Έκθεση έρευνας: Η αντίσταση των παιδιών στους γονείς που καπνίζουν στο σπίτι και στο αυτοκίνητο: μία ποιοτική έρευνα1

Neneh Rowa-Deware2,3, Amanda Amos2 & Sarah Cunningham-Burley4

Απόδοση στα ελληνικά: Τσέλσυ Λαζαρίδου

DOI: https://doi.org/10.57160/RJAW2147

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ιστορικό/ υπόβαθρο και στόχοι: Η ελάττωση του παθητικού καπνίσματος των παιδιών στο σπίτι είναι ένας βασικός στόχος για την εκστρατεία κατά του καπνίσματος. Ωστόσο, ελάχιστες μελέτες έχουν εκθέσει τις απόψεις και τις εμπειρίες των παιδιών. Στόχος αυτής της έρευνας είναι να διερευνήσει την εμπειρία των παιδιών που έχουν γονείς που καπνίζουν στο σπίτι και στο αυτοκίνητο και την επίδραση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών στις οποίες ζουν.

Δομή: Ατομικές και ομαδικές συνεντεύξεις με τη χρήση ερωτήσεων και οπτικές μεθόδους.

Πλαίσιο: Δύο κοινότητες στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, η μία κοινωνικο-οικονομικά προνομιούχα και η άλλη υποβαθμισμένη.

Συμμετέχοντες: Τριάντα οκτώ παιδιά ηλικίας 10-15 ετών που έχουν ένα κοντινό συγγενικό πρόσωπο που καπνίζει.

Μετρήσεις: Focus group και συνεντεύξεις με ερωτήσεις.

Ευρήματα: Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες εξέφρασαν έντονη απέχθεια για το κάπνισμα και ανησυχία για την υγεία των καπνιζόντων. Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν απροκάλυπτες και κρυφές ενέργειες αντίστασης, όπως αντιδρώντας ανοικτά στους συγγενείς τους σχετικά με το κάπνισμα, εκφράζοντας την αποστροφή τους και την ανησυχία τους, κρύβοντας ή καταστρέφοντας τσιγάρα. Σε μερικές περιπτώσεις τα παιδιά έδρασαν με τη συμβολή μη-καπνιστών γονέων και/ή των αδελφών τους. Οι ενέργειες των παιδιών περιορίζονταν όταν υπήρχε φόβος δυσάρεστων αντιδράσεων από τους γονείς, ενώ οι αντιδράσεις των γονέων φαίνονταν να γίνονται εντονότερες ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Η αντίσταση των παιδιών εξαρτάται επίσης από την ευρύτερη κοινωνική στάση απέναντι στο κάπνισμα και από το κατά πόσο κάπνιζαν τα ίδια τα παιδιά.

Συμπεράσματα: Μερικά παιδιά και νέοι στο Ην. Βασίλειο, ανεξάρτητα από την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, ενδέχεται να αντιδράσουν ενεργά στη συνήθεια των γονέων τους να καπνίζουν στο σπίτι και στο αυτοκίνητο, αν και ο αντίκτυπος της αντίδρασής τους μπορεί να περιοριστεί από τη θέση της οικογένειας και των κοινωνικών στάσεων.

Λέξεις κλειδιά: Αυτοκίνητο, παιδιά, σπίτι, γονείς, ποιοτικό, παθητικό κάπνισμα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι πολυάριθμες αποδείξεις σχετικά με τους κινδύνους υγείας εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος, είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή νομοθεσιών για την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς δημόσιους χώρους σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και του Ην. Βασιλείου (1), με άμεσα οφέλη για τη δημόσια υγεία (2). Τα παιδιά διαθέτουν μικρότερες αεροφόρες οδούς, ταχύτερους ρυθμούς αναπνοής και ανώριμο ανοσοποιητικό σύστημα, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτα στις βλαβερές επιδράσεις του παθητικού καπνίσματος (3). Οι βλαβερές συνέπειες περιλαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος ασθενειών, από παθήσεις του μέσου ωτός και λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, μέχρι παροξύνσεις άσθματος και βακτηριακή μηνιγγίτιδα (4). Σε χώρες με νομοθεσία απαγόρευσης του καπνίσματος, όπως είναι το Ην. Βασίλειο, τα παιδιά εκτίθενται στο παθητικό κάπνισμα κυρίως στο σπίτι και στο αυτοκίνητο.

Ενώ το κάπνισμα έχει ελαττωθεί στο Ην. Βασίλειο, η μείωση αυτή παρατηρείται κυρίως σε πιο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κοινωνικών ανισοτήτων σε ζητήματα που αφορούν το κάπνισμα. Η έκθεση των παιδιών στο παθητικό κάπνισμα έχει και αυτή μειωθεί (5), τα παιδιά όμως που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα κινδυνεύουν περισσότερο, καθώς οι γονείς τους τείνουν να καπνίζουν περισσότερο και να μην περιορίζουν το κάπνισμα στο σπίτι (5-8). Από τα παιδιά που ζουν σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, μόνο το 26.3% αναφέρει ότι η κατοικία τους είναι ελεύθερη από το κάπνισμα και το 51.7% αντίστοιχα για το οικογενειακό αυτοκίνητο, ενώ τα παιδιά των υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων αναφέρουν κατά 72% ότι η κατοικία τους είναι ελεύθερη από καπνό και σε ποσοστό 83% το οικογενειακό αυτοκίνητο (9 ).

Οι εκστρατείες για την προώθηση της υγείας περιγράφονται ως «η επόμενη μάχη για την καταπολέμηση του καπνίσματος» (σελ. 1098, 10) και στοχεύουν σε γονείς και άλλα μέλη της οικογένειας, με σκοπό τη μείωση της έκθεσης των παιδιών στο παθητικό κάπνισμα στο σπίτι και στο αυτοκίνητο. Η αδυναμία των παιδιών να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το παθητικό κάπνισμα είναι επίσης ένα θέμα που έχει απασχολήσει τη διεθνή βιβλιογραφία (11). Ελάχιστες αναφορές όμως γίνονται στις μελέτες για την άποψη των παιδιών σχετικά με το παθητικό κάπνισμα. Ενώ αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει τη βαρύτητα που δίνεται στα πολύ μικρότερα παιδιά στις περισσότερες μελέτες, το κενό αυτό μπορεί να ενισχύσει υποθέσεις για παθητική στάση των παιδιών όσον αφορά τη συνήθεια των γονιών τους να καπνίζουν και τη δική τους έκθεση στον καπνό. Όσο γνωρίζουμε, μόνο δύο μελέτες έχουν εξετάσει τις εμπειρίες και τις απόψεις των παιδιών σχετικά με το γεγονός ότι οι γονείς τους καπνίζουν και το παθητικό κάπνισμα (12-15). Ενώ πραγματοποιήθηκε πριν από 20 χρόνια, η έρευνα αυτή αναφέρει τα συγκινητικά και έντονα συναισθήματα που εξέφρασαν παιδιά ηλικίας 10-14 ετών από τη Σκωτία σχετικά με το κάπνισμα(12-14). Έκδηλο ήταν το αίσθημα της αδικίας των παιδιών όταν ήταν κοντά σε ανθρώπους που κάπνιζαν, καθώς και της ανησυχίας για την υγεία των συγγενών τους.

