 

 

 

Γράφημα 8: ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΠΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ

 

 

 

 

 

Το 51,8% του δείγματος αναμένει ότι η εφαρμογή του νόμου και η επιβολή μέτρων από τον Δικαστή θα επηρεάσει την απόφαση των ανηλίκων για διακοπή της χρήσης, το 29,6% έχει αντίθετη άποψη και το 18,5% κρατάει ουδέτερη στάση.

Η αυστηρότητα του Δικαστή ή του εισαγγελέα, ως προς την απόφαση που θα πάρει για τους έφηβους χρήστες, βρίσκει σύμφωνους το 54,3% των γονέων, ενώ το 34,6% διαφωνεί με αυτή τη στάση.

 

Γράφημα 9: ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗ Ή ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

 

 

 

 

 

Από την άλλη μεριά οι μισοί περίπου γονείς, 40,7%, θεωρούν ότι ο Δικαστής ή ο Εισαγγελέας πρέπει να είναι επιεικής με το παιδί τους, σε αντίθεση με τους άλλους μισούς, 44,7%, όπου διαφωνούν με αυτή τη στάση. Επιπλέον το 14,8% απάντησε ουδέτερα σ’ αυτή την ερώτηση.

Τέλος, η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων (91,3%) κρίνει ότι η εξατομικευμένη παρέμβαση (διερευνώντας την προσωπικότητα του κάθε ανήλικου, τους λόγους που κάνει χρήση, το οικογενειακό περιβάλλον) από τα δικαστήρια, μπορεί να βοηθήσει τον έφηβο για να κάνει θεραπεία απεξάρτησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δεν υπάρχει γονιός που εκφράζει ακραία διαφωνία.

 

Γράφημα 10: ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

 

 

 

 

Επιβολή αναμορφωτικών – θεραπευτικών μέτρων:

Η διαδικασία της δίκης, ως λόγος για να αναζητήσει ο ανήλικος θεραπεία απεξάρτησης, διχάζει τις απόψεις των γονέων καθώς το 42% συμφωνεί και το 44,5% διαφωνεί. Αντίστοιχα υπάρχει και ένα ποσοστό 13,6% όπου εκφράζει ουδέτερη στάση ως προς αυτή την ερώτηση.

Η επιβολή μέτρων που αφορούν τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, για το 81,5% των γονέων, είναι λόγος που θα βοηθήσει το παιδί τους να σταματήσει τη χρήση. Το 8,6% πιστεύει ότι δεν είναι βοηθητικό, χωρίς να υπάρχει πλήρης διαφωνία, και το 9,9% απαντάει ουδέτερα.

 

Γράφημα 11: ΕΠΙΒΟΛΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

 

 

 

 

 

Το επόμενο γράφημα απεικονίζει ότι οι μισοί, περίπου, γονείς πιστεύουν ότι τα συγκεκριμένα όρια (π.χ. ωράριο επιστροφής στο σπίτι, απαγορεύσεις σε συγκεκριμένες τοποθεσίες) που θα τεθούν από τις δικαστικές αρχές θα κινητοποιήσουν το παιδί τους γι’ απεξάρτηση, το 1/3 διαφωνεί ενώ οι υπόλοιποι (16,3%) εκφράζουν ουδέτερη άποψη.

 

Γράφημα 12: ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΟΡΙΑ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

 

 

 

 

 

Ένα σημαντικό ποσοστό, 61,6% των γονέων, πιστεύει ότι ο ανήλικος θα απομακρυνόταν από τη χρήση, εάν του δινόντουσαν επαγγελματικά εφόδια ως μέτρο από τις δικαστικές αρχές. Αντιθέτως το 14,8% δεν συμμερίζεται την ίδια άποψη και το 13,6% εκφράζει ουδέτερη στάση.

Σχεδόν καθολική είναι η συμφωνία του δείγματος, σε ποσοστό 95%, πως τα μέτρα που στοχεύουν στη διαπαιδαγώγηση – διαμόρφωση του χαρακτήρα, θα βοηθούσαν τα παιδιά τους να σταματήσουν τη χρήση, ενώ δεν υπάρχει συμμετέχων που διαφωνεί πλήρως.

Υψηλό ποσοστό συμφωνίας υπάρχει και στην ερώτηση που αφορά τη διάγνωση και γνωμοδότηση της εξάρτησης από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Το 88,9% των γονέων πιστεύει ότι η πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς βοηθάει στο να αναγνωρίσει ο ανήλικος χρήστης το πρόβλημα που έχει με τη χρήση ουσιών, το 6,2% διαφωνεί, χωρίς να υπάρχει κάποιος που διαφωνεί πλήρως, και το 4,9% απαντάει ουδέτερα.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του επόμενου γραφήματος, το 12,3% πιστεύει ότι η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων, είναι βασικός λόγος για να διακόψει τη χρήση το παιδί τους. Υψηλότερο ποσοστό, 65,4%, διαφωνεί με αυτή την άποψη και 22,2% έχει ουδέτερη γνώμη.

 

Γράφημα 13: ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΣΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ Ή ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

 

 

 

 

 

 

Το 91,4% εκτιμάει ότι η παραπομπή από τις δικαστικές αρχές, για παρακολούθηση Συμβουλευτικού Προγράμματος απεξάρτησης του ανήλικου, βοηθάει στη διακοπή της χρήσης. Επίσης δεν παρατηρείται ακραία διαφωνία.

Από την άλλη μεριά, η παραπομπή του παιδιού σε κλειστό Θεραπευτικό Πρόγραμμα διχάζει τις απόψεις των γονέων καθώς το 32,1% διαφωνεί έναντι του 35,8% όπου συμφωνεί, και του 32,1% όπου εκφράζει ουδέτερη άποψη.

