Η χρήση τεχνικών διαμεσολάβησης στην ομαδική θεραπεία, με στελέχη του ΚΕΘΕΑ*

 

Κλήμης Ναυρίδης

DOI: https://doi.org/10.57160/YKHT4799

*Το άρθρο παρουσιάστηκε στο συνέδριο της EFTC στην Κρήτη, Μάιος 2005

Το σχέδιο, η παρουσίαση στην ομάδα προσωπικών αντικειμένων, η δουλειά με φωτογραφίες (Vacheret et al., 2002) και το γενεόγραμμα, είναι μερικές από τις τεχνικές που χρησιμοποιούμε τα τελευταία χρόνια στα εκπαιδευτικά σεμινάρια δυναμικής της ομάδας με στελέχη του ΚΕΘΕΑ Τις ονομάζουμε τεχνικές διαμεσολάβησης, γιατί το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι, ότι από ψυχαναλυτική σκοπιά – καθώς δεν χρησιμοποιούνται μόνο υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης, ούτε καν μόνο ψυχοδυναμικά – βασίζονται στις ιδέες της διαμεσολάβησης (Kaës, 1983) και της μεταβατικότητας (Winnicott, 1971).

Οι τεχνικές διαμεσολάβησης αποτελούν τρόπον τινά τροποποιήσεις του ομαδικού αναλυτικού πλαισίου (Ναυρίδης, 2005). Εισάγοντας το στοιχείο της τριαδικότητας στο κλινικό περιβάλλον της ομάδας, είναι πολύ βοηθητικές σε ό,τι αφορά στις διαδικασίες συμβολοποίησης, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Συνακόλουθα, μπορεί να είναι απαραίτητες, όταν στην ομάδα υπάρχουν άτομα με σοβαρά ψυχολογικά ελλείμματα σ’ αυτό τον τομέα[1], άτομα δηλαδή που δεν διαθέτουν μια επαρκή ικανότητα να κάνουν συνειρμούς, να μεταβιβάζουν αυθόρμητα πάνω στον ομαδικό αναλυτή τα πρόσωπα των εσωτερικών τους ομάδων, ή να κατανοούν και να επεξεργάζονται εσωτερικά μια ψυχαναλυτική ερμηνεία.

Οι τεχνικές διαμεσολάβησης όμως μπορεί να είναι εξίσου χρήσιμες και σε πλαίσια, στα οποία ο στόχος δεν είναι ακραιφνώς θεραπευτικός, αλλά αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση και βιωματική κατάρτιση στη δυναμική της ομάδας. Γιατί με αυτές διευκολύνεται η φαντασιακή παραγωγή, καθώς φέρνουν στη σκηνή ένα πλούτο από εικόνες, που επιτρέπουν μια ταχύτερη εμβάθυνση στη διαπροσωπική επικοινωνία και στην ομαδική διεργασία.

Ο όρος τροποποίηση που χρησιμοποιούμε εδώ, έχει την έννοια, αφ’ ενός, ότι ο ομαδικός αναλυτής δεν βγαίνει από τον αναλυτικό του ρόλο, αλλά ότι τον ασκεί με διαφορετικό τρόπο. Δεν ερμηνεύει λ.χ., αλλά κυρίως εμπεριέχει, συγκρατεί και συνοδεύει. Αφετέρου, και η ομάδα δεν λειτουργεί ελευθερο-συνειρμικά με τον τρόπο που ισχύει στην ομαδική ανάλυση. Είναι περισσότερο καθοδηγούμενη και επικεντρώνεται κάθε φορά στην προσωπική εργασία που κάνει ένα συγκεκριμένο μέλος και στο αντικείμενο πάνω στο οποίο αυτό εργάζεται.

Η δυναμική της ομάδας επιτρέπει έτσι στους συμμετέχοντες να χρησιμοποιούν ασυνείδητα ο ένας τον άλλο, μέσα από ποικίλες προβολές και μετατοπίσεις των επιθυμιών και των αμυνών τους και να μιλούν εκείνοι στη θέση των άλλων ή να αφήνουν τους άλλους να το κάνουν για λογαριασμό τους.

Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως λ.χ. στη δουλειά με σχέδια και ζωγραφιές ή με γενεογράμματα, συνήθως, όπως θα πούμε στη συνέχεια, απαιτούνται και αλλαγές στη διάταξη (dispositif), δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η ομάδα μέσα στο χώρο.

