Ο ρόλος των κοινωνικών αντιλήψεων στη διαμόρφωση πολιτικών για την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων*

 

Χριστίνα ΖΑΡΑΦΩΝΙΤΟΥ, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Ι. Η «κοινή γνώμη»

Η αναφορά σε όρους όπως: «κοινωνικές αντιλήψεις», «κοινωνικές γνώμες και απόψεις» ή ακόμα και «στάσεις και αναπαραστάσεις του κοινού», παραπέμπει εμμέσως ή αμέσως σε μια κατ’ εξοχήν αμφιλεγόμενη έννοια, εκείνη της λεγόμενης κοινής γνώμης. Πρόκειται για μια έννοια, η οποία στερείται κοινά αποδεκτού ορισμού, παρότι έχει αποτελέσει αντικείμενο πληθώρας φιλοσοφικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών μελετών. Οι επιστημονικές αντιπαραθέσεις που την αφορούν έχουν φθάσει, μάλιστα, έως την παντελή αμφισβήτησή της[1]. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν, επίσης, ότι η χρήση της συγκεκριμένης έννοιας είναι καταχρηστική, εφόσον «στις διάφορες κοινωνικές ομάδες αντιστοιχούν διάφορες αντιλήψεις για τον κόσμο, διάφορες οπτικές για την κοινωνική ζωή»[2].

Οι καταβολές της έννοιας της «κοινής γνώμης» εντοπίζονται, βασικά, στην εποχή του διαφωτισμού και για το λόγο αυτό μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα ο κύριος όγκος των σχετικών κειμένων ήταν κανονιστικής και φιλοσοφικής φύσης[3]. Αργότερα, η «κοινή γνώμη» άρχισε να απασχολεί συστηματικά το χώρο των κοινωνικών επιστημών, κατά τρόπο ώστε στον 20ό αιώνα να αποτελεί πλέον αντικείμενο πολλών και ποικίλων εμπειρικών ερευνών. Έτσι και παρά την αρχική εννοιολόγησή της ως έκφρασης της αρχής της πλειοψηφίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας[4], εντοπίστηκαν και θεμελιώθηκαν επιστημονικά οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες τα σχετικά ερευνητικά πορίσματα μπορούν να εκτιμηθούν ως έγκυρα και να αξιοποιηθούν. Βασική προϋπόθεση, προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η ανάγκη αξιολόγησής τους και κατανόησης των διαδικασιών δημιουργίας και διαμόρφωσης του περιεχομένου τους. Όπως αναφέρει, μάλιστα, ο B.Berelson[5], «τα εμπειρικά ευρήματα, που αναφέρονται στον τρόπο που η κοινή γνώμη αναπτύσσεται και λειτουργεί μέσα στην κοινωνία, μπορούν να βοηθήσουν, μόνο αν ερμηνευθούν μέσα από τους τρόπους με τους οποίους σκεφτόμαστε ότι πρέπει να λειτουργεί η κοινή γνώμη».

Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η αναφορά στην προκειμένη εισήγηση στις «κοινωνικές αντιλήψεις» και στο ρόλο που διαδραματίζουν στη διαμόρφωση πολιτικών για την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων, γίνεται με το σκεπτικισμό που επιβάλλει η χρήση παρόμοιων απλουστευτικών όρων. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται πιο δόκιμος ο όρος «κοινωνικές αντιλήψεις» αντί εκείνου της «κοινής γνώμης», ο οποίος παραπέμπει, ενίοτε, σε ισοπεδωτικές προσεγγίσεις μέσα από την ομογενοποίηση ατομικών γνωμών, απόψεων και αντιλήψεων. Πρόκειται, για την καθόλου σπάνια, τακτική διαμόρφωσης «τεράστιων πλειοψηφιών», οι οποίες ερμηνεύονται μέσα από το «σόφισμα» της κοινωνικής συναίνεσης απέναντι σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά κοινωνικά ζητήματα [6]. Η τακτική αυτή παραλληλίζεται, μάλιστα, με τον υπολογισμό της πυκνότητας πληθυσμού μιας περιοχής, η οποία αποτελείται από μια μεγάλη πόλη περιστοιχιζόμενη από έρημο[7].

ΙΙ. Μεθοδολογικές επισημάνσεις

Πριν να γίνει, όμως, αναφορά στις παραμέτρους εκείνες οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των σχετικών με τις κοινωνικές αντιλήψεις και στάσεις ερευνητικών πορισμάτων, είναι χρήσιμο να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ένα βασικό ζήτημα, φιλοσοφικού μάλλον χαρακτήρα, το οποίο αφορά τον υποκειμενικό ή αντικειμενικό χαρακτήρα των ερευνητικών παρατηρήσεων στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το βασικό ερώτημα «σε ποιο βαθμό μπορεί να απομονωθούν οι προσωπικές πεποιθήσεις του ερευνητή και κατά πόσο η κοινωνική πραγματικότητα που έχει μελετήσει, καθρεφτίζεται αντικειμενικά στα αποτελέσματα της έρευνας»[8]. Παρότι ο προβληματισμός που απορρέει από το ερώτημα αυτό έχει οδηγήσει σε έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη σχέση θεωρίας (με την έννοια των ιδεολογικών και εννοιολογικών υποκειμενικών συστημάτων) και έρευνας και στη διατύπωση διαμετρικά αντίθετων προσεγγίσεων (θετικισμός-σχετικισμός), δεν απουσιάζουν, ωστόσο, και οι συνθετικές προσεγγίσεις από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών[9]. Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, ο Α.Bottoms[10] «όταν κάποιος ασχολείται με κοινωνική επιστήμη (…) δεν είναι δυνατόν να αποφύγει κάποια δέσμευση με τη θεωρία». Αυτό δε σημαίνει, εντούτοις, ότι «βλέπουμε πάντα τον κόσμο μέσα από θεωρητικά σχήματα που θα μπορούσαν να αποκαλούνται ερμηνείες ή κατασκευές»[11]. Είναι προφανές ότι οι ερευνητικές παρατηρήσεις δεν είναι θεωρητικά ουδέτερες. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα μεθοδολογικά κριτήρια τα οποία μπορούν να προσδώσουν κατά το δυνατόν εγκυρότητα στην εμπειρική διερεύνηση των κοινωνικών φαινομένων. Στο πλαίσιο αυτό, η σωστή και επιστημονικά δόκιμη επιλογή μεθόδων[12] και η πιστή εφαρμογή τους καθ’ όλα τα στάδια της ερευνητικής διαδικασίας[13] μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας.