 

Γράφημα 14: ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

 

 

 

 

 

 

Ανάλυση πολλαπλών απαντήσεων – Συνάφεια μεταξύ των μεταβλητών.

Το επόμενο βήμα μετά την ολοκλήρωση της περιγραφικής στατιστικής ανάλυσης ήταν να βρεθεί συνάφεια ανάμεσα σε δύο μεταβλητές. Η διασταυρωμένη ή συνδυαστική πινακοποίηση (crosstabs), είναι η κατασκευή ενός πίνακα διπλής εισόδου, για να μπορεί να εξεταστεί με ποιον τρόπο απάντησαν σε κάποιες μεταβλητές οι ερωτώμενοι που απάντησαν κάποια συγκεκριμένη κατηγορία σε άλλη μεταβλητή (Γναρδέλλης, 2013). Οι ερωτήσεις που διασταυρώθηκαν επιλέχθηκαν με βάση τα ερευνητικά ερωτήματα και το θεωρητικό πλαίσιο του δικαίου ανηλίκων.

 

Έλεγχος της αστυνομίας (1η ερώτηση) – Σύλληψη (3η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 1η ερώτηση με την 3η φαίνεται ότι, το 13,5% πιστεύει ότι ο έλεγχος της αστυνομίας και η σύλληψη δεν θα βοηθήσει το παιδί τους να κινητοποιηθεί για απεξάρτηση. Αντιθέτως το 48,15% θεωρεί ότι η σύλληψη/έλεγχος αστυνομίας είναι λόγος για αναζητήσει ο ανήλικος θεραπεία απεξάρτησης. Επίσης το 16% παρ’ όλο που πιστεύει ότι ο έλεγχος της αστυνομίας θα βοηθήσει στη διακοπή της χρήσης, έχει εκ διαμέτρου αντίθετη γνώμη για τη σύλληψη.

 

Σύλληψη (2η ερώτηση) – Επαφή με εισαγγελέα (5η ερώτηση):

Συνδυάζοντας την 2η με την 5η ερώτηση, το 43,2% κρίνει ότι τόσο η σύλληψη όσο και η επαφή με τον Εισαγγελέα θα επηρεάσει το παιδί τους στην απόφασή του να εγκαταλείψει τη χρήση. Το 12,3% πιστεύει ότι τίποτα από τα δύο μπορεί να επηρεάσει τον ανήλικο στην απόφασή του. Επιπλέον, παρατηρείται ότι το 19,75% των γονέων εκτιμούν ότι η Επαφή με τον Εισαγγελέα θα κινητοποιήσει το παιδί τους, ενώ η σύλληψη όχι.

 

Σύλληψη (2η ερώτηση) – Παραμονή στο αστυνομικό τμήμα (3η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 2η ερώτηση με την 3η φαίνεται ότι το υψηλότερο ποσοστό (40,7%) εμφανίζεται στην άποψη ότι, τόσο η σύλληψη όσο και η παραμονή στο αστυνομικό τμήμα, λειτουργούν καταλυτικά στην απόφαση του ανήλικου να εγκαταλείψει την χρήση. Σημαντικό ποσοστό, 27,16%, παρατηρείται και στην άποψη ότι κανένα από τα δύο μπορεί να λειτουργήσει στην απόφαση του έφηβου. Οι υπόλοιποι συνδυασμοί έχουν πολύ μικρά ποσοστά.

 

Διαδικασία δίκης (7η ερώτηση) – Εφαρμογή νόμου και επιβολή μέτρων από τον Δικαστή (8η ερώτηση):

Στον συνδυασμό της 7ης και 8ης ερώτησης, το 32,1% των γονέων θεωρεί ότι και οι δύο παράγοντες συμβάλλουν στην απομάκρυνση του ανήλικου από τη χρήση. Αντίθετη άποψη έχει το 27,2%, ενώ το 14,8% βρίσκει βοηθητική την εφαρμογή νόμου από τον Δικαστή αλλά όχι τη διαδικασία της δίκης.

 

Εφαρμογή νόμου και επιβολή μέτρων από τον Δικαστή (8η ερώτηση) – Εξατομικευμένη παρέμβαση από δικαστικές αρχές (11η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 8η ερώτηση με την 11η διαπιστώνεται ότι οι μισοί γονείς, 50%, πιστεύουν ότι τόσο η εφαρμογή του νόμου όσο και η εξατομικευμένη παρέμβαση μπορούν να βοηθήσουν το παιδί τους για να κάνει θεραπεία απεξάρτησης. Το 26,3% κρίνει ότι η εξατομικευμένη παρέμβαση λειτουργεί βοηθητικά για την διακοπή της χρήσης αλλά όχι η εφαρμογή του νόμου και η επιβολή μέτρων από τον Δικαστή. Τέλος, το 14,3% που εξέφρασε ουδέτερη άποψη στην εφαρμογή νόμου θεωρεί βοηθητική στην κινητοποίηση, την εξατομικευμένη παρέμβαση.

 

Επαφή με εισαγγελέα (5η ερώτηση) – Καθοδήγηση και παρακολούθηση από Επιμελητές ανηλίκων (6η ερώτηση):

Ο συνδυασμός της 5ης και της 6ης ερώτησης δείχνει ότι παραπάνω από το μισό δείγμα, 56,8%, τοποθετείται θετικά για τον ρόλο του Εισαγγελέα και των Επιμελητών στην κινητοποίηση των ανηλίκων. Επιπλέον το 8,6% των γονέων που είχαν ουδέτερη στάση για την επαφή με τον Εισαγγελέα, εκφράζει θετική άποψη για τους Επιμελητές, ενώ όλοι οι υπόλοιποι συνδυασμοί έχουν μηδαμινά ποσοστά.

