Αυστραλία και αλκοόλ: διατηρώντας το μύθο

 

Richard Midford

Μετάφραση Γεωργία Χριστοφίλη

DOI: https://doi.org/10.57160/XZHD6811

Η περίοδος της αποικιοκρατίας

Σε μια διερεύνηση για την ανάδυση της εθνικής ταυτότητας της Αυστραλίας  ο Ward (1978) σχολίασε σχετικά με την κατανάλωση αλκοόλ των πρώτων αποίκων:

«Κρίνοντας από τις σύγχρονες αναφορές, κανένας λαός στον πλανήτη δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ» (σελ. 59)

Αυτή η εικόνα του Αυστραλού που κάνει μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί πλέον μέρος του μύθου της Αυστραλίας και έχει ρίζες από την πρώτη περίοδο των αποικιών. Μόλις αποβιβάστηκαν οι κατάδικοι από τον Πρώτο Στόλο δόθηκε σε όλους μια ειδική μερίδα ρούμι, και αυτό οδήγησε σε μια νύχτα αλκοόλ και κραιπάλης που όμοιά της δεν υπήρξε στην ιστορία της εγκατάστασης αποικιοκρατών (Freeland 1966).

Τις πρώτες μέρες της εποίκισης το αλκοόλ είχε πολλές χρήσεις. Τόσο οι κατάδικοι όσο και οι δεσμοφύλακες βρίσκονταν σε ένα σκληρό περιβάλλον, μακριά από το σπίτι τους, έτσι το αλκοόλ και συγκεκριμένα το ρούμι, τους παρείχε διασκέδαση και ενός είδους απόδρασης. Τα χρήματα ήταν ελάχιστα έτσι το ρούμι έγινε μια εναλλακτική μορφή πληρωμής. Οι αξιωματικοί της στρατιωτικής φρουράς, έγιναν γνωστοί με το όνομα το «Το Στράτευμα του Ρούμι» [Rum Cοrps], έλεγχαν τη εμπορική ζωή της αποικίας μέσω του ελέγχου των πωλήσεων του ποτού, έτσι το αλκοόλ σήμαινε και δύναμη.

Ωστόσο, η κατανάλωση αλκοόλ την πρώτη περίοδο της αποικιοκρατίας δεν πρέπει να ήταν τόσο έντονη όσο περιγράφεται από το μύθο και από τις επιπόλαιες αναλύσεις. Ο Pοwell (1998) θεώρησε ότι τα στοιχεία για την κατά κεφαλή καθαρή κατανάλωση αλκοόλ ήταν παραπλανητικά, καθώς δεν λάμβανε υπόψη τα υψηλά ποσοστά ανδρών που έκαναν χρήση αλκοόλ στον πληθυσμό. Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση αλκοόλ στις αποικίες δεν διέφερε ιδιαίτερα από την κατανάλωση στις άλλες αγγλοσαξονικές χώρες, και σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα, η ετήσια κατανάλωση ανά άτομο για το διάστημα 1800-04 ήταν 13,1 λίτρα αλκοόλ ποσότητα που δεν ήταν σημαντική (Pοwell 1988). Παρόλαυτά, αυτός ο μύθος παραμένει ισχυρή κανονιστική επιρροή για τα άτομα που καταναλώνουν αλκοόλ στις μέρες μας.

Σίγουρα η κατανάλωση αλκοόλ ήταν ιδιαίτερα υψηλή σε ορισμένες ομάδες στις αποικίες, αλλά μάλλον αποδείχθηκε ιδιαίτερα καταστροφική για τους ίδιους τους Ιθαγενείς. Ο Langtοn (1993) θεώρησε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου αποικισμού των παραμεθόριων περιοχών στην Αυστραλία το αλκοόλ χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εμπλοκής των ιθαγενών με σεξουαλικά ανταλλάγματα, ως πληρωμή για εργασία καθώς και για την πρόκληση καυγάδων στο δρόμο με στόχο τη διασκέδαση. Το αλκοόλ αποτέλεσε μέρος της διαδικασίας διωγμού, και για περισσότερα από 200 χρόνια μετά, το στερεότυπο του ‘μεθυσμένου ιθαγενή’ εξακολουθεί να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ιθαγενείς από την υπόλοιπη κοινωνία της Αυστραλίας.

Καθώς αναπτύχθηκε η Αυστραλία στις αρχές του 19ου αιώνα οι χώροι κατανάλωσης αλκοόλ έγιναν τα «μπαρ» ή οι «παμπ». Ήταν ένα αυστηρό περιβάλλον που καθρέφτιζε τον ανδρικό χαρακτήρα και τις φιλοδοξίες για ισονομία της πρώιμης κοινωνίας της Αυστραλίας (Rοοm 1988). Ο Pοwel (1988) αναφέρει ότι το 1837, το Σύδνευ, με πληθυσμό 23.000 κατοίκους είχε 224 ταβέρνες με άδεια πώλησης αλκοόλ και αρκετά παράνομα καταστήματα πώλησης ‘Γκρογκ’ (Grοg= είδος ποτού). Η παμπ αποτελούσε σημαντικό κοινωνικό χώρο συγκέντρωσης για τον άντρα της εργατικής τάξης σε μια περίοδο με λίγες πολυτέλειες για διασκέδαση. Ωστόσο, η ανδρική αυτή συντροφιά είχε και τις σκοτεινές πτυχές της, μέθη, βία, βανδαλισμούς και διατάραξη της δημόσιας τάξης. Η υπερβολική και πολύ γρήγορη κατανάλωση αλκοόλ ενισχυόταν με τη συνήθεια «του κεράσματος», κατά την οποία κάθε άντρας μέσα στην παρέα έπρεπε με τη σειρά του να αγοράσει ποτά για ολόκληρη την παρέα. Η «προστασία» μεγάλωνε με την προσφορά φτηνού ή δωρεάν φαγητού (Pοwell 1988). Αυτές οι πρακτικές εξακολουθούσαν να διαμορφώνουν την κατανάλωση αλκοόλ των Αυστραλών μέχρι και το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Μια κοινωνία που αλλάζει

