Η ενδοοικογενειακή βία ως αιτιολογικός παράγοντας και συνέπεια της εξάρτησης

Μαρία Σμυρνάκη (1) & Μαρία Μουδάτσου (2)

 

(1) Ψυχολόγος, Υπότροφος Ι.Κ.Υ., Διδάκτωρ Επιστημών Αγωγής Πανεπιστημίου Κρήτης, Υπεύθυνη Ανοικτής Δομής Υποστήριξης ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ

Διεύθυνση: Απολλοδώρου 12, Άγιος Ιωάννης Κνωσού, Ηράκλειο Κρήτης, Τ. Κ. 71409, Τηλέφωνο: 6958 450389, 2811 102525, E-mail: marsmyrn@hotmail.com & smirnaki@kethea-ariadni.gr

(2) Κοινωνική Λειτουργός, Διδάκτωρ Επιστημών Υγείας, Ιατρική Πανεπιστημίου Κρήτης, Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχοθεραπείας, Εργαστήριο Διεπιστημονικής Προσέγγισης για τη Βελτίωση της Ποιότητας Ζωής, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ηρακλείου Κρήτης

Διεύθυνση: Τερψιχόρης 25, Άγιος Ιωάννης Κνωσού, Ηράκλειο Κρήτης, Τ. Κ. 71409, Τηλέφωνο: 6938980463, 2810213452 E-mail: moudatsoum@yahoo.gr

 

DOI: https://doi.org/10.57160/YIMI8158

 

Περίληψη

Η ενδοοικογενειακή βία (ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική) αποτελεί συνήθως επιβαρυντικό παράγοντα για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και προσαρμογή του ατόμου. Συμπεριλαμβάνεται συχνά στους αιτιολογικούς παράγοντες που μπορούν, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, να οδηγήσουν στην εξάρτηση, η οποία συνιστά άλλη μια μορφή βίας, στραμμένης προς τον εαυτό. Το εξαρτημένο άτομο, υπό τη βιολογική και ψυχολογική «επήρεια» της εξάρτησής του, συχνά συμπεριφέρεται βίαια προς τα μέλη της οικογένειάς του επηρεάζοντας αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική τους υγεία, με ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις στα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένας φαύλος κύκλος αναπαραγωγής της βίας με σημαντικές συνέπειες για το ίδιο το εξαρτημένο άτομο, τα μέλη της οικογένειάς του, την εργασία του, το φιλικό/κοινωνικό του περίγυρο και ευρύτερα την κοινωνία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, προκύπτει παράλληλα η ανάγκη για θεραπεία του εξαρτημένου και της οικογένειάς του και για πολυεπίπεδες προληπτικές παρεμβάσεις με στόχο την αντιμετώπιση και πρόληψη των κοινών γενεσιουργών αιτιών της βίας και της εξάρτησης. Κρίσιμος είναι ο ρόλος της κοινωνίας (ευρύτερης και τοπικής) στη διαμόρφωση ενός οργανωμένου σχεδίου για την άρση της υπάρχουσας κοινωνικής ανοχής γύρω τη βία και την εξάρτηση, καθώς και των επακόλουθων συνεπειών της. Για την αποτελεσματική/ολιστική αντιμετώπιση της βίας και της εξάρτησης θεωρούνται επιτακτικά τα ζητήματα της έγκαιρης διάγνωσής τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες, της άμεσης, συνεχούς, συστηματικής επικοινωνίας, διασύνδεσης, συνεργασίας μεταξύ των υπαρχουσών υπηρεσιών και του εμπλουτισμού τους μέσα από την ανάπτυξη νέων στα πεδία που προκύπτει η ανάγκη.

Λέξεις-κλειδιά: ενδοοικογενειακή βία, εξάρτηση, θεραπεία, πρόληψη.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ

Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους προς όλα τα μέλη της οικογένειας, ιδιαίτερα προς τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ενώ οι δράστες της είναι συνήθως άνδρες. Διακρίνεται στις ακόλουθες μορφές: α) ψυχολογική/συναισθηματική βία (βρισιές, προσβολές, απειλές, εκφοβισμός, ζηλοτυπία, απομόνωση, οικονομικός περιορισμός κ.ά.), β) σωματική βία (βίαιη απώθηση, χαστούκι, χτύπημα, επίθεση με αντικείμενο ή όπλο, απόπειρα ανθρωποκτονίας κ.ά.), και γ) σεξουαλική βία (εξαναγκασμός για σεξουαλική συνεύρεση, απειλές ή πιέσεις, παρενόχληση, βιασμός κ.ά.) (McGuigan & Pratt, 2001. Παπακωνσταντής, 2006. ΣΕΚΕ, 2011).

Όλες οι μορφές ενδοοικογενειακής βίας συνιστούν ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα παραπτωματικότητας, αποτελώντας μέρος της «αφανούς» κυρίως εγκληματικότητας, εφόσον συνήθως διαπράττονται στη σφαίρα του «ιδιωτικού χώρου» με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολο να επενεργήσει ο κοινωνικός έλεγχος. Μάλιστα, εντείνεται ακόμη περισσότερο όταν λαμβάνει χώρα σε κοινωνικό περιβάλλον με παραδοσιακές κοινωνικές και οικογενειακές δομές, όπου οι ρόλοι των δύο φύλων είναι κατανεμημένοι με βάση τα παραδοσιακά πρότυπα του άνδρα-αρχηγού της οικογένειας και της γυναίκας-υποταγμένης στην εξουσία του (Παπακωνσταντής, 2006).

Δεδομένου του ότι και στη σύγχρονη εποχή διατηρούνται χαρακτηριστικά της αυταρχικής, ανδροκρατούμενης οικογένειας, ακόμη και στις «πολιτισμένες χώρες», τα θύματα σπάνια καταγγέλλουν ή δημοσιοποιούν το έγκλημα. Οι γυναίκες που υφίστανται βία, συνήθως δεν καταγγέλλουν το γεγονός αυτό, έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση (δεν έχουν που να πάνε, νιώθουν αδύναμες να αντιδράσουν κ.ά.) ή νιώθοντας ενοχές ή έντονο φόβο για τις συνέπειες της καταγγελίας τους. Άλλοτε τους είναι οικεία τέτοια σχήματα σχέσης από την πατρική τους οικογένεια, οπότε δεν αντιδρούν, ενώ συχνά είναι συναισθηματικά εξαρτημένες από το σύντροφο/σύζυγό τους (Παπακωνσταντής, 2006. Kelly & Johnson, 2008).

Στην παροχή υπηρεσιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου, επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχολόγοι, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.ά.) και επαγγελματίες από το σύστημα αστυνόμευσης και απονομής δικαιοσύνης (αστυνομικοί, επιμελητές ανηλίκων, κ.ά.) εργάζονται με οικογένειες, ομάδες και μεμονωμένα άτομα επιδιώκοντας να βοηθήσουν τόσο θεραπευτικά, όσο και προληπτικά (ΣΕΚΕ, 2011). Από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, καθίσταται κρίσιμο να κατανοηθεί ότι: «Η ενδοοικογενειακή βία συνιστά έγκλημα και ως τέτοιο χρειάζεται να αντιμετωπίζεται» (Παπακωνσταντής, 2006).

Σχετικά με τα χαρακτηριστικά των δραστών ενδοοικογενειακής βίας, συνήθως είναι άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, με έντονο στρες, συχνά κάνουν χρήση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν οι ίδιοι υποστεί κακοποίηση στην πατρική τους οικογένεια ή υπήρξαν μάρτυρες της κακοποιητικής στάσης κάποιου γονέα προς τον άλλο (συνήθως του πατέρα). Οι γυναίκες που βιώνουν κακοποίηση υποφέρουν συχνά από μόνιμο στρες ή έχουν κατάθλιψη. Έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, υψηλότερη κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες, επιθετικότητα, αδιαφορία, παραμέληση ή υπερεμπλοκή με τα παιδιά τους. Πολλές φορές καταφεύγουν στη χρήση νόμιμων (αλκοόλ, συνταγογραφούμενα) ή παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών. Συνήθως δεν κατανοούν εύκολα ότι είναι θύματα και ότι έχουν δικαιώματα και δυνατότητες να βγουν από αυτή την κατάσταση (Levendosky et al., 2003. Mark & Bennett, 2009. Παπακωνσταντής, 2006).