Πιο πρόσφατα οι Woods και συνεργάτες εξέτασαν τις απόψεις των παιδιών στην Αγγλία ηλικίας 4-8 ετών σε μία έρευνα που περιλάμβανε focus group και τεχνικές που βασίζονταν στη ζωγραφική και τη γραφή κειμένου (15). Τα παιδιά και σε αυτή την έρευνα εξέφρασαν την απέχθειά τους για το κάπνισμα, ενώ ήταν ενήμερα σε κάποιο βαθμό για τους κινδύνους υγείας που απειλούσαν τα ίδια και τους καπνιστές. Τα μικρότερα παιδιά ήταν ιδιαίτερα αρνητικά με έντονη δυσαρέσκεια που συναναστρέφονταν καπνιστές, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά έδειχναν μεγαλύτερη ανησυχία για την υγεία του καπνιστή αλλά και τη δική τους. Σχολιάζοντας τα ευρήματά τους, οι Woods et al (15) εξέφρασαν την έκπληξή τους σχετικά με την προφανή διστακτικότητα των συμμετεχόντων να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους στα μέλη της οικογένειας και να αναλάβουν δράση ώστε να απελευθερωθούν από αυτή την κατάσταση. Αντιθέτως, βασίζονταν στις ενέργειες των γονιών τους να τα προστατεύσουν από το επιβλαβές περιβάλλον.

Και οι δύο έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά αντιδρούν στο παθητικό κάπνισμα και ότι πρόκειται για σοβαρή πηγή ανησυχίας, δεν εξετάστηκε όμως η αντίδρασή τους απέναντι στους καπνιστές γονείς τους. Αρκετά χρόνια πριν την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά του καπνίσματος στο Ην. Βασίλειο (2006-7), οι έρευνες αυτές δεν μπορούσαν να καταγράψουν τυχόν αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβάνεται σήμερα η κοινή γνώμη το κάπνισμα και το παθητικό κάπνισμα (16).

Ενώ υπάρχει κενό στην έρευνα που ασχολείται με την αντίδραση των παιδιών στο κάπνισμα των οικείων τους, οι έρευνες που εξετάζουν τη θέση των ενηλίκων σχετικά με το κάπνισμα και το παθητικό κάπνισμα, υποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους αλληλεπιδράσεις ενδέχεται να επηρεάζονται από σχέσεις ισχύος (17-22). Οι αντιδράσεις στους καπνιστές-συντρόφους περιλαμβάνουν απόπειρες πρόκλησης ενοχών, δίνοντας έμφαση στα προβλήματα υγείας που απειλούν τα παιδιά, τονίζοντας τις εντάσεις που μπορεί να προκαλέσει το κάπνισμα παρουσία παιδιών (21, 22). Σε αυτές τις έρευνες γίνονται κάποιες αναφορές στο ρόλο των παιδιών στις διαπραγματεύσεις σχετικά με το κάπνισμα, όπου οι γονείς αναφέρουν ότι τα παιδιά τους γκρινιάζουν και τους ζητούν να το κόψουν (8), τους λένε ότι «βρωμάνε» (10), ή φεύγουν από το δωμάτιο όταν εκείνοι καπνίζουν (17). Ενώ οι ενήλικοι φαίνεται να αναγνωρίζουν σε ένα βαθμό αυτές τις μορφές διαμαρτυρίας, οι θέσεις των παιδιών στη βιβλιογραφία παραμένουν έμμεσες και γενικές.

Η έρευνα που περιγράφεται εδώ είχε ως στόχο να εξετάσει περιπτώσεις παιδιών των οποίων τα μέλη της οικογένειάς τους καπνίζουν, ώστε να σχηματιστεί μία πληρέστερη εικόνα για τις διαπραγματεύσεις που γίνονται μέσα στην οικογένεια σχετικά με το κάπνισμα. Η έρευνα αυτή έγινε με βάση το σκεπτικό ότι τα παιδιά έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του κόσμου γύρω τους (23). Επίσης αντικατοπτρίζει την ανάγκη μιας νέας οπτικής για τη θέση και την εξουσία των παιδιών, αμφισβητώντας παλαιότερες απόψεις που θεωρούσαν τα παιδιά ευάλωτα, παθητικά και χωρίς φωνή (24), μέσα από την εξέταση των περιορισμών που τίθενται στην δυνατότητα των παιδιών να δράσουν, όπως είναι το πλαίσιο και η θέση εξουσίας που έχουν σε σχέση με τους γονείς (25, 26). Το άρθρο αυτό εξετάζει τις αντιδράσεις των παιδιών στα μέλη της οικογένειας που καπνίζουν και τους τρόπους με τους οποίους αναχαιτίζονται ή ενθαρρύνονται, ανάλογα με τον κοινωνικό περίγυρο και την επικρατούσα αντίληψη απέναντι στο κάπνισμα.

ΜΕΘΟΔΟΙ

Επιλογή συμμετεχόντων

Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2007-2009 από τους ερευνητές, από 38 συμμετέχοντες ηλικίας 10-15. Οι συμμετέχοντες ζούσαν σε δύο κοινότητες στο Εδιμβούργο, από δύο αντίθετες πλευρές του κοινωνικο-οικονομικού φάσματος. Η μία κοινότητα ανήκει σε μία από τις πιο υποβαθμισμένες στο Εδιμβούργο και περιλαμβάνει κυρίως οικογένειες που μένουν σε σπίτια που τους έχει παραχωρήσει η πολιτεία, με υψηλό δείκτη ανεργίας και μεγάλα ποσοστά καπνιστών. Η δεύτερη είναι από τις πλέον προνομιούχες του Εδιμβούργου, με χαμηλά ποσοστά ανεργίας και καπνίσματος. Οι συμμετέχοντες προέρχονταν από τοπικές ομάδες παιδιών και νέων, 27 από την υποβαθμισμένη κοινότητα και 11 από την προνομιούχα. Τα 27 ήταν κορίτσια και τα 11 αγόρια. Τα έξι ήταν καπνιστές. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν λευκοί, γεγονός που αποτελεί ένδειξη της σύνθεσης του πληθυσμού στην περιοχή (Πίνακας 1).

Αρχικά επιλέχθηκαν παιδιά που είχαν έναν ή δύο γονείς καπνιστές. Η επιλογή των παιδιών από τις υποβαθμισμένες περιοχές αποδείχθηκε μεγάλη πρόκληση, καθώς ελάχιστα παιδιά έλεγαν ότι οι γονείς τους κάπνιζαν. Αυτό είχε ως συνέπεια να επιλεγούν για το τελικό δείγμα, τέσσερις συμμετέχοντες από τις προνομιούχες περιοχές και τέσσερις από τις υποβαθμισμένες, που είχαν άλλα μέλη της οικογένειας στο σπίτι τους που κάπνιζαν.

Πίνακας 1 Τα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων

Ηλικία
Χαρακτηριστικά συμμετεχόντων 10-12 13-15 Καπνιστές Μη καπνιστές
Κορίτσια προνομιούχα περιοχή 5 4 0 9
υποβαθμισμένη περιοχή 12 6 2 16
Αγόρια προνομιούχα περιοχή 2 0 0 2
υποβαθμισμένη περιοχή 2 7 4 5
Σύνολο 21 17 6 32

Δεοντολογία

Η έρευνα εγκρίθηκε από την Επιτροπή Δεοντολογίας Κοινωνικών Επιστημονικών Ερευνών (School of Health Social Science Research Ethics Committee), του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν προφορικώς και γραπτώς να συμμετάσχουν σε μία μελέτη για τις απόψεις και τις εμπειρίες τους σχετικά με το παθητικό κάπνισμα. Οι συμμετέχοντες υπέγραψαν ένα συμφωνητικό που αποσαφήνιζε ότι μπορούσαν να αποχωρήσουν σε οποιαδήποτε στιγμή της έρευνας. Οι γονείς και οι κηδεμόνες έλαβαν γραπτές πληροφορίες αναφορικά με την έρευνα αφότου συμφώνησαν τα παιδιά τους να συμμετάσχουν. Παράλληλα, τους δόθηκε η δυνατότητα να διακόψουν τη συμμετοχή των παιδιών οποιαδήποτε στιγμή, κάτι που κανείς δεν έκανε κανείς.

