Εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιδόσεις και κατανάλωση αλκοόλ: ένα μοντέλο προσδοκιών για τη νεαρή ενήλικη ζωή

Denis M. McCarthy1, Gregory A. Aarons1,2 & Sandra A. Brown3

 

(1) Department of Psychology, University of California, San Diego,

(2) Child and Adolescent Services Research Center, University of California, San Diego και

(3) Department of Psychiatry and Psychology, University of California, San Diego and Veterans Affairs, San Diego Healthcare System, CA, USA

 

* Τίτλος Πρωτοτύπου: “Educational and occupational attainment and drinking behavior: an expectancy model in young adulthood”, Addiction, Vol. 97, No 6, June 2002,

Διεύθυνση επικοινωνίας: Denis McCarthy PhD, 9500 Gilman Drive, (0109), La Jolla, CA 92093–0109, USA E-mail: Dmmccart@ucsd.edu

 

Μετάφραση Τζίνη Χριστοφίλη

Translation Genie Christofili

 

Περίληψη

Στόχοι: Οι μεταβλητές της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης (SES) για το εκπαιδευτικό επίπεδο και τη λειτουργικότητα στην εργασία βρέθηκε ότι εμφανίζουν αρνητική συσχέτιση με τη χρήση αλκοόλ. Η παρούσα μελέτη εξέτασε προοπτικά τη σχεση ανάμεσα στις μετρήσεις λειτουργικότητας, τις προσδοκίες από το αλκοόλ και την εμπλοκή με το αλκοόλ. Υποστηρίχθηκε ότι οι προσδοκίες λειτουργούν ως διαμεσολαβητής για τη σχέση ανάμεσα στις εκπαιδευτικές / επαγγελματικές επιδόσεις και τη συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ. Υποθέσαμε ότι οι αλλαγές στη λειτουργικότητα του νεαρού ενηλίκου σχετίζονται με αλλαγές σε κοινωνικό περιβάλλον και/ή τη διαθεσιμότητα παραγόντων ενίσχυσης που δεν σχετίζονται με το αλκοόλ, οι οποίοι με τη σειρά τους επηρεάζουν την αναμενόμενη ενίσχυση από το αλκοόλ.

Συμμετέχοντες και σχεδιασμός:  Οι συμμετέχοντες ήταν 172 νεαροί ενήλικες από μια εν εξελίξει διαχρονική μελέτη για τη μακροπρόθεσμη πορεία της θεραπείας των εφήβων από την τοξικοεξάρτηση. Για αυτές τις αναλύσεις χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία από το follow up που πραγματοποιήθηκε στο έκτο και όγδοο έτος. Το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία (n=100) εντοπίστηκε από θεραπευτικά προγράμματα διαμονής για εφήβους. Ένα δείγμα από την κοινότητα (n=72) εντοπίστηκε με ίδια χαρακτηριστικά κατά την εισαγωγή, όσον αφορά το οικογενειακό ιστορικό χρήσης ουσιών και την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση.

Ευρήματα: H ανάλυση πολλαπλής συσχέτισης έδειξε ότι η εκπαίδευση είχε μια μοναδική διαχρονική σχέση με την προσδοκία από τη χρήση αλκοόλ τόσο για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία όσο και εκείνο από την κοινότητα, περισσότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη χρήση και προσδοκία από τη χρήση αλκοόλ. Οι μεταβλητές για την απασχόληση δεν εμφάνισαν διαχρονική σχέση με τη χρήση ή με την προσδοκία από το αλκοόλ για καμία ομάδα δείγματος. Οι προσδοκίες επηρέασαν τη σχέση εκπαίδευσης / κατανάλωσης αλκοόλ για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία μόνο.

Συμπεράσματα: Αυτά τα αποτελέσματα παρουσιάζουν έναν από τους τρόπους με τους οποίους οι αλλαγές στη λειτουργικότητα μπορεί να διαφοροποιούν την εμπλοκή με το αλκοόλ μέσα στο χρόνο: μεταβάλλεται η προσδόκιμη ενίσχυση από το αλκοόλ.

 

Λέξεις κλειδιά:  αλκοόλ, προσδοκία από τη χρήση αλκοόλ, εκπαίδευση, απασχόληση.

 

Εισαγωγή

Οι σχέσεις ανάμεσα στους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες και τους παράγοντες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά σχετικά με το αλκοόλ έχουν εξεταστεί πολλάκις. Για παράδειγμα, η υπερβολική χρήση αλκοόλ έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις (π.χ. Jessor & Jessor 1977; Williams & Wynder 1993; Mullahy & Sindelar 1994) και μικρότερο εισόδημα (Rice 1993). Το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό (NIAAA), όταν εκτιμά τις επιπτώσεις του αλκοολισμού στην κοινωνία (NIAAA 1987) συμπεριλαμβάνει τις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες (π.χ. μειωμένη παραγωγικότητα, απώλεια εργασίας) που απορρέουν από την κατανάλωση αλκοόλ. Επίσης, αυτή η σχέση μπορεί να είναι αμφίδρομη, έτσι οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές πιθανόν να αυξάνουν ή να μειώνουν τον κίνδυνο για κατάχρηση αλκοόλ. Για παράδειγμα, η διακοπή από το σχολείο (Crum et al. 1998; Droomers et al. 1999), η κατάσταση της απασχόλησης (Heien 1996) και η οικογενειακή κατάσταση (Bachman et al. 1997) ίσως τροποποιούν τους τρόπους χρήσης αλκοόλ.

Η μελέτη εστιάζει στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο συνδέονται η κατανάλωση αλκοόλ, οι ρόλοι και η λειτουργικότητά τους στη νεαρή ενήλικη ζωή. Εξετάσαμε σε βάθος χρόνου τη συσχέτιση σε δύο τομείς λειτουργικότητας, των ακαδημαϊκών επιδόσεων και της επαγγελματικής πορείας με την κατανάλωση αλκοόλ. Ακόμη προτείνεται ένας μηχανισμός με τον οποίο η λειτουργικότητα είναι πιθανό να επηρεάζει τη μετέπειτα συμπεριφορά που σχετίζεται με το αλκοόλ επιδρώντας στις προσωπικές προσδοκίες σχετικά με τις επιδράσεις της ουσίας αυτής.

 

Εκπαίδευση, απασχόληση και κατανάλωση αλκοόλ

Γενικά, οι υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις και η λειτουργικότητα στην εργασία σχετίζονται με χαμηλά επίπεδα εμπλοκής με τη χρήση αλκοόλ. Παρόλο που οι έρευνες που εστίασαν στη σχέση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό επίπεδο και τη χρήση ουσιών εμφανίζουν αρκετή συνέπεια, η σχέση απασχόλησης και χρήσης αλκοόλ είναι πιο πολύπλοκη. Ενώ κάποιες μελέτες έχουν βρει σημαντική αρνητική σχέση μεταξύ αυτών των μεταβλητών (Frank et al. 1990; Rice 1993; Heien 1996), άλλες δεν έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα (Gotham et al. 1997; Heien & Pittman 1989).

Ενδέχεται πολλές αιτιακές πορείες να συνδέουν την εκπαιδευτική / επαγγελματική λειτουργικότητα με τη συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ. Ένας μηχανισμός συσχέτισης που διερευνήθηκε από προηγούμενες διαχρονικές μελέτες είναι ότι η χαμηλότερη ακαδημαϊκή / επαγγελματική επίδοση αποτελεί συνέπεια της πρώιμης και υπερβολικής εμπλοκής με τη χρήση αλκοόλ. Για παράδειγμα, πριν από είκοσι περίπου χρόνια ο Kandel (1980) υπέθεσε ότι οι ρόλοι ζωής, όπως η συμμετοχή στην εκπαίδευση και στην απασχόληση επιλέγονται βάσει παλαιότερων στάσεων και συμπεριφορών, όπως το επίπεδο εμπλοκής με τη χρήση ουσιών. Πιο πρόσφατα, άλλοι ερευνητές έχουν υποθέσει ότι οι αρνητικές επιδράσεις της χρήσης αλκοόλ στους εφήβους, όπως είναι οι νευροψυχολογικές βλάβες (Tapert & Brown 1999; Brown et al. 2000), τα προβλήματα με την οικογένεια ή με την υγεία (Heien 1996) μπορεί να εμφανίζουν αιτιακή σχέση με τη μετέπειτα εκπαιδευτική / επαγγελματική λειτουργικότητα. Ωστόσο, η χρήση αλκοόλ πιθανόν να επηρεάζει και την εργασιακή λειτουργικότητα στη νεαρή ενήλικη ζωή έμμεσα, μέσω των επιδράσεων σε άλλους σχετικούς κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, όπως είναι η οικογενειακή κατάσταση (Mullahy & Sindelar 1994).