 

Εξατομικευμένη παρέμβαση από δικαστικές αρχές (11η ερώτηση) – Μέτρα που στοχεύουν στη διαπαιδαγώγηση/διαμόρφωση του χαρακτήρα (16η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 11η με την 16η ερώτηση καταλήγουμε στο υψηλό ποσοστό του 86,3% του δείγματος, όπου πιστεύει ότι οι δύο αυτοί παράγοντες βοηθούν τους έφηβους να σταματήσουν τη χρήση.

 

Επιβολή μέτρων που αφορούν την διαχείριση ελεύθερου χρόνου (12η ερώτηση) – Επαγγελματικά εφόδια ως μέτρο (14η ερώτηση):

Η 12η ερώτηση σε συνδυασμό με την 14η μας δείχνει ότι το 59,3% θεωρεί τόσο την διαχείριση του ελεύθερου χρόνου όσο και τα επαγγελματικά εφόδια, μέτρα που θα απομακρύνουν το παιδί τους από τη χρήση. Το 11,1% πιστεύει ότι η διαχείριση του ελευθέρου χρόνου μπορεί να βοηθήσει το παιδί τους σε αντίθεση με τα επαγγελματικά εφόδια.

 

Επιβολή μέτρων που αφορούν την διαχείριση ελεύθερου χρόνου (12η ερώτηση) – Συγκεκριμένα όρια από δικαστικές αρχές (13η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 12η με την 13η ερώτηση παρατηρείται ότι το 40% των γονέων πιστεύει ότι και τα δύο μέτρα είναι εξίσου σημαντικά στην κινητοποίηση του παιδιού τους. Το 27,5% κρίνει ότι η διαχείριση ελεύθερου χρόνου θα βοηθήσει τον ανήλικο να σταματήσει τη χρήση ενώ τα συγκεκριμένα όρια από τις δικαστικές αρχές όχι.

 

Αυστηρότητα Δικαστή ή Εισαγγελέα (9η ερώτηση) – Εφαρμογή νόμου και επιβολή μέτρων από τον Δικαστή (8η ερώτηση):

Συνδυάζοντας την 9η με την 8η ερώτηση φαίνεται ότι το 37% κρίνει ότι τόσο η αυστηρή στάση του Δικαστή ή του Εισαγγελέα όσο και η επιβολή μέτρων επηρεάζει καθοριστικά την απόφαση του παιδιού τους για διακοπή της χρήσης. Αντιθέτως το 22,2% τοποθετείται αρνητικά εκφράζοντας ότι οι δύο αυτοί παράγοντες δεν μπορούν να κινητοποιήσουν το παιδί τους.

 

Καθοδήγηση και παρακολούθηση από Επιμελητές ανηλίκων (6η ερώτηση) – Εξατομικευμένη παρέμβαση από δικαστικές αρχές (11η ερώτηση):

Ο συσχετισμός της 6ης και της 11ης ερώτησης παρουσιάζει τους παραπάνω δύο παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν στην κινητοποίηση των ανηλίκων σύμφωνα με το 73,8% του δείγματος.

 

Πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς (15η ερώτηση) – Παραπομπή για παρακολούθηση Συμβουλευτικού Προγράμματος απεξάρτησης (18η ερώτηση):

Μελετώντας τον συνδυασμό 15ης και 18ης φανερώνεται ένα υψηλό ποσοστό, 82,7%, των γονέων το οποίο κρίνει ότι οι δύο αυτές μεταβλητές είναι εξίσου σημαντικές στην αναγνώριση του προβλήματος και στη διακοπή της χρήσης.

 

Πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς (15η ερώτηση) – Παραπομπή για παρακολούθηση κλειστού Θεραπευτικού Προγράμματος (19η ερώτηση):

Σχετίζοντας την 15η με την 19η ερώτηση παρατηρείται ότι το 30,9% των γονέων θεωρεί ότι, τόσο η πραγματογνωμοσύνη όσο και η παραπομπή σε κλειστό Θεραπευτικό Πρόγραμμα θα κινητοποιήσει το παιδί τους για απεξάρτηση. Αντίστοιχο ποσοστό, 30,9%, πιστεύει ότι η πραγματογνωμοσύνη μπορεί να κινητοποιήσει τον έφηβο αλλά η παραπομπή σε κλειστό Πρόγραμμα όχι.

 

Ανάθεση επιμέλειας σε Προστατευτικές Εταιρείες ή Ιδρύματα ανηλίκων (19η ερώτηση) – Παραπομπή για παρακολούθηση κλειστού Θεραπευτικού Προγράμματος (17η ερώτηση):

Ο συνδυασμός της 17ης ερώτησης με την 19η παρουσιάζει ότι το 26% του δείγματος κρίνει πως οι δύο παραπάνω παράγοντες δεν θα βοηθήσουν το παιδί τους να σταματήσει τη χρήση. Από την άλλη μεριά, το 21% πιστεύει ότι η παραπομπή σε κλειστό Πρόγραμμα θα απομακρύνει τον ανήλικο από τη χρήση, ενώ έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη με την ανάθεση της επιμέλειας.