Συλλογή δεδομένων

Οι συμμετέχοντες έλαβαν μέρος σε μία συνέντευξη, η οποία ήταν ατομική, σε ζεύγη ή ομαδική με τους φίλους τους, ανάλογα με την προτίμησή τους. Συμπερασματικά πραγματοποιήθηκαν τρεις ατομικές συνεντεύξεις, τέσσερις σε ζεύγη και οκτώ ομαδικές με τρεις έως τέσσερις συμμετέχοντες. Ενώ η μέθοδος των ατομικών συνεντεύξεων συχνά προτιμάται στις ποιοτικές έρευνες (27), η εμπειρία της «ανάκρισης» μπορεί να φανεί τρομακτική στα παιδιά. Δίνοντας εναλλακτικές για τον τρόπο συμμετοχής στην έρευνα και την παρουσία φίλων, μπορεί να αντισταθμίσει εν μέρει την ασύμμετρη σχέση εξουσίας μεταξύ του ενηλίκου-ερευνητή και του παιδιού-συμμετέχοντα (28). Σχηματίζεται ένα πιο υποστηρικτικό κοινωνικό πλαίσιο όταν οι συμμετέχοντες μπορούν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και να συζητήσουν με τους φίλους τους (29).

Oι συνεντεύξεις διήρκεσαν 25-55 λεπτά (μέσο όρο 40 λεπτά) και περιλάμβαναν μεθόδους οπτικών ερεθισμάτων για την παρακίνηση της συζήτησης. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να δείξουν μία ζωγραφιά των γονιών τους που κάπνιζαν στο σπίτι, με την παρουσία παιδιών διαφόρων ηλικιών. Τους ζητήθηκε επίσης να σχεδιάσουν το σπίτι τους, επισημαίνοντας σε ποια σημεία και ποιες ώρες επιτρεπόταν το κάπνισμα. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να εκφράσουν τις απόψεις και τις εμπειρίες τους σχετικά με τη συνήθεια των γονιών τους και άλλων μελών της οικογένειας να καπνίζουν, με το πού και πότε κάπνιζαν στο σπίτι και στο αυτοκίνητο, αλλά και το δικό τους ρόλο (αν υπήρχε) στις διαπραγματεύσεις σχετικά με το κάπνισμα και τους περιορισμούς τους. Οι συνεντεύξεις καταγράφηκαν ψηφιακά και απομαγνητοφωνήθηκαν κατά λέξη.

Ανάλυση

Τα δεδομένα αναλύθηκαν ανά θεματική. Κάθε συνέντευξη αναγνώστηκε πολλές φορές και κωδικοποιήθηκε από τους ερευνητές και στη συνέχεια έγινε κατηγοριοποίηση (30). Οι άξονες συζητήθηκαν από τους ερευνητές και η ανάλυση συμπληρώθηκε περαιτέρω μετά από συζήτηση, προκειμένου να εξεταστεί το τι προσπαθούσαν να επιτύχουν οι συμμετέχοντες με τα σχόλια τους και σε ποια επιχειρήματα στηρίζονταν. Εξετάζοντας τις θέσεις και τις αφηγήσεις των συμμετεχόντων, η ανάλυση επικεντρώθηκε στα κίνητρα και στη συνέπεια των συμμετεχόντων και των γονέων τους στις πρακτικές καπνίσματος και στους τρόπους με τους οποίους οι συμμετέχοντες περιέγραφαν τις αποδεκτές συμπεριφορές και έριχναν ευθύνες ή κατηγορίες (31, 32).

Όπου χρησιμοποιήθηκαν στα αποτελέσματα φράσεις των συμμετεχόντων, χρησιμοποιούνται ψευδώνυμα, όπου αναφορικά με την κοινότητα από την οποία προέρχονταν, D σημαίνει «disadvantaged», δηλαδή υποβαθμισμένη, A σημαίνει «advantaged», δηλαδή προνομιούχα, αν κάπνιζαν ή όχι οι συμμετέχοντες, όπου s σημαίνει smoker, δηλαδή καπνιστής. Τέλος αναγράφεται η ηλικία τους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Αιτίες αντίστασης

Οι περισσότεροι συμμετέχοντες και από τις δύο περιοχές εξέφρασαν σοβαρή δυσαρέσκεια για το κάπνισμα χρησιμοποιώντας έντονο λεξιλόγιο όπως «βρωμάει» (Julia D11) και είναι «απαίσιο» (Jack A11, Jennifer A14) και «πολύ δυσάρεστο» (Danielle D15). Περισσότερο ανησυχούσαν για την υγεία των γονιών τους και των άλλων μελών της οικογένειας που κάπνιζαν, παρά για τη δική τους έκθεση στο παθητικό κάπνισμα. Οι αντιδράσεις αντίστασης εκλογικεύονταν ως πράξεις φροντίδας και προστασίας, με κίνητρο την ανησυχία τους για την υγεία των συγγενικών τους προσώπων, αν και ο τρόπος με τον οποίο αυτό εκφραζόταν αποτέλεσε θέμα συζήτησης.

Anna A12: Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι το κάνουν αυτό (καπνίζουν). Αλλά δε θα έπρεπε οι άνθρωποι γύρω τους, αν προσπαθούν να το κόψουν, δε θα έπρεπε να προσπαθούν να σου πουν οι άνθρωποι γύρω σου ότι σου κάνει κακό;

Catriona A13: Ναι, να τους βοηθούν να το κόψουν, αλλά δε χρειάζεται να είναι πολύ κακοί μαζί τους.

Anna A12: Μα αν το κάνεις αυτό, τους παρακινείς περισσότερο να το κόψουν!

Οι περισσότεροι συμμετέχοντες περιέγραψαν πράξεις ανοικτής αντιπαράθεσης αλλά και συγκαλυμμένης αντίστασης στο κάπνισμα των συγγενών τους. Οι ανοικτές αναφέρονται σε φράσεις και αντιδράσεις οι οποίες ευθέως και ανοικτά αντιδρούσαν στους συγγενείς τους που κάπνιζαν. Συγκαλυμμένες είναι οι ενέργειες των συμμετεχόντων που πραγματοποιούνταν κρυφά. Μία πορεία δράσεων ήταν εμφανής: αρχικά, πολλοί συμμετέχοντες εξέφραζαν φανερά στους συγγενείς τους την αντίθεσή τους στο κάπνισμα, και όταν αυτό είχε αποτέλεσμα, προχωρούσαν και σε πιο κρυφές ενέργειες. Οι αναφορές που ακολουθούν, εξετάζουν αυτή την κοινή πορεία, δίνοντας έμφαση σε διαφορές ανάμεσα στους συμμετέχοντες ανάλογα με την κοινότητα από την οποία προέρχονταν.