Καθοριστική μπορεί, επίσης, να αποδειχθεί και η σχέση της εμπειρικής με τη θεωρητική έρευνα. Στην προκειμένη περίπτωση η αναφορά στη θεωρία παραπέμπει στο θεωρητικό υπόβαθρο που είναι απαραίτητο για τη δόμηση του ερευνητικού αντικειμένου –φάση που προηγείται της εμπειρικής έρευνας- αλλά και για την τελική αναδόμησή του –φάση η οποία ακολουθεί την ολοκλήρωσή της[14]. Ως εμπειρικής έρευνας νοούμενης εκείνης η οποία συνίσταται στην επιβεβαίωση ή στη διάψευση μιας ή περισσοτέρων υποθέσεων μέσα από τη συστηματική εξέταση ενός συνόλου δεδομένων και στη βάση μιας διαδικασίας μεθοδολογικά έγκυρης και ως θεωρητικής έρευνας, αντίστοιχα, εκείνης η οποία συνίσταται στην προσπάθεια ενσωμάτωσης των αποσπασματικών πορισμάτων της εμπειρικής έρευνας σ’ ένα λογικό ερμηνευτικό σχήμα το οποίο αναφέρεται σ’ ένα σύνολο φαινομένων[15].

Η επιλογή μεθόδων αποτελεί, αδιαμφισβήτητο κριτήριο για την επιστημονική εγκυρότητα μιας έρευνας, αρκεί η επιλογή αυτή να συμπληρώνεται και από την ορθή χρήση τους. Η εμπειρική διερεύνηση των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων γίνεται, πολύ συχνά, μέσα από ποσοτικές προσεγγίσεις και ιδιαίτερα με ερωτηματολόγια, τα οποία υπερεκτιμώνται, ενίοτε, ως προς τις δυνατότητες που παρέχουν. Ορισμένα από τα «κλασικά» μεθοδολογικά σφάλματα των ερωτηματολογίων[16], είναι η ώθηση για (καταφατική ή αρνητική) απάντηση μέσα από την ίδια την ερώτηση ή οι στερεότυπες διαμορφώσεις ερωταπαντήσεις, μέσα από την επαγωγική σύνδεση διαδοχικών ερωτήσεων, που οδηγούν σε προθεμελιωμένες ερευνητικές τοποθετήσεις αντί για τον έλεγχο ερευνητικών υποθέσεων. Δεν είναι καθόλου σπάνιο, επίσης, να τίθενται ερωτήσεις που αφορούν θέματα ειδικών γνώσεων σε γενικό δείγμα κοινού και, άρα, οι απαντήσεις να είναι στην καλύτερη περίπτωση τυχαίες. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για συλλογή δεδομένων αλλά για κατασκευή τους. Μια παρόμοια μεθοδολογική διαδικασία δεν οδηγεί, εξάλλου, στην ανάδειξη ενδεχομένων στερεοτύπων αλλά, αντίθετα, στην προβολή τους. Παρατηρούμε, τέλος, την πολύ συχνή τάση να ταυτίζονται, κατά την ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων, οι «γνώμες/αντιλήψεις/απόψεις» των ερωτηθέντων με «συμπεριφορές». Παραγνωρίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η γνώμη, η οποία εκφράζεται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, εξαρτάται από την κατάσταση μέσα στην οποία τοποθετείται. Εξαρτάται, επίσης, από τη σχέση ερευνητή-ερευνώμενου, καθώς και την εντύπωση που ο τελευταίος θα ήθελε να δώσει ή τη διάθεσή του.

Τα παραπάνω αποτελούν ορισμένες από τις σημαντικές προϋποθέσεις εγκυρότητας των εμπειρικών διερευνήσεων του ευρύτατου και σύνθετου πεδίου των κοινωνικών αντιλήψεων και στάσεων, οι οποίες αμβλύνονται, ωστόσο, κατά πολύ όταν αποβάλλουν τον αυστηρό χαρακτήρα των ποσοτικών μετρήσεων και εμπλουτιστούν και με ποιοτικά στοιχεία. Τη μορφή αυτή προσλαμβάνουν, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες έρευνες στο επιστημονικό αυτό πεδίο, αναζητώντας όχι μόνο τις παγιωμένες απόψεις των κοινωνικών μελών που αναφέρονται στο εκάστοτε ερευνητικό αντικείμενο, αλλά «την αναδόμηση του αντικειμένου, η οποία απορρέει από γνώμες και συμπεριφορές που ένα άτομο ή μια ομάδα έχει δημιουργήσει συνειδητά ή ασυνείδητα»[17]. Πρόκειται για τη μελέτη των κοινωνικών αναπαραστάσεων που ορίζονται μέσα από την αλληλόδραση (αλληλεπίδραση) του υποκειμένου με το αντικείμενο και αποτελούν «κόσμους απόψεων»[18], «μια ψυχολογική οργάνωση, μια μορφή γνώσης που ανήκει ειδικά στην κοινωνία μας και που δεν μπορεί να αναχθεί σε καμιά άλλη»[19]. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις επιτρέπουν στα άτομα «να ‘διαβάζουν’, να αποκωδικοποιούν και να ελέγχουν κοινωνιογνωστικά την πραγματικότητα»[20]. Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, παρότι προέρχεται από τον επιστημονικό χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας, έχει δώσει αξιόπιστα δείγματα σφαιρικότερης προσέγγισης των κοινωνιογνωστικών φαινομένων και για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται πλέον ευρύτερα στις κοινωνικές επιστήμες, προσφέροντας ένα χρήσιμο εργαλείο διεπιστημονικής μελέτης των κοινωνικών φαινομένων.

