Εκτίμηση αναγκών συνεργασίας εργαζομένων μεταξύ Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Θεραπευτικών Προγραμμάτων Απεξάρτησης Εφήβων: το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης

Δημήτρης Θεοδωρίδης

 

Ψυχολόγος – Συστημικός Θεραπευτής, MSc στη Νομική «Ποινικό Δίκαιο & Εξαρτήσεις»

Υπεύθυνος Κέντρου Οικογενειακής Υποστήριξης ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ

Στοιχεία επικοινωνίας: theodoridis@kethea-ithaki.gr

 

Περίληψη

Η παραβατικότητα και της χρήση ουσιών στον εφηβικό πληθυσμό αποτελούν διαρκή κοινωνικά ζητήματα και προκαλούν προβληματισμό στις κοινωνίες αλλά και τους διάφορους επιστημονικούς χώρους. Οι αιτίες τέτοιων φαινομένων, η διάσταση και η αλληλεπίδρασή τους, καθώς και η αντιμετώπισή τους από παιδαγωγική, νομική, ψυχολογική και κάθε άλλη επιστημονική οπτική αποτελούν πρόκληση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε επίπεδο παρεμβάσεων. Βασικός παράγοντας στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων είναι οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών που υποδέχονται ανήλικους με αντίστοιχες συμπεριφορές και η μεταξύ τους συνεργασία.

Η παρούσα έρευνα έγινε στο πλαίσια της Διπλωματικής Eργασίας του υπογράφοντα στα πλαίσια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος με τίτλο «Ποινικό Δίκαιο & Εξαρτήσεις» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, υπό την επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Α.Π.Θ. κας Αγγελικής Πιτσελά. Έχει ως βασικό στόχο να διερευνήσει και να καταγράψει τις ανάγκες για συνεργασία μεταξύ επιμελητών ανηλίκων και θεραπευτών απεξάρτησης εφήβων. Το δείγμα της έρευνας απαρτίζεται από τους εργαζόμενους της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και του Θεραπευτικού Προγράμματος ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ.

Ως προς τη μεθοδολογία, διενεργήθηκε ποιοτικού τύπου έρευνα, μέσω ατομικών ημι-δομημένων συνεντεύξεων με τους εργαζόμενους των δύο υπηρεσιών. Για την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση περιεχομένου.

Τα ερευνητικά ευρήματα καταδεικνύουν σημαντικά πλεονεκτήματα της συνεργασίας και τα μειονεκτήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με μια θεσμοθετημένη συνεργασία. Όλοι οι εργαζόμενοι αναφέρουν ανάγκες για εξειδικευμένη διεπιστημονική εκπαίδευση και θεωρούν την αξιολόγηση της συνεργασίας γόνιμη και επιτακτική, τόσο σε ποσοτικά όσο και ποιοτικά δεδομένα.

 

Λέξεις κλειδιά: Υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων, παραβατικότητα των ανηλίκων, Δίκαιο ανηλίκων, αναμορφωτικά μέτρα, θεραπευτικά μέτρα, Θεραπευτικό Πρόγραμμα ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ, απεξάρτηση, πρωτόκολλο συνεργασίας υπηρεσιών, δικτύωση.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η νεανική παραβατικότητα και η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στην εφηβεία αποτελούν δύο από τις πιο συχνές και, ταυτόχρονα, επικίνδυνες εκφάνσεις της συμπεριφοράς των νέων απέναντι στο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο δρουν και αναπτύσσονται. Συχνοί αιτιολογικοί παράγοντες είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η έλλειψη ορίων, ο αντιδραστικός χαρακτήρας, η έλλειψη προσωπικών στόχων, η δυσκολία συναισθηματικής έκφρασης, η ανηδονία, καθώς επίσης και οι προβληματικές οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη, η προσωπική απομόνωση, η εμπλοκή με το νόμο, οι οικογενειακές συγκρούσεις, η εγκατάλειψη του σχολείου, η επιβάρυνση της σωματικής και της ψυχικής λειτουργίας είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της νεανικής παραβατικότητας ή/και της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών. Οι δύο αυτές καταστάσεις δείχνουν να έχουν σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο. Η κρίσιμη ηλικία έναρξης αυτών των φαινομένων δείχνει να είναι συνήθως η εφηβεία.

Εκτός από την καθοριστική επίδραση της οικογένειας, του σχολείου και των συνομηλίκων στη διαμόρφωση του ατόμου, διάφοροι κοινωνικοί φορείς φαίνεται να είναι καθοριστικοί σε κρίσιμες καμπές της πορείας ενός ατόμου. Στην περίπτωση του ανήλικου εξαρτημένου παραβάτη, οι κοινωνικές υπηρεσίες του δικαστικού χώρου, όπως και οι υπηρεσίες θεραπείας των φορέων απεξάρτησης, είναι πολλές φορές πυλώνες διαχείρισης καταστάσεων κρίσης των ανηλίκων αλλά και των οικογενειών τους. Η συνεργασία τέτοιων φορέων αναδεικνύεται σε εξαιρετικής σημασίας, τόσο προς το όφελος των εξυπηρετούμενων όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο.