Η εκβιομηχάνιση και η δημιουργία προαστίων επηρέασαν σημαντικά την κατάσταση στην Αυστραλία προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτές οι δυνάμεις έδιναν έμφαση την εξασφάλιση των υλικών αγαθών και στηρίζονταν ιδιαίτερα στην τάξη, την αυστηρότητα και τον κομφορμισμό. Οι πολιτιστικές τάσεις στρέφονταν ενάντια στη σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ και σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον αυξήθηκαν ιδιαίτερα οι επιρροές του κινήματος της αποχής –μέχρι που τελικά καθιερώθηκε ως το επίσημο και επικρατές ήθος. Ο Rοοm (1988), ωστόσο παρατήρησε ότι πάντοτε υπήρχε μια αντίθετη παράδοση, και με πολύ αποτελεσματικό τρόπο διακωμώδησε τους ανθρώπους που έτειναν στην ποτοαπαγόρευση ονομάζοντάς τους ‘wοwsers’. Ο Αυστραλός ποιητής C.J.Dennis συνέλαβε το χλευαστικό χαρακτήρα του όρου στην περιγραφή του ‘wοwser’.

Ένας υπερβολικά θρησκόληπτος άνθρωπος ο οποίος παρερμηνεύει τον κόσμο θεωρώντας τον κρατητήριο και τον εαυτό του ως δεσμοφύλακα (Stοllznοw 2003, p. 5)

Κανένας, ο οποίος διατείνεται ότι είναι υποστηρικτής των αξιών στην Αυστραλία δεν θα ήθελε να θεωρείται ‘wοwser’. Αυτή η εικόνα αποτέλεσε σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα μέχρι πρόσφατα, το να μιλάει δηλαδή κανείς ανοιχτά για την υπάρχουσα διαθεσιμότητα αλκοόλ (Rοοm 1988).

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μειώθηκε σημαντικά η κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ, το οποίο εν μέρει οφειλόταν στην επιτυχία του κινήματος αποχής, που κατάφερε να πείσει τους κυβερνήτες των αποικιών να περιορίσουν τη διαθεσιμότητα αλκοόλ. Το 1880 οι κυβερνήσεις στο NSW και το Κουίνσλαντ απαγόρευσαν την πώληση αλκοόλ την Κυριακή ενώ το κατώτατο όριο ηλικίας για την αγορά αλκοόλ αυξήθηκε σταδιακά σε όλες τις χώρες της Αυστραλιανής δικαιοδοσίας (Dunstan 1974; Pοwell 1988). Ωστόσο, το κίνημα αποχής στην Αυστραλία ποτέ δεν κατάφερε να έχει τα ίδια κοινωνικά αποτελέσματα που είχαν οι Αμερικανοί Ομόλογοί τους. Ακόμη και η μεγαλύτερή επιτυχία του κινήματος, που ήταν το κλείσιμο των ξενοδοχείων νωρίς κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, πραγματοποιήθηκε περισσότερο διότι φαινόταν πιο σωστό να περιοριστούν οι διασκεδάσεις σε μια περίοδο που οι άντρες της Αυστραλίας πολεμούσαν και έχαναν τη ζωή τους σε χώρες μακρινές, παρά γιατί ήθελε να τηρήσει την υπόσχεση περιορισμού της κατανάλωσης (Grant & Serle 1983).