Θα παρουσιάσουμε εδώ συνοπτικά τρία από αυτά τα πλαίσια: τα προσωπικά αντικείμενα, τη δουλειά πάνω σε φωτογραφίες και τα σχέδια – ζωγραφιές.

(α) Τα προσωπικά αντικείμενα

Καλούμε τους συμμετέχοντες να επιλέξουν κάτι, από αυτά που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή μέσα στην τσάντα τους, στις τσέπες, ή επάνω τους και να το παρουσιάσουν στην ομάδα, προσθέτοντας οτιδήποτε μπορεί να τους έρχεται στο μυαλό με αφορμή το συγκεκριμένο αντικείμενο. Η διάταξη των καθισμάτων σε κύκλο παραμένει ως έχει και η οδηγία είναι, ότι όταν κάποιος μιλάει, όλοι οι υπόλοιποι ακούμε προσεκτικά, χωρίς να κάνουμε διευκρινιστικές ερωτήσεις ή άλλου είδους σχόλια.

Τα διάφορα μικρο-αντικείμενα που εμφανίζονται τότε στα χέρια των μελών της ομάδας, ένα κομπολόι, ένα ζευγάρι γάντια, ένα πορτοφόλι, ένα μπρελόκ, μια λακ για τα μαλλιά, ένα κινητό κ.α., ξαφνικά είναι σα να ζωντανεύουν και να αναλαμβάνουν εκείνα να μιλήσουν, εκπροσωπώντας τους κατόχους τους, το καθένα γι’ αυτόν που το παρουσιάζει, και όλα μαζί για την ομάδα.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της άσκησης είναι ότι, κατά το διάστημα που πραγματοποιείται, οι συμμετέχοντες δεν αλληλεπιδρούν μεγαλοφώνως αναμεταξύ τους. Χαμηλόφωνα όμως, από μέσα του, ο καθένας απ’ αυτούς κάνει το προσωπικό εσωτερικό του ταξίδι, διαμέσου των εικόνων που βλέπει να ξετυλίγονται στις αφηγήσεις των άλλων. Ακούγονται φράσεις όπως αυτές: «Το δακτυλίδι μου με ζεσταίνει». «Είναι το δικό μου κλειδί». «Ένα ρολόι που με πηγαίνει πίσω». Ούτε ο εμψυχωτής, όταν δίνει αυτή την άσκηση, σχολιάζει επιτόπου οτιδήποτε. Το αφήνει απλώς να αιωρείται μέσα στη σκέψη του, για να αναφερθεί ενδεχομένως σ’ αυτό, σε κάποια επόμενη συνεδρία, συνδέοντάς το με κάτι άλλο.

Η υλικότητα των διαμεσολαβητικών αντικειμένων είναι πολύ ευεργετική και βοηθητική για τους συμμετέχοντες. Δεν περιορίζονται μόνο στο να εξασφαλίζουν για το υποκείμενο και τους υπόλοιπους παρόντες έναν ενδιάμεσο χώρο, κάτι που θα αρκούσε και μόνη της η ομιλία για να το κάνει. Αλλά με το στοιχείο του χειροπιαστού που αυτά κυριολεκτικά διαθέτουν, ή του εν πάση περιπτώσει αντιληπτού δια των αισθήσεων, έχουν ακριβώς την ιδιότητα, ως μη-Εγώ αντικείμενα, ζωντανά και νεκρά ταυτόχρονα, που ξεχωρίζουν αλλά και δεν αντιδρούν, να προσφέρουν μια αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας. Χάρη σ’ αυτό, τα προσωπικά αντικείμενα μπορούν δυνητικά να χρησιμεύσουν και ως μεταβατικά αντικείμενα (Winnicott, op. cit.), αντικείμενα στήριξης για μια ολόκληρη εσωτερική, ψυχική και δια-ψυχική διεργασία, που γίνεται κατά την ώρα της παρουσίασής τους στην ομάδα.

Άλλωστε, όπως είχε πει κάποτε ο Pichon-Rivière[2], το να μαθαίνεις είναι και μια διαδικασία εργαλειακής, δηλαδή χρηστικής, ιδιοποίησης της πραγματικότητας: για να αλλάζεις εσύ ο ίδιος, αλλά και για να την αλλάζεις. Η ιδιοποίηση εν προκειμένω ισοδυναμεί με το να παίρνεις το αντικείμενο και να το εσωτερικεύεις, συνδεόμενος μ’ αυτό με ένα δεσμό, που επιτρέπει τη συγκινησιακή ανταλλαγή με τους άλλους, μέσω της συγκίνησης που το αντικείμενο που μοιράζεσαι προκαλεί σε κάθε μέλος της ομάδας.