Με δεδομένους τους μεθοδολογικούς περιορισμούς τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών ερευνών, η αναζήτηση σύγχρονων συνθετικών τάσεων μελέτης των κοινωνικών στάσεων και αναπαραστάσεων φαίνεται εφικτή μέσα και από τις, συνεχώς, βελτιούμενες δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία.

ΙΙΙ. Η επιστημονική σημασία της μελέτης των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων

Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη των κοινωνικών αντιλήψεων έχει ιδιαίτερη επιστημονική σημασία λόγω του ρόλου που διαδραματίζουν στη διαμόρφωση των πολιτικών οι οποίες αφορούν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Είναι γεγονός ότι το κοινό, δηλαδή οι πολίτες εν μέρει ή συνολικά, συμμετέχουν διαφοροτρόπως στη χάραξη και εφαρμογή πολιτικών που αφορούν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα και ειδικότερα στην αντεγκληματική πολιτική.

Οι τρόποι συμμετοχής τους[21] προσδιορίζονται άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, και αφορούν διάφορα επίπεδα. Έτσι, στο επίπεδο της χάραξης πολιτικής και ειδικότερα της θέσπισης νόμων, οι πολίτες εκφράζονται έμμεσα μέσω των αντιπροσώπων τους στο Κοινοβούλιο, άμεσα μέσω ειδικών Επιτροπών που συνιστώνται στο πλαίσιο επιστημονικών ή μη κυβερνητικών οργανισμών αλλά και μέσω κοινωνικών κινημάτων[22] (για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων μειονοτήτων, του περιβάλλοντος κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή, οι πολίτες λειτουργούν ως ομάδες πίεσης προς την πολιτεία και τους εκφραστές της και πολύ συχνά οδηγούν σε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις ή διαφοροποιήσεις προς επιεικέστερη ή κατά περίπτωση αυστηρότερη εφαρμογή του νόμου.[23]

Στην κοινωνική αυτή πίεση σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν, αναμφισβήτητα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης[24], τα οποία αποτελούν σημαντική πηγή πληροφόρησης των πολιτών για θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το εγκληματικό φαινόμενο, ο ρόλος τους γίνεται πρωταρχικός μια και πολύ συχνά είναι η μοναδική πηγή πληροφόρησης του κοινού. Η πραγματικότητα έχει αποδείξει, όμως, ότι η πληροφόρηση αυτή είναι συνήθως επιλεκτική, μια και προτιμώνται να προβάλλονται βασικά, βίαια εγκλήματα και «επικίνδυνοι» εγκληματίες, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει αυτή η κατηγορία εγκλημάτων είναι μικρότερο από το 10% της συνολικής εγκληματικότητας. Προσφιλέστερα θέματα αποτελούν τα εγκλήματα βίας, οι κλοπές και οι ληστείες, ενώ θέματα οικονομικής για παράδειγμα εγκληματικότητας σχολιάζονται, συνήθως, με διακριτικότητα, εκτός κι αν η δημοσιότητα εξυπηρετεί ιδιαίτερα συμφέροντα[25]. Ακόμα και η «ανώδυνη» και «κενή εννοιών» επαναλαμβανόμενη αναφορά σε θέματα εγκληματικότητας δημιουργεί, εν μέρει, την ίδια την έννοια της εγκληματικότητας ή τουλάχιστον τις αναπαραστάσεις της. Κατ’ αυτό τον τρόπο συμμετέχει, ουσιαστικά, στην επεξεργασία και στην ενδυνάμωση των άτυπων κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στο έγκλημα[26] .

Διαπιστώνονται, επίσης, στερεοτυπικές αναφορές σε κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες πληθυσμού, ενώ η ορολογία που χρησιμοποιείται είναι κατ’ εξοχήν στιγματιστική ακόμα και σε περιπτώσεις, που δεν έχει ολοκληρωθεί η ποινική δίκη ή, πολύ περισσότερο, δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Παρόμοια μηνύματα λειτουργούν ενισχυτικά στις υπάρχουσες ανασφάλειες[27] και αυξάνουν το φόβο του εγκλήματος, με συνέπεια τον επηρεασμό των γενικότερων στάσεων των πολιτών.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι, επίσης, η συμμετοχή των πολιτών στο επίπεδο της εφαρμογής της πολιτικής, που αφορά κοινωνικά προβλήματα. Στον τομέα ειδικότερα της εγκληματικότητας, έχει αναπτυχθεί από τη δεκαετία του 1980 και μετά μια σημαντική τάση συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία αναπτύσσεται τόσο σε επίπεδο πρόληψης εγκλημάτων όσο και σε επίπεδο μεταχείρισης και επανένταξης των δραστών, ενώ σημαντικός είναι και ο ρόλος αυτής της συμμετοχής στην αποκατάσταση των θυμάτων. Δεν λείπουν, τέλος, και τα παραδείγματα συμμετοχής των πολιτών στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, τα οποία παίρνουν τη μορφή της κοινωνικής διαμεσολάβησης[28].