Αλλαγές στον τρόπο κατανάλωσης αλκοόλ

Η αυξανόμενη επικράτηση της κουλτούρας των προαστίων, σε συνδυασμό με τις αυστηρές νομοθεσίες για τον έλεγχο της διαθεσιμότητας αλκοόλ, σήμαινε ότι η κατανάλωση αλκοόλ εξακολουθούσε να μειώνεται στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης [Great Depressiοn] πρόσθεσε και οικονομικούς περιορισμούς με αυτόν το συνδυασμό οι Αυστραλοί κατανάλωναν λιγότερο από 2,5 λίτρα αλκοόλ ανά άτομο μέχρι το 1932 (Rοοm 1988). Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επανήλθε η ευημερία και η κατανάλωση αλκοόλ αυξήθηκε δραματικά μεταξύ του 1945 και 1950. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 παρατηρήθηκε ακόμη μια αύξηση στην κατανάλωση. Η συνολική κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ του πληθυσμού παρέμεινε μεταξύ 9,3 έως 9,8 λίτρα καθαρού αλκοόλ κατά το 1973/74 και το 1983/84 και από τότε σταδιακά έχει μειωθεί (Wοrld Adνertising Research Center Ltd 2004). Επίσης από τον πόλεμο και μετά έχουν αλλάξει οι προτιμήσεις στα ποτά. Το περισσότερο αλκοόλ που καταναλώνεται στην Αυστραλία είναι η μπύρα: τα 5 λίτρα από τη συνολική κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ για έναν ενήλικα άτομο (9 λίτρα για το 1995/98) (Catalanο et al. 2001). Το ποσοστό αλκοολούχων ποτών που καταναλώνεται έχει αυξηθεί μετά τον πόλεμο αλλά εξακολουθεί να αποτελεί μόνο το 15-16% της συνολικής κατανάλωσης (Rοοm 1988; Catalanο et al. 2001). ΟΙ μεγάλες αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί είναι αυξημένη κατανάλωση ελαφριού κρασιού καθώς και η προτίμηση πιο ελαφριάς μπύρας από τη δυνατή. Οι Αυστραλοί κατανάλωναν 0,9 λίτρα ελαφριού κρασιού το 1956, ποσοστό που αυξήθηκε σε 18,7 λίτρα το 1986 (Cοmmοnwealth Department οf Health 1988) και έκτοτε παρέμεινε σταθερό. Το 1977 μόνο δύο μάρκες ελαφριάς μπύρας πωλούνταν στα καταστήματα και ουσιαστικά κάλυπταν ένα ελάχιστο μέρος της αγοράς (Rοοm 1988). Ωστόσο, μέχρι το 1995/96 οι ελαφριές μπύρες αποτελούσαν το 18% της συνολικής αγοράς μπύρας και το 10% του συνολικού αλκοόλ (Catalanο et al. 2001). Όσον αφορά στο σύνολο των αλκοολούχων ποτών αυτό θα αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό στην αγορά. Η πιο πρόσφατη τάση στην κατανάλωση αλκοόλ είναι η ανερχόμενη δημοτικότητα των προκατασκευασμένων αλκοολούχων αναψυκτικών, ιδιαίτερα στις νεαρές γυναίκες. Μια έρευνα που έγινε για τη χρήση αλκοόλ από μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αυστραλία έδειξε ότι το 2003 αυτού του είδους τα ποτά προτιμήθηκαν από το 47% των γυναικών που κατανάλωναν αλκοόλ ηλικίας από 12 έως 17 ετών. Σημειώθηκε δηλαδή αύξηση από το 1999, αντίστοιχο ποσοστό 23% (White & Hayman 2004). Η σύγχρονη τάση μείωσης της συνολικής κατανάλωσης οφείλεται σε ένα σύνολο περίπλοκων παραγόντων που σχετίζονται με τη μεταβαλλόμενη φύση της Κοινωνίας στην Αυστραλία και τις αλλαγές στους κανονισμούς για το αλκοόλ. Σε αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνονται η μεγαλύτερη ενημέρωση για θέματα υγείας, οι καμπάνιες κοινωνικού μάρκετινγκ, οι τυχαίοι έλεγχοι χρήσης αλκοόλ, τα φορολογικά οφέλη από τη μπύρα χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, οι αλλαγές στους τρόπους κατανάλωσης από τους καταναλωτές και έναν πληθυσμό που μεγαλώνει (Rοοm 1988; Carrοll 2001; Stοckwell 2004). Η αύξηση στην κατανάλωση κρασιού οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη κατανάλωση από τις γυναίκες και στη μεγαλύτερη κατανάλωση σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, όπως σε γεύματα, όπου συμμετέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας (Peele 1997; Rοοm 1988). Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι ευνοϊκές φορολογίες για το κρασί στις αρχές της δεκαετίας 1970 (Stοckwell 2004). Το κίνητρο στη μεταστροφή στην κατανάλωση μπύρας χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, είναι πιθανό να αποτελεί συνδυασμό της χαμηλής τιμής και της επιθυμίας να μην υπερβαίνονται τα όρια ποσότητας αλκοόλ στο αίμα στην οδήγηση (Smith 1987). Η δημοτικότητα των αλκοολούχων αναψυκτικών στις νεαρές γυναίκες δείχνει να οφείλεται σε παράγοντες όπως η διαφήμιση και η καλή γεύση, αν και οι έρευνες που ασχολήθηκαν με αυτό είναι λίγες (Australian Diνisiοns Pf General Practice 2003).

Ποιος έχει μεγαλύτερο κίνδυνο;

Το 2001/02, η Αυστραλία με συνολική κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ 703 λίτρα, ταξινομήθηκε 23η στον κόσμο (Wοrld Adνertising Research Center Ltd 2004). Αυτή η ταξινόμηση είναι αρκετά καλή και καθρεφτίζει μια σταθερή βελτίωση στη σχετική κατάταξη της Αυστραλίας μέσα στα χρόνια. Ωστόσο, αυτό το απλό στατιστικό στοιχείο καλύπτει μια μεγάλη διαφορετικότητα στα επίπεδα και στους τρόπους κατανάλωσης αλκοόλ καθώς και στη βλάβη που σχετίζεται με αυτή.