Αντιθέτως, τα περιορισμένα ακαδημαϊκά / επαγγελματικά επιτεύγματα μπορεί να οδηγήσουν σε μετέπειτα προβλήματα από τη χρήση αλκοόλ. Η πρόσφατη έκθεση μιας 25-ετούς διαχρονικής μελέτης σε νέους αστικών περιοχών έδειξε ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο και η διακοπή του σχολείου αποτελούν παράγοντες πρόβλεψης της μελλοντικής κατανάλωσης αλκοόλ (Crum et al. 1998). Οι ίδιοι ερευνητές βρήκαν ότι η αδυναμία να πετύχει κανείς τους αναμενόμενους εκπαιδευτικούς στόχους, είτε αποτυγχάνοντας είτε διακόπτοντας το σχολείο, μπορεί να οδηγήσει σε πολλές αρνητικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων της χαμηλής αυτό-εκτίμησης, της χρήσης αλκοόλ καθώς και άλλων προβλημάτων συμπεριφοράς. Επίσης, έχει βρεθεί ότι η επαγγελματική κατάσταση (Frank et al. 1990) σχετίζεται αρνητικά με τη χρήση αλκοόλ αργότερα στη νεαρή ενήλικη ζωή. Άλλοι ερευνητές (Droomers et al. 1999) υποστηρίζουν ένα περισσότερο αλληλεπιδραστικό μοντέλο, ότι δηλαδή οι χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις αυξάνουν τους στρεσογόνους παράγοντες, όπως είναι τα οικονομικά ή επαγγελματικά προβλήματα, τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν τα επίπεδα χρήσης αλκοόλ, ως μέσο μείωσης της έντασης και του στρες.

 

Οι προσδοκίες από το αλκοόλ και η κατανάλωση αλκοόλ

Εμείς προτείνουμε ένα μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο οι ακαδημαϊκές και επαγγελματικές επιδόσεις φαίνεται να επηρεάζουν την εμπλοκή με το αλκοόλ, που δεν έχει διερευνηθεί ακόμη: τις προσδοκίες από το αλκοόλ. Υποθέτουμε ότι οι αλλαγές στις ακαδημαϊκές / επαγγελματικές επιδόσεις δεν αποτελούν άμεσους παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ. Αντίθετα, η μετάβαση σε αυτούς τους ρόλους ζωής, αντανακλά αλλαγές σε εναλλακτικές που αφορούν το περιβάλλον ή την ενίσχυση, οι οποίες επηρεάζουν την προσδοκώμενη ενίσχυση από την κατανάλωση αλκοόλ.

Πολλές έρευνες έχουν καταγράψει το ρόλο των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων του αλκοόλ στην ανάπτυξη, τη διατήρηση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί (για ανασκόπηση, βλέπε Goldman et al. 1999). Τα άτομα που έχουν υψηλότερες προσδοκίες για τις θετικές επιδράσεις από τη χρήση αλκοόλ έχει φανεί ότι ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ νωρίτερα στη ζωή τους και καταναλώνουν αλκοόλ σε μεγαλύτερες ποσότητες (Christiansen et al. 1989). Επίσης, οι προσδοκίες έχει φανεί ότι έχουν μια αμφίδρομη σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ γεγονός που σημαίνει ότι οι αλλαγές στο ένα μέρος μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στο άλλο (Smith et al. 1995), παρόλο που αυτό μπορεί να εμφανίζει διακυμάνσεις στη διάρκεια της ζωής (Sher et al. 1996). Επιπλέον, έχει αποδειχθεί, ότι οι προσδοκίες μπορεί να επηρεαστούν από παρεμβάσεις σχετικά με το αλκοόλ (Brown 1985; Connors et al. 1993), ενώ μπορεί να προβλέψουν τα επίπεδα χρήσης μετά τη θεραπεία (Jones & McMahon 1994).

Πρόσφατες, θεωρήσεις εκτιμούν την προσδοκία από τη χρήση ως καταλυτικό παράγοντα στη διαδικασία της επικίνδυνης χρήσης αλκοόλ (Goldman et al. 1999). Σε αυτό το μοντέλο, οι παράγοντες κινδύνου για τη χρήση αλκοόλ και τον αλκοολισμό, όπως είναι το οικογενειακό ιστορικό, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (π.χ. ο μειωμένος έλεγχος της συμπεριφοράς, η αναζήτηση ερεθισμάτων) και οι επιρροές του περιβάλλοντος δεν επηρεάζουν τη χρήση αλκοόλ άμεσα, αλλά επιδρούν στις προσδοκίες του ατόμου αναφορικά με τα ενισχυτικά αποτελέσματά του. Οι αποδείξεις για τον καταλυτικό ρόλο των προσδοκιών περιλαμβάνουν μελέτες συσχέτισης (Henderson et al. 1994) και έναν αυξανόμενο αριθμό εμπειρικών ευρημάτων (βλέπε Goldman et al. 1999).

Υποθέτουμε ότι οι αλλαγές στις ακαδημαϊκές / επαγγελματικές επιδόσεις μεταβάλλουν το περιβάλλον και συνεπώς και τις προσδοκίες κάποιου από το αλκοόλ, καθώς και ότι οι προσδοκίες επηρεάζουν τη σχέση ανάμεσα στο ακαδημαϊκό / επαγγελματικό επίπεδο και στη συμπεριφορά χρήσης αλκοόλ. Αυτή η διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει με έναν από τους δύο γενικούς τρόπους. Καταρχήν, η ανώτερη εκπαιδευτική και επαγγελματική κατάσταση μπορεί να υποδηλώνει ύπαρξη αυξημένου αριθμού εναλλακτικών τρόπων για ενίσχυση από άλλες συμπεριφορές και όχι από την κατανάλωση αλκοόλ. Έρευνες στα οικονομικά της συμπεριφοράς (behavioral economics) έχουν δείξει ότι η πρόσβαση σε άλλους ενισχυτικούς παράγοντες μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις προτιμήσεις κατανάλωσης αλκοόλ (Vuchinich & Tucker 1988). Ο Goldman και οι συνεργάτες του (1999) υποστηρίζουν ότι ένας μηχανισμός με τον οποίο οι προσδοκίες από το αλκοόλ μπορούν να μεταβληθούν είναι μέσω της ανταγωνιστικής επιρροής άλλων ενισχυτικών παραγόντων. Η αύξηση των διαθέσιμων ενισχυτικών παραγόντων εκτός του αλκοόλ είναι πιθανό να μειώσει την προσδόκιμη θετική ενίσχυση από τη χρήση αλκοόλ σε σχέση με άλλες εναλλακτικές επιλογές συμπεριφοράς. Η αξιοποίηση αυτών των ενισχυτικών παραγόντων μπορεί επίσης να μειώσει τους διαθέσιμους πόρους και χρόνο για χρήση αλκοόλ. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν το είδωλο στον καθρέφτη της διαδικασίας δημιουργίας της προσδοκίας –καθώς θα υπάρχει και θα βιώνεται περισσότερη θετική ενίσχυση από συμπεριφορές άλλες εκτός από τη χρήση αλκοόλ, έτσι ο συσχετισμός ανάμεσα στο αλκοόλ και τα θετικά αποτελέσματα μειώνεται.

Κατά δεύτερον, ενδέχεται οι αλλαγές στην εκπαιδευτική / επαγγελματική λειτουργικότητα να συνδέονται με μεταβολές και στο κοινωνικό επίπεδο. Το κοινωνικό περιβάλλον, η έμμεση μάθηση (vicarious learning) και η κοινωνική ενίσχυση για κατανάλωση αλκοόλ αποτελούν θεμελιώδη επιρροή στη διαμόρφωση των προσδοκιών από το αλκοόλ. Οι αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον, όπως είναι η μείωση του αριθμού των ομοτίμων που κάνουν χρήση αλκοόλ, η μείωση της ποσότητας σοβαρής κατανάλωσης αλκοόλ στην ομάδα των ομοτίμων, ή η κοινωνική δεκτικότητα/ αποδοχή της σοβαρής χρήσης αλκοόλ θα είχαν ως αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση της θετικής προσδοκίας από το αλκοόλ. Αυτή η αλλαγή, επίσης, μπορεί να οδηγήσει στην έναρξη μιας διαδικασίας ανατροφοδότησης, όπου η απουσία παραδειγματισμού και κοινωνικής ενίσχυσης για  σοβαρή χρήση αλκοόλ μειώνει την αναμενόμενη ενίσχυση από το αλκοόλ, το οποίο με τη σειρά του περιορίζει την πιθανότητα έκθεσης στη σοβαρή χρήση αλκοόλ.