Τα προσωπικά αντικείμενα μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά γι’ αυτούς που τα επιλέγουν, σίγουρα όμως έχουν σημασίες, οι οποίες δεν είναι ποσοτικές, ούτε ποσοτικοποιούνται. Εξάλλου, πάνω σ’ αυτές οι κάτοχοι δεν δύνανται να έχουν και κανενός είδους έλεγχο. Από κάτοχοι, γίνονται κατεχόμενοι.

Ευρισκόμενες εξ ορισμού υπό την αιγίδα του ασυνείδητου και της παραγνώρισης, οι σημασίες των πραγμάτων έχουν πάντα την ιδιότητα να μας αιφνιδιάζουν. Γι’ αυτό και μέσα στις ομάδες, τα αντικείμενα είναι αυτά που…μας διαλέγουν να τα μιλήσουμε και όχι εμείς εκείνα.

Κάθε αντικείμενο, είναι και μια ρωγμή, μέσα από την οποία βλέπεις κάτι από τον άλλο και κάτι από την ομάδα. Για την ακρίβεια, αυτό το κάτι που βλέπεις από τον άλλο, έχει να κάνει και με τη σχέση που εκείνη την ώρα ο ίδιος έχει με την ομάδα. «Όλα αυτά τα αντικείμενα – είχε πει μια συμμετέχουσα – θα μπορούσε να βρίσκονται μέσα στην ίδια τσάντα». Και βέβαια εδώ, αν τα αντικείμενα είναι οι μετωνυμίες των μελών, η τσάντα δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια μεταφορά της ομάδας.

 

(β) Οι φωτογραφίες

Πρόκειται για ένα πλαίσιο ομαδικής εργασίας που βασίζεται στην ιδέα των προβλητικών δοκιμασιών. Οι φωτογραφίες (μαυρό-ασπρες) που χρησιμοποιούνται είναι από το υλικό της Φωτο-γλώσσας (Photolangage), μιας μεθόδου που δημιουργήθηκε το 1965 από ψυχολόγους και ψυχοκοινωνιολόγους της Lyon, οι οποίοι τότε δούλευαν με εφήβους (Babin, Béliste, Baptiste, 1972). Με τις φωτογραφίες, οι ίδιοι αρχικά αποσκοπούσαν, κατά τρόπο μάλλον εμπειρικό, να προσφέρουν ένα στήριγμα για την ομιλία, σε νέους που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να εκφράζονται και να μιλάνε στην ομάδα για προσωπικές τους εμπειρίες, ορισμένες από τις οποίες ήταν οδυνηρές.

Αργότερα η χρήση της Φωτο-γλώσσας επεκτάθηκε και στο χώρο της βιωματικής κατάρτισης ενηλίκων, με πληθυσμούς από διάφορες κοινωνικές ομάδες. Η Φωτο-γλώσσα δεν αποτελεί ένα κλειστό σύστημα αξιολόγησης, όπως τα διάφορα ψυχολογικά tests, επιτρέποντας τόσο την προσθήκη και άλλων φωτογραφιών όσο και το να μη χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά όλες.

Όπως και με την προηγούμενη άσκηση, έτσι και σ’ αυτήν, η κυκλική διάταξη των καθισμάτων παραμένει ως έχει. Ο εμψυχωτής, αφού τονίσει στην ομάδα τον προσωπικό χαρακτήρα της εργασίας που πρόκειται να γίνει, και ότι συνακόλουθα έχει σημασία να ακούνε προσεκτικά εκείνον που κάθε φορά θα μιλάει χωρίς σχόλια ούτε κανενός άλλου είδους παρεμβάσεις, απλώνει στο κέντρο του κύκλου, εντελώς άτακτα, ένα σύνολο από φωτογραφίες.