Η δικαιοσύνη, λοιπόν, έρχεται συχνά να συμπληρώσει ή και να υποκαταστήσει το ρόλο της οικογένειας εφαρμόζοντας κανόνες, προκειμένου να προστατέψει τον ανήλικο. Η προσέγγιση του ανήλικου εξαρτημένου παραβάτη από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και η επιβολή μέτρων έχει ως βασικό στόχο τη διαπαιδαγώγησή του για την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, την κοινωνική του ένταξη και όχι την τιμωρία του.

Ένας δημόσιος χώρος που συναντάμε συχνά άτομα με παρόμοιες συμπεριφορές είναι τα Δικαστήρια Ανηλίκων. Εκτός από τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει ο ανήλικος και η οικογένειά του την εμπλοκή με το νόμο, κρίσιμος παράγοντας στη συγκεκριμένη συνθήκη είναι ο χειρισμός αυτών των περιστατικών από εξειδικευμένες υπηρεσίες της Πολιτείας. Βασικός στόχος αυτής της ερευνητικής εργασίας είναι να διερευνηθούν οι ανάγκες των εργαζομένων της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων και του ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ στη Θεσσαλονίκη για αναβάθμιση και θεσμοθέτηση της συνεργασίας μεταξύ τους, με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ανηλίκων παραβατών.

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΙΣΕΙΣ

Χρήση ουσιών και παραβατικότητα στην εφηβεία

Η εφηβεία είναι, ίσως, η περίοδος του ατόμου με τις εντονότερες βιοσωματικές αλλαγές, που προκαλούν ψυχική αναστάτωση και θέτουν σε αμφισβήτηση όλη την προσωπικότητα του ατόμου (Ρεϊμόν-Ριβιέ Μπέρτ, 1989). Εκδοχές αυτής της αμφισβήτησης είναι συχνά η εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς και η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Η υιοθέτηση ενός αντισυμβατικού και παραβατικού προσανατολισμού παρέχουν το κύρος και τις εναλλακτικές λύσεις για εκείνες τις επιδιώξεις των νέων που δεν μπορούν να ευοδωθούν με συμβατικό τρόπο (Παπανδρέου, Τουλούμη, Πουλόπουλος, 2003). Οι παραβατικές πράξεις των ανηλίκων είναι άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε ποινικά αποδοκιμαστέες συμπεριφορές, που κυμαίνονται από απλές αντικοινωνικές συμπεριφορές μέχρι και ποινικά επιλήψιμες (Αρτινοπούλου, 2001). Από την άλλη, η κατανάλωση εξαρτησιογόνων ουσιών εκτείνεται από τη δοκιμαστική ή περιστασιακή χρήση, ενώ κάποιες φορές οδηγείται στη μορφή της κατάχρησης ή και εξάρτησης, σωματικής και ψυχικής (Μαρσέλος, 2002). Τα δύο αυτά φαινόμενα, η παραβατικότητα και η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, συχνά συνυπάρχουν, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ξεκάθαρη αιτιολογική συνάφεια μεταξύ τους (Κουκουτσάκη, 2002).

 

Έννομες συνέπειες ανήλικης παραβατικότητας

Ανήλικοι παραβάτες ορίζονται τα άτομα ηλικίας κάτω των 18 ετών τα οποία έχουν διαπράξει παραβατική συμπεριφορά (Πιτσελά, 2013). Οι έννομες συνέπειες των πράξεων των ανηλίκων αφορούν συχνότερα την εφαρμογή αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων με κύριο σκοπό τη διαπαιδαγώγηση, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (Κοσμάτος, 2010). Τα μέτρα επιβάλλονται από το Δικαστήριο Ανηλίκων, ενώ για την απρόσκοπτη εκτέλεσή τους επιλαμβάνεται, κυρίως, η εκάστοτε Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων. Σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων καλούνται να παίξουν εξειδικευμένες υπηρεσίες, ανάλογα με τη φύση των αδικημάτων και τις ιδιαίτερες ανάγκες του ανήλικου και των γονιών του.

 

Προγράμματα εφήβων

Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση είναι αυτή που ακολουθείται σχεδόν αποκλειστικά στους έφηβους χρήστες. Δίνει ιδιαίτερο βάρος στους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, θεωρώντας τη χρήση σύμπτωμα μιας ψυχολογικής ή κοινωνικής δυσλειτουργίας. Ως στόχο έχει την ψυχική απεξάρτηση και την αποχή από τη χρήση ουσιών καθώς και από οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Δευτερευόντως, αλλά όχι μικρότερης σημασίας, εντάσσονται στόχοι που σχετίζονται με την εκπαιδευτική ή επαγγελματική αποκατάσταση, τη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας, την αποκατάσταση των οικογενειακών σχέσεων, την επωφελή κοινωνική συναναστροφή, την υγιή ανάπτυξη της σεξουαλικότητας, κ.ά. (Πουλόπουλος, 2005).