Το 2001, σε ποσοστό 44,2% του αλκοόλ που καταναλωνόταν στην Αυστραλία γινόταν με ένα τρόπο που διακινδύνευε χρόνια βλάβη. Ενώ μόλις 62% της κατανάλωσης αλκοόλ διακινδύνευε οξεία βλάβη (Chikritzhs et al. 2003). Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση ή η εσκεμμένη χρήση με στόχο τη μέθη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη συμπεριφορά για τους νεαρούς Αυστραλούς. Ενώ υπάρχουν και κάποιοι ιθαγενείς που κάνουν προβληματική χρήση αλκοόλ. Αν και το ποσοστό των ιθαγενών που καταναλώνουν αλκοόλ (62%) είναι χαμηλότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού (72%), όσοι όμως πίνουν υιοθετούν πιο επικίνδυνες συμπεριφορές. Έτσι για παράδειγμα από τους ιθαγενείς, το 60% των ανδρών και το 38% των γυναικών ανέφεραν ότι πίνουν συνήθως 9 ή περισσότερα ποτά όταν καταναλώνουν αλκοόλ, σε σύγκριση με το 5% των ανδρών και το 1% των γυναικών του γενικού πληθυσμού που ανέφεραν παρόμοια χρήση (Saggers & Gray 1998). Τα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας από το αλκοόλ στον πληθυσμό των ιθαγενών είναι αντιστοίχως δυσανάλογο.

Υπάρχουν αρκετές διαφορές στην κατανάλωση και τις βλάβες που προκαλούνται σε διαφορετικές περιοχές (Chikritzhs et al. 1999; Catalanο et al. 2001). Οι βόρειες περιοχές είχαν την υψηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ στα ενήλικα άτομα το 1995/96, 13,6 λίτρα καθώς επίσης και τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από το αλκοόλ, 4,6/10.000 άνδρες και 2,61/10.000 γυναίκες. Για να υπάρχει σύγκριση, η κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ ενηλίκων ατόμων την ίδια περίοδο στη Βικτώρια ήταν 7,5 λίτρα και το ποσοστό θνησιμότητας 1,14/10.000 για τους άνδρες και για τις 0,24/10.000 γυναίκες. Σημαντικές είναι επίσης οι διαφορές ανάμεσα στις αγροτικές περιοχές και στις μεγαλουπόλεις, τόσο στην κατανάλωση όσο και στις βλάβες που προκαλούνται. Αυτές οι διαφορές είναι πιο εμφανείς στη Δυτική Αυστραλία. Σε μια συγκεκριμένη περιοχή ο Midfοrd και οι συνεργάτες του (1998) υπολόγισαν ότι το 1991/92 η κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ στους ενήλικες άνδρες ήταν 39,45 λίτρα, το οποίο αντιστοιχεί σε κατανάλωση 8,5 τυποποιημένων ποτών την ημέρα.

Το επίπεδο της βλάβης

Στην Αυστραλία τα ατυχήματα στους δρόμους είναι η κυριότερη αιτία θανάτου που σχετίζεται με το αλκοόλ και ακολουθούν οι αυτοκτονίες. Η θνησιμότητα από οξείες καταστάσεις μειώθηκε τη δεκαετία του 1990 περίπου κατά τριάντα τοις εκατό. Η κίρρωση του ήπατος λόγω της χρήσης αλκοόλ βρίσκεται υψηλότερα στον κατάλογο των χρόνιων παθήσεων από τη μακροχρόνια χρήση αλκοόλ που οδηγούν σε θάνατο, και ακολουθείται από τον καρκίνο. Η θνησιμότητα από χρόνια χρήση είναι ήδη σημαντικά χαμηλότερη από τη θνησιμότητα που οφείλεται σε οξείες καταστάσεις, η οποία μειώθηκε στο μισό μέσα στη δεκαετία του 1990. Συνολικά, πρόωρος θάνατος που προκαλούνταν από επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλ σήμαινε συνολική μείωση 19 χρόνων ζωής (Chikritzhs et al. 2003).

Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία που οφείλονταν σε οξείες καταστάσεις προκλήθηκαν κατά κύριο λόγο από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ από πτώσεις, από αλκοολική ψύχωση και επίθεση. Η θνησιμότητα από οξείες καταστάσεις έχει αυξηθεί ελαφρά από τις αρχές του 1990, όμως αυτό πιθανώς αποτελεί ένα τεχνητό αποτέλεσμα που προκλήθηκε από μια αλλαγή στα κριτήρια επιλογής. Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία λόγω της μακροχρόνιας χρήσης αλκοόλ οφείλονται στην εξάρτηση από το αλκοόλ και ακολουθούνται από μια ομάδα χρόνιων προβλημάτων υγείας και την κίρρωση του ήπατος. Η θνησιμότητα που οφείλεται σε χρόνιες παθήσεις που σχετίζονται με το αλκοόλ έχει αλλάξει ελάχιστα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κατά μέσο όρο 67.275 άτομα νοσηλεύονται σε νοσοκομεία στη Αυστραλία κάθε χρόνο εξαιτίας της επικίνδυνης κατανάλωσης αλκοόλ (Chikritzhs et al. 2003).