 

Η μελέτη

Διερευνήσαμε τη σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στις θετικές προσδοκίες από το αλκοόλ και στην κατανάλωση αλκοόλ για ένα διάστημα δύο ετών, σε άτομα που βρίσκονταν κατά την περίοδο της νεαρής ενήλικης ζωής. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από μια διαχρονική μελέτη που εστίασε στη λειτουργικότητα στους διάφορους ρόλους της ζωής και στη χρήση ουσιών την περίοδο μετάβασης από την εφηβεία στη νεαρή ενήλικη ζωή (για περιγραφή βλέπε Brown et al. 1994). Κατά τη διάρκεια αυτής της αναπτυξιακής περιόδου είναι εμφανείς οι σημαντικές τάσεις αύξησης και μείωσης της χρήσης ουσιών (Gotham et al. 1997; Johnston et al. 1999).

Ελέγξαμε ένα μοντέλο αμοιβαιότητας και ένα μοντέλο διαμεσολάβησης, όσον αφορά το ρόλο των προσδοκιών κατά τις σημαντικές μεταβάσεις στη ζωή (εκπαίδευση και εργασία) σε σχέση με την εμπλοκή με το αλκοόλ. Αυτά τα δύο μοντέλα δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, επιχειρήματα υπάρχουν είτε για το ένα είτε και για τα δύο μοντέλα. Το μοντέλο αμοιβαιότητας στηρίζεται στην υπόθεση ότι η ακαδημαϊκή / επαγγελματική απόδοση και η εμπλοκή με το αλκοόλ αλληλεπιδρούν μέσα στο χρόνο. Υποθέτουμε ότι τα άτομα με μεγαλύτερη ακαδημαϊκή / επαγγελματική λειτουργικότητα θα είχαν μικρότερη εμπλοκή με το αλκοόλ κατά το follow-up. Θέτουμε το ερώτημα ότι στο follow-up η μεγαλύτερη εμπλοκή με το αλκοόλ σχετίζεται με τη χαμηλότερη ακαδημαϊκή / επαγγελματική απόδοση. Οι θετικές προσδοκίες από το αλκοόλ υποθέσαμε ότι σχετίζονταν με αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ μέσα στο χρόνο. Τα άτομα με μεγαλύτερη εκπαιδευτική και επαγγελματική λειτουργικότητα εκτιμήσανε ότι είχαν μικρότερες προσδοκίες από το αλκοόλ μέσα στο χρόνο. Υποθέσαμε ότι οι προσδοκίες από το αλκοόλ δεν θα επηρέαζαν τη μελλοντική εκπαιδευτική ή επαγγελματική λειτουργικότητα.

Στο μοντέλο διαμεσολάβησης, αναρωτιόμαστε εάν προσδοκίες ερμηνεύουν σημαντικές διακυμάνσεις στη σχέση της εκπαίδευσης / εργασίας με το αλκοόλ μέσα στο χρόνο. Η εκπαίδευση / εργασία τη χρονική στιγμή 1 υποθέσαμε ότι έχει αρνητική σχέση και με τις προσδοκίες και με την κατανάλωση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 2. Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση / εργασία τη χρονική στιγμή 1 και η κατανάλωση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 2 θεωρήσαμε ότι ερμηνεύεται πλήρως από τη σχέση της εκπαίδευσης / εργασίας με τις προσδοκίες.

Αυτές οι υποθέσεις ελέγχθηκαν ξεχωριστά σε δύο δείγματα νεαρών ενηλίκων: άτομα που είχαν λάβει θεραπεία για διαταραχή της χρήσης αλκοόλ ή ουσιών κατά τη διάρκεια της εφηβείας και ένα δείγμα από την κοινότητα που κρίθηκε υψηλού κινδύνου για εξάρτηση από το αλκοόλ βάσει του οικογενειακού ιστορικού εξάρτησης από την ίδια ουσία. Επειδή οι ακαδημαϊκές και οι επαγγελματικές επιδόσεις μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το φύλο, οι υποθέσεις ελέγχθηκαν ξεχωριστά για τους άνδρες και τις γυναίκες. Θεωρήσαμε ότι οι συσχετισμοί της εκπαίδευσης και της εργασίας με τις προσδοκίες για την κατανάλωση αλκοόλ θα ήταν ισχυρότεροι για τα άτομα με ιστορικό θεραπείας απεξάρτησης από το αλκοόλ ή τις ουσίες, δεδομένων των περισσότερων πιθανοτήτων για αλλαγές στη συμπεριφορά που σχετίζονται με το αλκοόλ. Έτσι, η διαφοροποίηση στους υπάρχοντες ενισχυτικούς παράγοντες (εκτός του αλκοόλ) και/ή του κοινωνικού-μαθησιακού περιβάλλοντος θα επιδρούσε περισσότερο στην αναμενόμενη προσδοκία από το αλκοόλ για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία.

 

Μεθοδολογία

Συμμετέχοντες

Οι συμμετέχοντες ήταν 172 νεαροί ενήλικες από μία εν εξελίξει διαχρονική μελέτη σχετικά με τη μακροπρόθεσμη πορεία της θεραπείας απεξάρτησης των εφήβων από τη χρήση ουσιών και αλκοόλ (Βλέπε Brown et al. 1994). Για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία (n=100), οι συμμετέχοντες αναζητήθηκαν σε τρία θεραπευτικά προγράμματα εφήβων για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών στην πόλη του San Diego, Καλιφόρνια, ΗΠΑ. Το δείγμα συμμετεχόντων από την κοινότητα (n=72) συγκεντρώθηκε με διαφημίσεις που αναρτήθηκαν σε χώρους συναφείς με τα θεραπευτικά προγράμματα. Τα άτομα που συγκεντρώθηκαν από την κοινότητα επιλέχθηκαν, έτσι ώστε να έχουν κατά την εισαγωγή τα ίδια χαρακτηριστικά με το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, όσον αφορά την ηλικία, την εθνικότητα, το φύλο την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και το οικογενειακό ιστορικό εξάρτησης από το αλκοόλ. Οι συμμετέχοντες που πραγματοποίησαν την αξιολόγηση follow-up στα έξι χρόνια (χρονική στιγμή 1) και στα οκτώ χρόνια (χρονική στιγμή 2) μετά την αρχική συνέντευξη συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Αυτές οι χρονικές στιγμές επιλέχθηκαν, με στόχο να ελεγχθεί η υπόθεση κατά τη διάρκεια της νεαρής ενήλικης ζωής (μέσος όρος ηλικίας=22–24 έτη), όταν είχε ολοκληρωθεί η εκπαιδευτική διαδικασία για την πλειοψηφία των νεαρών ενηλίκων.

Οι συμμετέχοντες που είχαν λάβει θεραπεία πληρούσαν τα κριτήρια της διαταραχής αλκοόλ σύμφωνα με το DSM-III-R [Σύλλογος Αμερικανών Ψυχιάτρων (APA) 1987]. Την περίοδο της θεραπείας, το 94% αυτών των νέων πληρούσε επίσης τα κριτήρια τεσσάρων ή περισσοτέρων συμπτωμάτων εξάρτησης σύμφωνα με το DSM-III-R. Το δείγμα της κοινότητας επιλέχθηκε να μην πληροί τις προϋποθέσεις για διαταραχές χρήσης αλκοόλ και ουσιών. Οι συμμετέχοντες και στα δύο δείγματα επιλέχθηκαν να μην παρουσιάζουν ψυχιατρικές διαταραχές του Άξονα Ι, με εξαίρεση τη διαταραχή συμπεριφοράς.

Για κάθε συμμετέχοντα, επιλέχθηκε και συμπεριλήφθηκε στη μελέτη ένα οικείο πρόσωπο (ΟΠ) για τη διασταύρωση των πληροφοριών. Τη χρονική στιγμή 1, οι ΟΠ ήταν συνήθως οι γονείς που ζούσαν με τον συμμετέχοντα (94%), σε ποσοστό 3% ήταν σύντροφοι που έμεναν μαζί του και σε ποσοστό 2% ήταν άλλοι συγγενείς (π.χ. αδέρφια), ενώ σε ποσοστό 1% ήταν συγκάτοικοι. Ήταν απαραίτητο όλα τα πρόσωπα αναφοράς να διαμένουν με ή να έχουν συχνή επαφή με το συμμετέχοντα.

Οι συμμετέχοντες που είχαν λάβει θεραπεία ήταν πιθανότερο να είναι άνδρες (59% έναντι 42%), αλλά δεν διέφεραν από το δείγμα της κοινότητας όσον αφορά την ηλικία ή την εθνικότητα. Το δείγμα ήταν κατά 48% γυναίκες και 52% άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 22,12 έτη (SD=1.6) τη χρονική στιγμή 1, ποσοστό 86% των συμμετεχόντων ήταν καυκάσιοι, 8% Λατίνοι, 4% Αφρο-αμερικανοί και 2% άλλης εθνικότητας / φυλής.