Αμφισβήτηση και ενοχοποίηση του καπνίσματος και των καπνιστών

Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι είχαν ζητήσει από τους συγγενείς τους να διακόψουν το κάπνισμα, τονίζοντας τη δυσάρεστη μυρωδιά και γεύση του παθητικού καπνίσματος, με εκφράσεις αηδίας στο πρόσωπο και/ή δείχνοντας στον καπνιστή ότι θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή ή ενοχές. Η Rebecca και ο Jack είπαν ότι έφευγαν όταν κάπνιζαν οι γονείς τους, με επικριτικό τόνο στη φωνή τους και εκφράσεις στο πρόσωπο, υποδεικνύοντας ότι αυτό ήταν μια απροκάλυπτη πράξη αποδοκιμασίας. Σε άλλες περιπτώσεις τα παιδιά κατέβαζαν τα παράθυρα του αυτοκινήτου και έβηχαν. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι έβηχαν επίτηδες όταν κάποιος κάπνιζε με στόχο να του/της δημιουργήσουν ενοχές :

Ερ.: Και τι έκανε (ο μπαμπάς σου) όταν είπες ότι προσποιήθηκες ότι έβηχες όταν κάπνιζε, τι κάνει τότε;

Jack A11: Συνεχίζει αλλά… δείχνει να νιώθει ενοχές (γέλιο).

Πιο συνηθισμένα είναι τα άμεσα αιτήματα για διακοπή του καπνίσματος, τα οποία συχνά περιγράφονται ως διαμαρτυρίες που εκφράζουν απογοήτευση και ματαίωση, ανεξάρτητα από τους παράγοντες κινδύνου για την υγεία. Αρκετοί συμμετέχοντες και από τις δύο κοινότητες, περιέγραψαν επίμονες προσπάθειες να πείσουν τους γονείς να διακόψουν το κάπνισμα. Τέτοιες επίμονες προσπάθειες «αποδυνάμωσης» των καπνιστών, μερικές φορές επιβραβεύονταν από μικρές απόπειρες διακοπής του καπνίσματος, μικρής χρονικής διάρκειας:

Danielle D15: Το ζήτησα από τον μπαμπά μου (να διακόψει) και σταμάτησε για έξι μήνες και μετά ξανάρχισε. Σταμάτησε επειδή του ζητούσαμε να το σταματήσει κάθε εβδομάδα. Έλεγε «Τι θέλεις;» και εγώ έλεγα «Σταμάτα να καπνίζεις» και αυτός έλεγε «Εντάξει τότε»… και κάθε μέρα του λέγαμε «Σταμάτα να καπνίζεις».

Μερικοί συμμετέχοντες διακρίνονταν μεταξύ αυτών που αντιστέκονταν δυναμικά κατά του καπνίσματος και των καπνιστών. Για παράδειγμα, η Catriona αντέδρασε στην προσπάθεια άλλων συμμετεχόντων να προκαλέσουν το αίσθημα της ντροπής και ενοχές στους καπνιστές.

Emma A12: Εγώ απλώς συνοφρυώνομαι και γυρνάω από την άλλη.

Catriona A13: Μα αυτό θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα!

Anna A12: Αυτό είναι το νόημα!

Emma A12: Εγώ δε θέλω τον καπνό!

Ενώ είναι προφανές ότι διστάζει να προκαλέσει το αίσθημα της ντροπής και ενοχές στους άλλους, η Catriona στη συνέχεια εκφράζει το θυμό και την απογοήτευση που ένιωθε εξαιτίας των άδειων υποσχέσεων του πατέρα της να διακόψει.

Catriona A13: [Ο μπαμπάς] λέει «Θα το κόψω αύριο, εντάξει; Και μετά έρχεται το αύριο και λέει «Σου είπα ότι θα το κόψω αύριο» και τότε εγώ του λέω «Μα αυτό το είπες χθες, παράτα με» και μετά εγώ εκνευρίζομαι και (γέλιο) … πήγε λοιπόν και αγόρασε δύο τεράστια κουτιά και εγώ του είπα (με θυμωμένη φωνή) «Θα σε σκοτώσω» και μετά τα πετάξαμε στα σκουπίδια (γέλιο).

Σε αντίθεση με τη βραχυπρόθεσμη επιτυχία της Danielle, ο δισταγμός του πατέρα της Catriona είναι εμφανής σε πολλές περιπτώσεις. ‘Όπως επίσης διαφαίνεται από αυτή τη μαρτυρία, ενώ αποτελούσε αιτία συγκρούσεων στην οικογένεια, οι αλληλεπιδράσεις αυτές αντιμετωπίζονταν με γέλιο. Αυτή η κωμική έκβαση μπορεί να οφείλεται στην αντιστροφή των αναμενόμενων παραδοσιακών ρόλων παιδιού και ενηλίκου, τοποθετώντας το γονέα στη θέση του άτακτου παιδιού που πρέπει να συνετιστεί. Το χιούμορ επίσης φαίνεται να είναι και ένα μέσο για την εκτόνωση εντάσεων.

Περνώντας μηνύματα για τους κινδύνους του καπνίσματος

Άλλες προφορικές μορφές αντίδρασης διαφαίνονται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες περνούσαν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους του καπνίσματος που λάμβαναν στο σχολείο και σε εκστρατείες στα Μέσα Ενημέρωσης. Δίνοντας έμφαση σε αρνητικά μηνύματα για την υγεία, μερικοί συμμετέχοντες είπαν ότι επέλεξαν τις πιο απωθητικές ή έντονες φράσεις και τις μετέφεραν στα συγγενικά τους πρόσωπα που κάπνιζαν, με την ελπίδα ότι θα τους πείσουν να διακόψουν το κάπνισμα.

Ερ.: Ζήτησες ποτέ από την αδερφή σου να μην καπνίζει;

Melissa A12: Ναι, της είπα πόσο κακό της κάνει και σταμάτησε για λίγο, και μετά… ξανάρχισε.

Ερ.: Ναι, και τι της είπες;

Melissa A12: Μετά μας μίλησαν στο σχολείο [κοιτώντας τους άλλους στην ομάδα] της είπα για όλα αυτά τα πράγματα που έχουν μέσα και σταμάτησε… αλλά μετά ξανάρχισε.

Catherine A13: Μας είπαν ότι κάθε τσιγάρο σου κόβει 11 λεπτά από τη ζωή σου.

Melissa A12: Και υπάρχουν πολλά απόβλητα μέσα [με έκφραση αηδίας].

Catherine A13: Ναι, το είπα αυτό στο θείο μου. Δεν έπιασε ! [γέλιο]

Οι προσπάθειες να κάνουν τους γονείς τους και άλλους να κόψουν το κάπνισμα ήταν υπεύθυνες και έξυπνα δομημένες αντιδράσεις στον κίνδυνο του καπνίσματος από τους περισσότερους συμμετέχοντες, ωστόσο τα μηνύματα που έλαβαν από το σχολείο για τους κινδύνους αυτούς αποτελούσαν επίσης πηγή άγχους. Για παράδειγμα, η Jennifer A14 είπε ότι ήθελε να διακόψει η μητέρα της το κάπνισμα διότι «θα μας επηρέαζε όλους πάρα πολύ ο θάνατός της».

Από την άλλη, η έλλειψη ανησυχίας για κάποιον που κάπνιζε είχε παράλληλα άμεση σχέση με την έλλειψη αντίστασης. Για παράδειγμα η Anna A12 δήλωσε ότι δεν αντιδρούσε στη μητριά της που κάπνιζε, επειδή τη μισούσε και «δε θα την ένοιαζε αν πάθαινε καρκίνο». Η δήλωση αυτή είναι πολύ έντονη, αλλά οδηγεί και αυτή στο συμπέρασμα ότι «αντιδρώ σημαίνει νοιάζομαι».