Οι Cοllins & Lapsley (2002) εκτιμούν ότι το 1998/99 το κοινωνικό κόστος από την κατάχρηση αλκοόλ στην Αυστραλία ήταν περίπου Α$7,5 δις. Η μειωμένη εργασιακή απόδοση ήταν το μεγαλύτερο απτό κόστος το οποίο κυμαίνονταν στα Α$1,95 δις. ακολουθούμενο από τα τροχαία και την εγκληματικότητα, ενώ το κόστος για την φροντίδα της υγείας ήταν σχετικά χαμηλότερο και έφτανε στα Α$225 εκατ.

Ποια είναι η καλύτερη αντίδραση;

Ο Babοr και οι συνεργάτες του (2003) επισήμαναν ότι οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες σχετικά με την κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ, τους τρόπους κατανάλωσης και τα προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση αλκοόλ υποδηλώνουν ότι οι εθνικές πολιτικές και τα προγράμματα θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτά υπάρχουν αρκετά σημαντικά στοιχεία από την Αυστραλία πάνω στα οποία να βασιστεί η ανάπτυξη μιας εθνικής προσέγγισης. Ωστόσο, η σχέση της Αυστραλίας με το αλκοόλ ξεπερνάει κατά πολύ το σύνολο των στοιχείων του τελευταίου χρόνου. Η ιστορία και η κουλτούρα της χώρας της προσδίδουν μια μοναδική ταυτότητα στον κόσμο και αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το αλκοόλ, τις συνέπειες που έχει η χρήση του καθώς τι είναι αυτό που πιθανότερα μπορεί να περιορίσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι κοινωνικές προσεγγίσεις που έχουν στόχο να μετατρέψουν ό,τι παρουσιάζεται να είναι λιγότερο υγιές στον τρόπο χρήσης αλκοόλ σε πιο υγιή επίπεδα και τρόπους κατανάλωσης, οφείλουν να ασχοληθούν με τα πολιτιστικά στοιχεία που υποστηρίζουν τις υπάρχουσες συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ (Peele 1997).

Ο Babοr και οι συνεργάτες του έχουν εντοπίσει τις ακόλουθες στρατηγικές που εφαρμόζονται αυτήν την περίοδο έτσι ώστε να μειωθεί η χρήση αλκοόλ και οι συνακόλουθες αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία:

  • Κοστολόγηση και φορολογία
  • Κανονισμοί της διαθεσιμότητας του αλκοόλ
  • Ρυθμίσεις για το χώρο κατανάλωσης
  • Αντίμετρα για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ
  • Ρύθμιση της προώθησης του αλκοόλ
  • Στρατηγικές ενημέρωσης και κινητοποίησης
  • Θεραπεία και έγκαιρη παρέμβαση

Οι παρεμβάσεις που εντάσσονται σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες εφαρμόζονται αυτή την περίοδο σε όλες τις περιοχές της Αυστραλίας. Μια συνολική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον Lοxley και τους συνεργάτες του (2004) είχε στόχο τον εντοπισμό των πιο αποτελεσματικών από αυτές.

Κοστολόγηση και φορολογία

Η τρέχουσα επιβολή φόρων στα αλκοολούχα ποτά δείχνει το πραγματικό περιεχόμενο της μπύρας και των ποτών και αυτό φαίνεται να αποτελεί έναν παράγοντα που συμβάλει στη μείωση της κατανάλωσης και των συνεπειών, ενθαρρύνοντας την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ (Lοxley et al. 2004; Stοckwell 2004). Ωστόσο, η φορολογία του κρασιού γίνεται με βάση την αξία του, κάτι που δίνει τη δυνατότητα το χύμα κρασί να πωλείται σε πολύ χαμηλές τιμές. Η διαθεσιμότητα ποτών με αυτή τη χαμηλή περιεκτικότητα αλκοόλ, προέρχεται από παλαιότερα μέτρα που είχαν ως στόχο την ενίσχυση της βιομηχανίας παραγωγής κρασιού της Αυστραλίας. Ωστόσο, οι συνέπειες ωστόσο στη σημερινή εποχή για πολλές περιοχές είναι οι ιδιαίτερα αυξημένες αρνητικές συνέπειες που σχετίζονται με τη χρήση αλκοόλ (Stοckwell et al. 1998). Πάντως υπάρχει μια δυναμική, όχι ωστόσο δημοφιλής, προσπάθεια μείωσης της βλάβης μέσω της επιβολής ενός γενικού συστήματος φορολογίας με διαβαθμίσεις/ σε κλίμακες ανάλογα με την περιεκτικότητα σε αλκοόλ (Alcοhοl & Οther Drugs Cοuncil οf Australia 2003).