 

Μετρήσεις

Χρήση αλκοόλ

Η χρήση αλκοόλ εκτιμήθηκε με το προσαρμοσμένο ερωτηματολόγιο για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών (CDDR; Brown et al. 1998), ένα εργαλείο με αξιοπιστία και εγκυρότητα για τον πληθυσμό εφήβων και νεαρών ενηλίκων. Στις αναλύσεις της παρούσας μελέτης, συμπεριλήφθηκαν τέσσερις μετρήσεις: ποσότητα και συχνότητα χρήσης αλκοόλ (μπύρα, κρασί και αλκοολούχα ποτά) τις τελευταίες 90 ημέρες, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κατανάλωση αλκοόλ οδηγεί σε μέθη και τη συνολική τακτική κατηγοριοποίηση του παρόντος τρόπου χρήσης αλκοόλ (π.χ. είναι σε αποχή, δεν κάνει συχνή χρήση, κάνει προβληματική χρήση, κ.λπ.).

Για να απλοποιηθούν οι αναλύσεις συσχετισμού και πορείας, χρησιμοποιήθηκε επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων, έτσι ώστε να συνδυαστούν αυτές οι τέσσερις μεταβλητές ως ένας παράγοντας σε κάθε χρονική στιγμή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένα μοντέλο με έναν παράγοντα ταίριαζε ικανοποιητικά και για τις δύο χρονικές στιγμές (συγκριτικός δείκτης προσαρμογής (Bentler 1990) = 0.91 (χρονική στιγμή 1), 0.89 (χρονική στιγμή 2)). Οι τιμές του παράγοντα υπολογίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως μέτρο αναφορικά με τη χρήση αλκοόλ για τη συσχέτιση και τις αναλύσεις πορείας.

 

Προσδοκίες από το αλκοόλ

Οι προσδοκίες από το αλκοόλ εκτιμήθηκαν με βάση το αναθεωρημένο ερωτηματολόγιο 90 ερωτήσεων για τις προσδοκίες από το αλκοόλ (AEQ: Alcohol Expectancies Questionnaire, Brown et al. 1980). Αυτό το εργαλείο εκτιμά έξι τομείς θετικών προσδοκιών: συνολικές θετικές αλλαγές, σεξουαλική ενίσχυση, κοινωνική και σωματική ευχαρίστηση, ικανότητα διεκδίκησης σε κοινωνικό επίπεδο, χαλάρωση και διέγερση / επιθετικότητα. Οι συμμετέχοντες απάντησαν στις ερωτήσεις στην πεντάβαθμη κλίμακα Likert (1, διαφωνώ εντελώς, 5, συμφωνώ απολύτως), όπου οι υψηλότερες βαθμολογίες αντιπροσώπευαν μεγαλύτερη συμφωνία με τις θετικές προσδοκίες από το αλκοόλ. Οι ψυχομετρικές ιδιότητες του ερωτηματολογίου των προσδοκιών από το αλκοόλ είναι ήδη γνωστές (Goldman et al. 1997). Οι επιμέρους τιμές της κλίμακας αθροίστηκαν με στόχο να έχουμε μια συνολική βαθμολογία AEQ που χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις αναλύσεις.

 

Εκπαίδευση και απασχόληση

Στοιχεία για την εκπαίδευση, την απασχόληση και τις δημογραφικές πληροφορίες συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια δομημένων συνεντεύξεων στις δύο χρονικές στιγμές που πραγματοποιήθηκαν οι αξιολογήσεις μεσω Δομημένης Κλινικής Συνέντευξης (Structured Clinical Interview, Brown et al. 1994). Το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων υπολογίστηκε με μια πεντάβαθμη κλίμακα (που κυμαινόταν από: «διέκοψε το σχολείο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έως αποφοίτησε από το κολέγιο») όσον αφορά το τωρινό εκπαιδευτικό επίπεδο και με μια επτάβαθμη κλίμακα για το προσδοκώμενο εκπαιδευτικό επίπεδο: «πήγε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση» έως «ολοκλήρωσε διδακτορική διατριβή», για να εκτιμηθούν τα μελλοντικά σχέδια για εκπαίδευση και οι φιλοδοξίες. Κάθε συμμετέχοντας εντάχθηκε σε μία από τις έξι επαγγελματικές κατηγορίες, όπως ορίζονται από το δείκτη του Hollingshead (Hollingshead 1965). Στοιχεία αναφορικά με το συνολικό αριθμό ωρών, που εργάστηκε ο συμμετέχοντας τον προηγούμενο χρόνο, συγκεντρώθηκαν για κάθε χρονική στιγμή, ενώ οι ετήσιες αποδοχές των συμμετεχόντων συγκεντρώθηκαν τη χρονική στιγμή 2. Οι μεταβλητές για την εκπαίδευση και την απασχόληση κωδικοποιήθηκαν, έτσι ώστε οι υψηλότερες τιμές να υποδηλώνουν αντίστοιχες επιδόσεις (δηλ. υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, μισθό).

 

Διαδικασία 

Έγγραφη συγκατάθεση δόθηκε από κάθε συμμετέχοντα ξεχωριστά, καθώς και από το ΟΠ πριν από τη συμμετοχή τους στη μελέτη. Από όσους ήταν σε θέση να συμμετέχουν στη μελέτη, ποσοστό 98% των συμμετεχόντων είχαν ένα ΟΠ, το οποίο συμφωνούσε να συμμετέχει στη μελέτη. Ο καθένας πληρωνόταν ξεχωριστά για τη συμμετοχή του.

Τόσο το δείγμα αναφοράς όσο και τα πρόσωπα αναφοράς συμμετείχαν στη δομημένη κλινική συνέντευξη και στο ερωτηματολόγιο για τη χρήση αλκοόλ και ουσιών και τις δύο χρονικές στιγμές 1 και 2. Τα πρόσωπα αναφοράς παρείχαν παράλληλα με τον συμμετέχοντα πληροφορίες για την εκπαίδευση, την απασχόληση και τη χρήση αλκοόλ του δείγματος αναφοράς. Διαφορετικοί συνεντευκτές παρευρίσκονταν στο δείγμα αναφοράς και στα ΟΠ για τη διασφάλιση του απορρήτου και τη διευκόλυνση της αυτό-αποκάλυψης. Επιπλέον, για να ενισχυθεί η ακρίβεια των αυτό-αναφορών, οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν ότι μπορεί να ληφθεί και δείγμα ούρων μετά τη συνέντευξη. Ανάλυση ούρων έγινε τυχαία στο 15% του δείγματος. Οι τιμές για τις μεταβλητές: εκπαίδευση, απασχόληση και χρήση αλκοόλ που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη στηρίχθηκαν στα δεδομένα τόσο του δείγματος αναφοράς όσο και των προσώπων αναφοράς. Για τις μεταβλητές σχετικά με το αλκοόλ εφαρμόστηκε μια συντηρητική προσέγγιση, έτσι ώστε η αποδοχή είτε από το δείγμα αναφοράς είτε από το ΟΠ να κωδικοποιούνται ως θετική απάντηση. Το AEQ και αρκετά ακόμη εργαλεία αξιολόγησης στάλθηκαν στους συμμετέχοντες πριν από τη συνέντευξη και επιστράφηκαν, όταν είχαν συμπληρωθεί ή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

 

Πίνακας 1 ΕΔΩ

 

Πίνακας 1 Συσχετισμοί των SES μεταβλητών με την προσδοκία από το αλκοόλ και την κατανάλωση αλκοόλ ανά ομάδα.

 

A/E: Χρήση αλκοόλ ή προσδοκία, ED: Εκπαίδευση, Occ: Απασχόληση HW: ώρες απασχόλησης, Sal: μισθός, Alc: χρήση αλκοόλ. * p < 0.05; ** p < 0.01.

 

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 

Οι μεταβλητές  από το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία συγκρίθηκαν για κάθε χρονική στιγμή με το δείγμα από την κοινότητα. Αυτές οι ομάδες διέφεραν ιδιαίτερα στο επίπεδο συμμετοχής στην εκπαίδευση, συνολικής βαθμολογίας προσδοκιών καθώς και στις περισσότερες μετρήσεις για την εμπλοκή με το αλκοόλ (όλοι ps < 0.05). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις μετρήσεις για την απασχόληση. Από το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, ο μέσος όρος των συμμετεχόντων κατανάλωνε 55 ποτά σε 11 περιστάσεις το μήνα τη χρονική στιγμή 1, σε σύγκριση με 25 ποτά σε 12 περιστάσεις το μήνα από το δείγμα της κοινότητας. Από το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία το 46% περιγράφει τον εαυτό του ως άτομο που κάνει σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ ή αλκοολικό τη χρονική στιγμή 1, σε σύγκριση με το 26% από το δείγμα της κοινότητας. Ο μέσος συμμετέχοντας και στα δύο δείγματα είχε φοιτήσει για κάποιο διάστημα σε κολέγιο, περιέγραφε την απασχόλησή του στο επίπεδο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και ανέφερε μισθό που κυμαινόταν από $10.000 έως $25.000 ανά έτος.