Συμμαχώντας με γονείς και αδέλφια

Αρκετοί από τους συμμετέχοντες στις προνομιούχες περιοχές περιέγραψαν συμμαχίες με τους μη-καπνιστές γονείς τους για να ασκήσουν πίεση στον καπνιστή-γονιό, ώστε να διακόψει το κάπνισμα ή να σταματήσει να καπνίζει μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας. Οι μη-καπνιστές γονείς προσέδιδαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις προσπάθειες των συμμετεχόντων, καθιστώντας τις πιο δραστικές και ίσως και πιο αποτελεσματικές, όπως στην περίπτωση του Jack:

Jack A11: Ο μπαμπάς μου [καπνίζει στο σπίτι] αλλά πάντα στην αποθήκη δίπλα στην πίσω πόρτα. Εμείς τον βάλαμε εκεί [γέλιο]!

Ερ.: [γέλιο]Εσείς τον βάλατε; Πώς το κάνατε αυτό;

Jack A11: Ναι, γιατί παλιά κάπνιζε στο μπάνιο, οπότε βάλαμε ανιχνευτή καπνού.

Αντιθέτως, οι περισσότεροι συμμετέχοντες από την υποβαθμισμένη περιοχή ήταν είτε παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, είτε είχαν και τους δύο γονείς καπνιστές και συχνά και παππούδες και γιαγιάδες που επίσης κάπνιζαν. Μερικοί από αυτούς τους συμμετέχοντες (και η Jennifer A14 που ακολουθεί στη συνέχεια), ανέφεραν ότι συμμάχησαν με τα αδέλφια τους εναντίον των γονιών τους που κάπνιζαν και τους ζητούσαν να διακόψουν ή τους έκρυβαν τα τσιγάρα τους.

Υπονομεύοντας κρυφά την εξουσία των γονέων

Μικρές κρυφές ενέργειες για την υπονόμευση της εξουσίας ενηλίκων ή γονέων περιγράφονταν συχνά και στις δύο κοινότητες. Μία κοινώς εφαρμοσμένη στρατηγική των παιδιών ήταν να κρύβουν ή να καταστρέφουν/να πετούν τσιγάρα.

Abigail A12: Της τα έκρυψα και με ρώτησε πού ήταν κι εγώ της είπα «δεν ξέρω» [ανασηκώνει τους ώμους και γελάει]. Τα έσπασα. Μου ζήτησε να πάω να πάρω ένα τσιγάρο από τη θεία [όνομα] γιατί καπνίζει κι εκείνη και το έσπασα κι αυτό και μετά είπα «Ωχ, έσπασε στην τσέπη μου» [γέλιο].

Κρυφές ενέργειες συχνά εμφανίζονταν μετά ανοικτές, προκειμένου να αποφευχθούν οι συνέπειες που θα είχαν οι απροκάλυπτες επιθέσεις, όπως ο θυμός ή η τιμωρία. Για παράδειγμα, η Julia D11 περιέγραψε πώς έκρυβε το πακέτο με τα τσιγάρα του πατριού της κάτω από την κούνια της αδελφής της. Τα έβαζε στη θέση τους όταν πίστευε ότι μπορεί να την ανακάλυπταν, για να αποφύγει μία θυμωμένη αντίδραση.

Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν αυτοί οι φόβοι για την εκδήλωση θυμού ήταν βάσιμοι. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες ανέφεραν περιστατικά όπου οι αντιδράσεις τους προκάλεσαν θυμωμένες αντιδράσεις εκ μέρους των γονέων. Για παράδειγμα, η Jennifer χρησιμοποίησε διάφορους συνδυασμούς κρυφών και ανοικτών τρόπων διαμαρτυρίας στο κάπνισμα της μητέρας της, αλλά όπως ανέφερε, κάποιες δε γίνονταν αποδεκτές καθώς μεγάλωνε:

Jennifer A14: Αυτό θα ακουστεί πολύ άσχημο, αλλά της φωνάζω. Αρκετά συχνά. Και της σπάω τα τσιγάρα της και τα κρύβω. Τους έριξα και νερό μια φορά.

Ερ.: Και τι έγινε τότε;

Jennifer A14: Εκείνη είπε «Σταμάτα!» και θύμωσε κιόλας. Βρίσκω άσχημα τον μπελά μου πια, γιατί δε θα έπρεπε να κάνω τέτοια πράγματα στην ηλικία μου, οπότε βάζω την αδερφή μου να τα κάνει, εκείνη είναι επτά, και δεν τη μαλώνουν τόσο όταν σπάει τα τσιγάρα. Της λέω πού τα βάζει και της λέω να τα κρύψει.

Αρκετοί συμμετέχοντες από την υποβαθμισμένη περιοχή επίσης ανέφεραν την εμπλοκή των μικρότερων αδελφών τους σε κρυφές ενέργειες για να αποφύγουν μία δυσάρεστη αντίδραση από τα συγγενικά τους πρόσωπα, είτε κατηγορώντας εκείνα όταν τα ανακάλυπταν, είτε ενθαρρύνοντάς τα να συμμετάσχουν, προτείνοντας απροκάλυπτες πράξεις που θα ήταν λιγότερο αποδεκτές από μεγαλύτερα παιδιά.

Περιπτώσεις αποδοχής ή έλλειψης αντίδρασης

Αρκετοί συμμετέχοντες και από τις δύο κοινότητες δεν ανέφεραν κανένα περιστατικό αντίδρασης, μεταξύ των οποίων και έξι συμμετέχοντες που καπνίζουν. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, οι καπνιστές δεν ανέφεραν ποτέ αυθόρμητα την ανησυχία τους για την υγεία των καπνιστών ή όσων εκτίθενται στο παθητικό κάπνισμα. Όταν ερωτήθηκαν, απάντησαν ότι δεν αντιδρούσαν ή ότι το έκαναν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα η Jenna D15s είπε ότι κατέβαζε τα παράθυρα του αυτοκινήτου αν κάποιος κάπνιζε εξαιτίας του περιορισμένου χώρου και αν της διαμαρτύρονταν για το κρύο έλεγε «Μην καπνίζετε τότε!». Κάποιοι είπαν ότι αντιδρούσαν σε μέλη της οικογένειας που κάπνιζαν όταν οι ίδιοι ήταν νεότεροι, όπως η Rachel που περιέγραψε το ανώφελο της προσπάθειας:

Ερ.: Ζήτησες ποτέ από τους γονείς σου να σταματήσουν;

Rachel D13s: Μπα, έλεγα μόνο στη μαμά μου να σταματήσει [στο παρελθόν] και σταματάει και μετά ξαναρχίζει. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω να σταματήσει ποτέ.

Άλλοι συμμετέχοντες από την υποβαθμισμένη περιοχή περιέγραψαν μία πιο παραδοσιακή ασύμμετρη δυναμική γονιού/παιδιού για να εξηγήσουν γιατί η αντίδραση ήταν ανώφελη, όπως διαφαίνεται στη συζήτηση που ακολουθεί:

Ερ.: Ζήτησες ποτέ από τους γονείς σου να κόψουν το κάπνισμα;

Victoria D12: Δεν το ζήτησα γιατί δεν το κόβουν!

Laura D12: Εντάξει, το έχω κάνει, αλλά…

Victoria D12: Κι εγώ, μια φορά.

Laura D12: … αλλά δεν τους το ζητάς στα αλήθεια γιατί η μαμά σου κι ο μπαμπάς σου είναι τα αφεντικά σου, δεν είσαι εσύ το αφεντικό τους!

Victoria D12: Μπορείς να το πεις αλλά δεν ακούνε.

Ερ.: Δεν ακούνε;

Victoria D12: Μπα.

Amy D12: Στη δική μου οικογένεια τα ακούνε τα παιδιά. Και στην εκκλησία μας θέλουν πραγματικά να μάθουν τι σκεφτόμαστε, πάντα μας ρωτάνε. Όλη την ώρα.