Ο αριθμός των φωτογραφιών, για μια ομάδα 10-12 ατόμων, είναι περίπου 35- 40 και τα θέματά τους ποικίλουν4. Σε άλλες υπάρχουν άνθρωποι, μόνοι ή μαζί με άλλους, σε διάφορες καταστάσεις της καθημερινότητας, σε άλλες όχι. Οι ανθρώπινες φιγούρες είναι κάθε ηλικίας και με διαφορετικές συναισθηματικές εκφράσεις. Σε μερικές, το θέμα είναι διφορούμενο ή αινιγματικό. Σε μια λ.χ., δεν είναι σαφές, αν πρόκειται για σύννεφα ή για χιονισμένο τοπίο, και σε μια άλλη, αν αυτό που απεικονίζεται είναι η πρόσοψη ενός μεγάλου συγκροτήματος κατοικιών ή κάτι άλλο.

Σ’ ένα πρώτο χρόνο, οι συμμετέχοντες καλούνται, χωρίς να μιλάνε, να περιεργαστούν αυτές τις φωτογραφίες και να διαλέξουν ο καθένας από μία ή δυο το πολύ. Στη συνέχεια, αφού τις πάρουν στα χέρια τους και τις κοιτάξουν προσεκτικά, να πάρουν το λόγο, όταν αισθανθούν έτοιμοι, και να πουν τι βλέπουν ή ό,τι άλλο σκέφτονται με αφετηρία τη φωτογραφία ή τις φωτογραφίες που επέλεξαν. Σε ό,τι αφορά τη στάση του ομαδικού αναλυτή στο πλαίσιο αυτής της άσκησης, ισχύουν όσα ειπώθηκαν και προηγουμένως.

Καθόλου σπάνια, η ίδια η διαδικασία της επιλογής των φωτογραφιών από τους συμμετέχοντες, σε επίπεδο καθαρά πραγματολογικό, μπορεί να αναδείξει μικρο-γεγονότα και καταστάσεις εξαιρετικής σημασίας, τόσο αναφορικά με συγκεκριμένα μέλη όσο και σχετικά με τη δυναμική της ομάδας. Είναι οι περιπτώσεις, όπου κάποιος λ.χ. μπορεί να πει, ότι άλλη φωτογραφία ήθελε να πάρει και άλλη τελικά πήρε, ή ότι κάποιος άλλος πρόλαβε και πήρε τη φωτογραφία που διάλεξε.

Κυρίως όμως έχει ενδιαφέρον όλο αυτό που προκύπτει από τις αφηγήσεις. Από ουδέτερες και απρόσωπες που ήταν αρχικά, απεικονίζοντας άγνωστους ανθρώπους, σε περιβάλλοντα εντελώς ξένα, στα χέρια των συμμετεχόντων, οι φωτογραφίες ξαφνικά μεταμορφώνονται και γίνονται σχεδόν οικείες. Κάτι σαν αναμνηστικές φωτογραφίες, με αναμνήσεις όμως και από το παρόν. Μεταφέροντας δηλαδή μέσα στην ομάδα κομμάτια από την εσωτερική ζωή και το παιδικό πολλές φορές παρελθόν ενός εκάστου, ταυτόχρονα είναι σα να «φωτογραφίζουν» κι αυτή την ίδια, σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο, που δε φαίνεται «δια γυμνού οφθαλμού».

Κατά την Claudine Vacheret (Vacheret et. al., op.cit.), το αντικείμενο-φωτογραφία αναλαμβάνει ένα σημαντικότατο έργο. Διαμεσολαβεί και μετασχηματίζει το φαντασιακό, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της απαρτιωτικής του λειτουργίας, της ικανότητάς του, με άλλα λόγια, να αφομοιώνει καινούρια στοιχεία. Χάρη σ’ αυτή τη διαμεσολάβηση, το ασυνείδητο μπορεί να γίνει συνειδητό.

«Το διαμεσολαβητικό αντικείμενο – όπως η ίδια λέει – χρησιμεύει ως βάση, ως στήριγμα: αντέχει τις προβολές και υποστηρίζει τις παραγωγές. Ανέχεται τις αντιφάσεις. Δεν είναι ούτε εγώ ούτε ο άλλος, αλλά στηρίζει και τα δύο. Είναι το τρίτο, ένα διάμεσο (inter-medium), ανάμεσα στον άλλο και στο εγώ. Βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πόλους, ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο, στο μέσα και στο έξω. Ανάμεσα σε μια πλευρά του, που εγγράφεται μέσα στην πραγματικότητα και την υλικότητα, και είναι ορατή, απτή και χειραγωγήσιμη, και στην αναπαραστατική πλευρά του, που αποτελεί μεταφορά μιας άλλης πραγματικότητας. (…) Η φωτογραφική εικόνα – γράφει πιο κάτω – γίνεται αντιληπτή με διάφορους τρόπους και μέσα από ποικίλα σενάρια. Από τις δυο αυτές όψεις του που συνυπάρχουν, την υλικότητα και την αναπαραστατικότητα, γεννιέται η συμβολικότητα του αντικειμένου, ως συμβιβασμός και συνθηκολόγηση μεταξύ της υλικότητας και της αναπαραστατικότητας. (Vacheret et al., op.cit., σελ. 12).