Τα παιδιά μέσα από τη βία βιώνουν απόρριψη, η οποία σύμφωνα με τη Θεωρία Γονικής Αποδοχής-Απόρριψης του Rohner (1975), επηρεάζει την ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού (Rohner, Khaleque, & Cournoyer, 2005). Βάσει σχετικών ερευνών, τα παιδιά που έχουν βιώσει απόρριψη εκδηλώνουν περισσότερη επιθετικότητα, εκτιμούν πιο αρνητικά τον εαυτό τους και είναι πιο εξαρτημένα (Demetriou & Christodoulides, 2006).

Αναφορικά με την εξελικτική πορεία της βίαιης/επιθετικής συμπεριφοράς υπάρχουν οι εξής δύο μορφές: α) η πρώιμη έναρξη της βίαιης/επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία εκδηλώνεται από την προσχολική ηλικία, είναι πιο σοβαρή και συνήθως εξελίσσεται σε σοβαρή αντικοινωνική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή, και β) η όψιμη έναρξη της βίαιης/επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία εκδηλώνεται στα χρόνια της εφηβείας και συνήθως υποχωρεί με το πέρας αυτής (Frick, 2006).

Σύμφωνα με το Καταναγκαστικό Μοντέλο (Coercive Model) του Patterson (1982), η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε γονιό και παιδί επηρεάζει την εκδήλωση και εξέλιξη της επιθετικής συμπεριφοράς του παιδιού. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι οικογένειες των επιθετικών παιδιών χαρακτηρίζονται από σκληρή και ασυνεπή πειθαρχία. Οι αρνητικές γονικές πρακτικές ενισχύουν τις αντιδραστικές συμπεριφορές από πλευράς παιδιού. Κι ενώ ένα μέρος της ενίσχυσης είναι θετικό (προσοχή, γέλιο, επιδοκιμασία), το πιο σημαντικό μέρος της ενίσχυσης είναι αρνητικό συμβάλλοντας στην αποφυγή άσχημων συναισθημάτων. Έτσι, οι επιθετικές συμπεριφορές επιτρέπουν στο παιδί να «επιβιώσει» σε ένα δυσάρεστο συναισθηματικά οικογενειακό περιβάλλον. Οι αρνητικές, ωστόσο, αντιδράσεις των γονέων στην επιθετική συμπεριφορά του παιδιού, ενισχύουν την αντίδραση του παιδιού με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αναπαραγωγής των βίαιων/επιθετικών συμπεριφορών (Patterson, DeGarmo, & Knutson, 2000).

Μάλιστα, τα αποτελέσματα σχετικής μελέτης σε μαθητές 10-12 ετών με επιθετική συμπεριφορά έδειξαν ότι ακολουθούνται κυρίως αρνητικές πρακτικές από τους γονείς τους (φωνές, τιμωρίες, σωματική επιθετικότητα) (Σμυρνάκη, 2015). Οι αρνητικές πρακτικές κατ’ επέκταση προκαλούν αρνητικά συναισθήματα στα παιδιά (θλίψη, θυμό, ντροπή, φόβο, οργή, εκδίκηση κ.ά.), τα οποία προσπαθούν να εκδραματίζουν και να εκτονώσουν μέσα από τις βίαιες/επιθετικές τους συμπεριφορές (Kourkoutas, Hart, & Smyrnaki, 2012).

Βάσει συναφών ερευνητικών δεδομένων, πίσω από την επιθετική συμπεριφορά συνήθως υπάρχουν συναισθήματα λύπης, κατάθλιψης και φόβου σε συνδυασμό με συναισθήματα θυμού, οργής, εκδίκησης ή σύγκρουσης και αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντι στους σημαντικούς άλλους (γονείς, εκπαιδευτικούς κ.ά.), χαμηλές και προβληματικές αναπαραστάσεις για τον εαυτό και τους άλλους και μια ξεκάθαρη αδυναμία διαπραγμάτευσης διαπροσωπικών προβλημάτων και δυσκολιών με άλλους (Hubbard, McAuliffe, Morrow, & Romano, 2010. Kempes, Matthys, Vries, & Engeland, 2005).

Ανάμεσα στους παράγοντες που συνήθως συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών ενδοοικογενειακής βίας είναι: α) οι βιολογικές διαφορές των δύο φύλων και η αυξημένη ανδρική επιθετικότητα, β) η κοινωνικοποίηση με βάση τα στερεότυπα των διαφορών των δύο φύλων (άνδρας αρχηγός-γυναίκα υποταγμένη) και της ανάπτυξης της «κουλτούρας της βίας», γ) οι ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης του δράστη και η ένταξή του στο περιβάλλον του σε σχέση και με την κοινωνικοοικονομική του θέση (Παπακωνσταντής, 2006).

Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η βίαιη συμπεριφορά των παιδιών συχνά συνδέεται με εξάρτηση, ψυχοπαθολογία γονέων, σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση ή εγκατάλειψη παιδιού, νοσηρό κοινωνικό-ψυχολογικό κλίμα, ψυχικά τραύματα (πένθος, διαζύγιο, ψυχοπαθολογία, βία) κ.ά. (Kim & Kim, 2008. Σμυρνάκη, 2015).

Τα κακοποιημένα παιδιά υιοθετούν τέσσερις μηχανισμούς (υπερευαισθησία σε αρνητικά ερεθίσματα, λησμονιά θετικών ερεθισμάτων, εύκολα προσβάσιμο ρεπερτόριο επιθετικών συμπεριφορών, πεποίθηση ότι η επιθετικότητα συνιστά μια επιτυχημένη στρατηγική), με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να διαγνωστούν με επιθετική/αντικοινωνική συμπεριφορά (Garbarino, 2002). Ειδικότερα, η σωματική κακοποίηση θεωρείται ως ο πιο σταθερός παράγοντας πρόβλεψης της βίας των νέων (Maas, Herrenkohl, & Sousa, 2008), ενώ μελέτες γύρω από τη βία των νέων δείχνουν ότι το ποσοστό ψυχικού τραύματος που υπάρχει πίσω από αυτή κυμαίνεται από 70% έως 92% (Greenwald, 2002).

Τέλος, παρατηρείται η λεγόμενη διαγενεαλογική μεταφορά βίας. Το να έχει, δηλαδή, βιώσει κανείς βία στην πατρική του οικογένεια, είτε μεταξύ γονέων, είτε μεταξύ γονέα-παιδιού, αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να βιώσει εκ νέου ή να εκδηλώσει βία. Όταν υπάρχει βία από πατέρα σε μητέρα, το παιδί συνήθως ταυτίζεται με το γονέα του αντίστοιχου φύλου. Έτσι, το αγόρι συνήθως μαθαίνει μέσα από αυτό να συμπεριφέρεται βίαια στη σύντροφό του και το κορίτσι συνήθως μαθαίνει να ανέχεται τη βία από τον σύντροφό της. Το βίωμα της ενδοοικογενειακής βίας έχει ως αποτέλεσμα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, να αναπαράγεται από τα παιδιά που τη βιώνουν και έτσι να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αναπαραγωγής της βίας, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά (Bailey, Hill, Oesterle, & Hawkins, 2009. Kwong, Bartholomew, Henderson, & Trinke, 2003).