Αναφορικά, ειδικότερα, με την πρόληψη της εγκληματικότητας, ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πολίτες είτε συμμετέχοντας, ενεργά, σε διάφορα προγράμματα είτε λειτουργώντας ως ομάδες πίεσης –κατά τα προαναφερθέντα- μέσα από τις εκφρασμένες αντιλήψεις, απόψεις και στάσεις τους, είναι πολύ σημαντικός, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται σε καμιά περίπτωση η αλληλεπίδραση αυτής της στάσης με το αποτέλεσμα της συμμετοχής.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στη διεθνή εξέλιξη των «νέων» αυτών τάσεων στον τομέα της πρόληψης, οι οποίες δεν είναι και τόσο νέες, εφόσον με τη σύγχρονη μορφή τους θεμελιώνονται μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο[29]. Στον ΟΗΕ, θεσπίστηκαν ήδη από το 1950, η Επιτροπή Πρόληψης και Ελέγχου του Εγκλήματος (Committee on Crime Prevention and Control) και ο Τομέας Πρόληψης του Εγκλήματος και Ποινικής Δικαιοσύνης (Crime Prevention and Criminal Justice Branch)[30], οι οποίοι και λειτουργούν έως σήμερα, με συνεχώς αυξανόμενες αρμοδιότητες. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνονται προς διερεύνηση, σε διεθνές επίπεδο, προγράμματα–πολιτικές πρόληψης της εγκληματικότητας και μεταχείρισης των εγκληματιών (CCPC) ενώ συντονίζονται, αντίστοιχα, οι σχετικές με την πρόληψη και την ποινική δικαιοσύνη δραστηριότητες[31]. Και το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με θέματα πρόληψης και αντεγκληματικής πολιτικής γενικότερα. Ειδικότερα, η Σύσταση Νο.R (87) 19 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 17-9-1987 κατά την 410η συνάντηση των Εκπροσώπων των Υπουργών[32] αναφέρεται στην «Οργάνωση της πρόληψης του εγκλήματος», ενώ ιδιαίτερα σχετική είναι και η υπ’ αρ. 7/1983 Σύσταση για τη «Συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική»[33]. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίσης, ενισχύεται και προωθείται η σχετική με τα παραπάνω συζήτηση και αναζήτηση αποτελεσματικότερων πολιτικών στο πεδίο αυτό.

Οι ενέργειες που αναλαμβάνονται και προωθούνται, ωστόσο, στον τομέα αυτό είναι ποικίλες και αντανακλούν την ευρύτητα του εννοιολογικού περιεχομένου αυτής καθαυτής της πρόληψης. Με βασικό κοινό άξονα το γενικότερο στόχο τους, οι ενέργειες αυτές κατηγοριοποιούνται και ταξινομούνται ανάλογα με τα μέσα που χρησιμοποιούν, τα άτομα στα οποία απευθύνονται, το φορέα που τις αναλαμβάνει, το είδος της εγκληματικής συμπεριφοράς κ.λπ.[34]

IV. Προαπαιτούμενα της συμμετοχής του κοινού

Σε κάθε περίπτωση, το συμμετοχικό «εγχείρημα» δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση και αρκετά συχνά οδηγεί σε μη αναμενόμενα, έως και αντίθετα, αποτελέσματα, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι η παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Οι δυσχέρειες αυτού του είδους εντοπίζονται, κύρια, στο πεδίο της πρόληψης «αντικοινωνικών» συμπεριφορών[35], όπου ενυπάρχει και ο κίνδυνος ενός έντονου και διαρκούς ελέγχου/επιτήρησης κάθε ατόμου από τους συμπολίτες του, ο οποίος απορρέει από την αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού του πεδίου ελέγχου[36]. Οι εν λόγω κίνδυνοι ελαχιστοποιούνται, ωστόσο, στην περίπτωση που το εγχείρημα οριοθετείται γύρω από δύο βασικούς άξονες εργασίας: η πρόληψη να είναι σφαιρική και όχι ειδική ή εξειδικευμένη –πληθυσμιακά ή κοινωνικά στοχοθετημένη σε ορισμένες κατηγορίες- και η συμμετοχή των πολιτών να είναι ενεργή και να μην αποτελεί απλή «συμπαράσταση»[37].

Η «ενεργή» συμμετοχή προϋποθέτει, όμως, πέραν των προαναφερθέντων μία καταρχήν θετική στάση απέναντι στη φιλοσοφία η οποία διαπνέει τις πολιτικές στις οποίες προωθούνται και εφαρμόζονται. Όπως, όμως, προκύπτει από τη μέχρι τώρα ερευνητική εμπειρία, η μερική και ανακριβής πληροφόρηση, μεγάλης μερίδας του κοινού, σχετικά με την εγκληματικότητα και το εγκληματικό φαινόμενο γενικότερα, ο σχετικός με το έγκλημα φόβος και οι εκάστοτε ανησυχητικές διαστάσεις του, όπως και η πολιτική εκμετάλλευση του εγκληματικού ζητήματος, έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση ιδιαίτερα τιμωρητικών στάσεων[38]. Οι στάσεις αυτές δρουν, προφανώς, ανασταλτικά στην επιτυχή εφαρμογή κάθε μοντέλου συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής. Σοβαροί προβληματισμοί απορρέουν, επίσης, από την κινητοποίηση των πολιτών στον τομέα της περιστασιακής πρόληψης είτε με τη μορφή της αυτοπροστασίας είτε με τη μορφή της επιτήρησης της γειτονιάς και των τυχόν υπερβάσεων, που μπορούν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις και παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων[39].

Τα μέτρα που στηρίζονται στη συνεργασία ιδιωτικής και κρατικής πρωτοβουλίας απαιτούν συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους πολίτες όπως, επίσης, και ευαισθητοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες. Ορθά, άρα, επισημαίνεται ότι «μία ευρεία ενημέρωση, που είναι ευθύνη τόσο του επιστημονικού κόσμου όσο και των αρμοδίων για την αντεγκληματική πολιτική, είναι η βάση μιας αποτελεσματικής πολιτικής που ενώνει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις μιας χώρας»[40].

Τα προαναφερθέντα προαπαιτούμενα, της ορθής ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών, καθώς και του κατάλληλου συντονισμού των πρωτοβουλιών που λαμβάνονται στον τομέα της πρόληψης ισχύουν, προφανώς, και για τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες στον τομέα μεταχείρισης των παραβατών του ποινικού νόμου (και ειδικότερα στις εναλλακτικές ποινικές κυρώσεις, όπως είναι η έκτιση ποινών υπό καθεστώς δοκιμασίας ή η κοινωφελής εργασία) καθώς και στον τομέα της κοινωνικής επανένταξης, η οποία γίνεται πρωτεύουσας σημασίας σε περιπτώσεις ανηλίκων και νέων παραβατών, εξαρτημένων χρηστών ναρκωτικών κ.λπ., αλλά και στην αποκατάσταση των θυμάτων, τα οποία ενίοτε στιγματίζονται κατά τρόπο αντίστοιχο ή και μεγαλύτερο από τους δράστες (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των προσβολών της γενετήσιας ελευθερίας). Και βέβαια, καμιά αξιόλογη πρωτοβουλία δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί στον τομέα της κοινωνικής διαμεσολάβησης, αν οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις δεν ήταν θετικές και κατάλληλα διαμορφωμένες προς αυτή την κατεύθυνση.