Ερ.: Και πιστεύεις ότι θα πρέπει να ρωτάνε την άποψη των παιδιών;

Amy D12: Ναι, γιατί τα παιδιά είναι το μέλλον.

[η Victoria D12 και η Laura D12 ανταλλάζουν βλέμματα]

Victoria D12: Μα εσύ είσαι το παιδί, δεν πρέπει να κάνουν ό,τι τους λες, εσύ κάνεις ό,τι σου πουν αυτοί.

Laura D12: Είναι η οικογένειά σου, είναι τα αφεντικά σου.

Σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις αντίδρασης στο κάπνισμα των γονέων, η συζήτηση αυτή σκιαγραφεί τη δευτερεύουσα και μερικές φορές αδύναμη κοινωνική θέση των παιδιών.

Σε αντίθεση με τα παιδιά από την προνομιούχα περιοχή, πολλοί συμμετέχοντες από την υποβαθμισμένη περιοχή είχαν γιαγιάδες και παππούδες που κάπνιζαν και πολλοί περνούσαν μεγάλα διαστήματα μαζί τους σε καθημερινή βάση ή τα Σαββατοκύριακα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ιεραρχία παιδιού/γονέα είναι ακόμα πιο έντονη και η αντίδραση στο κάπνισμα των παππούδων θεωρείται έλλειψη σεβασμού και ενδεχομένως να προκαλούσε ακόμα πιο δυσάρεστες αντιδράσεις από ό,τι αν ζητούσαν τους γονείς τους να διακόψουν. Ο Robbie D10 τονίζει ότι «Είναι δικό τους το σπίτι», υπαινίσσοντας ότι υπάρχει λόγος για την έλλειψη αντίδρασης. Ακόμα όμως και στα δικά τους σπίτια, οι συμμετέχοντες δεν αντιτίθενται στους παππούδες/γιαγιάδες που καπνίζουν. Μάλιστα, η ιδέα της επιβολής περιορισμών στο κάπνισμα για τους παππούδες φάνηκε σαν αστείο ή κάτι ανώφελο:

Rebecca D14: Δε μου αρέσει καθόλου να πηγαίνω στη γιαγιά γιατί είναι …καπνίζει πολύ και ανάβει ένα τσιγάρο, το αφήνει, μπλα, μπλα, μπλα, ανάβει άλλο κι εγώ της λέω «Γιαγιά, δεν μπορώ να αναπνεύσω!» κι εκείνη μου λέει [σε υψηλή φωνή] «Έσβησα ένα πριν από 20 λεπτά». [γέλιο]

Κάποιοι συμμετέχοντες από την προνομιούχα περιοχή, όταν οι γονείς κάπνιζαν μόνο εκτός σπιτιού ή σε περιορισμένους χώρους, όπως η είσοδος της κουζίνας, δίσταζαν να αντιδράσουν. Ο δισταγμός αυτός εκφράζεται διαφορετικά, είτε γιατί δεν ανησυχούσαν για την έκθεση στο παθητικό κάπνισμα (καθώς κάπνιζαν εκτός σπιτιού ή σε άλλο δωμάτιο) είτε γιατί αν αντιδρούσαν θα παραβίαζαν τα ατομικά δικαιώματα των ενηλίκων:

Ερ.: Του είπες λοιπόν ότι δε σου αρέσει που καπνίζει …ποτέ;

Lauren A13: ‘Οχιιι [γελάει και κοιτάζει την Jessica A12].

Ερ.: [γέλιο] Γιατί; Γιατί όχι;

Lauren A13: Εμ… γιατί αυτό θέλει να κάνει. Πάντα το κάνει γιατί το θέλει κι εγώ δε νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να του το πω.

Ερ.: Εντάξει, και αυτό είναι γιατί θέλεις να είσαι ευγενική ή… θυμάσαι όταν είπες ότι όταν καπνίζουν κάποιοι δε θα τους έλεγες ποτέ να μην το κάνουν – αυτό είναι επειδή δε θέλεις να είσαι αγενής ή γιατί δεν το θεωρείς τόσο σημαντικό…;

 [σιωπή]

Lauren A13: Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να καπνίζουν …

Jessica A12: … αν το θέλουν.

Συζήτηση

Η κυρίαρχη ιδέα της αντίδρασης που παρατηρείται στις περιπτώσεις που κατέθεσαν οι συμμετέχοντες σχετικά με το ζήτημα του καπνίσματος στο σπίτι που παρουσιάζεται σε αυτό το άρθρο, ρίχνει νέο φως στο ρόλο των παιδιών αναφορικά με τη συνήθεια των γονιών τους να καπνίζουν, ιδίως δε όταν καπνίζουν στο σπίτι. Πολλοί συμμετέχοντες που περιγράφουν δραστικές ενέργειες για να αναγκάσουν τους γονείς τους και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα να διακόψουν το κάπνισμα, έχουν χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, ενώ παράλληλα ο ενθουσιασμός τους μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Οι αντιστάσεις αυτές έρχονται σε μεγάλη αντίθεση με προηγούμενες έρευνες με ενήλικους συμμετέχοντες, οι οποίες θεωρούν τα παιδιά ως άβουλα θύματα του παθητικού καπνίσματος και χαρακτηρίζονται από έλλειψη αυτονομίας. Ωστόσο, ακόμα και στις περιπτώσεις των παιδιών που αντιτίθενται στο κάπνισμα των γονιών τους και άλλων συγγενικών τους προσώπων, είναι εμφανείς οι ουσιώδεις περιορισμοί στην εξουσία των παιδιών. Η εξουσία εξαρτάται από τη σχέση της με τις κανονιστικές πρακτικές, τις κοινωνικές δομές και τις ικανότητες του συγκεκριμένου ατόμου. Η αυτονομία των παιδιών δε μετριάζει την ευάλωτη θέση τους, όσον αφορά την έκθεσή τους στο παθητικό κάπνισμα ή σε σχέση με τη μειονεκτική τους θέση απέναντι στους ενηλίκους. Πράγματι, οι μαρτυρίες δείχνουν την αδυναμία των παιδιών αλλά και τις ικανότητες που διαθέτουν (33) και ότι είναι συγχρόνως και παθητικά και ενεργά, ανάλογα με το πλαίσιο. Η φύση και ο αντίκτυπος της εξουσίας του ατόμου και ο τρόπος και ο βαθμός στον οποίο αυτή επιβάλλεται, φανερώνουν διαφορετικές κοινωνικές νόρμες και τη διαφορά τη σχέσης μεταξύ παιδιών και γονέων σε διαφορετικά σπίτια και διαφορετικές περιοχές.

Ενώ οι ανοικτές μορφές αντίδρασης αναφέρονταν συχνά από τους συμμετέχοντες και από τις δύο περιοχές, σπάνια είχαν διάρκεια, ίσως επειδή δεν είχαν ιδιαίτερο αποτέλεσμα και διότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις και συγκρούσεις στις οικογενειακές σχέσεις.