Στην Ελλάδα το πρώτο πρόγραμμα για έφηβους χρήστες δημιουργήθηκε στην Αθήνα το 1988, το ΚΕΘΕΑ ΣΤΡΟΦΗ. Σήμερα λειτουργούν και άλλα παρόμοια προγράμματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας από το ΚΕΘΕΑ, τον Ο.ΚΑ.ΝΑ και το 18ΑΝΩ.

 

Συνεργασία επαγγελματιών

Η έννοια της συνεργασίας συνδέεται κυρίαρχα με την αντίληψη ότι οι διάφορες κοινότητες αποτελούν μέρη ενός ενοποιημένου συνόλου (Martin, 2003). Φέρνει συνειρμικά στο νου τις έννοιες μοιράζομαι και υποστηρίζω και απαιτεί κοινές προσπάθειες και ενέργειες για την καθιέρωση κοινών στόχων (Σαπουντζή – Κρέπια, 1995). Κρίσιμο στοιχείο αυτής της θεώρησης είναι η αναγνώριση της σύνδεσης διαφόρων πλευρών, ενδιαφερόντων, δραστηριοτήτων και αποστολών του κάθε μέρους. Στην ουσία, αποτελεί τη μετουσίωση της συνέργειας δομών με κοινό πεδίο ενδιαφέροντος και δράσης. Δημιουργεί προσωρινές εμπειρίες, οι οποίες μετεξελίσσονται σε μόνιμες αλλαγές, που τονώνουν και ενδυναμώνουν τα επιμέρους συστήματα. Η επικοινωνία, η εμπιστοσύνη, η γνώση, η κοινή ευθύνη, ο αμοιβαίος σεβασμός, η αισιοδοξία και ο συντονισμός είναι το ολοκλήρωμα στην επιτυχή συνεργασία (Ραγιά, 2011).

Η διεπαγγελματική συνεργασία είναι η διαδικασία ανάπτυξης συνεργασίας μεταξύ των επαγγελματιών υγείας που ανήκουν σε διαφορετικές ειδικότητες (Σαπουτζή-Κρέπια, 2004). Περικλείει επικοινωνία, καθοδήγηση με την έννοια της συμβουλευτικής, τήρηση κοινών στοιχείων, επανεκτίμηση των στοιχείων, ανταλλαγή πληροφοριών και ιδεών και επίσημα θεσμοθετημένες συναντήσεις και συνεδριάσεις. Πέρα από αυτά, έχει και έναν υποστηρικτικό ρόλο για τους εργαζομένους-μέλη της ομάδας απέναντι στις δύσκολες επαγγελματικές εμπειρίες τους (Αλτάνης, 1991).

Σημαντική μορφή έκφανσης αυτής της υποστήριξης αποτελεί η εκπαίδευση των επαγγελματιών. Αυτή μπορεί να επικεντρωθεί τόσο στην υιοθέτηση μιας θετικής στάσης για τη δικτύωση όσο και στην αλλαγή ενδεχόμενων δυσλειτουργικών εργασιακών συμπεριφορών. Στη βάση ενός συλλογικού οράματος (Πουλόπουλος, 2014), απώτερος στόχος της εκπαίδευσης στους οργανισμούς είναι η απόκτηση θετικών στάσεων, αντιλήψεων και παραδοχών, η ανταλλαγή εμπειριών, η δημιουργία δικτύου ανοιχτής επικοινωνίας, καθώς και η υιοθέτηση νέων τρόπων σκέψης και πρακτικής.

 

ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η παρούσα έρευνα έχει σκοπό να διερευνήσει και να καταγράψει τις ανάγκες για συνεργασία μεταξύ επιμελητών ανηλίκων και θεραπευτών απεξάρτησης εφήβων. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούν: α) τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της μέχρι τώρα συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών, β) την ανάγκη για θέσπιση πρωτοκόλλου συνεργασίας, το περιεχόμενο που θα περιλαμβάνει αυτό και τα ενδεχόμενα οφέλη από την εφαρμογή του, γ) τις ανάγκες για μετεκπαίδευση των εργαζομένων και δ) την αξιολόγηση της συνεργασίας βάσει του πρωτοκόλλου.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Για να επιτευχθεί ο στόχος της μελέτης, εργαλείο αποτέλεσε η ποιοτική μέθοδος, με στόχο τη, σε βάθος, διερεύνηση νοημάτων και αναπαραστάσεων που αποδίδουν τα κοινωνικά υποκείμενα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στόχος της ποιοτικής έρευνας, άλλωστε, είναι η περιγραφή, ανάλυση, ερμηνεία και κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων, καλύπτοντας τα ερωτήματα «πώς» και «γιατί» (Ιωσηφίδης, 2008). Σημείο εστίασης αποτελεί η βιωμένη εμπειρία των ίδιων των υποκειμένων, ματιά μέσα από την οποία προσπαθεί ο ερευνητής να κατανοήσει τον κόσμο. Η γνώση, οι απόψεις, οι αντιλήψεις, οι ερμηνείες, οι εμπειρίες και η διαδραστικότητα της συνέντευξης αποτελούν σημαντικές ιδιότητες της κοινωνικής πραγματικότητας, για τη διερεύνηση της οποίας έχουν σχεδιαστεί τα ερευνητικά μας ερωτήματα (Mason, 2003).