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Επιχειρώντας μια γενική αποτίμηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων παρατηρείται ότι οι παράγοντες που μπορούν να κινητοποιήσουν τους ανήλικους είναι:

 

Ο ρόλος της αστυνομίας

Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι ο έλεγχος της αστυνομίας για κατοχή ναρκωτικών βοηθάει τους ανήλικους να συνειδητοποιήσουν ότι η χρήση ουσιών είναι σοβαρό πρόβλημα στη ζωή τους. Οι γονείς περιμένουν έντονη αστυνόμευση, μέσω του ελέγχου και της δίωξης για κατοχή, η οποία θα λειτουργήσει προληπτικά και κατασταλτικά στους έφηβους χρήστες. Η εντατική αστυνόμευση αναμένεται να παρέμβει στη μεταβολή των στάσεων των ίδιων των χρηστών απέναντι στις ουσίες και στον τρόπο ζωής που συνδέεται με αυτές. Η διωκτική δράση της δημιουργεί φόβο σύλληψης και καταδίκης, για μικροαδικήματα χρήσης, γεγονός που μπορεί να αποτρέψει τον ανήλικο να έρθει σε επαφή με τις ουσίες και να ενταχθεί σε Θεραπευτικό Πρόγραμμα για να μειώσει την εμπλοκή του με το ποινικό σύστημα.

Η σύλληψη και η παραμονή στο αστυνομικό τμήμα φαίνεται να ακολουθούν, ως οι αμέσως επόμενοι παράγοντες, που κινητοποιούν τους ανήλικους και ο συνδυασμός τους με τον έλεγχο ενισχύει τις παραπάνω αντιλήψεις. Η αποκάλυψη της πράξης μπορεί να επιδράσει παιδαγωγικά με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία καμία άλλη κύρωση πέρα από τις μη κρατικές κοινωνικές παρεμβάσεις (Πιτσελά, 2008).

Η κοινοποίηση της κράτησης του ανήλικου στους κηδεμόνες του, από την αστυνομία, δεν φαίνεται ισχυρός λόγος να προβληματίσει και να απομακρύνει τον έφηβο από τη χρήση.

 

Ο ρόλος του εισαγγελέα

Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων αποτυπώνουν κοινή στάση σύμφωνα με την οποία η καθοδήγηση που θα δώσει ο Εισαγγελέας ανηλίκων επηρεάζει καθοριστικά την απόφαση του έφηβου να εγκαταλείψει τη χρήση ουσιών. Σε πλαίσιο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης όπου οι θεσμοί δυσλειτουργούν και οι άτυπες μορφές κοινωνικού ελέγχου (οικογένεια, σχολείο, κοινότητα κτλ) αδυνατούν να ανταποκριθούν στον κοινωνικοποιητικό τους ρόλο, η προσφυγή στην εισαγγελική αρχή παρουσιάζει ανοδική τάση (Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, 2010-2011). Η επικοινωνιακή του προσέγγιση και η ανάπτυξη στρατηγικών για την ολιστική προσέγγιση του ανήλικου διασφαλίζει την κινητοποίηση των εξαρτημένων.

Η προληπτική παρέμβαση του εισαγγελέα, και η αποχή από την ποινική δίωξη του ανηλίκου, συντελεί στην αποτροπή της δημιουργίας φοβικών συνδρόμων του ανηλίκου και την ανάπτυξη τραυματικών εμπειριών που δημιουργεί το Δικαστήριο (Πανταζή-Μελίστα, 2007).

Ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό της στάσης του, αφορά την αυστηρή απόφαση που πρέπει να πάρει απέναντι στον έφηβο χρήστη, (ως μέσο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ανηλίκων παραβατών) καθώς οι γονείς θεωρούν, ότι θα κινητοποιήσει το παιδί τους για απεξάρτηση.

 

Ο ρόλος του Δικαστή

Ενδιαφέρουσες αντιλήψεις παρατηρούνται για τον ρόλο του Δικαστή, καθώς οι γονείς πιστεύουν ότι, η αυστηρή στάση του Δικαστή και η επιβολή μέτρων μπορεί να εμφυσήσει κίνητρα ή να επιβάλει κίνητρα για θεραπεία στον ανήλικο χρήστη.

Η κοινωνική αντίληψη του ρόλου του, που διαπνέεται και διακατέχεται από κίνητρα πατερναλιστικά, δημιουργεί προσδοκίες περιμένοντας από τον Δικαστή ανηλίκων να ενεργήσει ως το γονεϊκό υποκατάστατο, αυτό που αδράνησε ή αποδείχθηκε ανεπαρκές στο να ασκήσει τον ρόλο του αυστηρού – οριοθέτη γονέα (Γαλανού, 2017).

Οι συμμετέχοντας πιστεύουν ότι ο Δικαστής θα επιβάλει μέτρα, παρεμβαίνοντας συμβουλευτικά, μέσα από την αφετηρία του καταναγκασμού, ορίζοντας τις γραμμές που δεν πρέπει να διαπερνώνται για να μην υπάρξουν συνέπειες. Εφόσον ο έφηβος δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του, λόγω της εξάρτησης του, ο Δικαστής θα επιβάλει κανόνες, θα διδάξει τη διάκριση σωστού – λάθους, προάγοντας την υπευθυνότητα, τη συνέπεια και την αυτονομία μέσω της εφαρμογής του νόμου.