 

Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΩΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Η βίαιη/επιθετική συμπεριφορά τοποθετείται περισσότερο σε επίπεδο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, παρά σε ατομικό επίπεδο (Snyder, Reid, & Patterson, 2003). Βάσει αυτού, οι βίαιες/επιθετικές συμπεριφορές δεν θεωρούνται γραμμική εξέλιξη μιας ενδογενούς ατομικής δυσλειτουργίας, αλλά αποτέλεσμα αρνητικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν στα δύο βασικά πλαίσια αναφοράς του παιδιού, στην οικογένεια και στο σχολείο (Dishion & Patterson, 2006).

Η βίαιη/επιθετική συμπεριφορά λαμβάνει διάφορες μορφές ανάλογα με την ηλικία, το πλαίσιο εκδήλωσης, τα συνοδά συναισθήματα, τη σκοπιμότητα, ενώ εξελίσσεται με το χρόνο ανάλογα με τις συνθήκες αντιμετώπισής της από το περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο) (Furlong, Morrison, & Jimerson, 2004). Διαθέτει ένα εξελικτικό δυναμικό χαρακτήρα, ο οποίος επηρεάζεται σημαντικά από τις εξωγενείς επιρροές ή συνθήκες (Campbell, 2002).

Η βίαιη/επιθετική συμπεριφορά σχετίζεται άμεσα με τις οικογενειακές παραμέτρους (π.χ. με την ύπαρξη εντός της οικογένειας δυσλειτουργικών, προβληματικών, συγκρουσιακών προτύπων συνδιαλλαγής και αλληλεπίδρασης), με τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον (πρακτικές αντιμετώπισης), καθώς, επίσης, και με κοινωνικοπολιτισμικές παραμέτρους (π.χ. κουλτούρα ζωής, πρότυπα συμπεριφοράς κ.ά.) (Sameroff, 2000).

Οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, η αποκλίνουσα συμπεριφορά των γονέων, η απόρριψη ή υπερβολική πίεση προς αυτά καθιστούν τα παιδιά επιρρεπή στη βία. Τα παιδιά που έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής λειτουργικότητας, υψηλότερη επιθετικότητα και γενικότερα προβλήματα συμπεριφοράς, περισσότερο συγκρουσιακές σχέσεις με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους, υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, συγκριτικά με τα παιδιά που δεν έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία. Όσο πιο μικρή η ηλικία των παιδιών, τόσο πιο σοβαρές οι επιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας στην ψυχοκοινωνική τους λειτουργία και προσαρμογή (Alegre, 2011. Goldner & Scharf, 2013. Levendosky et al., 2003).

Αναμφισβήτητα η οικογένεια, ως πρωταρχικός παράγοντας κοινωνικοποίησης, επιδρά στη στάση και συμπεριφορά των αναπτυσσόμενων μελών της, με τη συνεχή αλληλεπίδραση, τα οικογενειακά πρότυπα και τις πρακτικές που ακολουθεί αποτελώντας βασικό παράγοντα κινδύνου. Γι’ αυτό και το ενδεχόμενο υιοθέτησης από τα παιδιά αρνητικών μορφών συμπεριφοράς είναι αυξημένο στις περιπτώσεις των δυσλειτουργικών οικογενειών, στις οποίες τα παιδιά είναι παραμελημένα, χωρίς όρια, όπου συνήθως δεν υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, σε ένα πλαίσιο που εμποδίζει τη συναισθηματική και κοινωνική ωρίμανση και ανάπτυξή τους (Πουλόπουλος, 2005).

Άλλωστε, η βίαιη/επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να πηγάζει από την ταύτισή του με το πρότυπο ενός επιθετικού γονέα, να χρησιμοποιείται για να κερδίσει κύρος ή εξουσία το παιδί πάνω στους άλλους, να εκφράζει τα συναισθήματα ανεπάρκειας, τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση, την αδυναμία του να διαχειριστεί έντονα συναισθήματα, να αποτελεί μια αντίδραση στη σχολική αποτυχία και τις δυσκολίες ψυχοκοινωνικής προσαρμογής, να εκφράζει μια οικογενειακή δυσλειτουργία κ.ά. (Kourkoutas, 2012).

Ειδικότερα, όσον αφορά στη σχέση μητέρας-παιδιού, έχει βρεθεί ότι η έλλειψη έκφρασης ζεστασιάς και αγάπης από τη μητέρα προς το παιδί συμβάλλει στην ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών στο παιδί. Η χρήση σωματικής τιμωρίας και η έλλειψη σταθερών ορίων έχει, επίσης, βρεθεί ότι συνδέονται με την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών (Alegre, 2011. Brigham, Bakken, & Rotatori, 2012).

Οι γονικές πρακτικές πειθαρχίας είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη βίαιη/επιθετική συμπεριφορά του παιδιού από τη βρεφική ηλικία στην παιδική ηλικία και μέχρι την εφηβεία (Patterson et al., 2000). Το οικογενειακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σκληρή ή ασυνεπή πειθαρχία, φτωχή γονική καθοδήγηση και αδυναμία στην επίλυση προβλημάτων συνδέεται στενά με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης και ανάπτυξης επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους του παιδιού (Snyder & Stoolmiller, 2002).

Ειδικότερα, οικογενειακοί στρεσογόνοι παράγοντες, όπως η ανεργία, τα οικονομικά προβλήματα, τα προβλήματα υγείας, η ενδοοικογενειακή βία, οι συζυγικές συγκρούσεις, η συγκρουσιακή σχέση/αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού, η εξάρτηση ή/και άλλες ψυχικές διαταραχές γονέων, επιδρούν αρνητικά στις γονικές πρακτικές ανατροφής και πειθαρχίας που ακολουθούν οι γονείς ως προς τα παιδιά τους. Οι αρνητικές γονικές πρακτικές πειθαρχίας επιβαρύνουν την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των παιδιών, ενώ συχνά συνδέονται με τη βίαιη/επιθετική συμπεριφορά τους (Bradford & Barber, 2008, Steeger & Dawn, 2013. Thompson & Trice-Black, 2012).

Σύμφωνα, εξάλλου, με τη Θεωρία της Γονικής Αποδοχής-Απόρριψης (Parental Acceptance-Rejection Theory/PARTheory) (Rohner, 1975), η ψυχολογική, συμπεριφορική και γνωστική προσαρμογή των παιδιών και η διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους επηρεάζεται από την αποδοχή ή απόρριψη που βιώνουν από τους γονείς τους ή άλλα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντός τους, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών (Rohner et al., 2005).

Ο όρος αποδοχή στη θεωρία του Rohner αναφέρεται στην αγάπη, τη στοργή, τη ζεστασιά, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον ή την υποστήριξη που οι γονείς μπορεί να αισθάνονται και να εκφράζουν προς τα παιδιά τους. Η αποδοχή εκφράζεται με δύο βασικούς τρόπους, σωματικά και λεκτικά. Οι σωματικές εκφράσεις της γονικής αποδοχής περιλαμβάνουν αγκαλιές, χάδια, φροντίδα, ενθαρρυντικές ματιές, φιλιά, χαμόγελα και άλλες τέτοιες ενδείξεις αποδοχής και υποστήριξης. Οι λεκτικές εκφράσεις της αποδοχής περιλαμβάνουν θαυμασμό, έπαινο και όμορφα λόγια προς, ή σχετικά με, το παιδί (Naz, 2011).

Ο όρος απόρριψη στη θεωρία του Rohner αναφέρεται στην απουσία ή τη σημαντική απόσυρση από τη ζεστασιά, τη στοργή, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον, την ασφάλεια, την υποστήριξη ή απλά την αγάπη από τους γονείς ή τα άλλα πρόσωπα φροντίδας των παιδιών και στην παρουσία μιας σειράς τάσεων που εκδηλώνονται διαμέσου τεσσάρων βασικών τρόπων: 1) ψυχρότητα και έλλειψη στοργής, 2) εχθρότητα και επιθετικότητα, 3) αδιαφορία και παραμέληση και 4) αδιαφοροποίητη απόρριψη (Naz, 2011).