Ακόμη ελέγχθηκαν οι μεταβλητές αυτές όσον αφορά τις διαφορές των φύλων ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Όσον αφορά το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, οι άντρες είχαν υψηλότερες προσδοκίες από το αλκοόλ (χρονική στιγμή 1) και τη χρήση του. Επίσης, είχαν υψηλότερες τιμές σε αρκετές μεταβλητές σχετικά με την απασχόληση [δηλ. μισθός, ώρες εργασίας, επίπεδο απασχόλησης (χρονική στιγμή 1)]. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων για τις μεταβλητές της εκπαίδευσης στο δείγμα που είχε λάβει θεραπεία. Για το δείγμα της κοινότητας, καμία από τις μεταβλητές της μελέτης δεν εμφάνισε διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα.

 

Οι σχέσεις ανάμεσα στη χρήση αλκοόλ, στην εκπαίδευση, στην απασχόληση και στις προσδοκίες

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι διμεταβλητοί συσχετισμοί των μεταβλητών για την εκπαίδευση και την απασχόληση, για τη χρήση αλκοόλ και τις προσδοκίες. Για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης επιβεβαίωσαν την υπόθεσή μας. Τη χρονική στιγμή 1 η εκπαίδευση εμφάνισε σημαντική αρνητική συσχέτιση με τη χρήση αλκοόλ και την προσδοκία από το αλκοόλ, τόσο στην κάθε χρονική στιγμή ξεχωριστά όσο και ανάμεσα στις χρονικές στιγμές. Η χρήση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 1 εμφάνισε αρνητική συσχέτιση με την εκπαίδευση τη χρονική στιγμή 2 για το δείγμα της κοινότητας. Οι συσχετισμοί ανάμεσα στην εκπαίδευση και στη χρήση αλκοόλ δεν ήταν σημαντικοί. Ωστόσο, η εκπαίδευση τη χρονική στιγμή 1 συνδέθηκε αρνητικά με τις προσδοκίες από το αλκοόλ τόσο κατά τη διάρκεια όσο και σε μήκος χρόνου για αυτό το δείγμα. Και για τα δύο δείγματα, η χρήση αλκοόλ και οι προσδοκίες από το αλκοόλ εμφάνισαν σημαντική θετική συσχέτιση τόσο κατά τη διάρκεια όσο και σε μήκος χρόνου.

 

Σχήμα 1

Οι τιμές αποτελούν εκτιμητές ημιμερικών παραμέτρων των αναλύσεων πορείας. Οι τιμές αριστερά από την κάθετο αφορούν στο δείγμα που είχε λάβει θεραπεία (n=100), ενώ οι τιμές δεξιά της καθέτου αφορούν στο δείγμα της κοινότητας (n = 72). Για την απλοποίηση της παρουσίασης οι ενδιάμεσοι χρονικοί συσχετισμοί και οι εκτιμήσεις σφάλματος έχουν παραληφθεί.

*p < 0.05; ** p < 0.01.

 

Αντίθετα με τις υποθέσεις μας, οι συσχετισμοί των μετρήσεων για την απασχόληση με τη χρήση αλκοόλ δεν ήταν σημαντικοί. Ο μισθός τη χρονική στιγμή 2 σχετίστηκε με τις προσδοκίες το ίδιο χρονικό διάστημα και για τα δύο δείγματα. Ωστόσο, το επίπεδο απασχόλησης εμφάνισε συσχέτιση με την προσδοκία από το αλκοόλ μόνο για το δείγμα της κοινότητας. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι παράγοντες της απασχόλησης μπορεί να σχετίζονται με την προσδοκία από το αλκοόλ, όμως δεν έχουν παράλληλο συσχετισμό με τη συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ των νεαρών ενηλίκων αυτής της ηλικιακής ομάδας.

 

Μοντέλο αμοιβαιότητας 

Οι αναλύσεις πορείας έγιναν με τη χρήση του EQS (Bentler & Wu 1995) πραγματοποιήθηκαν, με στόχο να ελεγχθεί η αμοιβαιότητα των επιδράσεων ανάμεσα στην εκπαίδευση, στην προσδοκία από το αλκοόλ και στη συμπεριφορά που σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ μέσα στο χρόνο. Δεν πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις για τις μεταβλητές που αφορούσαν την απασχόληση, καθώς οι συσχετισμοί έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές σχέσεις με τη χρήση αλκοόλ σε κανένα δείγμα.

Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις του μοντέλου αμοιβαίας επίδρασης ξεχωριστά για τα δύο δείγματα. Για δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, τόσο η εκπαίδευση όσο και η χρήση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 1 εμφάνισαν μοναδικούς συσχετισμούς με τις προσδοκίες τη χρονική στιγμή 2, ενώ η κατανάλωση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 1 εμφανίζει συσχέτιση με το εκπαιδευτικό επίπεδο τη χρονική στιγμή 2, η αμοιβαία επίδραση της επιρροής της εκπαίδευσης στη μετέπειτα χρήση αλκοόλ δεν ήταν σημαντική. Για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, η προσδοκία από το αλκοόλ δεν προέβλεπε τη μελλοντική χρήση αλκοόλ, ανεξάρτητα από την προηγούμενη κατανάλωση. Για το δείγμα της κοινότητας, μόνο η εκπαίδευση τη χρονική στιγμή 1 και η προσδοκία από το αλκοόλ τη χρονική στιγμή 2 σχετίζονταν.

 

Συγκρίσεις του μοντέλου ανά δείγμα και ανάλογα με το φύλο

Χρησιμοποιήθηκε έλεγχος αμεταβλητότητας (Invariance testing) (Hoyle & Smith 1994), για να συγκριθούν οι εκτιμήσεις των παραμέτρων για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία και το δείγμα της κοινότητας, καθώς και ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες που συμμετέχουν. Ο έλεγχος αμεταβλητότητας περιλαμβάνει την εκτίμηση του μοντέλου ταυτόχρονα και για τις δύο ομάδες, με τον περιορισμό ότι οι εκτιμήσεις των παραμέτρων ήταν ίσες. Το περιορισμένο μοντέλο μπορεί στη συνέχεια να συγκριθεί με ένα μοντέλο δύο ομάδων χωρίς παρόμοιο περιορισμό χρησιμοποιώντας τον έλεγχο x2. Εάν η διαφορά του x2 είναι σημαντική ανάμεσα στα δύο μοντέλα, τότε αυτοί οι περιορισμοί όσον αφορά την ισότητα δεν είναι ακριβείς και οι εκτιμήσεις των παραμέτρων για τις δύο ομάδες διαφέρουν σημαντικά.

Τα αποτελέσματα από τη σύγκριση των δύο δειγμάτων έδειξαν ότι οι εκτιμήσεις των παραμέτρων δεν ήταν ίσες ανάμεσα στις ομάδες [x2 (8)=19.03, p < 0.05]. Ο έλεγχος των περιοριστικών παραμέτρων ξεχωριστά έδειξε ότι η παλινδρόμηση των προσδοκιών [x2 (1) = 8.13, p < 0.01] και η χρήση αλκοόλ [x2 (1)=3.14, p < 0.05] ήταν σημαντικά υψηλότερές για το δείγμα της κοινότητας [προσδοκία: 0.75 (CS) και 0.41 (TS), Χρήση αλκοόλ: 0.66 (CS) και 0.34 (TS)]. Άρα, τα επίπεδα χρήσης αλκοόλ και οι προσδοκίες ήταν πιο σταθερές μέσα στο χρόνο για το δείγμα της κοινότητας από ό,τι για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία.

Επιπλέον, ο έλεγχος αμεταβλητότητας χρησιμοποιήθηκε για να συγκριθούν οι εκτιμήσεις των παραμέτρων για τους άνδρες και τις γυναίκες. Τα αποτελέσματα αυτών των δοκιμών έδειξαν ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις μεταβλητές της μελέτης δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις ομάδες [x2 (8)=14.29, NS], γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εκτιμήσεις των παραμέτρων του μοντέλου είναι παρεμφερείς για τους άνδρες και τις γυναίκες.

 

Σχήμα 2

Οι τιμές αποτελούν εκτιμητές ημιμερικών παραμέτρων των αναλύσεων πορείας για το δείγμα που έχει λάβει θεραπεία (n = 100). * p < 0.05; ** p < 0.01.