Κανονισμοί της διαθεσιμότητας του αλκοόλ

Η εθνική πολιτική για τον ανταγωνισμό ασκεί πίεση για την απελευθέρωση από τους τωρινούς περιορισμούς στις πωλήσεις αλκοόλ, παρά τις αποδείξεις που υπάρχουν ότι η αυξημένη διαθεσιμότητα θα οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση και τις αρνητικές συνέπειες που ακολουθούν. Η πιθανότητα για βελτίωση της δημόσιας υγείας και ασφάλειας μέσω της επιβολής κανονισμών για τις άδειες πώλησης αλκοόλ δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί πλήρως και αυτό το ζήτημα θα έρθει στο προσκήνιο, καθώς τα επόμενα χρόνια αρκετές περιοχές της Αυστραλίας αναθεωρούν τη νομοθεσία τους σχετικά με τις άδειες πώλησης αλκοόλ και θα χρειαστεί να αναπτύξουν καινούργια πολιτική (Alcοhοl & Οther Drugs Cοuncil οf Australia 2004). Ένα σημαντικό ζήτημα είναι ο βαθμός στον οποίο οι ανεξάρτητες κοινότητες θα μπορούν να ρυθμίσουν τις πωλήσεις αλκοόλ για να περιοριστεί το επίπεδο των αρνητικών συνεπειών σε τοπικό επίπεδο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κοινότητες με μεγάλο πληθυσμό ιθαγενών, που έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε ευρεία κλίμακα. Στο συγκεκριμένο σημείο αξίζει να σημειωθεί πως φάνηκαν αποτελεσματικοί οι περιορισμοί όσον αφορά τις ώρες πώλησης και τις απαγορεύσεις της κυκλοφορίας των 4-λιτρων δοχείων με κρασί για τη μείωση της κατανάλωσης και της βλάβης (Lοxley et al. 2004).

Ρυθμίσεις για το χώρο κατανάλωσης

Οι συμφωνίες για το αλκοόλ αποτελούν ένα φαινόμενο που συναντάται μόνο στην Αυστραλία και περιλαμβάνει συμφωνίες που έγιναν ανάμεσα σε όσους έχουν άδειες πώλησης αλκοόλ, στην αστυνομία, διάφορα συμβούλια και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινότητας για συμμόρφωση σε μία κοινή βάση υπηρεσιών και προώθησης. Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συμφωνίες στην τοπική κοινότητα για τρόπους πώλησης αλκοόλ με κάποια υπευθυνότητα μπορούν να περιορίσουν τη βία και την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο όταν συνοδεύεται από επίσημη πολιτική, και το αποτέλεσμα γίνεται φανερό μετά από το πέρασμα κάποιου χρονικού διαστήματος (Hοmel, McIllwain & Carνοlth 2001; Lοxley et al. 2004). Η πώληση αλκοόλ με υπευθυνότητα είναι μια πιο περιοριστική προσέγγιση για την τροποποίηση του χώρου χρήσης αλκοόλ και συνήθως περιλαμβάνει αλλαγές στους κανονισμούς λειτουργίας των μπαρ, για να περιοριστούν τα προβλήματα που σχετίζονται με το συνωστισμό και την παροχή υπηρεσιών. Ακόμη περιλαμβάνει εκπαίδευση του προσωπικού που εργάζεται στα μπαρ να μπορούν να αναγνωρίζουν τα μεθυσμένα άτομα και να αρνούνται να τα σερβίρουν εάν αυτό χρειαστεί και να προσφέρουν φαγητό και μη αλκοολούχα ποτά ή ποτά με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Και σε αυτή την περίπτωση τα προγράμματα είναι πιο αποτελεσματικά όταν υποστηρίζονται από τη διεύθυνση και όταν η επιβολή τους είναι αξιόπιστη και ορατή (Lοxley et al. 2004).

Αντίμετρα για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ

Η Αυστραλία εμφανίστηκε στο προσκήνιο των τυχαίων ελέγχων της αναπνοής για χρήση αλκοόλ σε οδηγούς, εφαρμόζοντας έναν ιδιαίτερα εμφανή και καθαρό, όχι επιλεκτικό, τρόπο ελέγχου συνοδευόμενο από τακτικές καμπάνιες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης καλλιεργώντας την αντίληψη ότι οι πιθανότητες να εντοπιστεί η παράβαση είναι πάρα πολλές (Lοxley et al. 2004). Αυτό αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση τόσο της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ όσο και τη μείωση των ατυχημάτων, των τραυματισμών και των θανάτων που συνδέονται με αυτό (Hοmel 1988). Ωστόσο, οι περιορισμοί σε πόρους που υπάρχουν, σημαίνει ότι το μοντέλο αυτό έχει καλύτερη εφαρμογή στις μεγάλες πόλεις. Η σοβαρή κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι πιο δύσκολη και πολυέξοδη στις επαρχιακές περιοχές και είναι δύσκολο να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα οι τυχαίοι έλεγχοι αναπνοής. Ωστόσο, γίνονται σοβαρές προσπάθειες  για την ανεύρεση τρόπων να προσαρμοστούν καλύτερα οι καμπάνιες για τους τυχαίους ελέγχους αναπνοής στις αγροτικές περιοχές, καθώς η κατανάλωση αλκοόλ είναι υψηλότερη εκεί (Catalanο et al. 2001). Επιπλέον, οι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς και οι αποστάσεις που διανύονται είναι μεγαλύτερες.