Οι δυσάρεστες αντιδράσεις των γονέων, ή το γεγονός ότι τα παιδιά τις θεωρούσαν δεδομένες, ήταν σημαντικός λόγος για την αλλαγή της στάσης των παιδιών και /ή μειωμένων αντιστάσεων. Σε μία σαφή διατύπωση της εξουσίας των παιδιών σε σχέση με τους ενηλίκους, μερικοί συμμετέχοντες θεωρούσαν την αντίδραση αδιανόητη ή ανώφελη. Επίσης πολλοί γονείς δε φάνηκαν να επηρεάστηκαν ιδιαιτέρως από τις προσπάθειες των παιδιών τους να τους αναγκάσουν να διακόψουν το κάπνισμα. Κατά συνέπεια, η επίδραση που είχαν τα παιδιά στις συνήθειες του καπνίσματος των γονιών τους στο σπίτι και στο αυτοκίνητο φαίνεται να περιορίζεται σημαντικά από τη μεγαλύτερη εξουσία που έχουν οι γονείς. Οι περισσότεροι γονείς αντιστέκονταν στις προσπάθειες διαπραγμάτευσης από τα παιδιά τους. Η υποστήριξη από μη-καπνιστές γονείς ή αδέλφια φάνηκαν να νομιμοποιεί μερικές πράξεις αντίδρασης. Παρ’ όλα αυτά, στα περισσότερα σπίτια και αυτοκίνητα οι περιορισμοί στο κάπνισμα προέρχονταν από τους ενηλίκους, χωρίς τη συμμετοχή των παιδιών στον καθορισμό τους.

Το κοινωνικό πλαίσιο στην αναβαθμισμένη περιοχή, όπου το ποσοστό μη-καπνιστών γονέων και παππούδων/γιαγιάδων είναι αυξημένο, ίσως να έχει δικαιολογήσει τις πράξεις αντίδρασης των συμμετεχόντων και να έχει ενθαρρύνει πιο ευθείς μορφές αντίδρασης. Ο βαθμός εξουσίας των παιδιών σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να σχετίζεται με το κοινωνικό-οικονομικό status. Ενώ οι περισσότεροι συμμετέχοντες και από τις δύο περιοχές περιέγραψαν τρόπους αποδυνάμωσης της εξουσίας των ενηλίκων αναφορικά με το κάπνισμα στο σπίτι και το αυτοκίνητο, η θέση των παιδιών στην υποβαθμισμένη περιοχή ήταν εμφανώς πιο περιορισμένη και με λιγότερες διαθέσιμες εναλλακτικές, καθώς περισσότερα μέλη της οικογένειας ήταν καπνιστές και υπήρχαν λιγότεροι περιορισμοί για το κάπνισμα στο σπίτι. Μάλιστα, έξι συμμετέχοντες από την υποβαθμισμένη περιοχή ήταν οι ίδιοι καπνιστές. Για τους συμμετέχοντες αυτούς, η έκφραση προβληματισμού και η εκδήλωση αντιδράσεων θα μπορούσε να φανεί παράλογη. Κατά συνέπεια, οι ενέργειες αντίδρασης περιορίζονταν από μία μεγαλύτερη κοινωνική ανοχή προς το κάπνισμα και από το αν το παιδί κάπνιζε το ίδιο ή όχι. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις αναφέρθηκαν μόνο στην υποβαθμισμένη περιοχή.

Οι συνεντεύξεις σε ζεύγη και σε ομάδες διευκόλυναν το διάλογο, όπου οι συμμετέχοντες κατέθεταν τις εμπειρίες τους ενθαρρύνοντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Από την άλλη πλευρά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιοι συμμετέχοντες να σιωπήσουν, γεγονός που υποδεικνύει ότι και ανάμεσα στα παιδιά υπάρχουν διαφορές ισχύος (34). Η σιωπή κάποιων συμμετεχόντων μπορεί να αντικατοπτρίζει τη δυσκολία κάποιων παιδιών να μιλήσουν για τους γονείς τους που καπνίζουν παρουσία του ερευνητή και των συνομηλίκων τους. Συνεπώς, οι περιπτώσεις αντίδρασης μπορεί επίσης να περιορίζονται από μεθόδους και πλαίσια.

Όπως στις περισσότερες ποιοτικές έρευνες, η παρούσα ήταν περιορισμένη γεωγραφικά, εξετάζοντας ευρήματα τα οποία δεν μπορούν να γενικευτούν ευρέως. Ωστόσο, κάποια ευρήματα συμφωνούν με περιπτώσεις ενηλίκων από προηγούμενες έρευνες και δείχνουν τη διαφορετική κοινωνική αντιμετώπιση του καπνίσματος σε υποβαθμισμένες και προνομιούχες περιοχές, όπως και το ότι το θέμα των γονέων-καπνιστών δεν είναι ουδέτερο ηθικά. Περιγράφοντας τη στάση αντίδρασής τους μερικοί συμμετέχοντες, επιθυμούν να παρουσιάσουν το κίνητρό τους ως ηθικό και ότι είναι υποκινούμενοι από το ενδιαφέρον τους για την υγεία των άλλων, με τον ίδιο τρόπο που οι μητέρες περιγράφουν το υπεύθυνο κάπνισμα ως προστασία για την υγεία των παιδιών τους (10, 35). Όπως αυτές οι μητέρες, τα παιδιά-συμμετέχοντες σε αυτή την έρευνα φάνηκαν να αισθάνονται ευθύνη για την υγεία της οικογένειας, θέτοντας τις πράξεις αντίδρασης στο πλαίσιο της ανησυχίας για την υγεία των γονιών τους.

Μερικές μορφές αντίδρασης στο κάπνισμα προκαλούσαν τριβές ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς και η περαιτέρω ενημέρωση των παιδιών για τους κινδύνους του παθητικού καπνίσματος θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις μέσα στις οικογένειες. Αντί της έλλειψης πληροφόρησης, προτείνεται η συζήτηση και ο διάλογος για το κάπνισμα στο σπίτι και το αυτοκίνητο στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης υγείας, με έναν ευαίσθητο τρόπο που δε θα στιγματίζει τα παιδιά. Κάποιες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο ήδη λειτουργούν σε αυτή την κατεύθυνση (36) και περιλαμβάνουν τέτοιου τύπου συζητήσεις σε σχολικά προγράμματα προώθησης της υγείας. Αξιοποιώντας το μοντέλο ενδυνάμωσης μέσω της προώθησης της υγείας, το οποίο ενισχύει τις δυνατότητες του ατόμου να αναλάβει θετικές δράσεις για την υγεία (37), τα παιδιά θα μπορούσαν να βοηθηθούν για να διαπραγματευτούν περιορισμούς για το κάπνισμα στο σπίτι και στο αυτοκίνητο, με τρόπους που θα μπορούσαν να απαλύνουν τις εντάσεις μέσα στην οικογένεια και να ευαισθητοποιήσουν σχετικά με αποτελεσματικότερους τρόπους προστασίας των παιδιών από το παθητικό κάπνισμα. Η έρευνα αυτή τονίζει επίσης τη σημασία του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου στη διευκόλυνση ή όχι αντιδράσεων κατά του καπνίσματος και της αποτελεσματικότητάς τους. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να ενημερώνεται το κοινό μέσω των ΜΜΕ και των εκστρατειών κοινωνικού marketing, ιδίως στις υποβαθμισμένες περιοχές. Θα μπορούσαν να ευαισθητοποιήσουν περισσότερο σχετικά με την ανάγκη για την προστασία των παιδιών από το παθητικό κάπνισμα, και να βοηθήσουν γονείς και άλλους, να αμφισβητήσουν τις επικρατούσες κοινωνικές στάσεις απέναντι στο κάπνισμα για τη δημιουργία ενός οικογενειακού περιβάλλοντος ελεύθερου από το κάπνισμα, μία προσέγγιση στην οποία βασίστηκε η εκστρατεία «Take seven steps out» στη Βόρεια Αγγλία, όπου οι γονείς ενθαρρύνονται να σταματήσουν αυστηρώς να καπνίζουν μέσα στο σπίτι (www.take7stepsout.co.uk). (http://take7stepsout.co.uk Archived at WebCite® at Http://.www.webcitation.org/6Mb403x8n 13/01/2014).