Όταν οι γονείς δρουν με συναισθήματα εχθρότητας, θυμού, δυσαρέσκειας, η συμπεριφορά που διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα αυτών των συναισθημάτων ονομάζεται γενικά επιθετικότητα. Οι γονείς μπορεί να είναι σωματικά επιθετικοί με το να χτυπούν, να σπρώχνουν ή να πετούν πράγματα και λεκτικά επιθετικοί με το να είναι σαρκαστικοί, να διακωμωδούν, να καταριούνται, να φωνάζουν έντονα, να λένε απερίσκεπτα, ταπεινωτικά και δυσφημιστικά λόγια στο παιδί ή για το παιδί. Εκτός από το σωματικό και λεκτικό τρόπο που επικοινωνούνται τα συναισθήματα των γονέων, μπορεί να εκφράζονται και με ένα συμβολικό τρόπο μέσα από τη χρήση πολιτισμικά προσδιορισμένων χειρονομιών (Rohner et al., 2005).

Η Θεωρία της Αποδοχής-Απόρριψης του Rohner σχετίζεται σημαντικά με τη Θεωρία του Δεσμού ή της Προσκόλλησης του Bowlby (1969), όπου ο τύπος δεσμού/προσκόλλησης (ασφαλής ή ανασφαλής) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός για την ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού (Ainsworth & Bowlby, 1991). Η ασφαλής προσκόλληση λειτουργεί προστατευτικά στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και προσαρμογή του παιδιού, ενώ η ανασφαλής προσκόλληση λειτουργεί επιβαρυντικά τοποθετώντας τα παιδιά που τη βιώνουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο για ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, διαταραχές άγχους, επιθετική συμπεριφορά κ.ά. (Steinhauer, 1998. Warren, Huston, Egeland, & Sroufe, 1997).

 

Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ

Η εξάρτηση θα μπορούσε ευρύτερα να οριστεί ως μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, μια μορφή βίας στραμμένης προς τον εαυτό ή αλλιώς ως ένας τυραννικός καταναγκασμός που εξελικτικά και βαθμιαία μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση (Μάτσα, 2012).

Η χρόνια χρήση νόμιμων και παράνομων ουσιών αποτελεί ισχυρό παράγοντα πρόβλεψης για βίαιη συμπεριφορά προς τη/τον σύντροφο/σύζυγο. Η κατάχρηση ουσιών και η ενδοοικογενειακή βία έχουν μια τάση να συνυπάρχουν και όταν αυτό συμβαίνει, είναι πιο σοβαρό/έντονο το πρόβλημα της κατάχρησης ουσιών. Συχνά, η χρήση ουσιών και η βία συνυπάρχουν με ψυχικές διαταραχές, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την αντιμετώπισή τους. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά αναγκαία τη βελτίωση της επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στις δομές απεξάρτησης και ενδοοικογενειακής βίας (Mark & Bennett, 2009).

Η χρήση ουσιών (νόμιμων και παράνομων) και η ενδοοικογενειακή βία συνυπάρχουν σε ποσοστό 40%-92%. Η ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με προβλήματα πρώιμης έναρξης χρήσης νόμιμων και παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών. Επιπλέον, η χρήση ουσιών συνδέεται με την ένταση/δριμύτητα/σοβαρότητα της βίαιης συμπεριφοράς. Παρά τη συχνή συνύπαρξη των δύο αυτών προβλημάτων, η θεραπεία τους δυστυχώς γίνεται ξεχωριστά/αποσπασματικά, γεγονός που αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητά της (Easton, Swan, & Sinha, 2000).

Ειδικότερα, η κατάχρηση αλκοόλ αυξάνει τις πιθανότητες της σοβαρής σωματικής κακοποίησης της/του συντρόφου/συζύγου κατά 128% (Mark & Bennett, 2009). Μάλιστα, σύμφωνα με τη μελέτη του Leonard (2001), στο 25%-50% των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας υπήρξε προηγουμένως κατανάλωση αλκοόλ (Livingston, 2011).

Σύμφωνα με το μοντέλο του Collins (1983), η χρήση αλκοόλ και η βία διαμεσολαβούνται από γνωστικές και συμπεριφορικές αλλαγές, από το προσωπικό στυλ δύναμης και τις πεποιθήσεις γύρω από την επιθετικότητα. Οι ουσίες διαστρεβλώνουν την αντίληψη, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων με αποτέλεσμα να αυξάνουν την πιθανότητα ο χρήστης να εκλάβει λανθασμένα τη συμπεριφορά της/του συντρόφου και να ασκήσει βία (Mark & Bennett, 2009).

Μάλιστα, τόσο η χρήση ουσιών όσο και η βία, συχνά, αποτελούν εκδηλώσεις επιβολής της δύναμης των ανδρών έναντι των γυναικών, οι οποίες μάλιστα ενθαρρύνονται πολιτισμικά. Επιπρόσθετα, η χρήση ουσιών βαθμιαία οδηγεί στον έλεγχο της συμπεριφοράς της συζύγου διαμέσου του μηχανισμού του φόβου που προκαλεί (Mark & Bennett, 2009).

Σύμφωνα με μελέτες σε γυναίκες που κάνουν χρήση ουσιών, η συνύπαρξη της κακοποίησης από το σύντροφο/σύζυγο και της χρήσης ουσιών από τις ίδιες εμφανίζεται στο 38% έως 75%. Μάλιστα, οι γυναίκες που κάνουν χρήση ουσιών είναι πιο πιθανόν να κακοποιηθούν από τον σύντροφο/σύζυγό τους (Fowler, 2009).

Από τις γυναίκες που κάνουν απεξάρτηση, το 70% έχει υποστεί κακοποίηση από τον σύντροφο/σύζυγο τους. H κακοποίηση της συζύγου συνυπάρχει με την κακοποίηση των παιδιών σε ποσοστό 75%. Οι γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση από τον σύντροφο/σύζυγό τους είναι πιο πιθανόν να συνταγογραφηθούν και κατ’ επέκταση να εξαρτηθούν από τη χρήση ηρεμιστικών, διεγερτικών ή παυσίπονων φαρμάκων. Άλλωστε, η χρήση ουσιών από τις γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση (τραυματική θυματοποίηση), αποτελεί μια μορφή αυτό-θεραπείας του σωματικού και ψυχικού τραύματος που προκύπτει από τη βίαιη συμπεριφορά του συντρόφου/συζύγου τους (Fowler, 2009).

Ακόμη, το 30%-59% των εξαρτημένων γυναικών έχουν μετατραυματική διαταραχή στρες, που προέρχεται από τη σωματική ή σεξουαλική κακοποίησή τους κατά την παιδική τους ηλικία. Επιπλέον, σχετικές μελέτες επιβεβαιώνουν τη σύνδεση ανάμεσα στη χρήση ουσιών, τη μετατραυματική διαταραχή στρες και την ενδοοικογενειακή βία (Najavits, Sonn, Walsh, & Weiss, 2004).