(γ) Τα σχέδια-ζωγραφιές

Η διαδικασία περιλαμβάνει δυο φάσεις. Η πρώτη φάση αντιστοιχεί στην κατασκευή του υλικού από την ομάδα και είναι μη λεκτική. Διαρκεί συνήθως γύρω στα 30 λεπτά. Η δεύτερη φάση, καλύπτει την εργασία που γίνεται στη συνέχεια με βάση αυτό το υλικό, και είναι χρονοβόρα. Σε μια ομάδα 12 ατόμων, απαιτούνται συνήθως γι’ αυτή τη φάση τέσσερις τουλάχιστον συνεδρίες των 90 λεπτών.

Η οδηγία για την πρώτη φάση είναι η εξής: Καλούμε τους συμμετέχοντες να πάρει ο καθένας από ένα φύλλο χαρτί και «να παρουσιάσει πάνω σ’ αυτό, με μια ζωγραφιά ή με ένα σχέδιο, κάτι από τον εαυτό του» ή «κάτι που να εκφράζει αυτό που αισθάνεται εκείνη τη στιγμή μέσα στην ομάδα». Μπορεί να χρησιμοποιήσει μολύβια, μαρκαδόρους, κηρο-μπογιές, ή δακτυλο-μπογιές διαφόρων χρωμάτων, με οποιοδήποτε τρόπο θέλει. Τονίζουμε επίσης στην ομάδα τον αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα αυτής της δουλειάς και ότι είναι σημαντικό να συγκεντρωθεί ο καθένας σ’ αυτό που κάνει, χωρίς να παρακολουθεί τους άλλους και χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Ορίζουμε τέλος κατά προσέγγιση τη διάρκεια της άσκησης, και προσθέτουμε ότι, όταν κάποιος τελειώνει, θα πρέπει να κολλάει το χαρτί του στον τοίχο με σελοτέιπ, αφού πρώτα γράψει επάνω το όνομά του.

Το πλαίσιο διεξαγωγής αυτής της φάσης, με τους συμμετέχοντες καθισμένους σταυροπόδι στο πάτωμα να ζωγραφίζουν «σα μικρά παιδιά», προκαλεί παλινδρόμηση και μια ισχυρή διέγερση του ομαδικού φαντασιακού. Αυτή η διέγερση όμως προκαλεί και αντιστάσεις, οι οποίες συνήθως εκφράζονται μέσα από τη στερεοτυπία και τη συνακόλουθη «κλειστότητα» ορισμένων σχεδίων. Είναι σαν οι κατασκευαστές τους να μην επιθυμούν να «διαβαστεί» το προϊόν τους από την ομάδα.

Από το άλλο μέρος, δεν πρόκειται απλά για την κατασκευή ενός αντικειμένου –της ζωγραφιάς– που προορίζεται για κάτι που θα ακολουθήσει. Η ίδια η κατασκευή του αντικειμένου, ως δημιουργία, ως διαδικασία δηλαδή, κατά την οποία, το υποκείμενο, χρησιμοποιώντας τα χέρια του, επεμβαίνει πάνω στο χαρτί και το αλλάζει, το μουτζουρώνει, του βάζει χρώματα, γραμμές, λέξεις, αντιστοιχεί από μόνη της σε μια εξαιρετικά σημαντική ψυχική διεργασία (Winnicott, 1969). Είναι ένα παιχνίδι.