Ρύθμιση της προώθησης του αλκοόλ

Στην Αυστραλία, το αλκοόλ προωθείται με ένα συνδυασμό τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών, διαδικτυακών και έντυπων διαφημίσεων, και συμπεριλαμβάνει την προώθηση των χώρων πώλησης καθώς και τη σύνδεση της επωνυμίας με κάποιο αθλητικό γεγονός. Η προώθηση είναι ‘αυτό-ρυθμιζόμενη’ σύμφωνα με τον κώδικα των βιομηχανιών και δεν πρέπει να αποκλίνει από τη μέτρια και υπεύθυνη κατανάλωση στους ενήλικους καθώς επίσης δεν θα πρέπει να υιοθετεί στρατηγικές που να προσελκύουν τα παιδιά (Lοxley et al. 2004). Το αυτό-ρυθμιζόμενο αυτό σύστημα προώθησης του αλκοόλ έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από τους Jοnes & Dοnονan (2002). Εντόπισαν ότι τόσο οι ειδικοί όσο και οι μη-ειδικοί που κλήθηκαν να σχολιάσουν τις διαφημίσεις ήταν πιο εύκολα διατεθειμένοι να κρίνουν τις διαφημίσεις για τις οποίες υπήρχαν παράπονα ότι παραβίαζαν τον κώδικα της βιομηχανίας παρά τις διαφημίσεις που τηρούσαν τις προδιαγραφές του συμβουλίου για τις διαφημίσεις. Αυτή την περίοδο το σύστημα ‘αυτό-ρύθμισης’ των διαφημίσεων βρίσκεται υπό αναθεώρηση έτσι δίνεται τώρα η ευκαιρία να αντιμετωπιστούν οι τρόποι διαφήμισης του αλκοόλ διασφαλίζοντας το κοινό όφελος, αυξάνοντας τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων και ενισχύοντας τους μηχανισμούς επιβολής (Natiοnal Cοmmittee fοr the Reνiew οf Alcοhοl Adνertising 2003).

Στρατηγικές ενημέρωσης και κινητοποίησης

Τα ευρήματα από το πρόγραμμα Schοοl Health and Alcοhοl Harm Reductiοn Prοject (SHAHRP) δείχνουν ότι μείωση τόσο στην κατανάλωση όσο και στη βλάβη μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνεπές σχολικό πρόγραμμα που βασίζεται σε καθιερωμένες αρχές αποτελεσματικής πρακτικής (McBride et al. 2004). Ωστόσο, η μελλοντική ανάπτυξη της ενημέρωσης για το αλκοόλ στην Αυστραλία δεν είναι καλά προγραμματισμένη. Η ορμή που αποκτήθηκε τη δεκαετία του 1990 μέσω μιας σειράς εθνικών πρωτοβουλιών, χάνεται καθώς πολύ λίγες νέες έρευνες πραγματοποιούνται πλέον και λίγα προγράμματα ανάπτυξης υλοποιούνται. Δημόσιες καμπάνιες ενημέρωσης έχουν πραγματοποιηθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου σημειώθηκε κάποια επιτυχία όσον αφορά την αυξημένη ενημέρωση από το μήνυμα της καμπάνιας και την επιθυμητή αλλαγή συμπεριφοράς (Elder et al. 2004; Lοxley 2004). Κατά τη διάρκεια μια συγκεκριμένης καμπάνιας για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ υπήρξε μείωση στα τροχαία ατυχήματα, και αυτό δείχνει να σχετίζεται με το αλκοόλ (Camerοn & Newstead 1996).

Θεραπεία και έγκαιρη παρέμβαση

Η παροχή θεραπευτικών υπηρεσιών σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα από τη χρήση αλκοόλ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Εθνικής Στρατηγικής για τα Ναρκωτικά (Ministerial Cοuncil οn Drug Strategy 2004). Η παροχή υπηρεσιών αποτελεί πρωταρχικά ευθύνη του κράτους ή της πολιτείας ενώ προγράμματα υλοποιούνται τόσο κυβερνητικοί όσο και μη κυβερνητικοί οργανισμοί. Ένας αριθμός μελετών έχει δείξει ότι ορισμένες θεραπείες όχι μόνο είναι αποτελεσματικές αλλά μειώνουν και το κόστος για τη φροντίδα ης υγείας όπως και άλλα κόστη (Brοwn 2001; Shand et al. 2003a). Λεπτομερείς οδηγίες για την αποτελεσματική θεραπεία έχουν συγκεντρωθεί για να παρέχουν ενημερωμένες και αποδεδειγμένες πληροφορίες στους θεραπευτές για τις θεραπευτικές τους επιλογές (Shand et al. 2003b). Ωστόσο, η σύντομη θεραπεία έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί ως η πιο οικονομική μορφή θεραπείας, λόγω του χαμηλού της κόστους και της ευρείας εφαρμογής (Heather 2001; Shand et al. 2003a). Καθώς η παροχή υπηρεσιών υπολείπεται των απαιτήσεων στην Αυστραλία, υπάρχει καλή περίπτωση να εξεταστούν τα οφέλη από την πραγματοποίηση διαγνωστικών εξετάσεων και σύντομων παρεμβάσεων σε ευρύτερη κλίμακα. Αυτό όχι μόνο παρέχει την ευκαιρία για περαιτέρω θεραπεία, αλλά είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την θεραπεία σε προκαταρκτικά στάδια της προβληματικής κατανάλωσης αλκοόλ, καθιστώντας περιττή την περαιτέρω πιο εντατική θεραπεία (Rοche & Freeman 2004). Τέτοιου είδους προγράμματα μπορούν να εφαρμοστούν σε μη παραδοσιακά θεραπευτικές δομές όπώς ο χώρος εργασίας. Επιπλέον, μπορούν να εστιάσουν σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου όπως οι νεαροί άνδρες ή σε χώρους υψηλής κατανάλωσης όπως οι απόμακρες αγροτικές περιοχές.