Σύμφωνα με δεδομένα που προέκυψαν (Τμήμα Έρευνας ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ, Απρίλιος, 2019) από την ανάλυση 280 ερωτηματολογίων EuropASI (Ευρωπαϊκή Προσαρμογή Δείκτη Σοβαρότητας της Εξάρτησης) (Κοκκέβη και συν., 1994) σε εξαρτημένους από ναρκωτικά, με Μ.Ο. ηλικίας 33,5 έτη (από 18 έως 54 ετών), οι οποίοι έλαβαν υπηρεσίες θεραπείας από το 2011 έως το 2018 (άνδρες=91,1%, γυναίκες=8,9%), στην ερώτηση «Σε κακομεταχειρίστηκε κανείς (μητέρα, πατέρας, αδέλφια, ερωτικός σύντροφος/σύζυγος, παιδιά, άλλοι στενοί συγγενείς, στενοί φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι);», δόθηκαν οι ακόλουθες απαντήσεις: 1) Συναισθηματικά (με σκληρά λόγια) τις 30 τελευταίες ημέρες: το 69,5% απάντησε «Όχι», το 30% απάντησε «Ναι», 2) Συναισθηματικά (με σκληρά λόγια) σε όλη σου τη ζωή: το 20,4% απάντησε «Όχι», το 79,3% απάντησε «Ναι», 3) Σωματικά (προκαλώντας σου σωματικές βλάβες) τις 30 τελευταίες ημέρες: το 94,6% απάντησε «Όχι», το 5,4% απάντησε «Ναι», 4) Σωματικά (προκαλώντας σου σωματικές βλάβες) σε όλη σου τη ζωή: το 58,9% απάντησε «Όχι», το 40,4% απάντησε «Ναι», 5) Σεξουαλικά (σεξουαλικές προτάσεις ή εξαναγκασμό σε σεξουαλικές πράξεις) τις 30 τελευταίες ημέρες: το 98,2% απάντησε «Όχι», το 1,8% απάντησε «Ναι», 6) Σεξουαλικά (σεξουαλικές προτάσεις ή εξαναγκασμό σε σεξουαλικές πράξεις) σε όλη σου τη ζωή: το 90,7% απάντησε «Όχι», το 8,6% απάντησε «Ναι».

Μάλιστα, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι τα στοιχεία αυτά προέκυψαν από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου EuropASI, το οποίο συμπληρώθηκε στην αρχή της θεραπείας των εξαρτημένων από ναρκωτικά που ζήτησαν θεραπευτική βοήθεια από το

ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο χορηγείται στην αρχή της θεραπείας και έπειτα επαναλαμβάνεται στους 12 και στους 24 μήνες θεραπείας. Επομένως, δεδομένου ότι οι άνθρωποι δύσκολα αποκαλύπτουν πληροφορίες για τον εαυτό τους σχετικά με την κακοποίηση, ιδιαίτερα όταν δεν έχουν διαμορφώσει ακόμα σχέση ασφάλειας και εμπιστοσύνης με τον σύμβουλο, τον θεραπευτή ή την ομάδα τους, εκτιμούμε ότι τα παραπάνω ποσοστά, στην πραγματικότητα, είναι ακόμη μεγαλύτερα.

Η σχέση ανάμεσα στην ενδοοικογενειακή βία και την εξάρτηση επιβεβαιώνεται και μέσα από τις μαρτυρίες, γραπτές ή προφορικές, των ίδιων των εξαρτημένων κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη γραπτή μαρτυρία ενός εξαρτημένου από τον τζόγο κατά τη διάρκεια της θεραπείας του σχετικά με τη βία που είχε υποστεί από τη μητέρα του στην παιδική και εφηβική του ηλικία, τον τρόπο που ο ίδιος τη βίωνε και τον τρόπο που συνδέεται με την εξάρτησή του: «Η κακοποιητική συμπεριφορά της μητέρας μου όλα τα χρόνια, μου άφησε μεγάλη πίκρα, πόνο, θλίψη, στεναχώρια, θυμό, απογοήτευση και όλα τα άσχημα συναισθήματα που περνάει κανείς σε τέτοιες καταστάσεις, τα ίδια συναισθήματα που περνάει κάποιος που είναι και μέσα στον τζόγο. Από μικρός ήθελα να μεγαλώσω για να μπορέσω να σταματήσω αυτή την κατάσταση. Με το να παίζω ξεχνιόμουν από τα προβλήματά μου. Ήθελα να μεγαλώσω για να γίνω κάποιος που να χαίρεται για μένα και τελικά μεγάλωσα και συνέχισα να βιώνω τα ίδια συναισθήματα απ’ τα λάθη και το κακό που έκανα τώρα πια εγώ στον εαυτό μου μέσα από τον τζόγο. Ίδιος πόνος, ίδια απογοήτευση».

Από την παραπάνω μαρτυρία φαίνεται ότι η ενασχόληση του συγκεκριμένου ατόμου με τον τζόγο αποτελούσε μια προσπάθεια εκ μέρους του προκειμένου να «αποδράσει» από όλα τα δυσάρεστα συναισθήματα που του είχε προκαλέσει η επαναλαμβανόμενη κακοποιητική/τραυματική στάση της μητέρας του απέναντί του. Ωστόσο, η προσπάθεια διαφυγής του μέσα από τον τζόγο, αντί να τον βοηθήσει να ξεφύγει από όλα τα επώδυνα συναισθήματα, είχε ως αποτέλεσμα να τα προκαλεί πια ο ίδιος στον εαυτό του, κάτι που τον έκανε βαθύτερα να επαναβιώνει τα συναισθήματα αυτά, από τα οποία επιθυμούσε να «δραπετεύσει». Από τον ρόλο του «θύματος» που κάποτε βίωνε στη σχέση του με τη μητέρα του, μέσα από την ενασχόλησή του με τον τζόγο κατέληξε να είναι πλέον ο ίδιος τόσο το «θύμα» όσο και ο «θύτης» στη σχέση του με τον εαυτό του.

 

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Κατά τη θεραπεία/απεξάρτηση, ο εξαρτημένος επεξεργάζεται τα επώδυνα/τραυματικά του βιώματα και μέσα από αυτή τη διεργασία γίνεται προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τον εαυτό του, τους άλλους και ευρύτερα τη ζωή. Μέσα από τη θεραπεία της οικογένειας, τα μέλη της οικογένειας εντοπίζουν και αναλαμβάνουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης σχετικά με την εκδήλωση και εξέλιξη του προβλήματος της εξάρτησης, βελτιώνοντας τη στάση τους προς το εξαρτημένο μέλος. Ευρύτερα, μέσα από τη θεραπεία, τη θέση της όποιας μορφής βίας αποκτά βαθμιαία ο σεβασμός, ως βασική παράμετρος και στάση που καλείται κάθε πλευρά να υιοθετήσει απέναντι στον εαυτό της και τον άλλο. Με τον τρόπο αυτό, τόσο η θεραπεία του εξαρτημένου ατόμου, όσο και η θεραπεία της οικογένειας συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην εξάλειψη της βίας και γενικότερα στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής όλων.

Βέβαια, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα αποτελεί το γεγονός ότι η ενδοοικογενειακή βία συνήθως αποκρύπτεται και από τους ειδικούς με αποτέλεσμα να εξελίσσεται (Mark & Bennett, 2009). Δυστυχώς, η αδυναμία των ειδικών να εκμαιεύσουν την ενδοοικογενειακή βία, συμβάλει στο να εκτεθούν η/ο σύντροφος/σύζυγος και τα παιδιά σε περαιτέρω κίνδυνο κακοποίησης με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με τις υπηρεσίες ψυχικής φροντίδας συχνά δεν αισθάνονται την απαραίτητη ασφάλεια και εμπιστοσύνη στη σχέση που κάνουν με το σύμβουλο, το θεραπευτή ή την ομάδα τους, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να καταθέσουν μια τόσο τραυματική/επώδυνη εμπειρία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε να διακόπτουν τη συμβουλευτική ή θεραπευτική προσπάθεια που κάνουν, είτε ναι μεν να την ολοκληρώνουν, αλλά όχι αποτελεσματικά.

Η έγκαιρη διάγνωση των δύο αυτών προβλημάτων (της βίας και της εξάρτησης) από τις αρμόδιες υπηρεσίες (προγράμματα απεξάρτησης, κέντρα γυναικών, υπηρεσίες ψυχικής υγείας ενηλίκων και ανηλίκων, σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, υπηρεσίες υγείας κ.ά.), η άμεση, συνεχής και συστηματική συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών και ο εμπλουτισμός τους μέσα από την ανάπτυξη νέων συνιστά αναγκαία προϋπόθεση και συνθήκη για την ολοκληρωμένη / αποτελεσματική / ολιστική θεραπευτική αντιμετώπισή τους (Fowler, 2009. ΣΕΚΕ, 2011).