V. Κοινωνικές αντιλήψεις και ναρκωτικά

Όπως προαναφέρθηκε, ήδη, ο ρόλος των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων είναι ιδιαίτερα σημαντικός τόσο στη χάραξη όσο και στην εφαρμογή πολιτικών που αφορούν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα είναι και εκείνο των ναρκωτικών, το οποίο ξεπερνά συγκεκριμένα εθνικά όρια λόγω των διαστάσεων τις οποίες έχει προσλάβει η διάδοση της χρήσης, της εμπορίας και διακίνησης των παράνομων εξαρτησιογόνων ουσιών, αλλά και λόγω των σχεδίων δράσης για την αντιμετώπισή του, που χαράσσονται σε υπερεθνικό επίπεδο και επηρεάζουν άμεσα τις εθνικές πολιτικές.

Στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανόν να καθίσταται δυσχερέστερη η μελέτη του ρόλου των κοινωνικών αντιλήψεων, εφόσον οι σχετικές πολιτικές προσλαμβάνουν συχνά υπερεθνικό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση των ευρωπαϊκών πολιτικών που απορρέουν από τις σχετικές οδηγίες, συστάσεις και συνθήκες και αποτυπώνονται στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά σχέδια δράσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών, τα οποία διαμορφώνονται στη συνέχεια σε εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών. Παρόλ’ αυτά, οι διαφοροποιήσεις που διαπιστώνονται σε εθνικό επίπεδο, άπτονται πολύ συχνά των ιδιαιτεροτήτων που αντανακλούν οι αντιλήψεις των κοινωνικών μελών τους, ενώ δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται και η διάσταση της παγκοσμιοποίησης της μετάδοσης των ειδήσεων και ο ρόλος της στη διαμόρφωση ευρύτερων κοινωνικών αντιλήψεων. Σε ευρωπαϊκό, μάλιστα, επίπεδο η δημιουργία ενός χώρου ελεύθερης κυκλοφορίας και εισόδου προσώπων στο εσωτερικό του, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση ενός πλαισίου ελέγχου και καταστολής το οποίο έχει θέσει σαφείς προτεραιότητες σε τομείς όπως η ασφάλεια, η τρομοκρατία και τα ναρκωτικά[41].

Παρότι το εμπόριο ναρκωτικών συγκαταλέγεται μεταξύ των κυριότερων απειλών, που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα, η μεγαλύτερη επικινδυνότητα αποδίδεται, στο πλαίσιο των κοινωνικών αντιλήψεων, στους χρήστες των ουσιών αυτών. Έτσι, παρατηρούμε σε διεθνές επίπεδο, την ανάπτυξη πολιτικών «μηδενικής ανοχής» απέναντι σε φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης και αποκλεισμού, κατά τρόπο ώστε οι κοινωνικές εκείνες ομάδες, που θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται μέσα από την καθιέρωση πολιτικών κοινωνικού χαρακτήρα (άστεγοι, ουσιοεξαρτημένοι, μετανάστες κ.λπ.) να θεωρούνται ως κοινωνικές απειλές και να αντιμετωπίζονται μέσα από πολιτικές καταστολής και περαιτέρω αποκλεισμού.

Οι πολιτικές αυτής της μορφής στηρίζονται σε προσεγγίσεις αντίστοιχες εκείνης των «σπασμένων τζαμιών»[42], σύμφωνα με την οποία η αύξηση των «αντικοινωνικών συμπεριφορών» σε μια περιοχή δημιουργεί στους κατοίκους την εντύπωση ότι «ο έλεγχος έχει χαθεί» και, άρα, τους προξενεί φόβο. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι, σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, η αποφυγή επιλογής της συγκεκριμένης περιοχής ως τόπου προσέλευσης ή διέλευσης και η «παράδοσή» της στους δράστες «αντικοινωνικοτήτων». Η προσέγγιση αυτή έγινε ταχύτατα δημοφιλής και συνδέθηκε με την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» που ξεκίνησε να εφαρμόζεται, τη δεκαετία του 1990 στη Ν.Υόρκη, για να επεκταθεί στη συνέχεια διεθνώς. Οι υποστηρικτές της θεωρούν ότι τίποτα δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο. Ακόμα και τα μικροαδικήματα πρέπει να διώκονται, ώστε να δημιουργηθεί η εικόνα μιας «τάξης» χωρίς απορρίμματα, σπασμένα τζάμια, αλκοολικούς και χρήστες ναρκωτικών, πόρνες και λοιπά «σημάδια αταξίας». Πρόκειται, πράγματι, για ένα μοντέλο ιδιαίτερα «αντιπαραθετικό» και «επιθετικό», που θέτει σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, μέσα από τη σύνδεση που επιχειρείται μεταξύ αφενός της βίαιης και σοβαρής εγκληματικότητας και αφετέρου χαμηλού επιπέδου «αντικοινωνικοτήτων», όπως περιφερόμενες ομάδες νέων στους δρόμους της πόλης, αλκοόλ, θόρυβοι κ.λπ.[43]

Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι οι πληθυσμοί στόχοι είναι οι εθνικές και κοινωνικές μειονότητες, οι κάτοικοι των «ευαίσθητων» συνοικιών και γενικότερα όσοι αντιμετωπίζουν οξυμένα κοινωνικά προβλήματα. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται σταθερά και σε διεθνές επίπεδο, τα τελευταία χρόνια και οι ουσιοεξαρτημένοι. Σύμφωνα με τα πορίσματα μιας παλαιότερης έρευνάς μας για τη μελέτη των «κοινωνικών αναπαραστάσεων των αστυνομικών για το εγκληματικό φαινόμενο»[44], που διενεργήθηκε το 1994 σε δείγμα 465 αστυνομικών και των δύο φύλων, προερχόμενων αντιπροσωπευτικά από τη σχολή μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης, τη σχολή δοκίμων υπαστυνόμων και τα ΜΑΤ, τα άτομα αυτά συγκεντρώνουν σε έντονο βαθμό το στερεότυπο της επικινδυνότητας. Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «ποιοι έχουν, κατά τη γνώμη σας, περισσότερες πιθανότητες να εγκληματήσουν», τις περισσότερες πιθανότητες συγκέντρωσαν οι αναφερόμενοι ως τοξικομανείς (με ποσοστό απαντήσεων 94%) και ακολούθησαν οι αναρχικοί (87%), τα παιδιά χωρισμένων γονιών (84%), οι αποφυλακισθέντες και οι λαθρομετανάστες (83%)· οι τσιγγάνοι (80%), οι νεοναζί (75%), οι αλκοολικοί (74%) και τα παιδιά εγκληματιών (72%).