Η επιλογή της ποιοτικής μεθόδου στη συγκεκριμένη έρευνα έγινα προκειμένου να διερευνηθεί η κοινωνική πραγματικότητα και οι παράγοντες που επιδρούν στη συνεργασία και την καθορίζουν. Η ημι-δομημένη συνέντευξη προσφέρει αμεσότητα στους συμμετέχοντες μέσω της προσωπικής επικοινωνίας ερευνητή-ερωτώμενου καθώς και πλούτο απαντήσεων σχετικά με τις εμπειρίες, τις απόψεις, τις γνώσεις, τις προσδοκίες και τα αισθήματα των ερωτώμενων. Δεν επιδιώκεται η αντικειμενική πληροφορία, αλλά η ιδέα του συμμετέχοντα για τη συνεργασία και ο τρόπος που αυτός την ερμηνεύει.

 

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ

Στο δείγμα της έρευνας συμμετείχαν εθελοντικά όλοι οι εργαζόμενοι της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και του Θεραπευτικού Προγράμματος εφήβων ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ. Συγκεκριμένα, το δείγμα αποτελούνταν από 9 άτομα, 5 επιμελητές ανηλίκων (2 νομικοί και 3 κοινωνικοί λειτουργοί) και 4 θεραπευτές (3 ψυχολόγοι και 1 κοινωνική λειτουργός). Σκοπός της επιλογής όλων των εργαζόμενων είναι ο πλουραλισμός, η πολυφωνία και η δυνατότητα να εκφραστούν όλες οι απόψεις και οι εμπειρίες, προκειμένου να εξετάσουμε ομοιότητες και διαφοροποιήσεις ως προς το ζήτημα της συνεργασίας των δύο υπηρεσιών.

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

Πριν από τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων, έγινε μια πρώτη επαφή με τις δύο υπηρεσίες, προκειμένου να ενημερωθούν οι εργαζόμενοι σχετικά με το στόχο της έρευνας και επιλέχθηκε ο κατάλληλος χρόνος και τόπος για να πραγματοποιηθούν οι μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις. Όλες οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβριο του 2017, σε άτομα που εργάζονταν στις δύο υπηρεσίες μέχρι και την 1η Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε έντυπο συγκατάθεσης για τη γνώση του πλαισίου της έρευνας και των αρχών δεοντολογίας που διέπουν τη διαδικασία. Η μαγνητοφώνηση υλοποιήθηκε μετά από συναίνεση και πληροφόρηση για την τήρηση του απορρήτου στο κάθε άτομο. Η συμμετοχή τους ήταν εθελοντική και υπήρχε δυνατότητα διακοπής της συνέντευξης αν προέκυπτε οποιαδήποτε δυσκολία από τον συμμετέχοντα. Η διάρκεια της συνέντευξης κινήθηκε στα χρονικά πλαίσια των 30-50 λεπτών. Ακολούθησε η απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων για τη διευκόλυνση της περαιτέρω ανάλυσης του λόγου των συνεντευξιαζόμενων.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας

Οι τοποθετήσεις των συνεντευξιαζόμενων για τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας του Θεραπευτικού Προγράμματος ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ και της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στα εξής: υπάρχει έντονη προσωπική επαφή, οικειότητα και αμεσότητα στην επικοινωνία, άμεση ανταπόκριση στη διαδικασία παραπομπής των ανηλίκων, ενώ και οι δύο υπηρεσίες υποστηρίζουν με ουσιαστικό τρόπο τον ανήλικο δέκτη των υπηρεσιών τους.

«…μόνο θετικά μπορώ να δω σ’ αυτή τη συνεργασία… το πρώτο-πρώτο που βλέπω είναι η στήριξη των παιδιών, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει αυτή η στήριξη… Είναι μια συνεργασία ζεστή, υπάρχει οικειότητα, εμπιστοσύνη, είμαι ήσυχη ότι πραγματικά θα σκύψουν πάνω στο παιδί…».