Πέρα από την ευθύνη όλων των ειδικών που εμπλέκονται στα ζητήματα της εξάρτησης και της βίας, του ίδιου του ατόμου, της οικογένειας και του σχολείου, ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος της ευρύτερης κοινωνίας και κάθε τοπικής κοινότητας. Για το λόγο αυτό είναι κρίσιμο να διαμορφωθεί ένα οργανωμένο πολιτικό σχέδιο για την από κοινού αντιμετώπιση της βίας και της εξάρτησης με στόχο την άρση της υπάρχουσας κοινωνικής ανοχής –η οποία είναι έντονη τόσο στο ζήτημα της βίας όσο και της εξάρτησης– καθώς, επίσης, και των επακόλουθων συνεπειών της.

 

Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ

Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί γενικότερα ότι η πρόληψη της βίας ή/και της εξάρτησης είναι σε κάθε περίπτωση καλύτερη από την αντιμετώπισή τους. Αλλά και η αναγκαιότητα του έγκαιρου εντοπισμού και της αντίστοιχης παρέμβασης σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (όπως η κοινωνική απομόνωση, η απόρριψη, η ενδοοικογενειακή βία, ο ανεξέλεγκτος θυμός, η κακοποίηση, η παραμέληση, η απώλεια γονέα, το ιστορικό προβλημάτων πειθαρχίας, ο κοινωνικός ρατσισμός κ.ά.), οι οποίες αποτελούν ενδείξεις που συνήθως μας προειδοποιούν για σοβαρότερα προβλήματα (Βουκελάτου, 2009).

Ειδικότερα, στην εξάλειψη τόσο της βίας, όσο και της εξάρτησης, μπορούν να συμβάλλουν:

α) η εκπαίδευση, συμβουλευτική, θεραπεία παιδιών και εφήβων, β) η εκπαίδευση, συμβουλευτική, θεραπεία γονέων: έμφαση στη βαρύτητα δικού τους παραδείγματος διαχείρισης των συναισθημάτων τους, αναγνώριση προσωπικών τους δυσκολιών και αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας (ψυχολογικής/ψυχιατρικής), γ) η εκπαίδευση, συμβουλευτική, θεραπεία εκπαιδευτικών, δ) η εκπαίδευση όλων σε εναλλακτικούς/δημιουργικούς τρόπους έκφρασης και δράσης (τέχνη, σωματική άσκηση, συμμετοχή στα κοινά, εθελοντισμός, ανθρωπιστικό έργο κ.ά.) και ε) οι κοινωνικές/κοινοτικές παρεμβάσεις με διπλό στόχο, την εξάλειψη της βίας και της εξάρτησης.

Για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών/παρεμβάσεων πρόληψης είναι αναγκαίες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: να είναι σχεδιασμένες κεντρικά με πρωτοβουλία και ευθύνη της πολιτείας, να έχουν διάρκεια, να εξελίσσονται, να αξιολογούνται, να εμπνέουν, να εστιάζουν στους κοινούς γενεσιουργούς παράγοντες της βίας και της εξάρτησης, να απευθύνονται παράλληλα στις ομάδες υψηλού κινδύνου και σε ολόκληρο τον πληθυσμό, να αποβλέπουν στην επανεξέταση και αλλαγή στάσης ζωής των ατόμων, στην ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης, στη δημιουργία μιας στάσης ζωής με ενδιαφέροντα, αξίες και νόημα, να διαπνέονται από καινοτόμο, ριζοσπαστικό πνεύμα, να συνδέουν την ατομική με την κοινωνική παθολογία και την αντίστοιχη ευθύνη (Μάτσα, 2006). Μάλιστα, τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις χρειάζεται να είναι πολύμορφες, διεπιστημονικές, σαφείς και εύκαμπτες, να εστιάζουν σε συγκεκριμένους στόχους και συγχρόνως να ενδυναμώνουν τις γενικές δεξιότητες, συνδυάζοντας μια σειρά τεχνικών, μεθόδων και προγραμμάτων (Connor, 2002. Fraser, Kirby, & Smokowski, 2004).

Ειδικότερα, οι παρεμβάσεις πρόληψης προς τα παιδιά για να είναι αποτελεσματικές χρειάζεται να βασίζονται στην ανάλυση των συναισθηματικών αναγκών των παιδιών και των αντιλήψεών τους για τον εαυτό τους και τους άλλους, να είναι ολιστικές περιλαμβάνοντας μια σειρά συμβουλευτικών και ψυχοθεραπευτικών στρατηγικών, να παρέχουν καθοδήγηση και υποστήριξη στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Η κατανόηση της ψυχοσυναισθηματικής λειτουργίας των παιδιών και η συσχέτιση της εσωτερικής τους δυναμικής με την οικογενειακή δυναμική και το πλαίσιο λειτουργίας τους (οικογενειακό, σχολικό) φαίνεται να αποτελούν βασικές παραμέτρους κάθε παραγωγικής παρέμβασης (Kourkoutas et al., 2012).

Ειδικά τα πρώιμα σχολικά χρόνια, αποτελούν μια περίοδο πρόσφορη για παρεμβάσεις σχετικά με την πρόληψη της βίαιης/επιθετικής συμπεριφοράς και της εξάρτησης (Snyder et al., 2003). Το δημοτικό σχολείο παρεμβαίνοντας νωρίς στην αναπτυξιακή πορεία της διαταραχής συμπεριφοράς που ξεκινάει από την παιδική ηλικία, όταν οι συμπεριφορές φαίνονται να είναι πιο εύπλαστες, μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην πρόληψη της επερχόμενης σοβαρής αντικοινωνικής συμπεριφοράς (βίας, παραβατικότητας, εξάρτησης) του παιδιού και του εφήβου (Bock & Borders, 2012. Frick, 2006).

 

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο όρος «ψυχική ανθεκτικότητα» (resilience) αναφέρεται στη θετική προσαρμογή του ατόμου, παρά την ύπαρξη αντίξοων συνθηκών, παρά την έκθεση σε παράγοντες επικινδυνότητας (Luthar, 2006. Masten, 2007. Rutter, 2006). Πρόκειται για μια σχετικά καλή εξέλιξη του ατόμου, παρά τα αρνητικά βιώματα. Σχετίζεται με τις ικανότητες που του επιτρέπουν να αντιμετωπίσει διάφορους αγχογόνους παράγοντες και αρνητικές εμπειρίες, χωρίς να εκδηλώσει κάποια μορφή ψυχικής διαταραχής (Bowes & Arseneault, 2013).

Δεν αναφέρεται σε ένα σταθερό χαρακτηριστικό του ατόμου, αλλά σε μια δυναμική διαδικασία που μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος (Condly, 2006. Kolar, 2011). Και ενώ ένα άτομο μπορεί να αποδειχθεί ψυχικά ανθεκτικό σε μια περίοδο της ζωής του, ενδέχεται να αντιδράσει αρνητικά σε δύσκολες συνθήκες σε μια μεταγενέστερη περίοδο (Luthar, 2006).

Με την ανάπτυξης της ψυχικής ανθεκτικότητας συνδέονται οι ακόλουθοι τέσσερις βασικοί τομείς: α) η αίσθηση του «ανήκειν», β) η ικανότητα διαχείρισης συναισθημάτων, γ) οι δεξιότητες που συμβάλλουν στην επίλυση προβλημάτων, στη στοχοθέτηση και στο σχεδιασμό και δ) η θετική, αισιόδοξη στάση ζωής. Τα θεμέλια για τους τομείς αυτούς ανάπτυξης τίθενται σε μεγάλο βαθμό κατά την παιδική ηλικία, μέσα από τις αλληλεπιδράσεις του παιδιού με τα πρωταρχικά πλαίσια ζωής και δράσης του, την οικογένεια και το σχολείο (Hoffman, 2012).