Ενδεικτική για το πώς αντιλαμβάνονται το έγκλημα και τον εγκληματία, είναι και μια μεταγενέστερη έρευνά μας[45] σε δείγμα 494 ατόμων –κατοίκων πέντε αθηναϊκών συνοικιών- που διενεργήθηκε το 1998 και αφορούσε την «κοινωνική αναπαράσταση του εγκλήματος και του εγκληματία». Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε στη βάση της δομικής προσέγγισης των κοινωνικών αναπαραστάσεων, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία μιας κοινωνικής αναπαράστασης είναι ιεραρχημένα και οι σχέσεις που εγκαθιδρύονται μεταξύ τους καθορίζονται από τη θέση που κατέχουν στο σύστημα αναπαράστασης[46]. Μεθοδολογικά, επιλέχθηκε η μέθοδος του ελεύθερου συσχετισμού (brainstorming), βάσει της οποίας τα υποκείμενα καλούνται να γράψουν ένα σύνολο λέξεων, που τους έρχονται στο μυαλό, σε σχέση με μια λέξη ερέθισμα, στην προκειμένη περίπτωση παρέχονταν η δυνατότητα να γράψουν τις τρεις πρώτες λέξεις που σκέφτονταν, αναφορικά με το έγκλημα και τον εγκληματία.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθούμε στην κατά τα παραπάνω παραχθείσα, κοινωνική αναπαράσταση του εγκληματία. Ο κεντρικός πυρήνας της δομείται γύρω από τρεις βασικούς άξονες: την εγκληματική πράξη, το δράστη και την αντίδραση των ερωτηθέντων. Η αναφορά στην εγκληματική πράξη είναι εντυπωσιακά μονοδιάστατη και αφορά μόνο μία κατηγορία εγκληματιών, τους «δολοφόνους». Λίγο διαφοροποιείται, εξάλλου, η εικόνα στην κεντρική αναπαράσταση του εγκλήματος, όπου αναφέρονται δύο εγκλήματα: δολοφονία και ληστεία. Οι χαρακτηρισμοί που αφορούν τον εγκληματία είναι πολλοί και συναισθηματικά φορτισμένοι. Αναφέρω επί λέξει: κακός, ναρκομανής, ξένος, Αλβανός, άνεργος, επικίνδυνος, αδίστακτος, αλήτης, διεστραμμένος, φρενοβλαβής κ.λπ., σχετικά. Είναι προφανές ότι η κεντρική αναπαράσταση του εγκληματία αντανακλά τα στερεότυπα της επικινδυνότητας που συνδέονται με : α) την προσωπικότητα του δράστη, β) την εξάρτησή του από ναρκωτικές ουσίες, γ) την εθνική του προέλευση (μετανάστης-Αλβανός), δ) τη χαμηλή κοινωνική του προέλευση (άνεργος) και ε) τις διανοητικές και ψυχικές διαταραχές. Γίνεται εμφανές στην προκειμένη περίπτωση, ότι η εικόνα του εγκληματία ως ναρκομανή, μετανάστη, φτωχού και διανοητικά διαταραγμένου, που προκύπτει από την έρευνα αυτή σε πολίτες της Αθήνας, λίγο έως ελάχιστα διαφοροποιείται από την προαναφερθείσα στο δείγμα των αστυνομικών.

Τέλος, η αντίδρασή τους αντανακλά αφενός την τιμωρητική τους στάση και αφετέρου, μια τάση λύπης και συμπάθειας. Έτσι, ο κεντρικός πυρήνας της αναπαράστασης για τον εγκληματία συμπληρώθηκε από τις αναφορές σε δίκη, καταδίκη και φυλάκιση, καθώς και από χαρακτηρισμούς όπως «αδικημένος, απελπισμένος, συμπόνια κ.λπ.».

Η παραπάνω εικόνα δε διαφοροποιείται από τα περιφερειακά στοιχεία της αναπαράστασης, τα οποία αντίθετα την εμπλουτίζουν και τη συμπληρώνουν, τονίζοντας τα κυρίαρχα συστατικά στοιχεία της βίας και της επικινδυνότητας.

Το στερεότυπο για την επικινδυνότητα των ουσιοεξαρτημένων, μπορούμε να πούμε ότι είναι βαθιά ριζωμένο στις κοινωνικές αντιλήψεις των ελλήνων πολιτών, σε σημείο που επεκτείνεται καταχρηστικά και σε όσους είναι ενταγμένοι σε θεραπευτικά προγράμματα ή ακόμα και προγράμματα επανένταξης. Οφείλουμε να επισημάνουμε, πάντως, ότι το αρνητικό αυτό στερεότυπο δεν ακολουθεί όλους τους εξαρτημένους, κατά τρόπο αντίστοιχο με ό,τι συμβαίνει, άλλωστε, και για τους εγκληματίες αλλά εκείνους οι οποίοι αντανακλούν τα σημάδια της κοινωνικής περιθωριοποίησης.