 

Ο ρόλος του Επιμελητή Ανηλίκων

Ο ρόλος του Επιμελητή ανηλίκων θεωρήθηκε καθοριστικός για την κινητοποίηση των εξαρτημένων εφήβων σύμφωνα με τις απόψεις των γονέων. Ο Επιμελητής ανηλίκων καλείται να μεριμνήσει για την κοινωνική φροντίδα και προστασία του έφηβου χρήστη, στην κρίσιμη αυτή στιγμή της ζωής του, κατά έναν τρόπο που κινείται εκτός του ποινικού συστήματος όντας εκπρόσωπός αυτού. Μπορεί, επίσης, να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης και διαμόρφωσης κινήτρου για τον ανήλικο χρήστη, κίνητρο που στην αρχική του μορφή δεν αποτελεί αίτημα θεραπείας για τον έφηβο, αλλά στην πορεία της θεραπείας μπορεί να μετασχηματισθεί σε προσωπικούς λόγους αλλαγών και απαλλαγής από τη χρήση (Γαλανού, 2017).

Ειδικότερα, η επαφή με τον Εισαγγελέα σε συνδυασμό με την παρακολούθηση και καθοδήγηση από τον Επιμελητή ανηλίκων συμβάλει, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες της έρευνας, στη διακοπή της χρήσης και στην αλλαγή της ζωής των εφήβων. Η επίβλεψη των ανηλίκων, από τα θεσμικά όργανα δικαιοσύνης, έχει την έννοια της συμπαράστασης και καθοδήγησης, της παρακολούθησης της εξέλιξης του έφηβου, του εντοπισμού των αναγκών του, της θέσπισης στόχων, της διαμόρφωσης κινήτρων για αλλαγές στη ζωή και αναπροσαρμογής του στο κοινωνικό του πλαίσιο.

Η στάση του Εισαγγελέα με τη δυναμική συμμετοχή της υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων δύναται να κινητοποιήσει τον έφηβο, αποφεύγοντας την τυπική ποινική διαδικασία και επιβάλλοντας παιδαγωγικά μέτρα, εφόσον κρίνεται ότι η άσκηση ποινικής δίωξης δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων (Πιτσελά, 2008).

 

Διαδικασία δίκης

Η διαδικασία της δίκης δεν διαφαίνεται ως κοινά αποδεκτός παράγοντας κινητοποίησης γα τους ανήλικους. Οι ισόποσες απαντήσεις επιβεβαιώνουν την εξατομικευμένη παρέμβαση, καθώς για μια μερίδα εφήβων η δίκη είναι μια διαδικασία που μπορεί να επηρεάσει τη στάση τους και την απόφασή τους να σταματήσουν την χρήση, ενώ από την άλλη, λόγω των παρεπόμενων αρνητικών συνεπειών στην ψυχική τους διάθεση, πιθανά να στιγματίσει και να προκαλέσει έντονα συναισθήματα που θα δυσκολέψουν τον ανήλικο.

Το γεγονός ότι η διαδικασία της δίκης διχάζει τις απόψεις των γονέων αλλά η εφαρμογή μέτρων υπερισχύει από την πλειοψηφία τους δείγματος, έρχεται να ενθαρρύνει την άποψη για αποχή από την ποινική δίωξη και την επιβολή μέτρων εξωδικαστικά.

 

Εξατομικευμένη παρέμβαση

Οι απαντήσεις αποτυπώνουν κοινή στάση για εξατομικευμένη παρέμβαση από τους εκπροσώπους του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης. Τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν την αρχή της εξατομικευμένης μεταχείρισης όπου η επιβαλλόμενη κύρωση πρέπει να προσιδιάζει κυρίως στις ανάγκες του ανήλικου δράστη, δευτερευόντως στην πράξη του, και να αποβλέπει πρωταρχικά στη διαπαιδαγώγηση του (Πανταζή-Μελίστα, 2013). Οι ενέργειες και στάσεις, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες της ηλικίας και της προσωπικότητας των ανηλίκων, συνιστούν έναν ποιοτικό παράγοντα εξαιρετικής σημασίας για την κινητοποίηση των νέων.

Η διερεύνηση των αναγκών και της προσωπικότητας του ανήλικου, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντός του τη δεδομένη χρονική στιγμή, διεγείρει προσδοκίες για την κατάλληλη αναμορφωτική μεταχείριση των ανηλίκων, προτείνοντας και επαναπροσδιορίζοντας επιβαλλόμενα μέτρα, με σκοπό την απεξάρτηση και την κοινωνική ένταξη.

 

Αναμορφωτικά μέτρα

Ενδιαφέρουσες αντιλήψεις παρατηρούνται στο θέμα των εννόμων συνεπειών για τους ανήλικους, όπου οι απόψεις των γονέων, συνάδουν με τον βασικό σκοπό του δικαίου ανηλίκων. Προσβλέπουν, λοιπόν, στην εφαρμογή αποκαταστατικών – επανορθωτικών πρακτικών που στοχεύουν στη διαπαιδαγώγηση του έφηβου. Η ομάδα μέτρων που έχει το προβάδισμα είναι η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου και η επαγγελματική κατάρτιση, δίνοντας έμφαση στην κοινωνική και επαγγελματική ένταξη, βγάζοντας τους ανήλικους από το περιθώριο της εξάρτησης.

Καθολική συμφωνία υπάρχει σε οποιοδήποτε μέτρο στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση – διαμόρφωση του χαρακτήρα. Με τέτοιου είδους μέτρα, αντισταθμίζονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες της εξάρτησης, δίνονται εφόδια, δυνατότητες απομάκρυνσης από τη χρήση και δεξιότητες για ομαλή ψυχοκοινωνική ανέλιξη των νέων.

Τα συγκεκριμένα όρια, ως μέτρο από τις δικαστικές αρχές, εκπροσωπείται από κάποιους συμμετέχοντες αλλά σε αντιδιαστολή με την καθολική συμφωνία για τα μέτρα διαπαιδαγώγησης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι ανήλικοι κινητοποιούνται με μέτρα που στοχεύουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας τους (που είναι και το ζητούμενο στην εφηβεία) και όχι απαραίτητα με μέτρα ελέγχου.