Η οικογένεια διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην προαγωγή της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών, μέσα από το να έχουν οι γονείς καλές σχέσεις και επικοινωνία με τα παιδιά τους, να θέτουν όρια και κανόνες, να έχουν μια αισιόδοξη στάση ζωής και να είναι πρότυπα στο πώς διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και επιλύουν τα προβλήματά τους (Masten, 2014).

Ειδικότερα, έρευνες έχουν δείξει ότι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι η ύπαρξη μιας συναισθηματικά δυνατής σχέσης του παιδιού με ένα τουλάχιστον ενήλικα, ο οποίος να είναι επαρκής, συναισθηματικά διαθέσιμος και να νοιάζεται πραγματικά για το παιδί (Masten, 2007. Χατζηχρήστου, 2015).

Οι γονείς είναι οι πιο σημαντικοί αρωγοί στη δόμηση της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών τους. Μάλιστα, έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν το επίπεδο έκθεσης του παιδιού στις αντιξοότητες αμβλύνοντας τις συνέπειές τους (Masten, 2014). Αποτελούν τα πρώτα και σημαντικότερα πρότυπα προς μίμηση. Μπορούν να είναι θετικά πρότυπα, όταν οι ίδιοι είναι ψυχικά ανθεκτικοί (Χατζηχρήστου, 2015).

Επομένως, κατανοούμε ότι η απόκτηση ψυχικής ανθεκτικότητας δεν μπορεί παρά να αποτελεί κοινό ζητούμενο και προϋπόθεση, τόσο για την πρόληψη, όσο για τη θεραπεία. Γιατί τα ψυχικά ανθεκτικά άτομα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν με δημιουργικούς τρόπους τις δυσκολίες μετουσιώνοντας τα ψυχοσυναισθηματικά τους ελλείμματα, να συμπεριφέρονται με σεβασμό προς τον εαυτό τους και τους άλλους και γενικότερα να υιοθετούν μια στάση ζωής, η οποία προάγει την ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη οδηγώντας τους βαθμιαία και σταδιακά στην αυτοπραγμάτωσή τους.

 

Βιβλιογραφία

Ainsworth, M., & J. Bowlby (1991). An Ethological Approach to Personality Development. American Psychologist, 46, 333-341. doi:10.1037/0003-066X.46.4.333

Alegre, A. (2011). Parenting styles and children’s emotional intelligence: what do we know? The Family Journal: Counseling and Therapy for Couples and Families, 19, 56-62.  doi:10.1177%2F1066480710387486

Bailey, J., Hill, K., Oesterle, S., & Hawkins, D. (2009). Parenting practices and problem behavior across three generations: monitoring, harsh discipline and drug use in the intergenerational transmission of externalizing behavior. Developmental Psychology, 45, 1214-1226. doi:10.1037/a0016129

Bock, S., & Borders, C. (2012). Effective practices/interventions for students with emotional and behavioral disorders. Advances in Special Education, 23, 61-82. Retrieved from https://www.emeraldinsight.com/doi/abs/10.1108/S0270-4013(2012)0000023007

Βουκελάτου, Γ. (2009). Ενδοσχολική επιθετικότητα: ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου μέσα από μια μελέτη περίπτωσης μαθητή δημοτικού σχολείου. Τετράδια Ψυχιατρικής, 106, 92-98.

Bowes, L., & Arseneault, L. (2013). Ψυχική ανθεκτικότητα σε παιδιά και νέους-θύματα εκφοβισμού. Στο Η. Κουρκούτας, & Θ. Θάνος (Επιμ.), Σχολική βία και παραβατικότητα (σσ. 165-172). Αθήνα: Τόπος.

Bowlby, J. (1969). Attachment and loss. London: Hogarth Press.

Bradford, K., & Barber, B. (2008). When there is conflict: interparental conflict, parent-child conflict and youth problem behaviors. Journal of Family Issues, 29, 780-805. doi:10.1177%2F0192513X07308043

Brigham, F., Bakken, J., & Rotatori, A. (2012). Families and Students with Emotional and Behavioral Disorders. In J. Bakken, F. Obiakor, & A. Rotatori (Eds.), Behavioral disorders: Practice concerns and students with EBD (Advances in Special Education, Volume 23) (pp. 207-222). Bingley, UK: Emerald Group Publications.

Campbell, S. (2002). Behavior problems in preschool children: clinical and developmental issues. New York: The Guilford Press.

Condly, S. (2006). Resilience in children: a review of literature with implications for education. Urban Education, 41, 211-236. doi:10.1177%2F0042085906287902

Connor, D. (2002). Aggressive and antisocial behavior in children and adolescents. New York: Guilford Press.

Demetriou, L., & Christodoulides, P. (2006). Parental acceptance-rejection in the Cypriot family. A social psychological research on the PART/PARQ. The Cyprus Journal of Science and Technology, 5, 84-98. Retrieved from https://ktisis.cut.ac.cy/handle/10488/4973

Dishion, T., & Patterson, G. (2006). The development and ecology of antisocial behavior in children and adolescents. In D. Cicchetti, & J. Donald (Eds.), Developmental psychopathology: risk, disorder and adaptation (2nd ed.) (pp. 503-541). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc.

Easton, C., Swan, S., & Sinha, R. (2000). Motivation to change substance use among offenders of domestic violence. Journal of Substance Abuse Treatment, 19, 1-5. doi:10.1016/S0740-5472(99)00098-7

Fowler, D. (2009). Screening for co-occurring intimate partner abuse and substance abuse: challenges across service delivery systems. Journal of Social Work Practice in the Addictions, 9, 318-339. doi:10.1080/15332560903084390

Fraser, M., Kirby, L., & Smokowski, P. (2004). Risk and resilience in childhood. In M. Fraser (Ed.), Risk and Resilience in Childhood: an ecological perspective (pp. 13-66). Washington, DC: NAWS Press.

Frick, P. (2006). Developmental pathways to conduct disorder. Child and Adolescent Psychiatric Clinics of North America, 15, 311-331. doi:10.1016/j.chc.2005.11.003

Furlong, M., Morrison, G., & Jimerson, S. (2004). Externalizing behaviors of aggression and violence and the school context. In R. Rutherfoord, M. Quinn, & S. Mathur (Eds.), Handbook of research in emotional and behavioral disorders (pp. 262-281). New York: The Guilford Press.

Garbarino, J. (2002). Pathways from childhood trauma to adolescent violence and delinquency. In R. Greenwald (Ed.), Trauma and juvenile delinquency: theory, research and interventions (pp. xix-xxv). New York: The Haworth Press, Inc.

Goldner, L., & Scharf, M. (2013). Attachment security, personality and adjustment of elementary school children. The Journal of Genetic Psychology, 174, 479-493. doi:10.1080/00221325.2012.709201

Greenwald, R. (2002). The role of trauma in conduct disorder. In R. Greenwald (Ed.), Trauma and juvenile delinquency: theory, research and interventions (pp. 5-23). New York: The Haworth Press, Inc.

Hoffman, J. (2012). Kids can cope: parenting resilient children at home and at school. The Psychology Foundation of Canada.