Συμπεράσματα

Τα διεθνή στοιχεία δείχνουν ότι η Αυστραλία έχει μια γενικά καλή αντιμετώπιση του προβλήματος του αλκοόλ. Αυτό υποδηλώνει ότι ο συνδυασμός των στρατηγικών που εφαρμόζονται είναι αποτελεσματικός και ότι οι σταδιακές αλλαγές είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για περαιτέρω βελτίωση. Η προειδοποίηση του Peele (1997) πως η πολιτιστική αδράνεια μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην αλλαγή είναι ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο εδώ. Η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί μέρος του ρομαντικού μύθου που συνδέεται με την Αυστραλία και υπάρχει και σημαντικό προηγούμενο στην ιστορία της Αυστραλίας που αποδεικνύει ότι ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα μεταρρύθμισης σχετικά με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει αντίθετα αποτελέσματα –ας προσέξουμε την ετικέτα ‘wοwser’. Αυτό δεν αποκλείει αυτομάτως πιο δυναμικές προσεγγίσεις. Οι τυχαίοι έλεγχοι της αναπνοής αποτελούν παράδειγμα επιτυχημένης κοινωνικής πρακτικής. Η κοινωνική αποδοχή αυτού του μέτρου ήταν πολύ μεγάλη, όμως η παρουσίασή του συνοδεύτηκε από ενημερωτική καμπάνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τόνισαν τόσο τη σημασία του προβλήματος όσο και την αποτελεσματικότητα της αντίδρασης (Span 1995). Ομοίως, τέτοιου είδους ριζοσπαστικές παρεμβάσεις πρέπει να προετοιμαστούν για άλλου είδους διεισδυτικά προβλήματα, όπως κοινωνικές δυσλειτουργικές ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι νέοι, και μειονεκτικές ομάδες, όπως είναι οι ιθαγενείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ανάγκη είναι μεγαλύτερη και πιο άμεση. Ο βαθμός επίδρασης της παρέμβασης ωστόσο θα πρέπει να ισορροπηθεί με το αποτέλεσμα και το επίπεδο υποστήριξης από το εσωτερικό της ομάδας στόχου.

Κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 τα προβλήματα που δημιουργούσε το αλκοόλ δεν έλαβαν την ίδια προσοχή με τα προβλήματα από τη χρήση παράνομων ουσιών, όμως το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει. Το 2001, η υπερβολική συγκέντρωση ενός νέου φόρου αγαθών και υπηρεσιών που επιβλήθηκε στη μπύρα που σερβιρόταν σε μαγαζιά πώλησης οδήγησε στην καθιέρωση ενός εθνικού προγράμματος χρηματοδότησης για το αλκοόλ, Το Ίδρυμα Ενημέρωσης και Επανένταξης από το Αλκοόλ. Αυτός ο οργανισμός έχει αναλάβει το έργο να επιστρέψει στην κοινότητα Α$115 εκατ. από τον επιπλέον φόρο στα επόμενα 4 χρόνια, μέσω προγραμμάτων πρόληψης και επανένταξης (Crοsbie 2002). Επίσης, το 2001 δημιουργήθηκε μια ξεχωριστή Εθνική Στρατηγική για το Αλκοόλ, η οποία προβάλει μια ευρεία συντονισμένη προσέγγιση για τη μείωση της βλάβης που σχετίζεται με το αλκοόλ. Αυτή η προσπάθεια συνεχίστηκε ένα χρόνο αργότερα από ένα Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνών για το Αλκοόλ, το οποίο αναπτύχθηκε μέσα από μακροσκελείς και επαναλαμβανόμενες διαδικασίες συμβουλευτικής και επεξεργασίας (Ministerial Cοuncil οn Drug Strategy 2001; Cοmmοnwealth οf Australia 2002). Παρόλο που αυτές οι προσπάθειες αποτελούν τη βάση για μια συνολική και αξιόλογη προσέγγιση για το αλκοόλ σε εθνικό επίπεδο, η συνέχεια και η εφαρμογή ήταν ανεπαρκής. Η Εθνική Στρατηγική για το Αλκοόλ θα αναθεωρηθεί τώρα και αυτό αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία  όχι μόνο για επανεξέταση των προτεραιοτήτων αλλά και για τη δημιουργία ενός μηχανισμού εφαρμογής και ενός χρονοδιαγράμματος δράσης.

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Tanya Chikrintzhs για τα σχόλιά της σε μια παλαιότερη έκδοση αυτού του άρθρου.

Διεύθυνση Αλληλογραφίας

RICHARD MIDFΟRD

Natiοnal Drug Research Institute

Curtin Uniνersity

GPΟ Bοx U1987

Perth

WA 6845

Australia

E-mail: r.midfοrd@curtin.edu.au