 

Οι επιπτώσεις της προσδοκίας στη σχέση εκπαίδευση-κατανάλωση αλκοόλ

Τέλος, εκτιμήσαμε ένα μοντέλο διαμεσολάβησης, για να ελέγξουμε την υπόθεση ότι η εκπαίδευση επηρεάζει τη χρήση αλκοόλ μέσω της επίδρασης στις προσδοκίες από το αλκοόλ. Αυτό το μοντέλο (Σχήμα 2) υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση τη χρονική στιγμή 1 σχετίζεται άμεσα με τη χρήση αλκοόλ τη χρονική στιγμή 2 αλλά και με τις προσδοκίες τη χρονική στιγμή 2. Αυτό το μοντέλο υποστηρίζει επίσης ότι η σχέση της εκπαίδευσης με τις προσδοκίες τη χρονική στιγμή 2 είναι μοναδική, ανεξάρτητα από τις προσδοκίες της χρονικής στιγμής 1. Το μοντέλο διαμεσολάβησης ελέγχθηκε μόνο για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, καθώς η εκπαίδευση τη χρονική στιγμή 1 και η κατανάλωση τη χρονική στιγμή 2 δεν εμφάνισαν σημαντική διμεταβλητή σχέση για το δείγμα της κοινότητας.

Στο σχήμα 2 παρουσιάζονται οι παράμετροι εκτίμησης για το μοντέλο διαμεσολάβησης. Όπως είχε υποτεθεί η εκπαίδευση εμφάνισε ιδιαίτερη αρνητική σχέση με τις προσδοκίες, και οι προσδοκίες εμφάνιζαν θετική σχέση με τη χρήση αλκοόλ. Η διαχρονική συσχέτιση εκπαίδευσης- κατανάλωσης μεταβλήθηκε από -0.21 (διμεταβλητή) σε -0.13. Το EQS παρέχει έναν έλεγχο Z της διαμεσολαβητικής (έμμεσης) επίδρασης της ανεξάρτητης μεταβλητής στην εξαρτημένη μέσω άλλων μεταβλητών στο μοντέλο. Στο μοντέλο που προτάθηκε, η έμμεση επίδραση της εκπαίδευσης στο αλκοόλ ήταν μέσω των προσδοκιών. Αυτός ο έλεγχος ήταν σημαντικός (Z=– 1.85, p < 0.05, μιας κατεύθυνσης), καθώς έδειξε ότι οι προσδοκίες από το αλκοόλ αποτέλεσε εν μέρει παράγοντα διαμεσολάβησης στη σχέση εκπαίδευσης-κατανάλωσης αλκοόλ για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία.

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η παρούσα μελέτη διερεύνησε το βαθμό στον οποίο οι αλλαγές στους ρόλους εκπαίδευσης και απασχόλησης και η λειτουργικότητα στη νεαρή ενήλικη ζωή σχετίζονται με αλλαγές στην εμπλοκή με το αλκοόλ σε μια χρονική περίοδο διάρκειας 2 ετών. Ελέγξαμε ένα μοντέλο, όπου οι εκπαιδευτικές και οι εργασιακές επιδόσεις υποθέσαμε ότι είχαν αμοιβαίες μακροχρόνιες σχέσεις με τη συμπεριφορά που σχετίζεται με το αλκοόλ, καθώς και ένα μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο οι αλλαγές στη λειτουργικότητα μπορεί να επηρεάσουν την εμπλοκή με το αλκοόλ —αλλάζοντας την προσδοκώμενη ενίσχυση από τη χρήση αλκοόλ. Αυτά τα μοντέλα ελέγχθηκαν ξεχωριστά για ένα δείγμα που είχε στο παρελθόν λάβει θεραπεία και ένα δείγμα νεαρών ενηλίκων από την κοινότητα.

Η υπόθεσή μας ότι η εκπαίδευση και η συμπεριφορά χρήσης αλκοόλ θα εμφάνιζαν συσχετισμό, υποστηρίχθηκε για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία αλλά όχι για το δείγμα της κοινότητας. Είχαμε υποθέσει ότι η εκπαίδευση θα είχε σημαντική επίδραση στην κατανάλωση αλκοόλ από τους νεαρούς ενήλικες με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ. Για αυτά τα άτομα, η ακαδημαϊκή πρόοδος είναι πιο πιθανό να αντανακλά αλλαγές στο επίπεδο της κοινωνικής μάθησης η οποία ενισχύει την έκθεση σε μια ομάδα ομοτίμων με μεγαλύτερη ποικιλομορφία, αυξάνει το επίκεντρο των μελλοντικών παραγόντων ενίσχυσης ή τη διαθεσιμότητα άλλων παραγόντων ενίσχυσης. Αυτές οι αλλαγές λοιπόν, θα επέφεραν ακόμη μεγαλύτερες επιρροές  μέσα στο χρόνο για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία. Το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία επίσης, ήταν σημαντικά χαμηλότερα αποτελέσματα σε ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά την πρώτη αξιολόγηση, όταν ο μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 22 έτη. Αυτό μπορεί να αντανακλά την επίδραση της κατάχρησης ουσιών κατά τη διάρκεια σημαντικών περιόδων ανάπτυξης, όπως είναι η φοίτηση ή η ολοκλήρωση του κολεγίου. Το γεγονός ότι η κατανάλωση αλκοόλ είχε μια μοναδική και σταθερή σχέση με τη μετέπειτα εκπαίδευση έδειξε ότι για το δείγμα που είχε λάβει θεραπεία, η συνέχιση της σοβαρής χρήσης αλκοόλ κατά τη διάρκεια της ηλικίας των 20, ασκούσε διαρκή επίδραση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Ωστόσο, για το δείγμα της κοινότητας που έκανε χρήση αλκοόλ σε σημαντικά χαμηλά επίπεδα, η κατανάλωση αλκοόλ δεν συνδεόταν με τη συνέχιση της εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανάπτυξης.

Αντίθετα με τις υποθέσεις μας, οι μεταβλητές για την απασχόληση δεν σχετίζονταν με τη συμπεριφορά χρήσης αλκοόλ για καμία από τις ομάδες  που βρίσκονταν στα μέσα της δεκαετίας των 20 ετών. Προηγούμενες έρευνες δεν έχουν δείξει με συνέπεια τη σχέση ανάμεσα στην απασχόληση και τη χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της νεαρής ενήλικης ζωής (π.χ. Heien & Pittman 1989; Rice 1993; Heien 1996; Gotham et al. 1997). Μια μετα-ανάλυση της εργασιακής κατάστασης σε σχέση με τη συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η σχέση είναι πολύπλοκη και μπορεί να ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ζωής (Temple et al. 1991).

Η περίοδος ανάπτυξης που εξετάστηκε από αυτή τη μελέτη, από τις αρχές μέχρι τα μέσα των είκοσι ετών, χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση από τον εκπαιδευτικό στον επαγγελματικό χώρο. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση και η κατανάλωση αλκοόλ εμφάνισαν συσχέτιση ενώ η απασχόληση και η κατανάλωση αλκοόλ όχι, είναι πιθανό να αντανακλά το ότι οι εκπαιδευτικές επιδόσεις συχνά προηγούνται και επηρεάζουν τις μετέπειτα επαγγελματικές. Η περίοδος αξιολόγησης αυτής της μελέτης μπορεί να μην επαρκεί, έτσι ώστε να προκύπτει η μεταβλητότητα των επαγγελματικών επιδόσεων. Έρευνες (Mullahy & Sindelar 1994) έχουν εξετάσει την υπόθεση ότι οι συσχετισμοί κατανάλωσης αλκοόλ και απασχόλησης οφείλονται σε προηγούμενο συσχετισμό κατανάλωσης αλκοόλ και εκπαίδευσης. Ενδεχομένως, η σχέση κατανάλωσης αλκοόλ και ακαδημαϊκών επιδόσεων φαίνεται εδώ να οδηγεί σε συσχέτιση της κατανάλωσης αλκοόλ και της απασχόλησης στο μέλλον.

Μια άλλη πιθανότητα είναι οι επαγγελματικές κατηγορίες, όπως ορίζονται από τον Hollingshead (1965), να μην είναι αρκετά λεπτομερείς ή να έχουν μια άμεση γραμμική σχέση με τη χρήση αλκοόλ και την κοινωνική ενίσχυση για χρήση. Κάποια επαγγέλματα, που κατατάσσονται υψηλότερα στην κλίμακα του Hollingshead, ίσως είναι πιο «πρόσφορα» (να ενισχύουν περισσότερο) την κατανάλωση αλκοόλ από ό,τι άλλα, είτε με την κοινωνική αποδοχή του αλκοόλ είτε μέσω της μειωμένης ενίσχυσης των εναλλακτικών τρόπων. Μελλοντικές μελέτες μπορούν να διερευνήσουν αυτή την πιθανότητα με συγκριτικές αντιπαραθέσεις της προσδοκίας από το αλκοόλ και της κατανάλωσης σε διάφορα επαγγέλματα.