Όσον αφορά, λοιπόν, το ρόλο των κοινωνικών αντιλήψεων ειδικά για το σημαντικό κοινωνικό θέμα των ναρκωτικών, διαπιστώνουμε ότι η έντονη αρνητική εικόνα του επικίνδυνου εγκληματία προσαρτάται, κύρια, στον εξαρτημένο και περιθωριοποιημένο χρήστη. Η εικόνα αυτή δεν επηρεάζει τόσο την ακολουθούμενη πολιτική σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, εφόσον η υπάρχουσα ελληνική νομοθεσία έχει εκσυγχρονιστεί σημαντικά στο τμήμα της που αφορά την κοινωνική πρόληψη, τη θεραπεία και την επανένταξη, όσο στην εφαρμογή των ποινικών διατάξεων που αφορούν τη χρήση. Αυτό προκύπτει από τη στατιστική εικόνα της εγκληματικότητας, σύμφωνα με την οποία σχεδόν οι μισοί κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές εκτίουν ποινές που αφορούν την περί ναρκωτικών νομοθεσία και βασικά τη χρήση[47].

VΙ. Επίλογος

Είναι αδιαμφισβήτητος ο σημαντικός ρόλος των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων στις διαδικασίες διαμόρφωσης και εφαρμογής πολιτικής σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα καθώς και η αναγκαιότητα επιστημονικής διερεύνησής τους. Όμως, και επειδή είναι προφανές πως οι κοινωνικές αυτές αντιλήψεις διαπνέονται πολλές φορές από στερεότυπα τα οποία δημιουργούν σοβαρά προσκόμματα στη χάραξη και εφαρμογή ορθολογικών πολιτικών, προκύπτει η ανάγκη αξιολόγησης και ερμηνείας τους κατά τρόπο ο οποίος να επιτρέπει τη διάγνωση όσων υποβόσκουν και τα οποία πολλές φορές είναι πολύ σημαντικότερα από εκείνα που προβάλλονται. Η επιλογή κατασταλτικών πολιτικών που παρουσιάζονται με τη μορφή άμεσων απαντήσεων στις θεωρούμενες ως κοινωνικές απειλές, μόνο αναποτελεσματική και δημαγωγική μπορεί να αποδειχθεί. Η σφαιρική ενημέρωση, η υπευθυνοποίηση και η ευαισθητοποίηση των κοινωνικών μελών μπορούν, αντίθετα, να δημιουργήσουν το κατάλληλο πλαίσιο διαμόρφωσης και εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων προς την κατεύθυνση της θετικής αξιοποίησής τους στην πρόληψη και αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων.

* Το παρόν άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που παρουσίασε η συγγραφέας στην ημερίδα που διοργάνωσε το ΚΕ.Θ.Ε.Α. και το UC San Diego, με θέμα «Στάσεις και αντιλήψεις της κοινής γνώμης για τα ναρκωτικά και την απεξάρτηση», στις 16 Ιανουαρίου 2006, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

 

[1] Ενδεικτικό είναι το άρθρο του P.Bourdieu, «L’ opinion publique n’ existe pas», στο Les temps modernes, 1973, 1299-1309.

[2] PhRobert, C.Faugeron, Les forces cachées de la justice, Le Centurion, Paris, 1980, σ.118.

[3] V.Price, Κοινή γνώμη, Επιμέλεια και Πρόλογος Ν.Δεμερτζή, εκδ.Οδυσσέας, 1996, σ.38.

[4] Το ίδιο, σ.40.

[5] B.Berelson, “Democratic theory and public opinion” στο Public Opinion Quarterly 16/1950, 313-330, όπως παραπέμπεται στο V.Price, 1996, σ.41.

[6] Ενδεικτικά και όσα αναφέρουν οι Ph.Robert, C.Faugeron, «Représentations du système pénal dans la société française», στο Le fonctionnement de la justice pénale, CNRS, Paris, 1979, 423-449.

[7] Το ίδιο.

[8] Ν.Κυριαζή, Η κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Ελληνικές επιστημονικές εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σ.18.

[9] Για μια διεξοδική προσέγγιση του σχετικού προβληματισμού βλ. Ν.Κυριαζή, 1998, όπ.παραπ. και ιδιαίτερα σ.σ.17-55 και την εκεί πλήρη βιβλιογραφία.

[10]Α.Bottoms, “The relationship between theory and research in Criminology”, R.D.King & E.Wincup (Eds), Doing research on crime and justice, Oxford University Press, 2000, σ.σ.15-60(16).

[11] Το ίδιο.

[12] Ν.Κυριαζή, 1998, όπ.παρ., σ.29.

[13] Α.Bottoms, 2000, όπ.παραπ.,σ.18.

[14] Χ.Ζαραφωνίτου, Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, β΄έκδοση, 2004, σ.12.

[15] J.P.Brodeur, «Police et recherche empirique», στο D.Szabo, M.LeBlanc (Ed), Traité de Criminologie empirique, Les presses universitaires de Montréal, 1994, 221-261.

[16] Χ.Ζαραφωνίτου, 2004, όπ.παραπ., σ.σ.197-9 και τις εκεί παραπομπές.

[17] R.Gassin, «Contribution des recherches sur la criminalité dans la région d’ Aix-en-Provence et dans le Bouches-du-Rhône, à la connaissance du fonctionnement de la justice pénale», στο Le fonctionnement de la justice pénale, CNRS, Paris, 1979, 245-265 (256).

[18] S.Moscovici, Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της, Επιμέλεια: Α.Μαντόγλου, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα 1999, σ.71.

[19] Το ίδιο, σ.48.

[20] Α.Μαντόγλου, Εισαγωγή στο Στ.Παπαστάμου & Α.Μαντόγλου (Επιμ.), Κοινωνικές αναπαραστάσεις, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα 1995, 13-62 (15).

[21] Α.Τσήτσουρα, «Η συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική», στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, 1/1988, 32-44.

[22] Β.Αρτινοπούλου (Επιμ.), Νέα κοινωνικά κινήματα. Εγκληματολογική προσέγγιση, Τετράδια Εγκληματολογίας, 2, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000.