Από την πλευρά των επιμελητών ανηλίκων, ως θετικό στοιχείο αναφέρεται η ίδια η ύπαρξη ενός πιστοποιημένου φορέα όπως το ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ που λειτουργεί με φερεγγυότητα και ευθύνη, αντιμετωπίζει τον ανήλικο με ολιστική προσέγγιση, χωρίς να παραμένει στενά στο πρόβλημα της χρήσης ουσιών, αλλά παρεμβαίνοντας σε όλη την πιθανή προβληματική διάσταση της ζωής του (π.χ. εκπαίδευση, οικογένεια, σωματική και ψυχική υγεία).

«…είναι η πρώτη σκέψη που κάνουμε όταν έχουμε ένα παιδί με ναρκωτικά που μπορούμε να το παραπέμψουμε… Με την ΑΝΑΔΥΣΗ, επειδή υπάρχει μια σταθερή σχέση, μας βοηθάει πάρα πολύ, μας λύνει τα χέρια στο να έχουμε έναν φορέα που παραπέμπουμε…»

 

Τα μειονεκτήματα της συνεργασίας

Ως προς μειονεκτήματα της συνεργασίας, οι περισσότερες απαντήσεις αναφέρονται κυρίως στην ελλιπή διαδικασία παραπομπής, με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοδευτικών εγγράφων (έγκαιρη γνωστοποίηση δικαστικής απόφασης, ιστορικό περιστατικού, κ.ά.). Επίσης, τονίζεται η, κατά καιρούς, απουσία αλληλοενημέρωσης, αλλά και η εν γένει δυσκολία αντιμετώπισης ενός πληθυσμού – ανήλικος παραβάτης και χρήστης – που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει ιδία βούληση για αντιμετώπιση των προβλημάτων του. Τέλος, αναδεικνύεται και η έλλειψη επαρκούς στελέχωσης και στις δύο υπηρεσίες.

«…το να μην καταλαβαίνει καθόλου η μια υπηρεσία τη γλώσσα της άλλης και τους λόγους για τους οποίους η μία υπηρεσία ζητάει κάτι από την άλλη… να μη μένει η κάθε υπηρεσία μόνο στο δικό της γνωστικό αντικείμενο…».

 

Πρωτόκολλο συνεργασίας

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτώμενων και των δύο υπηρεσιών, φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση υπέρ της εφαρμογής πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ των δύο υπηρεσιών. Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι σε ένα τέτοιο πρωτόκολλο θα έπρεπε να προβλέπεται ο χρόνος και η συχνότητα των συναντήσεων είτε μεταξύ των άμεσων επιβλεπόντων του ανήλικου (επιμελητής – θεραπευτής) για την εξέταση της πορείας του περιστατικού είτε με τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων για γενικότερα ζητήματα συνεργασίας.

 

Οφέλη εφαρμογής πρωτοκόλλου

Τα προσδοκώμενα οφέλη που αναφέρθηκαν διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον, σε εκείνα που αφορούν τους εξυπηρετούμενους (π.χ. αύξηση αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων στον ανήλικο, αύξηση σοβαρότητας με την οποία ο ανήλικος αντιμετωπίζει το νόμο και το μέτρο που του επιβλήθηκε, αύξηση της δέσμευσης για αντιμετώπιση του προβλήματος τόσο από τον ανήλικο όσο και από τους γονείς ή τους έχοντες την επιμέλειά του). Από την άλλη, σε εκείνα που αφορούν τους εργαζόμενους (π.χ. καλλιέργεια μιας πιο κοινής στάσης και αντίληψης για τον τρόπο παρέμβασης, καλύτερη εικόνα για τα περιστατικά, περισσότερη πληροφόρηση, οριοθέτηση των καθηκόντων του θεραπευτή και του επιμελητή, απλοποίηση της διαδικασίας παραπομπής, εξοικονόμηση χρόνου εργασίας, καλύτερη οργάνωση, αυξημένη δέσμευση των εργαζόμενων στη διαδικασία, εγκαθίδρυση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ τους).

«θα ήταν οριοθετημένα τα πράγματα, πιο οργανωμένα, θα ήξερε ο καθένας τι θα κάνει, που θα κινηθεί ανά πάσα στιγμή, θα κερδίζαμε χρόνο… και νομίζω ότι θα λειτουργούσε επωφελέστερα και για την υπηρεσία και για τα παιδιά».

 

Είδος μετεκπαίδευσης

Σχεδόν σε όλες τις τοποθετήσεις των ερωτώμενων, κυρίαρχη ήταν η ανάγκη για τη διεξαγωγή σεμιναρίων, είτε από εισηγητές του ΚΕΘΕΑ για θέματα που άπτονται της απεξάρτησης είτε από νομικούς ή επιμελητές ανηλίκων για θέματα που σχετίζονται με τη νομολογία και το ποινικό δίκαιο. Μία απάντηση αναφερόταν σε βιωματικά εργαστήρια με θέμα την προσέγγιση του έφηβου χρήστη και παραβάτη.