Ευχαριστίες

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τα παιδιά που μοιράστηκαν τις απόψεις τους μαζί μας. Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστήσουμε τους Catriona Rooke, Martyn Pickersgill, Nicholas Jenkins και Amy Chandler για τα σχόλιά τους σε ένα προγενέστερο σχέδιο αυτού του άρθρου.

Υποσημείωση

1Τίτλος Πρωτοτύπου: “Children’s resistance to parents’ smoking in the home and car: a qualitative study”, Addiction, Volume 109, Issue 4, pages 645–652, April 2014

3Διεύθυνση επικοινωνίας: UK Centre for Tobacco and Alcohol Studies, Centre for Population Health Sciences, University of Edinburgh, EH8 9AG, UK, email: neneh.rowa-dewar@ed.ac.uk

2UK Centre for Tobacco and Alcohol Studies, Centre for Population Health Sciences, University of Edinburgh, UK and 4Centre of Population Health Sciences, University of Edinburgh, Edinburgh UK

 

Βιβλιογραφία

World Health Organization. WHO Report on the Global Tobacco Epidemic. Warning about the dangers of tobacco. Geneva: WHO. 2011. Retrieved 12 August, 2013, from http://whqlibdoc.who.int/publications/2011/9789240687813_eng.pdf

MacKay, D., Haw, S., Ayres, J., Fischbacher, C., Pell, J. Smoke-free legislation and hospitalizations for childhood asthma. New England Journal of Medicine 2010; 363: 1139–1145.

Muller, T. Breaking the cycle of children’s exposure to tobacco smoke. London: British Medical Association. 2007.

Royal College of Physicians. Passive Smoking and children: a report of the Tobacco Advisory Group of the Royal College of Physicians. London, Royal College of Physicians. 2010.

Sims, M., Tomkins, S., Judge, K., Taylor, G., Jarvis, M., Gilmore, A. Trends in and determinants of second hand smoke exposure indexed by cotinine in children in England from 1996-2006.

Akthar, P., Currie, D., Currie, C. & Haw, S. Changes in child exposure to environmental tobacco smoke (CHETS) study after implementation of smoke-free legislation in Scotland: national cross sectional survey. BMJ 2007; 15: 335-545.

Akthar, P., Haw. S, Currie, D., Zachary, R & Currie, C. Smoking restrictions in the home and secondhand smoke exposure among primary schoolchildren before and after introduction of the Scottish smoke-free legislation. Tobacco Control 2009; 18: 409-15.

Phillips R., Amos, A., Ritchie, D., Cunningham-Burley, S. & Martin, C. Smoking in the home after the smoke-free legislation in Scotland: qualitative study. BMJ 2007; 335: 553-557.

Moore, G., Currie, D., Gilmore, G., Holliday, J., Moore, L. Socioeconomic inequalities in childhood exposure to secondhand smoke before and after smoke- free legislation in three UK countries. Journal of Public Health, published online March 23, 2012.

Holdsworth, C., Robinson, J. ‘I’ve never ever let anyone hold the kids while they’ve got ciggies’: moral tales of maternal smoking practices. Sociology of Health & Illness 2008; 30 (7): 1086–1100.

Robinson, J., Kirkcaldy, A. ‘You think that I’m smoking and they’re not’: Why mothers still smoke in the home.

Michell, L. The family atmosphere: growing up in smoke. Health Education Journal 1989; 48:103-109.

Michell, L. Clean-air kids or ashtray kids – children’s views about other people smoking. Health Education Journal 1989; 48:157-161.

Michell, L. Growing Up in Smoke. Pluto Press. 1990.

Woods, S., Springett, J., Porcellato, L. And Dugdill, L. ‘Stop it, it’s bad for you and me’: experiences of and views on passive smoking among primary school children in Liverpool. Health Education Research 2005; 20: 645-655.

Ritchie, D., Amos, A. & Martin, C. ‘But it just has that sort of feel about it, a leper’ Stigma, smoke-free legislation and public health. Nicotine and Tobacco Research 2010; 12: 622-629.

Poland, B., Gastaldo, D., Pancham, A. & Ferrence, R. The interpersonal management of environmental tobacco smoke in the home: a qualitative study. Critical Public Health 2009; 19: 203-221.

Robinson, J., Ritchie, D., Amos, A., Greaves, L. & Cunningham-Burley, S. Volunteered, negotiated, enforced: family politics and the regulation of home smoking. Sociology of Health & Illness 2012; 33: 66–80.

Bottorff, J., Oliffe, J., Kelly, M., Greaves, L. Johnson, J., Ponic, P. & Chan, A. Men’s business, women’s work: gender influences and fathers’ smoking. Sociology of Health & Illness 2012; 32: 583–596.

Bottorff , J., Kalaw, C., Johnson, J., Chambers, N., Stewart, M., Greaves, L. & Kelly, M. Unraveling smoking ties: How tobacco use is embedded in couple interactions. Research in Nursing & Health 2005; 28: 316-328.

Bottorff, J., Kalaw, C., Johnson, J., Stewart, M. Greaves, L. & Carey, J. Couple dynamics during women’s tobacco reduction in pregnancy and postpartum. Nicotine and Tobacco Research 2006; 8 499-509.

Greaves, L., Kalaw, C. & Bottorff, J. Case Studies of Power and Control Related to Tobacco Use During Pregnancy. Women’s Health Issues 2007; 17:325–332.

James, A. and Prout, A. Constructing and Reconstructing Childhood: Contemporary Issues in the Sociological Study of Childhood. London: Falmer Press. 1990.

Tisdall, K. & Punch, S. Not so ‘new’? Looking critically at Childhood Studies. Children’s Geographies 2012; 10: 249-264.

Bluebond-Langner, M. & Korbin, J. Challenges and Opportunities in the Anthropology of Childhoods: An Introduction to “Children, Childhoods, and Childhood Studies”. American Anthropologist 2007; 109: 241-246.

Klocker, N. An example of thin agency: child domestic workers in Tanzania. In: R. Panelli, S. Punch and E. Robson (Eds.) Global Perspectives on Rural Childhood and Youth: Young Rural Lives (pp. 81-148). London: Routledge. 2007.

Morrow, V. and Richards, M. The ethics of social research with children: an overview. Children and Society 1996; 10:90-105.

Mayall, B. Conversations with children: Working with generational issues. In P. Christensen and A. James (Eds.) Research with children: Perspectives and Practices. Falmer Press: London. 2000.

Highet G. Cannabis and smoking research: interviewing young people in selfselected friendship pairs. Health Education Research 2003; 18: 108-118.

Braun, V. and Clarke, V. Using thematic analysis in psychology. Qualitative Research in Psychology 2006; 3: 77-101.

Potter, J. Discourse analysis as a way of analyzing naturally occurring talk. In D. Silverman (Ed.) Qualitative Research: Theory, Method and Practice, 2nd ed. (pp. 200- 221). London: Sage. 2004.

Edwards, D. Discourse and Cognition. London: Sage. 1997.

Komulainen, S. The ambiguity of the child’s “voice” in social research. Childhood 2007; 14: 11-28.

Christensen, P. & James, A. Research with children: Perspectives and Practices. : London: Falmer Press. 2000.

Coxhead, L. & Rhodes, T. Accounting for risk and responsibility associated with smoking among mothers of children with respiratory illness. Sociology of Health and Illness 2006; 28: 98–121.

Shaw, A., Ritchie, D., Semple, S., Turner, S., O’Donnell, R., Amos, A, Mills, L. & Wilson, I. Reducing Children’s Exposure to Second Hand Smoke in the Home. A Literature Review. Edinburgh: ASH Scotland. 2012.

Green, J. & Tones, K. Health Promotion: Planning and Strategies. London: Sage. 2010.