 

Πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς

Το υψηλό ποσοστό συμφωνίας των γονέων, για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικούς, αναφορικά με την κατάφαση της εξάρτησης από ψυχοδραστικές ουσίες, προτάσσει την ανάγκη για θεραπευτική παρακολούθηση του ανήλικου χρήστη και όχι μόνο την ποινική αντιμετώπιση.

Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης θα βοηθούσε τον ανήλικο, δίνοντάς του πληροφορίες επιστημονικής ή τεχνικής φύσεως, να αναγνωρίσει το πρόβλημα που έχει με τη χρήση ουσιών, γεγονός που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει μόνος του λόγω της εξάρτησής του.

 

Παρακολούθηση Θεραπευτικού Προγράμματος απεξάρτησης

Οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι η παρακολούθηση Συμβουλευτικού Προγράμματος απεξάρτησης θα βοηθήσει τον έφηβο να κόψει τη χρήση. Το Συμβουλευτικό Πρόγραμμα περιλαμβάνει υπηρεσίες ενημέρωσης, μείωσης της βλάβης, συμβουλευτικής υποστήριξης, φροντίδας της υγείας και εκπαίδευσης, με τελικό στόχο την πλήρη και σταθερή αποχή από τη χρήση ουσιών και την παραβατικότητα. Μέσω αυτών των υπηρεσιών ο έφηβος μπορεί να δει τις αρνητικές συνέπειες της χρήσης και να μάθει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του χωρίς χρήση.

Ειδικότερα ο συνδυασμός πραγματογνωμοσύνης και παρακολούθησης Συμβουλευτικού Προγράμματος απεξάρτησης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, είναι ικανός να βοηθήσει τον ανήλικο να συνειδητοποιήσει ότι η χρήση είναι σοβαρό πρόβλημα στη ζωή του.

Αντιθέτως, η παραπομπή του έφηβου σε κλειστό Θεραπευτικό Πρόγραμμα ή σε άλλο κατάστημα, θεωρείται από τους γονείς, ότι δεν αρκεί για να κινητοποιήσει τον ανήλικο για απεξάρτηση. Φαίνεται ότι η αναγκαστική εισαγωγή σε κλειστό θεραπευτικό πλαίσιο και η απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ανήλικου έχοντας αμφίβολη αποτελεσματικότητα.

Παρ’ όλο που αναγνωρίζεται καθοριστικός ο ρόλος ενός Θεραπευτικού Προγράμματος απεξάρτησης παρατηρείται ότι ζητούμενο είναι να γίνεται σε ανοιχτά Προγράμματα απεξάρτησης και όχι σε διαμονής. Με αυτό τον τρόπο παρέχονται όλες οι υπηρεσίες ενός δομημένου, ασφαλούς και υποστηρικτικού πλαισίου χωρίς ο έφηβος να αποκόπτεται από τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο.

Η παραπάνω άποψη ενισχύεται και από τις αντιλήψεις τον γονέων για τις Εταιρίες Προστασίας ανηλίκων ή τα ιδρύματα ανηλίκων, που τους βρίσκει αντίθετους στα μέτρα στέρησης της ελευθερίας. Επιβεβαιώνεται, επομένως, το θεωρητικό πλαίσιο του δικαίου ανηλίκων όπου δείχνει ότι οι επιπτώσεις (ακατάλληλες συνθήκες, περιθωριοποίηση, στιγματισμός κ.α.) σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία συνηγορούν στο να είναι το έσχατο μέτρο για τους έφηβους. Η στέρηση της ελευθερίας αποδεικνύεται περισσότερο βλαπτική για τον ανήλικο, απ’ ότι κινητοποιητική, και συνήθως αυξάνει τη χρήση.

 

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων επιδιώκει να διασφαλίσει τον επίσημο κοινωνικό έλεγχο ως αντίδραση των αρχών στις αξιόποινες πράξεις των ανηλίκων, από τη μία, και τη διαπαιδαγώγηση τους από την άλλη. Η ποινική νομοθεσία και η εφαρμογής της καθορίζει τις δυνατότητες της περαιτέρω εξέλιξής των ανηλίκων, τον ρόλο που θα έχουν στη μελλοντική, κοινωνική ζωή και την αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Τα ευρήματα από την έρευνα καταλήγουν στο ότι όλοι γονείς θεωρούν σημαντική την παρέμβαση των θεσμών ποινικής δικαιοσύνης στην κινητοποίηση των ανήλικων εξαρτημένων παραβατών. Συνοψίζοντας, δύναται να συμπεράνουμε τα εξής:

  • Η έντονη αστυνόμευση φαίνεται να προσφέρει ασφάλεια στους γονείς και μέσω του κατασταλτικού μηχανισμού αναμένεται μείωση της προσφοράς και της ζήτησης των ναρκωτικών. Η αστυνομία καλείται να ενεργεί προ-δραστικά στο «πρόβλημα» και όχι αντι-δραστικά στην παραβατικότητα. Η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι γονείς στην αστυνομία ενισχύει την ανάγκη για επιμόρφωση των αστυνομικών στις ιδιαιτερότητες της εφηβικής ηλικίας, της χρήσης και της εξάρτησης. Οι αστυνομικές τακτικές προκειμένου να λειτουργήσουν χρειάζεται εκπαίδευση του προσωπικού σε ζητήματα δεοντολογίας, δεξιότητες επικοινωνίας και προσέγγισης των ανηλίκων χρηστών. Η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών και η δημιουργία αστυνομίας ανηλίκων με εξειδικευμένο προσωπικό σε όλες τις πόλεις θα ήταν αρωγός στην προάσπιση του δικαίου ανηλίκων. Επιπλέον οι αστυνομικοί καλούνται να ενημερώσουν τους συλληφθέντες ανηλίκους χρήστες για τις υπάρχουσες Θεραπευτικές δομές απεξάρτησης καθώς η επιτυχία των παρεμβάσεων κινητοποίησης (EMCDDA, 2005) στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην από κοινού δράση των δυο φορέων κατά τη διάρκεια της κρίσιμης στιγμής της σύλληψης.
  • Ο ρόλος τους εισαγγελέα είναι καθοριστικός και πρωταγωνιστικός στο πεδίο παράκαμψης της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού καλεί τα συμβαλλόμενα κράτη να θεσπίσουν μέτρα για την αντιμετώπιση κατηγορούμενων παιδιών χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη. Το χρονικό διάστημα από την αρχική σύλληψη μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο για την πορεία του ανηλίκου σχετικά με την εμπλοκή του στη χρήση ουσιών. Η αποχή από την ποινική διαδικασία και η άμεση παρέμβαση του Εισαγγελέα θα προσφέρει άμεσες εναλλακτικές λύσεις στον ανήλικο και κίνητρο για να τις επιλέξει. Επιπλέον, εκτιμάται ότι η αποχή από την ποινική δίωξη θα αποφορτίσει το ήδη επιβαρυμένο δικαστικό σύστημα, θα αποφευχθεί ο στιγματισμός των εφήβων και τα αιτήματα θα κατευθύνονται άμεσα σε εξωδικαστικούς φορείς κοινωνικής προστασίας.
  • Η συμβολή των Επιμελητών ανηλίκων, προκειμένου να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη και ισόρροπη προσέγγιση, φέρει το κύριο βάρος της μεταχείρισης των ανηλίκων μιας και αποτελεί τον μοναδικό πάγιο δημόσιο θεσμό εξωιδρυματικής αντιμετώπισης της ανήλικης παραβατικότητας. Η άμεση διενέργεια κοινωνικής έρευνας, η τυχόν εφαρμογή αναμορφωτικού μέτρου και η συνεργασία με τον Εισαγγελέα για την πορεία της κάθε υπόθεσης αποτελούν το έδαφος ώστε να απόσχει οριστικά ο ανήλικος από την ποινική δίωξη. Η έγκαιρη καταγραφή αναγκών, η ψυχοκοινωνική παρέμβαση, η διασύνδεση του ανηλίκου και της οικογένειάς του με φορείς κοινωνικής προστασίας και η άμεση κινητοποίηση του προκειμένου να επιφέρει βελτιωτικές αλλαγές στη ζωή του, διευκολύνει την κοινωνική του ένταξη και την ανάληψη από τον ανήλικο ενός δυναμικού και ισότιμου ρόλου στις διαδικασίες κοινωνικοποίησης. Τα στοιχεία της έρευνας ενισχύουν τις παραπάνω προτάσεις καθώς η εφαρμογή των αναμορφωτικών μέτρων εξωδικαστικά με τη συνεργασία Επιμελητών και Εισαγγελέα εκφράζει την πλειοψηφία του δείγματος. Η ενίσχυση της Υπηρεσίας Επιμελητών με προσωπικό κρίνεται ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
  • Η εξατομικευμένη παρέμβαση και η ιδέα της διαπαιδαγώγησης, που διατρέχει το ποινικό δίκαιο, επισημαίνεται και στην παρούσα έρευνα. Η επιβολή μέτρων που θα στοχεύουν στην αλλαγή της προσωπικότητας, σε κοινωνικές δεξιότητες και σε επαγγελματικά εφόδια προτείνονται ως κινητήριοι μοχλοί αλλαγής που θα αποσυνδέσουν τον ανήλικο από το αντικείμενο της εξάρτησής του.
  • Η διάγνωση της κατάστασης κάθε ανηλίκου (είδος, έκταση και βαρύτητα της εξάρτησης) είναι ιδιαίτερα σημαντική ώστε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προστασίας της ψυχικής και της σωματικής του υγείας (Σκανδάλη κ.ά., 2015). Εφ’ όσον οι ανήλικοι εξαρτημένοι συνιστούν μία ομάδα ατόμων, η οποία δε διαθέτει μηχανισμούς διασφάλισης και προστασίας της υγείας τους, τον ρόλο αυτό πρέπει να αναλάβουν οι ενήλικοι. Η εφηβεία είναι μια περίοδος πολύ ευάλωτη στις εξαρτήσεις και συχνά οι έφηβοι δεν συνειδητοποιούν την έκταση που έχει λάβει η χρήση στη ζωή τους. Η διάγνωση από ειδικούς είναι μια εστιασμένη παρέμβαση, με εξατομικευμένη αξιολόγηση, που θα δώσει το έναυσμα στον ανήλικο να ανακόψει την πορεία της χρήσης και να παραπεμφθεί σε Προγράμματα απεξάρτησης.
  • Η παραπομπή από τις δικαστικές αρχές σε Προγράμματα απεξάρτησης αποτελεί μέτρο αλλαγής και επιδιώκει την πλήρη αποχή, από τη χρήση ουσιών και την παραβατικότητα. Παρουσιάζεται, λοιπόν επιβεβλημένο να ενισχύονται οι παραπομπές σε Θεραπευτικά Προγράμματα καθώς οι έφηβοι θα επιτύχουν το χτίσιμο ενός νέου τρόπου ζωής με ισότιμη και δημιουργική ένταξη στην κοινωνία.
  • Τέλος, η φροντίδα των ανήλικων εξαρτημένων θα επιτευχθεί με τη δημιουργία και εφαρμογή πρωτοκόλλων συνεργασίας ή με τη λειτουργία μιας διεπιστημονικής υπηρεσίας διασύνδεσης που θα απαντά τόσο στις άμεσες όσο και στις μεσο/μακροπρόθεσμες ανάγκες των εξυπηρετουμένων. Ένα επιπρόσθετο όφελος είναι η επικοινωνία και η συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών υγείας και του συστήματος δικαιοσύνης, με στόχο την παροχή ολιστικής φροντίδας, καθώς και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε αυτές.