 

Πεδία εκπαίδευσης

Σε αυτήν την κατηγορία απαντήσεων υπήρχε διαφοροποίηση, ανάλογα με την υπηρεσία που εργάζεται ο ερωτώμενος. Οι επιμελητές ανηλίκων χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση σε τεχνικές προσέγγισης και κινητοποίησης των εφήβων χρηστών και των γονέων τους, καθώς επίσης και ενημέρωση για καινούριες μορφές εξαρτησιογόνων ουσιών που διατίθενται στην αγορά και των τρόπων χρήσης τους. Από την άλλη, οι θεραπευτές απεξάρτησης αναφέρθηκαν κυρίως σε ανάγκες εκπαίδευσης για το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων, το ρόλο και τα καθήκοντα του επιμελητή ανηλίκων, τα αναμορφωτικά μέτρα και την εφαρμογή τους.

 

Οφέλη κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων

Το οφέλη από την οργάνωση και εφαρμογή κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τους εργαζόμενους και των δύο υπηρεσιών συνοψίζονται στα εξής: ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, οικειότητας, εμπιστοσύνης και του αισθήματος ότι εργάζονται για έναν κοινό σκοπό, αναγνώριση των αναγκών της υπηρεσίας με την οποία συνεργάζονται, ανάπτυξη διεπιστημονικής ματιάς και κοινής «γλώσσας», διακίνηση νέων ιδεών επαγγελματικής πρακτικής, την ανταλλαγή προβληματισμών και αποριών μέσα από την καθημερινή εκτέλεση έργου

«…σκέφτομαι, να διαμορφώσουμε μια λίγο πιο κοινή αντίληψη για το πώς δουλεύει κάποιος με τον ανήλικο, να ακούσουμε τον άλλο, σαν μια ομάδα».

 

Ανάγκη αξιολόγησης

Όλοι οι ερωτώμενοι απάντησαν θετικά στην ανάγκη αξιολόγησης του διαστήματος εφαρμογής ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ των δύο υπηρεσιών. Οι περισσότεροι τονίζουν τη διετία ως καταλληλότερη περίοδο αξιολόγησης, ενδεχομένως με ενδιάμεση αξιολόγηση, προκειμένου να εφαρμοστούν διορθωτικές ρυθμίσεις. Προτιμούν εξωτερικό αξιολογητή, όπου θα ληφθούν υπόψη τόσο οι απόψεις των εργαζόμενων όσο και των εξυπηρετούμενων (ανήλικοι και γονείς). Ως προς το πεδίο αξιολόγησης αναφέρθηκε η ανάγκη να εξεταστεί η λειτουργικότητα του τρόπου παραπομπής, ο τρόπος και ο ρυθμός επικοινωνίας των δύο υπηρεσιών, καθώς επίσης η θεραπευτική πορεία του ανήλικου στο φορέα υποδοχής και ο βαθμός συνεργασίας των γονέων με τις δύο υπηρεσίες.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από τη διαδικασία της έρευνας διαπιστώνεται ότι η εξαιρετική ευκολία και διάθεση από όλους τους ερωτώμενους να μιλήσουν για τη συνεργασία τους αναδεικνύει ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, οικειότητας, διαπροσωπικής επαφής και συνεργατικότητας. Επίσης, εμφανίζεται αρκετά υψηλή ομοιογένεια στις τοποθετήσεις και στις διαπιστώσεις όλων των εργαζομένων, κάτι που μας καταδεικνύει ότι το κλίμα αυτής της συνεργασίας πηγάζει αλλά και αποτυπώνεται και στις δύο υπηρεσίες.

Οι αρνητικές κρίσεις για τη συνεργασία ήταν περιορισμένες στον αριθμό έως ανύπαρκτες. Εντούτοις, οι σημαντικότερες δυσκολίες στη συνεργασία εντοπίζονται στον τρόπο και τη συχνότητα επικοινωνίας, καθώς και στο βαθμό πληρότητας της διαδικασίας της παραπομπής του ανήλικου, τόσο σε ποσοτικές όσο και ποιοτικές διαστάσεις. Τέλος, κοινή διαπίστωση όλων των ερωτώμενων είναι το γεγονός πως οι περισσότερες δυσκολίες στη συνεργασία των δύο υπηρεσιών είτε εμφανίζονται είτε διογκώνονται στη βάση του υψηλού φόρτου εργασίας και, παράλληλα, της έλλειψης επαρκούς στελεχιακού δυναμικού.