Hubbard, J., McAuliffe, M., Morrow, M., & Romano, L. (2010). Reactive and Proactive Aggression in Childhood and Adolescence: Precursors, Outcomes, Processes, Experiences, and Measurement. Journal of Personality, 78, 95-118. doi:10.1111/j.1467-6494.2009.00610.x

Kelly, J., & Johnson, M. (2008). Differentiation among types of intimate partner violence: research update and implications for interventions. Family Court Review, 46, 476-499. doi:10.1111/j.1744-1617.2008.00215.x

Kempes, M., Matthys, W., Vries, H., & Engeland, H. (2005). Reactive and proactive aggression in children. A review of theory, findings and the relevance for child and adolescent psychiatry. European Children and Adolescence Psychiatry, 14, 11-19. doi:10.1007/s00787-005-0432

Kim, H., & Kim, K. (2008). The Impact of Family Violence, Family Functioning, and Parental Partner Dynamics on Korean Juvenile Delinquency. Child Psychiatry, 39, 439–453. doi:10.1007/s10578-008-0099-4

Κοκκέβη, Α., Hartgers, C., Blanken, P. Gozzi, G., Tempesta, E., & Uchtnhgen, A. (1994). EuropASI: Δείκτης Σοβαρότητας της Εξάρτησης. Ευρωπαϊκή Προσαρµογή της 5ης Έκδοσης του Αµερικανικού ASI (Mc Lellan, 1992).

Kolar, K. (2011). Resilience: revisiting the concept and its utility for social research. International Journal of Mental Health and Addiction, 9, 421-433. doi:10.1007/s11469-011-9329-2

Kourkoutas, E. (2012). Behavioral disorders in children: Ecosystemic psychodynamic interventions within family and school context. New York: Nova Science.

Kourkoutas, E., Hart, A., & Smyrnaki, M. (2012). Voices from children themselves: preliminary results of a qualitative study of aggressive behaviours within the school context. International Conference Proceedings, Human Rights and Violent Behaviour: the social and educational perspective (pp. 125-139). Nicosia: University of Cyprus.

Kwong, M., Bartholomew, K., Henderson, A., & Trinke, S. (2003). The intergenerational transmission of relationship violence. Journal of Family Psychology, 17, 288-301. doi:10.1037/0893-3200.17.3.288

Levendosky, A., Huth-Bocks, A., Shapiro, D., & Semel, M. (2003). The impact of domestic violence on the maternal-child relationship and preschool-age childrens’ functioning. Journal of Family Psychology, 17, 275-287. doi:10.1037/0893-3200.17.3.275

Livingston, M. (2011). A longitudinal analysis of alcohol outlet density and domestic violence. Addiction, 106, 919-925. doi:10.1111/j.1360-0443.2010.03333.x

Luthar, S. (2006). Resilience in development: a synthesis of research across five decades. In D. Cicchetti & D. Cohen (eds.), Developmental Psychopathology: Risk, disorder and adaptation (2nd ed., pp. 739-795). New York: Wiley.

Maas, C., Herrenkohl, T., & Sousa, C. (2008). Review of research on child maltreatment and violence in youth. Trauma, Violence and Abuse, 9, 56-67. doi:10.1177%2F1524838007311105

Mark, T. & Bennett, L. (2009). The co-occurrence of substance abuse and domestic violence: a comparison of dual-problem men in substance abuse treatment and in a court-ordered Batterer Program. Journal of Social Work Practice in the Addictions, 9, 299-317. doi:10.1080/15332560903084457

Masten, A. (2007). Resilience in developing systems: progress and promise as the fourth wave rises. Development and Psychopathology, 19, 921-930. doi:10.1017/S0954579407000442

Masten, A. (2014). Ordinary Magic. Resilience in Development. New York, NY: Guilford Press.

Μάτσα, Κ. (2006). Η ανάγκη για μια πολιτική πρόληψης από το αλκοόλ και τις άλλες ουσίες. Τετράδια Ψυχιατρικής, 93, 61-66.

Μάτσα, Κ. (2012). Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη. Αθήνα: Άγρα.

McGuigan, W., & Pratt, C. (2001). The predictive impact of domestic violence on three types of child maltreatment. Child Abuse and Neglect, 25, 869-883. doi:10.1016/S0145-2134(01)00244-7

Najavits, L., Sonn, J., Walsh, M., & Weiss, R. (2004). Domestic violence in women with PTSD and substance abuse. Addictive Behaviors, 29, 707-715. doi:10.1016/j.addbeh.2004.01.003

Naz, F. (2011). Parental Acceptance-Rejection and Childhood Abuse in Adolescents with Somatoform Disorders. Pakistan: University of Punzab.

Παπακωνσταντής, Γ. (2006). Στοιχεία εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής. Αθήνα: Σάκκουλας.

Patterson, G. (1982). Coercive family process. Eugene, OR: Castalia.

Patterson, G., De Garmo, D., & Knutson, N. (2000). Hyperactive and antisocial behaviors: comorbid or two points in the same process? Developmental and Psychopathology, 12, 91-106. doi:10.1017/S0954579400001061

Πουλόπουλος, Χ. (2005). Εξαρτήσεις: οι Θεραπευτικές Κοινότητες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Rohner, R. (1975). Parental acceptance-rejection and personality development: A Universalist approach to behavioral science. In R. W. Brislin, S. Bochner, & W. Lonner (Eds.), Cross-cultural perspectives on learning (251-269). Beverly Hills, CA: Sage Publishing Company.

Rohner, R., Khaleque, A., & Cournoyer, D. (2005). Parental acceptance-rejection theory, methods, and implications. In R. P. Rohner, & A. Khaleque (Eds.), Handbook for the study of parental acceptance and rejection (pp. 1-35). Storrs, CT: Rohner Research Publications.

Rutter, M. (2006). Implications of resilience concepts for scientific understanding. Annals of the New York Academy of Science, 1094, 1-12.doi:10.1196/annals.1376.002

Sameroff, J. (2000). Dialectical Process in Developmental Psychopathology. In J. Sameroff, M. Lewis, & S. Miller (Eds.), Handbook of Developmental Psychopathology (pp. 75-91). New York: Klewer Academic/Plenum Publishers.

Σ.Ε.Κ.Ε. (2011). Ενδοοικογενειακή βία: διεπιστημονική προσέγγιση στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση. Αθήνα: ΑΩ Εκδόσεις.

Σμυρνάκη, Μ. (2015). Οικογενειακοί-σχολικοί παράγοντες που σχετίζονται με τα προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών δημοτικού σχολείου και η διαχείρισή τους στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου: το παράδειγμα μιας ημιαστικής περιοχής της Κρήτης (διδακτορική διατριβή). Ρέθυμνο: ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Κρήτης.

Snyder, J., Reid, J., & Patterson, G. (2003). A social learning model of child and adolescent antisocial behavior. In B. Lahey, T. Moffitt, & A. Caspi (Eds.), Causes of conduct disorder and juvenile delinquency (pp. 27-48). New York: Guilford Press.

Snyder, J., & Stoolmiller, M. (2002). Reinforcement and coercion mechanisms in the development of antisocial behavior: the family. In J. Reid, G. Patterson, & J. Snyder (Eds.), Antisocial behavior in children and adolescents: A developmental analysis and model for intervention (pp. 65-100). Washington, DC: American Psychological Association Press.

Steeger, C., & Dawn, G. (2013). Mother-adolescent conflict as a mediator between adolescent problem behaviors and maternal psychological control. Developmental Psychology, 49, 804-814. doi:10.1037/a0028599

Steinhauer, P. (1998). Developing resiliency in children from disadvantaged populations. In Canada Health Action: Building on the Legacy (National Forum on Health), Determinants of Health: Children and Youth (pp. 51-102). Quebec: Editions MultiMondes.

Thompson, H., & Trice-Black, S. (2012). School-based group interventions for children exposed to domestic violence. Journal of Family Violence, 27, 233-241. doi:10.1007/s10896-012-9416-6

Warren, S., Huston, L., Egeland, B., & Sroufe, L. (1997). Child and adolescent anxiety disorders and early attachment. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 36, 637-644. doi:10.1097/00004583-199705000-00014

Χατζηχρήστου, Χ. (2015). Πρόληψη και προαγωγή της ψυχικής υγείας στο σχολείο και την οικογένεια. Αθήνα: Gutenberg.