Ο σύνδεσμος ανάμεσα στην περιοχή της διαμεσολάβησης και στο φαντασιακό συνιστά το συμβολικό χώρο. Αυτός ο σύνδεσμος είναι που επιδίδει στα πράγματα το νόημά τους. Στο παιχνίδι με την κουβαρίστρα (Freud, 1920), ο εγγονός του Freud μεταλλάσσει σε παρουσία την απουσία της μητέρας, με το να εκφράζει μια επώδυνη κατάσταση και με το να δρα πάνω σ’ αυτήν αναμορφωτικά. Μέσω αυτής της φαντασιακής στρατηγικής του παιγνιώδους, το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει αλλά και να επουλώσει την ενδοψυχική φαντασίωση. Το διαμεσολαβητικό αντικείμενο –η κουβαρίστρα εν προκειμένω– του επέτρεπε να διεργαστεί το ζήτημα της μεταμόρφωσης, της ενόρμησης, το ζήτημα της σύνδεσης και της αποσύνδεσης, το ζήτημα της μητρικής παρουσίας και της απουσίας και κατά συνέπεια, το ζήτημα της συμβολοποίησης του αντικειμένου, που από την άλλη, είναι και προϋπόθεση για να λειτουργήσει (να χρησιμοποιηθεί) ως παιχνίδι.

Τα σχέδια και οι ζωγραφιές της ομάδας, δεν είναι μόνο ότι εκπονήθηκαν από συγκεκριμένα μέλη της. Δεν αποτελούν μεμονωμένες και ατομικές παραγωγές. Ούτε είναι ανεξάρτητα από το ομαδικό παρόν. Είναι σε πλήρη σύνδεση με το παρόν, αλλά και με την παρουσία της ομάδας. Είναι δηλαδή της ομάδας και μεταφορικά, με την έννοια ότι της ανήκουν, ότι και η ίδια κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται μέσα τους, ότι αντανακλούν βιωμένες ομαδικότητες και ότι, εν μέρει τουλάχιστον, μπορεί και να της απευθύνονται, όπως επίσης μπορεί να απευθύνονται και στον αναλυτή.

Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης, ο εμψυχωτής δίνει στην ομάδα τις οδηγίες για τη συνέχεια. Με άλλα λόγια, παρουσιάζει τη διάταξη και το πλαίσιο, που όπως θα δούμε είναι διαφορετικά απ’ ό,τι για τις ασκήσεις πάνω στα προσωπικά αντικείμενα και στις φωτογραφίες.

Όταν ένα μέλος αποφασίζει να μιλήσει για τη ζωγραφιά του, ολόκληρη η ομάδα μετακινείται προς τα εκεί. Το μέλος που την παρουσιάζει τοποθετείται ακριβώς μπροστά, έχοντας την ομάδα πίσω του και τον ομαδικό αναλυτή στο πλάι του. Αρχικά μιλάει αυτός που την έφτιαξε. Περιγράφει τι βλέπει, τι σκεφτόταν όταν τη ζωγράφιζε, ή οτιδήποτε άλλο του έρχεται στο μυαλό εκείνη την ώρα, με αφορμή το χαρτί του. Στη συνέχεια, παίρνει το λόγο η ομάδα. Η οδηγία είναι να λέει ο καθένας αυτό που εκείνος βλέπει πάνω στο χαρτί, ή και ό,τι άλλο μπορεί να του θυμίζει, χωρίς όμως προσωπικά σχόλια, ούτε αξιολογήσεις. Έπειτα, ξαναπαίρνει το λόγο το υποκείμενο, για να πει τι του έκανε νόημα από αυτά που άκουσε από την ομάδα και τι το έκαναν να σκεφτεί.

Αν στο πρώτο μέρος, η παρεμβολή του αντικειμένου-ζωγραφιά έχει αναμφίβολα ένα μεταβατικό χαρακτήρα, σε προσωπικό καθαρά επίπεδο, με την έννοια ότι μέσω της υλικής κατασκευής του, το υποκείμενο δια-πραγματεύεται ψυχικά τη θέση του μέσα στην ομάδα, η ομιλιακή χρήση του ίδιου αντικειμένου από τους συμμετέχοντες, στο δεύτερο μέρος, όταν αυτό έχει πλέον γίνει θέμα, το εγγράφει και στο πεδίο μιας ενδο-ομαδικής, δια-προσωπικής και δια-ψυχικής δια-πραγμάτευσης. Το διαμεσολαβητικό αντικείμενο –η ζωγραφιά– γίνεται η αφορμή και το πρό-σχημα, για να μιλήσουν, αλλά και για να ακουστούν, σε μια άλλη γλώσσα, τόσο το μέλος που συμβαίνει να παρουσιάζει όσο και η υπόλοιπη ομάδα.

Δεν αντιμετωπίζονται όμως ισότιμα όλες οι ζωγραφιές από την ομάδα. Υπάρχουν δηλαδή ζωγραφιές που προκαλούν περισσότερους συνειρμούς από άλλες. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει, τόσο με την ίδια τη ζωγραφιά όσο και με τη σχέση που συνδέει την ομάδα με το συγκεκριμένο μέλος που την παρήγαγε.