Η δημιουργία και εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ του θεραπευτικού προγράμματος ΚΕΘΕΑ ΑΝΑΔΥΣΗ και της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Θεσσαλονίκης φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ελκυστική και επιθυμητή ιδέα. Σε ένα τέτοιο πρωτόκολλο χρειάζεται, σύμφωνα με τις απαντήσεις, να ενταχθεί το πεδίο της παραπομπής των ανηλίκων, με τάση την απλοποίηση των διαδικασιών, και η διαμόρφωση μιας ενιαίας μορφής τους για όλους τους εργαζόμενους. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα τακτικών συναντήσεων, τόσο κλινικών όσο και οργανωτικών, καθώς και η συστηματική τήρησης στοιχείων για τους εξυπηρετούμενους και η διεξαγωγή σχετικών μελετών και ερευνών.

Ως προς τα οφέλη της εφαρμογής ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας, οι εργαζόμενοι προβλέπουν θετικές επιδράσεις τόσο για τους εξυπηρετούμενους (ανήλικους και γονείς) όσο και για τους ίδιους. Αναφέρονται ενδεικτικά: α) η ουσιαστικότερη υποστήριξη του ανήλικου, όχι μόνο στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις εκ του νόμου συνέπειες των πράξεών του, αλλά και στην ουσιαστική μετατόπιση των στάσεων και αντιλήψεών του απέναντι στην παραβατική συμπεριφορά που εκδήλωσε και την ανάπτυξη μιας περισσότερο υπεύθυνης στάσης, β) μεγαλύτερη δέσμευση των εργαζομένων, ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης και δημιουργίας υποστηρικτικού δικτύου μεταξύ των εργαζομένων, μέσω της ανταλλαγής ουσιαστικών πληροφοριών για τα περιστατικά, γ) εξέλιξη των επιστημονικών αντιλήψεων των εργαζομένων απέναντι στη χρήση ουσιών και την παραβατικότητα στην εφηβεία, που θα οδηγήσει στην καλλιέργεια μιας κοινής επαγγελματικής στάσης, σημαντικής για αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις σε συμβουλευτικό και θεραπευτικό επίπεδο, δ) ενίσχυση του υποστηρικτικού πλαισίου των γονέων στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν τα παιδιά τους. Μεμονωμένες αναφορές επιφυλάξεων για το αν η εφαρμογή πρωτοκόλλου συνεργασίας θα επιφέρει στην επικοινωνία μια πιο τυπική διάσταση και χαθεί η αυθόρμητη και ζεστή διαπροσωπική σχέση των εργαζομένων, δεν δείχνουν να αλλοιώνουν τη δυναμική των γενικότερων ωφελειών.

Όλοι οι εργαζόμενοι δείχνουν να επιθυμούν πρόσβαση σε μετεκπαίδευση (π.χ. σεμινάρια, βιωματικά εργαστήρια), προκειμένου να βελτιώσουν την επαγγελματική τους κατάρτιση, να γνωρίσουν βαθύτερα τον επαγγελματικό χώρο της συνεργαζόμενης υπηρεσίας και να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα του έργου τους. Αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή εργασιακή τους εμπειρία (από 12 μέχρι και 21 χρόνια), αναδεικνύει στοιχεία εργασιακής ακμαιότητας, υψηλού δείκτη δεκτικότητας σε νέα κοινωνικά και επιστημονικά δεδομένα, καθώς επίσης και χαμηλού βαθμού απόλυτων και μονοδιάστατων επιστημονικών γνώσεων που ενισχύουν εγωκεντρικά στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της μιας υπηρεσίας επιθυμούν οι συνάδελφοι της άλλης να λάβουν ενεργό ρόλο στην εκπαίδευσή τους, φανερώνει την αλληλοεκτίμηση των εργαζομένων του ενός συστήματος προς το άλλο, της εκατέρωθεν αναγνώρισης του επιστημονικού κύρους και των γνώσεων, αλλά και του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης μεταξύ τους.

Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός ότι όλοι οι ερωτώμενοι θεωρούν εξαιρετικά βοηθητική την πιλοτική εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας, που θα αξιολογηθεί σε διάστημα όχι μικρότερο του ενός έτους, τόσο εσωτερικά με διαδικασίες αυτοαξιολόγησης όσο και από κάποιον εξωτερικό ερευνητή. Μπορούμε να συμπεράνουμε, επομένως, ότι το δίκτυο αυτών των δύο υπηρεσιών είναι «ανοιχτό» σε αξιολόγηση και σε ενδεχόμενες αλλαγές, που θα συμβάλλουν στη βελτίωση της λειτουργίας του, αλλά και της αποτελεσματικότητάς του.

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Κλείνοντας, είναι χρήσιμο να κατατεθούν συγκεκριμένες προτάσεις που θα βελτιώσουν, κατά τη γνώμη μου, την καθημερινή πρακτική στο συγκεκριμένο πεδίο κοινωνικής πολιτικής.