[23] Τα παραδείγματα νομοθετικών τροποποιήσεων που προήλθαν μετά από κοινωνική πίεση είναι, άλλωστε, πολλά τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Ενδεικτικά, αναφέρω το ρόλο του φεμινιστικού κινήματος στην αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και στην αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα καθώς και των οικολογικών οργανώσεων στην ποινική προστασία του περιβάλλοντος, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα του γαλλικού νόμου «Ασφάλεια και Ελευθερία», που ψηφίστηκε το 1981 μετά από έντονη κοινωνική ανησυχία σχετικά με θέματα καθημερινής βίας και ανασφάλειας και ο οποίος, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον επιστημονικό κόσμο λόγω των προσβολών που επέφερε σε κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα και δικαιώματα κατηγορουμένων και υπόπτων, δεν κατέστη δυνατόν να καταργηθεί μόλις οι σοσιαλιστές που είχαν δεσμευτεί ως αντιπολίτευση για την κατάργησή του ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας αλλά κρατήθηκε σε ισχύ προσωρινά. Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί ότι από το 1997 και μετά εκδόθηκαν τρεις νόμοι σχετικοί με την ασφάλεια, κατά πολύ αυστηρότεροί του, μεταξύ αυτών και ο νόμος για την «Εσωτερική ασφάλεια» της 12/2/2003, γνωστός ως νόμος Σαρκοζί (βλ. όσα αναλυτικά αναφέρει ο Θ.Παπαθεοδώρου, Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική, β΄έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σ.295επ.

[24] Για το ρόλο των ΜΜΕ στην παρουσίαση θεμάτων εγκληματικότητας και ποινικής δικαιοσύνης, βλ. αντί άλλων R.V.Ericson, “Mass media, crime, law, and justice”,στο The British Journal of Criminology, V.31, 3/1991, 219-249.

[25] Η.Δασκαλάκης, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα, 1985, σ.151.

[26] Ph.Robert, C.Faugeron, Les forces cachées de la justice, Le Centurion, Paris, 1980, σ.124.

[27] R.Cario, «Médias et insécurité: entre droit d’ informer et illusions sécuritaires, Recueil Dalloz, 2é2004, 75-80.

[28] Βλ. όσα διεξοδικά αναφέρει η Α.Τσήτσουρα, όπ.παραπ.,1988.

[29] Αναλυτικότερα στο Χ.Ζαραφωνίτου, Πρόληψη της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004.

[30] United Nations, The United Nations and the Crime Prevention, N.York, 1991, σ.28επ.

[31] Το ίδιο. Στις δραστηριότητες αυτές πρέπει να προστεθούν, επίσης, τα συνέδρια που πραγματοποιούνται από τον ΟΗΕ, τα οποία ξεκίνησαν το 1955 επαναλαμβανόμενα ανά πενταετία, και είναι αφιερωμένα στην πρόληψη της εγκληματικότητας (Στο ίδιο, σ.12επ.).

[32] Στ.Αλεξιάδης, Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σ.250επ. Βλ. επίσης, Ι.Φαρσεδάκης, Η κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και τα όριά της, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1991, σ.130επ.

[33] Ι.Φαρσεδάκης, όπ.παραπ., 1991, σ.132.

[34] Για τα είδη πρόληψης και τα κριτήρια ταξινόμησής τους, βλ. Κ.Δ.Σπινέλλη & Κ.Τσίνας, Συμβούλια πρόληψης της εγκληματικότητας και τοπικές κοινωνίες: Μια μορφή αποκεντρωμένης πρόληψης, Ποινικός Λόγος, 1/2002, 363-379.

[35] Χ.Ζαραφωνίτου, «Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: ποινικοποίηση των ‘αντικοινωνικοτήτων’ και της ‘αταξίας’», στο Ποινικός Λόγος, 4/2004, 2049-2059.

[36] M.Delmas-Marty, Πρότυπα και τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, (μτφρ. Χ. Ζαραφωνίτου), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, χ.χ., σ.255.

[37] Το ίδιο, σ.256.

[38] Χ.Ζαραφωνίτου, Ο φόβος του εγκλήματος, Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, Α.Σάκκουλας, Αθήνα, 2002.

[39] Χ.Ζαραφωνίτου, «Οι (ανα)παραστάσεις του κοινού για το εγκληματικό φαινόμενο», στο Αφιέρωμα στη Μνήμη Η.Δασκαλάκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 1991, 203-215.

[40] Α.Τσήτσουρα, «Η συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική», 1988, όπ.παραπ., σ.43. Και η προαναφερθείσα R (96) 8 Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης επισημαίνει ότι «το κοινό πρέπει να είναι ενημερωμένο σχετικά με τα προβλήματα της εγκληματικότητας. Ούτε η αντεγκληματική πολιτική ούτε το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης δεν θα είναι αποτελεσματικά δίχως μια θετική στάση του κοινού και δίχως την ενεργό συμμετοχή του», Conseil de lEurope, Politique criminelle et droit pénal dans une Europe en transformation, Strasbourg, 1999, σ.9.

[41] Γ.Νικολόπουλος, Κράτος, ποινική εξουσία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μια εγκληματολογική προσέγγιση, Κριτική, Αθήνα, 2002, σ.117.

[42]J.Q.Wilson & G.Keeling, ‘Broken windows’, The Atlantic Monthly, March 1982.

[43] Για μια κριτική περιγραφή του μοντέλου της μηδενικής ανοχής, βλ. και A.Crawford, Crime prevention and community safety. Politics, policies and practices, Longman, London & N.York, 1998.

[44] Φ.Τσαλίκογλου, Β.Αρτινοπούλου, Χ.Ζαραφωνίτου, Α.Μαντόγλου, Οι αναπαραστάσεις των αστυνομικών για το εγκληματικό φαινόμενο, αδημοσίευτη έρευνα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Αθήνα, 1994. Βλ. σχετική αναφορά στο Αστυνομική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 1994, 548-9.

[45] Χ.Ζαραφωνίτου, Α.Μαντόγλου, «Η κοινωνική αναπαράσταση του εγκλήματος και του εγκληματία», στο Ν.Ε.Κουράκης (Εκδ.Επιμ.), Αντεγκληματική πολιτική ΙΙ, Α.Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, 77-121.

[46] Το ίδιο, σ.78.

[47] Χ.Ζαραφωνίτου, «Η ποινικοθεραπευτική αντιμετώπιση ενός κοινωνικού προβλήματος», στο Ποινική Δικαιοσύνη, 10/2004, 1184-1189.