Η σχέση ανάμεσα στις παλαιότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις και τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ επηρεάστηκε από την προσδοκία από τη χρήση αλκοόλ. Αυτό υποστηρίζει μία από τις βασικές θέσεις της μελέτης: ότι η συνεχιζόμενη εκπαίδευση επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα την αναμενόμενη ενίσχυση από το αλκοόλ, κάτι που επηρεάζει τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με τη χρήση αλκοόλ. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να εκδηλωθεί αυτή η επίδραση. Η εμπλοκή με την εκπαίδευση είναι πιθανόν τελικά να μειώνει την έκθεση στις κοινωνικές επιδράσεις οι οποίες ενισχύουν τη χρήση αλκοόλ, όπως προτείνει ο Kandel στη θεωρία του για τη συμβατότητα των ρόλων (Kandel 1980). Αυτό μπορεί να συμβεί είτε με τη μείωση της παρέας με ομοτίμους που κάνουν σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ και τον περιορισμό των πιθανοτήτων σοβαρής κατανάλωσης αλκοόλ και των σοβαρών κοινωνικών επιπτώσεων της σοβαρής χρήσης αλκοόλ, καθώς συνεχίζεται η εκπαίδευση. Εναλλακτικά, καθώς οι νέοι εξακολουθούν τις ακαδημαϊκές τους προσπάθειες, άλλοι ενισχυτικοί παράγοντες ίσως γίνουν πιο πολύτιμοι ή απαραίτητοι, όπως για παράδειγμα ο καλός μισθός, οι αυξημένοι υλικοί πόροι, τα αυξημένα οφέλη και ευκαιρίες για επιπλέον εκπαιδευτική και επαγγελματική ανάπτυξη. Όλοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες μπορούν να περιορίσουν την ενισχυτική δράση του αλκοόλ στη νεαρή ενήλικη ζωή.

 

Περιορισμοί και προτάσεις για το μέλλον

Αν και η μελέτη αυτή είναι διαχρονική, μόνο οι μετρήσεις από δύο χρονικές στιγμές εντάχθηκαν. Οι υποθέσεις διαμεσολάβησης /επίδρασης ιδανικά ελέγχονται σε τρεις χρονικές στιγμές, που επιτρέπει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην ανεξάρτητη μεταβλητή και την επίδραση, καθώς επίσης και ανάμεσα στη διαμεσολάβηση και στο κριτήριο. Στην παρούσα μελέτη, και οι προσδοκίες και η συμπεριφορά που σχετίζεται με το αλκοόλ ελέγχονται στο ίδιο follow-up. Αν και αυτό αποτελεί περιορισμό της μελέτης αυτής, δεν πιστεύουμε ότι μεταβάλλει την ερμηνεία της βασικής μας υπόθεσης, ότι η σχέση της εκπαίδευσης με τη μελλοντική χρήση αλκοόλ ερμηνεύεται από την προσδοκία από το αλκοόλ. Μελλοντικές μελέτες είναι απαραίτητες, οι οποίες θα περιλαμβάνουν και σημαντικά στοιχεία από την ανάπτυξη στην τρίτη δεκαετία του ατόμου, για να ελεγχθεί επίσης εάν οι προσδοκίες ερμηνεύουν τη σχέση της εκπαίδευσης με τη χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια αυτής της επικίνδυνης για σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ και προβλήματα με το αλκοόλ περιόδου.

Οι αναλύσεις πορείας έδειξαν ότι οι προσδοκίες από το αλκοόλ, αν και εμφάνισαν συσχέτιση με τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ, δεν εμφάνισαν άμεση σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ ανεξάρτητα από την αυτοπαλινδρόμηση της κατανάλωσης αλκοόλ. Προηγούμενες μελέτες με εφήβους από δείγμα της κοινότητας έχουν βρει σημαντικούς, μοναδικούς συσχετισμούς ανάμεσα στην προσδοκία και στην κατανάλωση μέσα στο χρόνο (Smith et al. 1995). Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στις προσδοκίες και στην κατανάλωση αλκοόλ σε μελλοντική περίοδο ανάπτυξης, όταν τόσο η κατανάλωση αλκοόλ όσο και οι προσδοκίες από το αλκοόλ έχουν ήδη καθιερωθεί, παραμένει ασαφής. Ενώ οι περισσότεροι ερευνητές της γνωσιακής-κοινωνικής πτυχής της χρήσης αλκοόλ (π.χ. Sher et al. 1996; Goldman et al. 1999) υποθέτουν ότι οι προσδοκίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της κατανάλωσης ουσιών στην ενήλικη ζωή, καμιά μελέτη δεν έχει παρουσιάσει τις καλύτερες χρονικές στιγμές ή διαστήματα αξιολόγησης κατά τη διερεύνηση της κατανάλωσης αλκοόλ για το διάστημα ανάμεσα στα 20 και 30 έτη. Η χρονική περίοδος των αξιολογήσεων μπορεί να επηρεάσει το βαθμό στον οποίο οι προσδοκίες επιδρούν στις προηγούμενες επιδράσεις της κατανάλωσης. Με μεγαλύτερα διαστήματα μετρήσεων (3 ή περισσότερα χρόνια), οι προσδοκίες δείχνουν να έχουν μια έντονη μακροχρόνια επίδραση στη συμπεριφορά που αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, ενώ σε συντομότερα διαστήματα υψηλότερο επίπεδο της διακύμανσης της κατανάλωσης αλκοόλ εξηγείται από την επίδραση της αυτοπαλινδρόμησης στην προηγούμενη κατανάλωση αλκοόλ. Αυτή η μελέτη σχεδιάστηκε με στόχο να εστιάσει σε μια περίοδο ανάπτυξης κατά την οποία πολλοί νεαροί ενήλικες αρχίζουν να αλλάζουν τους ρόλους της ζωής τους (ολοκληρώνουν την εκπαίδευσή τους, εντάσσονται στον εργασιακό χώρο, αναλαμβάνουν πλήρως την οικονομική ευθύνη για τη ζωή τους) και αλλάζουν τη συμπεριφορά που σχετίζεται με τη χρήση ουσιών (Gotham et al. 1997). Ωστόσο, η χαμηλή διακύμανση στο επίπεδο της απασχόλησης (< 10% στις δύο κυριότερες επαγγελματικές κατηγορίες) υποδηλώνει ότι οι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να συμπεριλάβουν μεταγενέστερες ή μεγαλύτερες περιόδους της μετάβασης στην απασχόληση, έτσι ώστε να αξιολογηθεί πληρέστερα ο συσχετισμός ανάμεσα στην απασχόληση και στην εμπλοκή με το αλκοόλ. Επιπλέον, έρευνες χρειάζονται για να ελεγχθεί εάν η μη σημαντική σχέση ανάμεσα στην απασχόληση και την κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί αποτέλεσμα της περιόδου ανάπτυξης που αξιολογήθηκε από αυτή τη μελέτη. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, μπορεί οι συσχετισμοί ανάμεσα στην εκπαίδευση και την κατανάλωση αλκοόλ που εντοπίστηκαν να αποτελούν παράγοντα πρόβλεψης για μελλοντική σύνδεση ανάμεσα στην απασχόληση και στην κατανάλωση αλκοόλ.

Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας των 20 ετών βρέθηκε ότι σχετίζονται με τη χρήση αλκοόλ και τις προσδοκίες από το αλκοόλ σε δείγμα που είχε λάβει θεραπεία στο παρελθόν. Υποθέτουμε ότι οι προσδοκίες είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η εκπαίδευση επηρεάζει την εμπλοκή με το αλκοόλ. Ωστόσο, δεν έχουμε συγκρίνει τις διαφορετικές διαδικασίες μέσω των οποίων μπορεί να συμβούν (π.χ. αλλαγές κοινωνικού περιεχομένου, έκθεση στο αλκοόλ ή διαθεσιμότητα άλλων παραγόντων ενίσχυσης). Μελλοντικές μελέτες οι οποίες θα συμπεριλάβουν μετρήσεις όπως τα χαρακτηριστικά κοινωνικής στήριξης ή η διαθεσιμότητα άλλων παραγόντων ενίσχυσης από την κατανάλωση αλκοόλ, θα μπορούσαν πιο άμεσα να αξιολογήσουν εάν αποτελεί μηχανισμό μέσω του οποίου η εκπαίδευση επιδρά στις προσδοκίες από το αλκοόλ.

Επιπλέον, η μεταβλητή της εκπαίδευσης που μετρήθηκε σε αυτή τη μελέτη εστιάζει στις επιδόσεις και στα εκπαιδευτικά σχέδια. Μελλοντικές μελέτες μπορούν να αξιολογήσουν τις ιδιαίτερες πτυχές στις εκπαιδευτικές διαδικασίες (εγγραφή, επίπεδο της δέσμευσης με την εκπαίδευση, διαμονή στην πανεπιστημιακή εστία), καθώς και η πολύπλοκη αμφίδρομη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην εκπαιδευτική και την επαγγελματική κατάσταση.