Ένα πρωτόκολλο συνεργασίας οφείλει να συνταχθεί από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους και να περιλαμβάνει τους στόχους της συνεργασίας, τον τρόπο διασύνδεσης και τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών, καθώς και τη μορφή εποπτείας από τα ανώτερα διοικητικά στρώματα. Η εφαρμογή του θα επιβεβαιώσει τη μέχρι τώρα προσπάθεια των δύο υπηρεσιών και μπορεί να αποτελέσει τη βάση και για άλλες παρόμοιες συνεργασίες.

Παράλληλα, είναι απαραίτητη η οργάνωση και υλοποίηση στοχευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα υποστηρίξουν τους εργαζόμενους στην καθημερινή τους πρακτική αλλά και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Η θεματολογία μπορεί να περιλαμβάνει τους τομείς της συμβουλευτικής και θεραπείας εφήβων χρηστών, νέες μορφές εξαρτησιογόνων ουσιών και τρόπων χρήσης, οικογενειακή θεραπεία, εφαρμογή αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων, γενικότερα θέματα του Ποινικού Δικαίου των ανηλίκων, ηθικής και δεοντολογίας, κ.ά.

Ακόμη, ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η κοινή δράση των δύο υπηρεσιών σε προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης τόσο σε ανήλικους όσο και σε γονείς ή σημαντικούς άλλους (π.χ. εκπαιδευτικούς), με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του ευρύτερου πληθυσμού σε ζητήματα παραβατικότητας και χρήσης ουσιών.

Περαιτέρω, είναι σημαντική και διαρκώς ζητούμενη η ανάπτυξη ενός δικτύου υπηρεσιών που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, με τη σύμπραξη των οποίων θα εφαρμοστεί μια ολιστική και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Τέλος, η σύμπραξη ευρύτερων συστημάτων, όπως π.χ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του ΚΕΘΕΑ, θα οδηγήσει σε μια καθολική πολιτική σχεδιασμού και υλοποίησης κοινωνικής πολιτικής σχετικά με ζητήματα που απασχολούν αυτό που αποκαλείται «ανήλικος παραβάτης και χρήστης ουσιών». Ένα μνημόνιο συνεργασίας σε τέτοιο υψηλό επίπεδο θα δημιουργήσει μια «ομπρέλα», κάτω από την οποία θα ενταχθούν πολλές δημιουργικές συνεργασίες και θα δημιουργήσει καταλληλότερες συνθήκες κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας.

 

Βιβλιογραφία

Αλτάνης, Π. (1991). «Η συμμετοχή του Κοινωνικού Λειτουργού στη θεραπευτική ομάδα-Διεπιστημονική Συνεργασία». Στο: Κοινωνική Εργασία, τεύχος 22, σ. 109-118.

Αρτινοπούλου, Β. (2001). Βία στο σχολείο: Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Ιωσηφίδης, Θ. (2008). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Κριτική.

Κοσμάτος, Κ. (2010). Οι νέες τροποποιήσεις του ποινικού δικαίου των ανηλίκων με το Ν.3860/2010, Περιοδικό: Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος Ιουλίου, 2010, (808).

Κουκουτσάκη, Α. (2002). Χρήση ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία: Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου. Αθήνα: Κριτική.

Μαρσέλος, Μ. (2002). Εξαρτησιογόνες Ουσίες: Φαρμακολογία-Τοξικολογία-Ιστορία-Κοινωνιολογία-Νομοθεσία. Αθήνα: Τυπωθήτω

Mason, J. (2003), H διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Παπανδρέου, Τουλούμη, Πουλόπουλος, 2003. Εγκατάλειψη του Σχολείου, Χρήση Ουσιών και Παραβατικότητα. Στο: Εξαρτήσεις, τεύχος 4, σελ. 24-44. Αθήνα: ΚΕΘΕΑ

Πιτσελά, Α. (2013). Η ποινική Αντιμετώπιση της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων. Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλα.

Πουλόπουλος, Χ. (2014). Κρίση, Φόβος και Διάρρηξη της Κοινωνικής Συνοχής. Αθήνα: Τόπος.

Πουλόπουλος, Χ. (2005). Εξαρτήσεις: Οι θεραπευτικές κοινότητες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ραγιά, Α. (2011). Νοσηλευτική: επιστήμη, Τέχνη και Αξιολογικός Προσανατολισμός. Νοσηλευτική 50(2):121-122.

Ρεϊμόν-Ριβιέ Μπέρτ (1989). Η Κοινωνική Ανάπτυξη του Έφηβου. Αθήνα: Καστανιώτη.

Σαπουντζή-Κρέπια, Δ. (2004). Χρόνια ασθένεια και νοσηλευτική φροντίδα. Β’ έκδοση. Αθήνα: Έλλην.

Σαπουντζή-Κρέπια, Δ. (1995). «Νοσηλεύτριες – Κοινωνικοί Λειτουργοί. Διεπαγγελματική συνεργασία και διαφορές στην αντίληψη αναγκών φροντίδας». Κοινωνική Εργασία, τεύχος 39, σ.149-153.

Print Friendly, PDF & Email