Απ’ όσα έχουν προαναφερθεί μπορούμε να αναλογιστούμε ότι η ποινική αντιμετώπισή των ανήλικων εξαρτημένων καθορίζει τις δυνατότητες της περαιτέρω εξέλιξής τους, τον ρόλο που θα έχουν στη μελλοντική, κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική ζωή καθώς και στην αποτροπή τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων εκ μέρους τους. Το δίκαιο ανηλίκων είναι δίκαιο αυξημένης προστασίας και πρόληψης που καλείται να δημιουργήσει μηχανισμούς βελτίωσης της προσωπικότητας των ανηλίκων.

Η φροντίδα του εξαρτημένου έφηβου αποτελεί κοινό τόπο τόσο των δικαστικών αρχών όσο και των Θεραπευτικών Προγραμμάτων απεξάρτησης. Απαιτείται, λοιπόν, συλλογική δράση για την επιτυχή θεραπεία της εξάρτησης ώστε να επιτευχθούν συνολικές αλλαγές, πέρα από τη διακοπή της χρήσης, με στόχο τη βελτίωση της λειτουργικότητας του πρώην εξαρτημένου στο σύνολο της κοινωνικής του ζωής. Η θεραπευτική παρέμβαση είναι ανάγκη να οργανωθεί έτσι που να στοχεύει στο σύνολο των προβλημάτων που συνδέονται με την εξάρτηση, απεγκλωβιζόμενη από μια αντίληψη που εστιάζει στην ουσία κατάχρησης, και απαντώντας σε συγκεκριμένες ανάγκες των εξυπηρετουμένων που πολύ συχνά υποτιμόνται ή δεν αξιολογούνται. Με τον τρόπο αυτό το δίκτυο υπηρεσιών θα λειτουργεί συνθετικά και συμπληρωματικά δίνοντας λύση στην πολυπλοκότητα του θέματος που χρίζει εμπεριστατωμένη και εξειδικευμένη προσέγγιση για την επίλυσή του.

 

Bιβλιογραφία ελληνόγλωσση

Γναρδέλλης Χ., Ανάλυση δεδομένων με το IBMSPSS Statistics 21, 2013, σ. 377-378.

Ζαφειρόπουλος, Κ. (2005). Πως γίνεται μια επιστημονική εργασία. Αθήνα: Κριτική, σ.71.

Κυριαζή, Ν. (2002). Η κοινωνιολογική έρευνα: Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ.70-71.

Πανταζή – Μελίστα, Ε. σε Σπινέλλη, Κ.Δ. (2007). Στηρίζοντας τον ανήλικο παραβάτη, Αθήνα: Σάκουλα, σ.142.

Πιτσελά, Α. (2008). Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Αθήνα: Σάκκουλα, σ.288,298.

Φίλιας, Β. (2000). Εισαγωγή στη μεθοδολογία και τις τεχνικές των κοινωνικών ερευνών. Αθήνα: Gutenberg, σ.73.

 

Bιβλιογραφία ξενόγλωσση

Miller W.R. & Rollnick S. (1991). Motivational interviewing: Preparing people to change addictive behavior. New York: Guilford Press, σ. 67.

 

Διαδικτυακές πηγές

Γαλανού, Χ. (2009). Ο ανήλικος ουσιοεξαρτημένος και ο ρόλος του Επιμελητή ανηλίκων. Περιοδικό Δίκη, (Τεύχος Ιουνίου), ανακτήθηκε από :

http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=25409.

Κοινωνικές έρευνες – έγκαιρη παρέμβαση – γνωμοδοτικός ρόλος της ΥΕΑ

www.epimelitesanilikon.gr/pdf/ereynes_parembasi.pdf

Παπαδημητρίου, Γ., Φλώρου, Γ. & Αναστασιάδου, Σ. (2001). Κλίμακες αξιολόγησης: η περίπτωση της κλίμακας Likert. Πρακτικά 14ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Στατιστικής, σ.81-88. Ανακτήθηκε από: http://hdl.handle.net/2159/8834

Σκανδάλη, Π., Βετούλη, Μ., Κερασιώτη, Ε., Καφετζόπουλος, Ε. & Μαλλιώρη, Μ. (2015). Έγκαιρη παρέμβαση σε νεαρούς χρήστες παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών με παραβατική συμπεριφορά. Ανακτήθηκε από: http://www.mednet.gr/archives/2016-1/pdf/115.pdf

European Monitoring Centre For Drugs and Drug Addiction, (2005). Alternatives to imprisonment – Targeting offending problem drug users in the EU. EMCDDA, Lisbon, 2005. Ανακτήθηκε από: http://www. drugs.ie/resources files/Research Docs/Europe/Research/ 2005/ sel2005_2-en.pdf

 

Πατήστε το Link για να δείτε το ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