Αρκετές μελέτες για τις προσδοκίες από το αλκοόλ έχουν ελέγξει τις προσδοκίες ως παράγοντα πρόβλεψης της συμπεριφοράς που σχετίζεται με τη χρήση αλκοόλ ανεξάρτητα από τις δημογραφικές μεταβλητές ή τις μεταβλητές που σχετίζονται με το ιστορικό, όπως είναι η εκπαίδευση και η απασχόληση (Christiansen & Goldman 1983; Brown 1985; Thombs 1991). Οι προσδοκίες έχουν επίσης μελετηθεί ως διαμεσολαβητής της σχέσης ανάμεσα τους ρόλους ζωής και την εμπλοκή με το αλκοόλ (Gotham et al. 1997). Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που διερευνά με περισσότερες λεπτομέρειες τη διαδοχική και αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις προσδοκίες από το αλκοόλ και τις μεταβλητές στη νεαρή ενήλικη ζωή. Έτσι, προτείνουμε δύο γενικές υποθέσεις αναφορικά με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η εκπαίδευση μπορεί να επηρεάζει τις προσδοκίες από το αλκοόλ μέσα στο χρόνο. Επιπλέον χρειάζεται να γίνουν μελέτες για να διερευνηθεί εάν υψηλότερα επίπεδα ακαδημαϊκών επιδόσεων επηρεάζουν τη μάθηση που σχετίζεται με το αλκοόλ μέσω αυξημένων ευκαιριών για ενίσχυση από άλλους παράγοντες εκτός από το αλκοόλ, με αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον οι οποίες μεταβάλλουν την έκθεση στο αλκοόλ και την σχετιζόμενη ενίσχυση, ή με κάποιον άλλο μηχανισμό.

 

Ευχαριστίες

Αυτή η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό (NIAAA) αριθμοί επιχορηγήσεων AA0703 και AA12171 προς τη Sandra A. Brown.

 

Παραπομπές

American Psychiatric Association (APA) (1987) Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 3rd edn, rev. Washington DC: APA.

Bachman, J. G., Wadsworth, K. N., O’Malley, P. M., Schulenberg, J. & Johnston, L. D. (1997) Marriage, divorce, and parenthood during the transition to young adulthood: Impacts on drug use and abuse. In: Schulenberg, J., Maggs J. L. & Hyrrelmann, K., eds. Health Risks and Developmental Transitions During Adolescents, pp. 246–279. New York: Cambridge University Press.

Bentler, P. M. (1990) Comparative fit indices in structural models. Psychological Bulletin, 107, 238–246.

Bentler, P. M. & Wu, E. J. C. (1995) EQS for Windows Users Guide. Encino, CA: Multivariate Software, Inc.

Brown, S. A. (1985) Expectancies versus background in the prediction of college drinking practices. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 53, 123–130.

Brown, S. A., Goldman, M. S., Inn, A. & Anderson, L. R. (1980) Expectations of reinforcement from alcohol: their domain and relation to drinking patterns. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 43, 419–426.

Brown, S. A., Myers, M. G., Lippke, L. F., Stewart, D. G., Tapert, S. F. & Vik, P. W. (1998) Psychometric validation of the customary drinking and drug use record (CDDR): a measure of adolescent alcohol and drug involvement. Journal of Studies on Alcohol, 59, 427–439.

Brown, S. A., Myers, M. G., Mott, M. A. & Vik, P. W. (1994) Correlates of success following treatment for adolescent substance abuse. Applied and Preventive Psychology, 3, 61–73.

Brown, S. A., Tapert, S. F., Granholm, E. & Delis, D. C. (2000) Neurocognitive functioning of adolescents: effects of protracted alcohol use. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 24, 164–171.

Christiansen, B. A. & Goldman, M. S. (1983) Alcohol-related expectancies versus demographic/background variables in the prediction of adolescent drinking. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 51, 249–257.

Christiansen, B. A., Smith, G. T., Roehling, P. V. & Goldman, M. S. (1989) Using alcohol expectancies to predict adolescent drinking behavior after one year. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 57, 93–99.

Connors, G. J., Tarbox, A. R. & Faillace, L. A. (1993) Changes in alcohol expectancies and drinking behavior among treated problem drinkers. Journal of Studies on Alcohol, 54, 676– 683.

Crum, R. M., Ensminger, M. E., Ro, M. J. & McCord, J. (1998) The association of educational achievement and school dropout with risk of alcoholism: a twenty-five-year prospective study of inner-city children. Journal of Studies on Alcohol, 59, 318–326.

Droomers, M., Schrijvers, C. T. M., Stronks, K., van de Mheen, D. & Mackenbach, J. P. (1999) Educational differences in excessive alcohol consumption: the role of psychosocial and material stressors. Preventive Medicine: an International Journal of Devoted to Practice and Theory, 29, 1–10.

Frank, S. J., Jacobson, S. & Tuer, M. (1990) Psychological predictors of young adults’ drinking behaviors. Journal of Personality Social Psychology, 59, 770–780.

Goldman, M. S., Darkes, J. & Del Boca, F. K. (1999) Expectancy mediation of biopsychosocial risk for alcohol use and alcoholism. In: Irving Kirsch, E., ed. How Expectancies Shape Experience, pp. 233–262. Washington, DC: American Psychological Association.

Goldman, M. S., Greenbaum, P. E. & Darkes, J. (1997) A confirmatory test of hierarchical expectancy structure and predictive power: discriminant validation of the Alcohol Expectancy Questionnaire. Psychological Assessment, 9, 145–157.

Gotham, H. J., Sher, K. J. & Wood, P. K. (1997) Predicting stability and change in frequency of intoxication from the college years to beyond: individual-difference and role transition variables. Journal of Abnormal Psychology, 106, 619–629.

Heien, D. (1996) The relationship between alcohol consumption and earnings. Journal of Studies on Alcohol, 57, 536–542.

Heien, D. M. & Pittman, D. J. (1989) The economic cost of alcohol abuse: an assessment of current methods and estimates. Journal of Studies on Alcohol, 50, 567–579.

Henderson, M. J., Goldman, M. S., Coovert, M. D. & Carnevalla, N. (1994) Covariance structure models of expectancy. Journal of Studies on Alcohol, 55, 315–326.

Hollingshead, A. B. (1965) Two-Factor Index of Social Position. New Haven, CT: Yale University Press.

Hoyle, R. H. & Smith, G. T. (1994) Formulating clinical research hypotheses as structural equation models: a conceptual overview. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 62, 429–440.

Jessor, R. & Jessor, S. (1977) Problem Behavior and Psychosocial Development: a Longitudinal Study. New York: Academic Press.

Johnston, L. D., O’Malley, P. M. & Bachman, J. G. (1999) Drug trends in 1999 are mixed. Ann Arbor, MI [WWW document]. URL http://www monitoringthefuture org (accessed 9/1/00). University of Michigan News and Information Services.

Jones, B. T. & McMahon, J. (1994) Negative alcohol expectancy predicts post-treatment abstinence survivorship: the whether, when and why of relapse to a first drink. Addiction, 89, 1653–1665.

Kandel, D. B. (1980) Drug and drinking behavior among youth. Annual Review of Sociology, 6, 235–285.

Mullahy, J. & Sindelar, J. L. (1994) Alcoholism and income: the role of indirect effects. Milbank Quarterly, 72, 359–375.

National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism (NIAAA) (1987) Alcohol and Health: Sixth Special Report to the US Congress. Washington, DC: Government Printing Office.

Rice, D. P. (1993) The economic cost of alcohol abuse and alcohol dependence. Alcohol Health and Research World, 17, 10–11.

Sher, K. J., Wood, M. D., Wood, P. K. & Raskin, G. (1996) Alcohol outcome expectancies and alcohol use: a latent variable cross-lagged panel study. Journal of Abnormal Psychology, 105, 561–574.

Smith, G. T., Goldman, M. S., Greenbaum, P. E. & Christiansen, B. A. (1995) Expectancy for social facilitation from drinking: the divergent paths of high-expectancy and low-expectancy adolescents. Journal of Abnormal Psychology, 104, 32–40.

Tapert, S. F. & Brown, S. A. (1999) Neuropsychological correlates of adolescent substance abuse: four-year outcomes. Journal of the International Neuropsychological Society, 5, 481–493.

Temple, M. T., Fillmore, K. M., Hartka, E., Johnstone, B. M. & Leino, E. V. (1991) A meta-analysis of change in marital and employment status as predictors of alcohol consumption on a typical occasion. British Journal of Addiction, 86, 1269–1281.

Thombs, D. L. (1991) Expectancies versus demographics in discriminating between college drinkers: implications for alcohol abuse prevention. Health Education Research, 6, 491–495.

Vuchinich, R. E. & Tucker, J. A. (1988) Contributions from behavioral theories of choice to an analysis of alcohol abuse. Journal of Abnormal Psychology, 97, 181–195.

Williams, C. W. & Wynder, E. L. (1993) A child health report card: 1992. Preventative Medicine, 22, 604–628.

Print Friendly, PDF & Email