Εκείνη που παρουσιάζει, λέει: «Ήθελα να κάνω ένα καράβι. Μετά έβαλα εμένα, εδώ, στο κατάστρωμα. Δίπλα μου, αυτοί οι άνθρωποι είναι η ομάδα και είναι γελαστοί. Όλοι μαζί ταξιδεύουμε. Δεν ξέρω για πού, αλλά ταξιδεύουμε. Αυτό που φαίνεται στη μέση, δεν ξέρω τι είναι. Στην αρχή ήθελα να φτιάξω ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έπειτα όμως σκέφτηκα: ένα δέντρο σ’ ένα καράβι; Και το χάλασα. Τώρα μου μοιάζει για έμβλημα ή για ξόανο. Είναι το έμβλημα του καραβιού της ομάδας».

«Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι, αλλά η θάλασσα ταραγμένη», λέει κάποιος.

Κι ένας άλλος: «Αυτό στη μέση, δε φαίνεται για χριστουγεννιάτικο δένδρο. Σαν ψαροκόκαλο είναι. Έχει αγκάθια και τσιμπάει».

«Εμένα πάλι δε μου φαίνεται πως είναι καράβι», λέει μια συμμετέχουσα. «Μάλλον εξέδρα είναι. Κάτι σαν σκηνή θεάτρου. Απ’ αυτές που στήνουν στα πανηγύρια. Και οι άνθρωποι δεν είναι χαρούμενοι. Κάνουν σα να είναι χαρούμενοι, και αυτό είναι που με τρομάζει. Κατά βάθος νομίζω πως είναι θλιμμένοι. Σα να κρύβουν κάτι πολύ τραγικό. Σαν κάποιος να έχει πεθάνει».

«Και αυτά από κάτω – συμπληρώνει κάποιος άλλος – δεν είναι κύματα. Άνθρωποι είναι, ανθρώπινα κεφάλια. Είναι το κοινό που τους παρακολουθεί».

«Η γυναικεία φιγούρα στο κέντρο δείχνει δυσανάλογα μεγάλη. Δεν ξέρω…εμένα μου φέρνει στο μυαλό το παραμύθι με τη χιονάτη και τους εφτά νάνου», προσθέτει ένα άλλο μέλος.

Είναι απίστευτα εύστοχα, ανατροφοδοτικά και γεμάτα φαντασία αυτά που μπορεί να ειπωθούν σ’ αυτή τη φάση, σε σχέση με τη ζωγραφιά  του ενός ή του άλλου. Πολλά βέβαια εξαρτώνται και από τη δουλειά που έχει προηγηθεί. Όσο καλύτερα δουλεμένη δηλαδή είναι μια ομάδα, τόσο πιο δημιουργικά και θεραπευτικά αποδίδει. Και τόσο λιγότερα θα έχει να κάνει ο θεραπευτής.

Η δική του στάση, από το άλλο μέρος, περιλαμβάνει τα εξής: Ως επί το πλείστον, οδηγεί την ομάδα, εγγυάται δια της παρουσίας του τη σταθερότητα του πλαισίου, συγκρατεί και εμπεριέχει. Μερικές φορές, μπορεί επίσης να παρεμβαίνει συνδέοντας κάτι με κάτι άλλο, θυμίζοντας κάτι σχετικό που ειπώθηκε ή έγινε σε προηγούμενη συνεδρία, επισημαίνοντας μια αντίφαση ή για να κάνει μια αναπλαισίωση στο εδώ-και-τώρα. Μπορεί ακόμη, όταν εξαντληθούν οι παρεμβάσεις της ομάδας, να σχολιάσει κι εκείνος κάτι που βλέπει στη ζωγραφιά, αν κρίνει ότι κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητο, παρόλο που έχει σημασία. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις από την πλευρά του θεραπευτή, έμμεσα, έχουν βεβαίως την έννοια ερμηνευτικών σχολίων. Όπως άλλωστε και πολλά από τα ελεύθερα σχόλια που κάνει η ομάδα σ’ αυτή τη φάση. Δεν αποτελούν όμως ερμηνείες με την ακριβή σημασία του όρου.

Δεν αναφέρονται δηλαδή ευθέως στην υποκείμενη ασυνείδητη φαντασίωση.

Αναφορικά λοιπόν με τη στάση του ομαδικού θεραπευτή, όπως παρατηρεί και η Claudine Vacheret, κατά την εφαρμογή των τεχνικών διαμεσολάβησης (Vacheret, 2002), «στο ομαδικό πλαίσιο, τα ζητήματα της μεταβίβασης και της ερμηνείας τίθενται διαφορετικά. Αν οι θεραπευτές απέχουν συνήθως από το να ερμηνεύουν, είναι γιατί γνωρίζουν, ότι όλες οι παρεμβάσεις που γίνονται σε επίπεδο δι-υποκειμενικών ανταλλαγών μέσα στην ομάδα έχουν ερμηνευτική αξία. Όταν ένας συμμετέχων ακούει τους άλλους να λένε αυτό που βλέπουν από το διαμεσολαβητικό αντικείμενο που ο ίδιος επέλεξε ή παρήγαγε, αυτομάτως βρίσκεται αντιμέτωπος με το δικό του φαντασιακό, το οποίο εκείνη τη στιγμή συντονίζεται ή δεν συντονίζεται με το φαντασιακό των άλλων» (σελ. 154).

Γενικά, ένα από τα παρελκόμενα πλεονεκτήματα των τεχνικών διαμεσολάβησης, είναι ότι προσφέρουν στο υποκείμενο την ευκαιρία να συναντήσει καινούρια ταυτοποιητικά πρότυπα, μέσα από τα νέα δεδομένα που φέρνει στην ομάδα η παρουσία των άλλων. Από τα πρόσωπα που «ανεβαίνουν στη σκηνή», από τα διάφορα σενάρια και τις εικόνες που εμφανίζονται μέσα στις ομαδικές συνειρμικές αλυσίδες (Kaës, 1985), το υποκείμενο κάθε φορά παίρνει, θα λέγαμε, αυτό που του αναλογεί, επανακτώντας έτσι κάτι από την προσωπική του ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και κάτι από τη δική του εσωτερική ψυχική ομαδικότητα.

[1] Όπως λ.χ. στις περιπτώσεις μεταιχμιακού (borderline) τύπου ψυχικής οργάνωσης.

[2] Η αναφορά είναι της Rosa Jaitin, από το κείμενό της Médiation ludique et pensée scénique, in Vacheret et al. (2002), σελ. 79.

4 Ο βασικός σχεδιασμός της Φωτο-γλώσσας περιλαμβάνει 48 επιφάνειες (planches).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Babin P., Béliste C., Baptiste A., 1972, Photolangage. Valeurs et discussion, Editions du Chalet, Lyon.

Freud S., 1920, Jenseits des Lustprinzips, γαλλ.μετάφρ. (1973), Au-delà du principe de plaisir, in Essais de psychanalyse, Ed. Payot, Paris.

Kaës R., 1983, La catégorie de l’intermédiaire et l’articulation psychosociale, Bulletin de Psychologie, XXXVI, 360, 587-593.

Kaës R., 1985 (novembre), La chaîne associative groupale, in René Kaës et collab., La Transmission Psychique Intergénérationnelle et Intragroupale. Aspects Pathologiques, Thérapeutiques et Créatifs, Rapport présenté au Ministère des Affaires Sociales et de la Solidarité Nationale, 233-284, Lyon.

Ναυρίδης Κ., 2005, Ψυχολογία των ομάδων. Κλινική Ψυχοδυναμική προσέγγιση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Vacheret C., et al., 2002, Pratiquer les médiations en groupes thérapeutiques, Ed. Dunod, Paris.

Winnicott D.W., 1969, The Use of an Object and Relating through Identifications, International Journal of Psycho-Analysis, 50. Αναδημοσιεύτηκε με μικρές παρεμβάσεις, ως ξεχωριστό κεφάλαιο, in Winnicott D.W., Playing and Reality.

Winnicott D.W., 1971, Playing and Reality, ελλην.μετάφρ. (1979), Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα.

[1] Όπως λ.χ. στις περιπτώσεις μεταιχμιακού (borderline) τύπου ψυχικής οργάνωσης.

[2] Η αναφορά είναι της Rosa Jaitin, από το κείμενό της Médiation ludique et pensée scénique, in Vacheret et al. (2002), σελ. 79.

4 Ο βασικός σχεδιασμός της Φωτο-γλώσσας περιλαμβάνει 48 επιφάνειες (planches).